Κυριακή Πέμπτη των Νηστειών
Ο Ιησούς ταξιδεύει στην Ιερουσαλήμ για το Πάσχα
Εισαγωγή
Οἱ Ἑβραῖοι εἶχαν συνήθεια κάθε χρόνο νὰ πηγαίνουν στὴνἹερουσαλὴμ, γιὰ νὰ γιορτάσουν τὸ πάσχα στὸ ναὸ τοῦ Σολομώντα. Ἐκτὸς ἀπὸ τοὺςἙβραίους, ποὺ ἀπὸ τὰ πιὸ μακρινὰ μέρη ξεκινοῦσαν γιὰ νὰ κάνουν τὸ ἐτήσιο αὐτὸμεγάλο προσκύνημα, πήγαιναν καὶ πολλοὶ ἐθνικοὶ ἀπὸ περιέργεια, γιὰ νὰ δοῦν πῶςγιόρταζαν οἱ Ἑβραῖοι τὸ πάσχα τους. Πολλοὶ ἀπ’ αὐτοὺς ἧταν ἐθνικοὶ καὶ εἶχανἀσπαστῆ τὸν Ἰσραηλιτισμό.
Εκ του κατά Ματθαίον(κεφ.ι΄32-45)
Κείμενο
Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ παραλαβὼν ὁ Ἰησοῦς τοὺςδώδεκα μαθητὰς αὐτοῦ, ἤρξατο αὐτοῖς λέγειν τὰ μέλλοντα αὐτῷ συμβαίνειν,
ὅτι ἰδοὺ ἀναβαίνομεν εἰς Ἱεροσόλυμα καὶ ὁυἱὸς τοῦ ἀνθρώπου παραδοθήσεται τοῖς ἀρχιερεῦσι καὶ τοῖς γραμματεῦσι, καὶκατακρινοῦσιν αὐτὸν θανάτῳ καὶ παραδώσουσιν αὐτὸν τοῖς ἔθνεσι, καὶ ἐμπαίξουσιναὐτῷ καὶ μαστιγώσουσιν αὐτὸν καὶ ἐμπτύσουσιν αὐτῷ καὶ ἀποκτενοῦσιν αὐτὸν, καὶτῇ τρίτῃ ἡμέρᾳ ἀναστήσεται.
Καὶ προσπορεύονται αὐτῷ Ἰάκωβος καὶ Ἰωάννηςοἱ υἱοὶ Ζεβεδαίου, λέγοντες· διδάσκαλε, θέλομεν ἵνα ὅ ἐὰν αἰτήσωμεν ποιήσῃςἡμῖν.
Ὁ δὲ εἶπεν αὐτοῖς· τί θέλετε ποιῆσαί με ὑμῖν;
Οἱ δὲ εἶπον αὐτῷ· δὸς ἡμῖν ἵνα εἶς ἐκ δεξιῶνσου καὶ εἶς ἐξ εὐωνύμων σου καθίσωμεν ἐν τῇ δόξῃ σου.
Ὁ δὲ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτοῖς· οὐκ οἴδατε τὶαἰτεῖσθε, δύνασθε πιεῖν τὸ ποτήριον, ὅ ἐγὼ πίνω, καὶ τὸ βάπτισμα, ὅ ἐγὼβαπτίζομαι, βαπτισθῆναι; οἱ δὲ εἶπον αὐτῷ· δυνάμεθα. ὁ δὲ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτοῖς·τὸ μὲν ποτήριον ὅ ἐγὼ πίνω πίεσθε καὶ τὸ βάπτισμα ὅ ἐγὼ βαπίζομαι,βαπτισθήσεσθε.
Τὸ δὲ καθίσαι ἐκ δεξιῶν μου καὶ ἐξ εὐωνύμωνοὐκ ἔστιν ἐμὸν δοῦναι, ἀλλ’ οἶς ἡτοίμασται.
Καὶ ἀκούσαντες οἱ δέκα, ἤρξαντο ἀγανακτεῖνπερὶ Ἰακώβου καὶ Ἰωάννου.
Ὁ δὲ Ἰησοῦς προσκαλεσάμενος αὐτοὺς τοὺς λέγειαὐτοῖς· οἴδατε ὅτι οἱ δοκοῦντες ἄρχειν τῶν ἐθνῶν κατακυριεύουσιν αὐτῶν καὶ οἱμεγάλοι αὐτῶν κατεξουσιάζουσιν αὐτῶν·
οὐχ οὕτω δὲ ἔσται ἐν ὑμῖν, ἀλλ’ ὄς ἐὰν θέλῃγενέσθαι μέγας ἐν ὑμῖν, ἔσται ὑμῶν διάκονος,
καὶ ὅς ἄν θέλῃ ὑμῶν γενέσθαι πρῶτος, ἔσταιπάντων δοῦλος· καὶ γὰρ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου οὐκ ἦλθε διακονηθῆναι, ἀλλὰδιακονῆσαι, καὶ δοῦναι τὴν ψυχὴν αὐτοῦ λύτρον ἀντὶ πολλῶν.
