ΤηνΚυριακή 27-11-2011 τελέστηκε στην εκκλησία της Κοιμήσεως της Θεοτόκου στηνΤρικοκκιά Γρεβενών το μνημόσυνο των 40 ημερών από το θάνατό του συναδέλφουΑθανασίου Τσακνάκη. Πέραν των συγγενών, φίλων και συναδέλφων παραβρέθηκεκαι πλήθος κόσμου.
Ησυνάδελφος Φιλόλογος και Θεολόγος Αυγουστίνου Ευδοξία συνέταξε τον παρακάτωεπιμνημόσυνο λόγο στη μνήμη του, ο οποίος διαβάστηκε στο τέλος της ΘείαςΛειτουργίας από το συνάδελφο εκπαιδευτικό Τσεπίδη Βασίλειο.
«…Συγκεντρωθήκαμεσήμερα ἐδῶ συγγενεῖς, γνωστοί, φίλοι καί συνάδελφοί σου, γιά νά τιμήσουμε τήμνήμη σου, ἀγαπητέ μας καί ἀλησμόνητε Θανάση.
Τί νάπρωτοθυμηθυμηθοῦμε ἀπό αὐτά πού ἡ ἀναστροφή καί ἡ σύντομη βιοτή σου μᾶς ἄφησαν!
Ξεκίνησεςγιά τήν Φιλολογία, στό δρόμο ὅμως σέ κέρδισε ἡ Θεολογία, τῆς ὁποίας ἔγινεςπιστός θεράπων. Δέν ἔπαυσες ποτέ νά μαθητεύεις κοντά στούς μεγάλους Πατέρες.Προβληματιζόσουν, διάβαζες –καί εἶχες διαβάσει πολύ-, ἐντρυφοῦσες, θεολογοῦσες.Πόσο μᾶς δίδασκες μέ τό παράδειγμά σου· κι ὅταν ἀκόμη διαφωνοῦσες, ἤξερες νά ὑποχωρεῖς,νά δημιουργεῖς γέφυρες.
Ποτέδέν ὕψωσες τόν τόνο τῆς φωνῆς σου, δέν διαπληκτίσθηκες, δέν πίκρανες. Γιά σένακανόνας ἦταν ὁ μακαρισμός τοῦ Κυρίου· «Μακάριοι οἱ πραεῖς, ὅτι αὐτοίκληρονομήσουσι τήν γῆν».
Καίμέσα στή συντροφιά μας χάριζες ἰδιαίτερη νότα μέ τό πηγαῖο σου χιοῦμορ, τόνπρόσχαρο χαρακτήρα σου, τήν ἴσια σου καρδιά, τό ἀνυπόκριτο καί μόνιμο χαμόγελόσου, τό ἀνύστακτο ἐνδιαφέρον σου γιά ὅλους μας. Δέν σέ ἀκούσαμε ποτέ νάκατακρίνεις οὔτε ποτέ εἶπες λόγο ἀπαξιωτικό γιά κάποιον συνάνθρωπό μας. Τάλόγια σου μεστά, ἦταν «ἅλατι ἠρτυμένα», ὅπως λέγει ὁ ἀπόστολος Παῦλος. Σέδιέκρινε πάντα ἡ σύνεση καί τό μέτρο.
Ὑπῆρξεςὑπόδειγμα παραδοσιακοῦ οἰκογενειάρχη, ἀπό ἐκείνους πού σήμερα τείνουν νά χαθοῦνμέσα στή δίνη τῆς μετανεωτερικῆς ἐποχῆς.
Μεγάληπροίκα κληροδότησες στήν ἐκλεκτή σου σύζυγο καί στά χαριτωμένα παιδιά σου μέτήν μέχρι λατρείας ἀγάπη σου καί τή στοργική φροντίδα. Ἀλλά καί ἡ Βαγγελιώ σουσοῦ συμπαραστάθηκε τόσο πολύ στήν περιπέτειά σου.
Συμπορεύθηκεμαζί σου στόν Γολγοθᾶ σου καρτερικά καί ὑπομονετικά, χωρίς ποτέ νά πεῖ ὅτικουράσθηκε ἤ ὅτι θέλει γιά λίγο νά ξεκουρασθεῖ. Οὔτε στιγμή δέν ἔδωσε«νυσταγμόν» στά βλέφαρά της, προκειμένου νά σέ διακονεῖ καί νά ἁπαλύνει τόνπόνο σου.
