Κυριακή των Βαΐων
Η θριαμβευτικήείσοδος του Χριστού στην Ιερουσαλήμ
Εισαγωγή
ΣτὴνΒηθανία βρίσκεται ὁ Κύριος, στὸ σπίτι κάποιου Σίμωνα τοῦ λεπροῦ. Φιλοξενεῖταικαὶ ὁ Λάζαρος μὲ τὶς ἀδερφές του. Ἡ Μαρία,γιὰ νὰ δείξη τὴν εὐγνωμοσύνη της γιὰτὴν ἀνάσταση τοῦ ἀδερφοῦ της, ἔχυσε στὰ πόδια τοῦ Κυρίου ἕνα δοχεῖο πολύτιμομύρο. Μοσκοβόλησε ὅλο τὸ σπίτι κι ἡ γλυκιὰ μυρουδιὰ τοῦ μύρου εὐχαρίστησεὅλους.
Μόνοτὴν ψυχὴ τοῦ Ἰούδα δὲν μπόρεσε νὰ μαλακώση. Αὐτουνοῦ ποὺ τὴν εἶχε πουλημένη στὸπάθος τοῦ χρήματος. Στὸ πάθος ποὺ σβήνει κάθε εὐγενικὸ αἴσθημα στὴν καρδιὰ τῶνἀνθρώπων καὶ τὴν κάνει νὰ σκέπτεται ταπεινά.
Ἀγανάχτησεκαὶ διαμαρτυρήθηκε γιὰ τὴ σπατάλη τόσου χρήματος ὁ φιλοχρήματος μαθητής, γιατὶὅλα τὰ ζύγιζε καὶ τὰ μετροῦσε μὲ τὴν ἀξία μόνο τοῦ χρήματος, καὶ τὴνεὐγνωμοσύνη ἀκόμη.
Γιὰνὰ ἐκδικηθῆ τὸ δάσκαλό του ἔτρεξε στοὺς γραμματεῖς καὶ Φαρισαίους καὶδιαπραγματεύτηκε τὴν παράδοσή του. Οἱ μανιασμένοι ἀρχηγοὶ τῶν Ἑβραίων, ποὺὕστερ ἀπὸ τὴν ἀνάσταση τοῦ Λαζάρου εἶχαν ἀναστατωθῆ καὶ ζητοῦσαν τὴ σύλληψη καὶτιμωρία ὄχι μόνον τοῦ Χριστοῦ, ἀλλὰ καὶ τοῦ Λαζάρου, χάρηκαν μὲ τὴν ἄτιμηπροσφορά του. Ἔργο εὐγνωμοσύνης καὶ ἀγάπης κάνει ἡ Μαρία στὸν Κύριο καὶ Θεό τηςκαὶ ἔργο προδοσίας καὶ ἀτιμίας ὁ φθονερὸς μαθητής. Πουλάει τὸν διδάσκαλό του,τὸν ἀκένωτο θησαυρὸ τῆς ἀγάπης, γιὰ τριάκοντα ἀργύρια!
Εκ του κατά Ιωάννην(κεφ. ιβ΄,1-18)
Κείμενο
Πρὸ ἕξ ἡμερῶν τοῦ Πάσχα ἦλθεν ὁ Ἰησοῦς εἰς Βηθανίαν, ὅπου ἦν Λάζαρος ὁ τεθνηκὼς ὅν ἤγειρεν ἐκ νεκρῶν.
Ἐποίησαν οὖν αὐτῷ δεῖπνονἐκεῖ, καὶ ἡ Μάρθα διηκόνει· ὁ δὲ Λάζαρος εἶς ἧν τῶν ἀντικειμένων σὺν αὐτῷ
Ἡ οὖν Μαρία, λαβοῦσα λίτρανμύρου νάρδου πιστικῆς πολυτίμου, ἤλειψε τοὺς πόδας τοῦ Ἰησοῦ καὶ ἐξέμαξε ταῖςθριξὶν αὐτῆς τοὺς πόδας αὐτοῦ ἡ δὲ οἰκία ἐπληρώθη ἐκ τῆς ὀσμῆς τοῦ μύρου.
Λέγει οὖν εἶς ἐκ τῶνμαθητῶν αὐτοῦ, Ἰούδας Σίμωνος Ἰσκαριώτης, ὁ μέλλων αὐτὸν παραδιδόναι· διατὶτοῦτο τὸ μύρον οὐκ ἐπράθη τριακοσίων δηναρίων καὶ ἐδόθη πτωχοῖς;
Εἶπε δὲ τοῦτο, οὐχ ὅτι περὶτῶν πτωχῶν ἔμελεν αὐτῷ, ἀλλ’ ὅτι κλέπτης ἧν καὶ τὸ γλωσσόκομον εἶχε καὶ τὰβαλλόμενα ἐβάσταζεν.