Εξήγηση
Ἐκεῖνον τὸν καιρὸ ἀφοῦ πῆρε ὁ Ἰησοῦς τοὺςδώδεκα μαθητές του, ἄρχισε καὶ τοὺς ἔλεγε τὰ ὅσα ἐπρόκειτο νὰ πάθη.
Νά, ἀνεβαίνομε στὰ Ἱεροσόλυμα, κι ὁ υἱὸς τοῦἀνθρώπου θὰ παραδοθῆ στοὺς ἀρχιερεῖς καὶ στοὺς γραμματεῖς καὶ θὰ τὸνκαταδικάσουν σὲ θάνατο καὶ θὰ τὸν παραδώσουν στοὺς Ἑθνικούς.
Καὶ θὰ τὸν περιπαίξουν καὶ θὰ τὸν φτύσουν καὶθὰ τὸν μαστιγώσουν καὶ θὰ τὸν σκοτώσουν καὶ ἔπειτα ἀπὸ τρεῖς ἡμέρες θ’ἀναστηθῆ.
Καὶ πηγαίνουν μπροστὰ ὁ Ἰάκωβος κι ὁ Ἰωάννηςτὰ παιδιὰ τοῦ Ζεβεδαίου καὶ τοῦ λένε· διδάσκαλε, θέλομε ὅ,τι σοῦ ζητήσομε νὰμᾶς τὸ κάνης.
Κι ἐκεῖνος τοὺς εἶπε, τί θέλετε νὰ σᾶς κάμω;
Κι ἐκεῖνοι τοῦ ἀποκρίθηκαν. Δός μας νὰκαθίσωμε ἕνας δεξιὰ κι ἕνας ἀριστερὰ σου, ὅταν θὰ εἶσαι στὴ δόξα σου.
Κι ὁ Ἰησοῦς τοὺς εἶπε δὲν ξέρετε τί ζητᾶτε.Μπορεῖτε νὰ πιῆτε τὸ ποτήρι ποὺ πίνω ἐγὼ καὶ τὸ βάπτισμα ποὺ ἐγὼ βαπτίζομαι νάβαπτιστῆτε; Κι ἐκεῖνοι εἶπαν μποροῦμε καὶ ὁ Ἰησοῦς τοὺς εἶπε· τὸ ποτήρι ποὺπίνω ἐγὼ θὰ τὸ πιῆτε, καὶ τὸ βάπτισμα ποὺ ἐγὼ βαπτίζομαι θὰ βαπτισθῆτε.
Μὰ τὸ νὰ καθίσετε δεξιὰ ἤ ἀριστερά μου δὲνεἶναι στὸ χέρι μου νὰ δώσω ἐκτὸς σὲ ὅσους ὁρίστηκε.
Καὶ σὰν τ’ ἄκουσαν οἱ δέκα, ἄρχισαν κιἀγανακτοῦσαν γιὰ τὸν Ἰάκωβο καὶ τὸν Ἰωάννη.
Κι ὁ Ἰησοῦς τοὺς κάλεσε καὶ τοὺς λέει. Ξέρετεπὼς οἱ ἀρχηγοὶ τῶν ἐθνῶν κυριεύουν τὰ ἔθνη καὶ οἱ μεγάλοι τους τὰ ἐξουσιάζουν.
Ἄς μὴν εἶναι ἔτσι καὶ σὲ σᾶς, ἀλλὰ ὅποιοςθέλει μεταξύ σας νὰ εἶναι μεγάλος ἃς εἶναι ὑπηρέτης σας.
Καὶ ὅποιος θέλει νὰ γίνη μεταξύ σας πρῶτος,ἄς εἶναι δοῦλος σ’ ὅλους. Γιατὶ καὶ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου δὲν ἦρθε γιὰ νὰὑπηρετηθῆ, ἀλλὰ γιὰ νὰ ὑπηρετήση καὶ νὰ δώση τὴ ζωή του ἀντάλλαγμα γιὰ τὴσωτηρία τῶν πολλῶν.
ΟΜΙΛΙΑ
Ὁ Κύριος βαδίζει πρὸς τὴν Ἱερουσαλήμ. Ξέρει τὶ τὸνπεριμένει ἐκεῖ καὶ ὅμως πηγαίνει, γιὰ νὰ κάμη τὸ θέλημα τοῦ πατέρα του, καὶ νὰπληρωθοῦν ὅσα εἶπαν οἱ προφῆτες γι’ αὐτόν.