Χαιρόσουν,Θανάση, ὅταν συγκεντρωνόταν ὅλη μαζί ἡ οἰκογένειά σας. Χαιρόσουν τήν καρδιακήκοινωνία καί ἐπικοινωνία μέ τούς γονεῖς, τά ἀδέλφια σου, τούς συγγενεῖς σου.Πόσο ἀξιοζήλευτοι ἦταν οἱ δεσμοί σας μέ τόν ἀδελφό σου, τόν.... Μακάρι τέτοιασχέση νά εἶχαν ὅλα τά ἀδέλφια μεταξύ τους! Ἀσφαλῶς τέτοια πρότυπα ἀκατάλυτης ἀδελφικῆςἀγάπης καί ἀλληλοστηριγμοῦ εἶχε ὑπόψη της ἡ λαϊκή μας μοῦσα, ὅταν τραγουδοῦσε:«Τ’ ἀδέλφια σχίζουν τά βουνά κι ἀντάμα περπατᾶν».
Χαιρόσουνκαί τό ὄμορφο καί γραφικό χωριό σου. Ἦταν γιά σένα ἡ Ἰθάκη σου, πού ἰδιαίτερα ἀγάπησες.Συχνά ὁδηγοῦσες τά βήματά σου ἐδῶ κι ἀκόμη συχνότερα ἔστρεφες τήν σκέψη σου. Ἀνανεωνόσουν,κάθε φορά πού ἐπισκεπτόσουν τήν Τρικοκκιά σου. Γιά σένα μέσα στήν σμικρότητάτης φάνταζε ὁλάκερο σύμπαν. Σημεῖο ἀναφορᾶς στή ζωή σου οἱ οἰκογενειακές συναντήσειςστό πανέμορφο χωριό σας ἔπαιρναν τή μορφή τῆς ἱεροτελεστίας.
Γι’ αὐτόκαί ἑτοιμάζονταν μέ ἰδιαίτερη χαρά, ἀλλά καί μέ θρησκευτική εὐλάβεια θά ἔλεγα,σάν νά ἐπρόκειτο γιά πραγματική τελετουργία. Κανείς συγγενής δέν θά μποροῦσε νάλείψει ἀπό τό ἱερό αὐτό πανηγύρι! Πόσο ἤθελες νά προσκαλεῖς φίλους καί γνωστούςκαί νά τούς ξεναγεῖς –ποῦ ἀλλοῦ;- στό χωριό σου. Τό ἀποκορύφωμα: Ἡ ἀβραμιαίαφιλοξενία στό σπίτι σας μέ τά πεντανόστιμα φαγητά τῆς καταπληκτικῆς νοικοκυρᾶς,τῆς μητέρας σου.
Καμάρωνεςκαί δέν χόρταινες νά τό λές παντοῦ πώς σάν τίς πίτες τῆς μητέρας σου καμία ἄλληνοικοκυρά δέν πλάθει. Τήν θαυμάσαμε πραγματικά τήν ἡρωίδα μητέρα σου γιά τόντρόπο πού ἀντιμετώπισε τό μαρτύριο τῆς ἀρρώστιας σου. Μπροστά σου ἔδειχνε ἀνδρεία·στήριζε μάλιστα καί τόν πατέρα σου, πού συχνά βούρκωνε. Καί, ὅταν βρισκότανμόνη της, ξεσποῦσε γιά τό ξερίζωμα τοῦ σπλάχνου της.
Διαπνεόσουνἀπό ἀνθρωπιστικά αἰσθήματα καί γι’ αὐτό ἤσουν πάντα πρόθυμος νά προστρέξεις στήχρεία τοῦ καθενός συνανθρώπου, να ἀφουγκασθεῖς τίς ἀγωνίες του καί νά τίςμοιρασθεῖς μαζί του. Με ἐργατικότητα, φιλότιμο καί ζῆλο ἀνταποκρινόσουν στά ὑπηρεσιακάσου καθήκοντα. Μεγάλο καί δυσαναπλήρωτο τό κενό πού ἄφησες.