Πόσο περίλυπη εἶναι ἡ ψυχή του! Ρίχνει μιὰ ματιὰγύρω του καὶ κοιτάζει τὴν ὄμορφη κοιλάδα τοῦ Ἰορδάνη καὶ τὴ χαϊδεύει μὲ τὴματιά του, ἀποχαιρετώντας την γιὰ πάντα.
Ξέρει ἕνα ἕνα τὰ χωριουδάκια, ποὺ μὲ τὰκάτασπρα σπιτάκια τους μοιάζουν κοπάδια πρόβατα, ἔτσι ὅπως εἶναι ἁπλωμένα στὸνπράσινο κάμπο. Χαιρετάει καὶ τοὺς κατοίκους μὲ τὴ φαντασία του καὶ τοὺς στέλνειτὴν εὐλογία του. Ζοῦνε ἥσυχοι καὶ χαρούμενοι, δουλεύοντας τὴ γῆ τους καὶχαίρονται τὴ γλυκιὰ ἐποχὴ τῆς ἄνοιξης χωρὶς νὰ ξέρουν πὼς χάνουν γιὰ πάντα τὸνἀγαπημένο τους Ἰησοῦ.
Ἄδικα θὰ περιμένουν οἱ λογῆς λογῆς ἄρρωστοι.Ξαπλωμένοι στὸ κρεβάτι τοῦ πόνου τους δὲ θὰ περιμένουν ἀπὸ κανένα πιὰ βοήθεια.Οἱ πονεμένοι στὴ ζωὴ ἄδικα θὰ περιμένουν ἕνα λόγο παρηγορητικό.
Οἱ συναγωγὲς δὲ θὰ δοῦνε πιὰ τὸν ξανθὸΝαζωραῖο νὰ διδάσκη τὴν ἡμέρα τοῦ Σαββάτου καὶ νὰ ἐξηγῆ τὸ μωσαϊκὸ νόμο. Οἱἄνθρωποι μόνο τὶς αὐστηρὲς μορφὲς τῶν Φαρισαίων καὶ τῶν γραμματέων θ’ἀντικρίζουν πιά. Τούτων τῶν ὑποκριτῶν ποὺ εἶχαν κάνει τὴ ζωὴ τοῦ λαοῦ ἀβίωτη μὲτὴν αὐστηρὴ ἐφαρμογὴ τῶν νόμων κι ἂς ἦταν οἱ ἴδιοι βουτηγμένοι στὴν ἀνομία. Ἀποχαιρετοῦσετὰ πάντα ὁ Χριστός, γιατὶ ἤξερε πὼς ἦταν τὸ στερνό του ταξίδι.
Ὁ Κύριος βαδίζει πρὸς τὸ ἑκούσιο πάθος του.Ἤρεμος, ἐπιβλητικός, προχωρεῖ πρὸς τὴν πρωτεύουσα τοῦ Ἰσραήλ, βυθισμένος στὶςσκέψεις του. Τὸν ἀκολουθοῦν οἱ μαθητές του κι οὔτε μιὰ κουβέντα δὲ λένεἀναμεταξύ τους, γιὰ νὰ μὴν ἀνησυχήσουν τὸ λυπημένο τους διδάσκαλο, λὲς κι ἕναπροαίσθημα κακὸ ἔπνιγε τὰ στήθη τους.
Προχωρώντας ὁ Χριστὸς τοὺς φώναξε κοντά τουκαὶ τοὺς εἶπε πιὰ καθαρά, τί ἐπρόκειτο αὐτὴ τὴ φορὰ νὰ συμβῆ.
Μὲ τὰ μάτια τῆς θείας ψυχῆς του ἔβλεπε τί τὸνπερίμενε στὴν Ἱερουσαλὴμ καὶ ἤθελε νὰ τοὺς προετοιμάση γιὰ τὸ μεγάλο δράμα, ποὺθὰ ξετυλίγονταν σὲ λίγο μπροστά τους.
Παίρνοντας ἀφορμὴ ἀπὸ τὶς πρωτοκαθεδρεῖες ποὺζητοῦσαν οἱ υἱοὶ τοῦ Ζεβεδαίου, τοὺς εἶπε: «Ὅποιος θέλει νὰ εἶναι μεταξύ σαςμεγάλος, ἂς εἶναι ὑπηρέτης σας καὶ ὅποιος θέλει νὰ γίνη μεταξύ σας πρῶτος, ἂςγίνη ὑπηρέτης σ’ ὅλους σας».
Πόσο ὡραῖα λόγια! Δίνει ἕνα καλὸ μάθηματαπεινοφροσύνης στοὺς μαθητές του. Αὐτός, ὁ βασιλιὰς τοῦ οὐρανοῦ, ὁ δημιουργὸςκαὶ ἐξουσιαστὴς τοῦ παντός, ποὺ τὸν προσκυνοῦν καὶ τὸν ὑπηρετοῦν οἱ ἄγγελοι,ἦρθε νὰ ὑπηρετήση τοὺς ἀνθρώπους στὴ γῆ καὶ νὰ πλύνη τὰ πόδια καὶ τῶν μαθητῶντου ἀκόμη καὶ ὕστερα νὰ θυσιαστῆ γιὰ τὸ ἀνθρώπινο γένος.
Δίνει ἀκόμη καὶ μάθημα ἀγάπης ὁ Κύριος. Γιατί,τί ἄλλο παρὰ μεγάλη ἀγάπη δείχνουν τὰ λόγια του «λύτρον ἀντὶ πολλῶν;»
Ἡ ἀγάπη καὶ ἡ ταπεινοφροσύνη εἶναι δύομεγάλες χριστιανικὲς ἀρετές. Πηγαίνουν κοντά, πλάι πλάι. Ἔχεις ἀγάπη, ἔχεις καὶταπεινοφροσύνη. Ἔχεις ταπεινοφροσύνη, ἔχεις κι ἀγάπη. Γιατί, ὅταν ἀγαπᾶς τὸνπλησίον σου σὰν τὸν ἑαυτό σου, θὰ θελήσης ποτὲ νὰ φανῆς περήφανος, ἀκατάδεχτος,κακὸς σαυτόν; Ἀφοῦ τέτοιο πράγμα δὲν τὸ θέλεις καὶ σὺ γιὰ τὸν ἑαυτό σου, πῶς θὰτὸ θελήσης γιὰ τὸν ἄλλο;
Παράδειγμα ταπεινοφροσύνης ἀλλὰ καὶ ἀγάπηςαἰώνιο, μᾶς ἔδωσε ὁ Χριστὸς ὅλη του τὴ ζωή. Γεννιέται στὴ σπηλιά, καταδέχεταινὰ βαφτιστῆ ἀπὸ τὸν Ἰωάννη στὸν Ἰορδάνη, γιατρεύει καὶ συμβουλεύει νὰ μὴν ποῦνεσὲ κανέναν τ’ ὄνομά του. Δέχεται τὰ ραπίσματα σὰν ὁ ταπεινότερος θνητός.
Παράδειγμα ἀγάπης εἶναι ὁλόκληρο τὸ Εὐαγγέλιο.Ὅπου κι ἂν τὸ ἀνοίξωμε ξεχυλίζει ἀπὸ ἄμετρη ἀγάπη πρὸς τὸν ἄνθρωπο. Γι’ αὐτὸκαὶ ὀνομάστηκε βιβλίο τῆς ἀγάπης.
Σὲ τοῦτες τὶς δυὸ χριστιανικὲς ἀρετὲςγυρίζομε τώρα τὸ λόγο γιατὶ τοὺς ἀξίζει κάθε ἔπαινος.
Ταπεινοφροσύνη, λουλούδι ἀμάραντο τῆς ἅγιας θρησκείαςτοῦ Χριστοῦ! ποὺ στολίδι ἀτίμητο σὲ εἴχανε ὅσοι σὲ πιστεύανε εἰλικρινά, ἀπ’ τῆςψυχῆς τὰ βάθη καὶ σὺ ἀγάπη! αἰώνια ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, κήρυγμα γλυκόφθογγο,λυτρωτικό, τοῦ κόσμου βάλσαμο γλυκό. Ἐλᾶτε μέσα στὴν ψυχή μου. Στολίστε την μὲτὴν ὀμορφιά σας τὴν ἁγνή, τὴν πάλευκη σὰν τῶν Ἀγγέλων τὴν μορφὴ καὶ μείνετε γιὰπάντα κοντά μου, γιὰ νὰ φέρω ἐπάξια τὸν τίτλο τοῦ καλοῦ χριστιανοῦ. Γιὰ νὰ γίνωκι ἐγὼ «πρᾷος καὶ ταπεινὸς τῇ καρδίᾳ ὅπως ἦταν ὁ Χριστός μας.
-ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΕΣΠΕΡΙΚΟΠΕΣ Α' ΟΙ ΠΕΡΙΚΟΠΕΣ ΤΟΥ ΣΧΟΛΙΚΟΥ ΧΡΟΝΟΥ ΤΕΛΗ ΠΕΚΛΑΡΗ 1976 -Θρησκευτικά ΠέμπτηςΔημοτικού