Πόσο ἀγαποῦσεςτά παιδιά καί συμμεριζόσουν τά προβλήματά τους! Τρυφερά τά ἀποκαλοῦσες«κουτσ’κα» τόσο τά δικά σου βλαστάρια ὅσο και τούς μαθητές σου. Θά ‘θελες νάμποροῦσες νά σκύψεις στό πρόβλημα τοῦ κάθε παιδιοῦ, νά γίνεις Κυρηναῖος, νάσηκώσεις μαζί τους τό σταυρό τους. Με προσωπικές θυσίες καί ἀνιδιοτέλειαμετέφερες τούς μαθητές τοῦ Γυμνασίου τῆς Κιβωτοῦ γιά ἐξετάσεις στό Νοσοκομεῖο τῶνΓρεβενῶν, χωρίς αὐτό νά εἶναι στίς ὑποχρεώσεις σου. Ἀναλάμβανες καίπρωτοβουλίες πού δέν ἦταν στην ἁρμοδιότητά σου, μόνο καί μόνο γιά νά ἐξυπηρετήσεις.
Κοντάσου ἀκόμη ξεκουράζονταν φίλοι, συγγενεῖς, γνωστοί. Σέ σένα ἔρχονταν νά ποῦν τόνπόνο τους, νά ἐμπιστευθοῦν τό πρόβλημά τους, να ἀκουμπήσουν τήν ἀγωνία τους. Ἤξερανὅτι στό πρόσωπό σου θά ‘βρισκαν ἕνα πολύτιμο φίλο καί ἕναν ἐχέμυθο σύμβουλο,πού μέ τήν διαισθαντική του ἀγάπη θά τούς καθοδηγοῦσε ἀδελφικά· καί μέ τή σωστήσυμβουλή του θα τούς στήριζε ἀνυστερόβουλα. Γιά ὅλους νοιαζόσουν, καί ὅλους τουςσυμπονοῦσες.
Γι’ αὐτόἴσως ὁ Κύριος πού ὑπηρέτησες σέ διάλεξε καί σέ στεφάνωσε μέ ἕνα ἀκόμη στεφάνι,τό στεφάνι τοῦ μάρτυρα. Γιατί, ὅπως λέγει ὁ ἅγιος Χρυσόστομος, τόν ὁποῖογνώριζες καλά, ἡ πρωτοχριστιανική ἐποχή ἀνέδειξε ἑκατομμύρια μάρτυρες. Ἀργότερα,μετά τήν παύση τῶν διωγμῶν, την ἀπουσία τῶν μαρτυρίων, τῶν θηρίων καί τῶνδημίων, τά ἀντικατέστησε ἡ ἀρρώστια καί οἱ σωματικές δοκιμασίες. Κι ἐσύζυμώθηκες μέ τόν πόνο· παρόλ’ αὐτά καί κεῖνες τίς δύσκολες ὧρες τοῦ πόνου καί τῆςὀδύνης δέν ἔπαυσες να χαμογελᾶς καί νά ὑπομένεις ἀγόγγυστα. Ἡ ὑπομονή σου καί ἡἐγκαρτέρηση στή δοκιμασία τῆς ἀρρώστιας σέ ἀνέδειξε μάρτυρα, τόν ὁποῖο ὁ Κύριοςὡς ἕτοιμο καί ὥριμο καρπό λόγῳ τοῦ ἐξαγνισμοῦ καί τοῦ ἐξαγιασμοῦ σου σε κάλεσενωρίς κοντά του, σέ μετέστησε «ἀπό τά λυπηρότερα εἰς τά θυμηδέστερα, ἀπό τάπρόσκαιρα εἰς τά αἰώνια».
Θά σέθυμόμαστε πάντα, Θανάση, μέ τό χαρακτηριστικό σου χαμόγελο, ἔκφραση καίσφραγίδα τῆς ἄδολης ψυχῆς σου. Καί καθώς, «τῆς ζωῆς μας τό σύνορο δέν τόδείχνει τ’ ὀρθό κυπαρίσσι... Ἀλλά, κάτι ἀνέγγιχτο, ἀνήκουστο, ἀθώρητο, ἀσφαλῶςμές στούς τάφους ἀνθίζει», μήν πάψεις, σε παρακαλοῦμε, νά πρεσβεύεις στόν Κύριοπού ἀγάπησες γιά ὅλους ἐμᾶς, πού σέ γνωρίσαμε και σέ συναναστραφήκαμε.
Ἀναπαύουστήν ἀγκαλιά τῆς φίλτατής σου Τρικοκκιάς, καλέ μας φίλε.
Καλόπαράδεισο, ἀγαπημένε μας Θανάση.
Καλή Ἀνάσταση.»
ΕΛΜΕΓΡΕΒΕΝΩΝ