Εἶπε οὐν ὁ Ἰησοῦς· ἄφεςαὐτήν, εἰς τὴν ἡμέραν τοῦ πἐνταφιασμοῦ μου τετήρηκεν αὐτό.
Τοὺς πτωχοὺς γὰρ πάντοτεἔχετε μεθ’ ἑαυτῶν, ἐμὲ δὲ οὐ πάντοτε ἔχετε.
Ἔγνω οὖν ὄχλος πολὺς ἐκ τῶνἸουδαίων ὅτι ἐκεῖ ἐστί, καὶ ἦλθον οὐ διὰ τὸν Ἰησοῦν μόνον, ἀλλ’ ἵνα καὶ τὸνΛάζαρον ἴδωσιν, ὅν ἤγειρεν ἐκ νεκρῶν.
Ἐβουλεύσαντο δὲ οἱἀρχιερεῖς, ἵνα τὸν Λάζαρον ἀποκτείνωσιν. Ὅτι πολλοὶ δι’ αὐτὸν ὑπῆγον τῶνἸουδαίων καὶ ἐπίστευον εἰς τὸν Ἰησοῦν.
Τῇ ἐπαύριον ὄχλος πολύς, ὁἐλθὼν εἰς τὴν ἑορτήν, ἀκούσαντες ὅτι ἔρχεται ὁ Ἰησοῦς εἰς Ἰεροσόλυμα, ἔλαβον τὰβαΐα τῶν φοινίκων καὶ ἐξῆλθον εἰς ὑπάντησιν αὐτῷ καὶ ἔκραζον· ὡσαννά·εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου, ὁ βασιλεὺς τοῦ Ἰσραὴλ.
Εὑρὼν δὲ ὁ Ἰησοῦς ὀνάριονἐκάθισεν ἐπ’ αὐτό, καθὼς ἐστι γεγραμμένον.
Μὴ φοβοῦ, θύγατερ Σιών·ἰδοὺ ὁ βασιλεύς σου ἔρχεται καθήμενος ἐπὶ πῶλον ὄνου.
Ταῦτα δὲ οὐκ ἔγνωσαν οἱμαθηταὶ αὐτοῦ τὸ πρῶτον, ἀλλ’ ὅτε ἐδοξάσθη ὁ Ἰησοῦς, τότε ἐμνήσθησαν, ὅτι ταῦταἦν ἐπ’ αὐτῷ γεγραμμένα, καὶ ταῦτα ἐποίησαν αὐτῷ.
Ἐμαρτύρει οὗν ὁ ὄχλος ὁ ὤνμετ’ αὐτοῦ, ὅτε τὸν Λάζαρον ἐφώνησεν ἐκ τοῦ μνημείου καὶ ἤγειρεν αὐτὸν ἐκνεκρῶν.
Διὰ τοῦτο καὶ ὑπήντησεναυτῷ ὁ ὄχλος, ὅτι ἤκουσαν τοῦτο αὐτὸν πεποιηκέναι τὸ σημεῖον.
Εξήγηση
Ὁ Ἰησοῦς, ἓξι μέρες πρὸ τοῦ Πάσχα πῆγε στὴ Βηθανία ὅπου ἦταν ὁ Λάζαρος ὁ πεθαμένος, ποὺ τὸν ἀνάστησε ἀπὸ τοὺς νεκρούς.
Τοῦ ἔκαναν λοιπὸν ἐκεῖτραπέζι, κι ἡ Μάρθα ὑπηρετοῦσε κι ὁ Λάζαρος ἦταν ἕνας ἀπὸ τοὺς καθισμένους μαζίτου.
Ἡ Μαρία λοιπὸν πῆρε μιὰλίτρα μυρωδικὸ δικὸ ἀπὸ ναρδόσταμο πολύτιμο καὶ ἄλειψε τὰ πόδια τοῦ Ἰησοῦ, καὶσφούγγισε μὲ τὰ μαλλιά της τὰ πόδια του καὶ τὸ σπίτι γέμισε ἀπὸ τὴν εὐωδιὰ τοῦμύρου.
Καὶ λέγει ὁ Ἰούδας ὁἸσκαριώτης, ἕνας μαθητής του, ποὺ ἐπρόκειτο νὰ τὸν παραδώση.
Γιατὶ αὐτὸ τὸ μύρο δὲνπουλήθηκε τριακόσια δηνάρια καὶ δὲ δόθηκε τὸ ποσὸ στοὺς φτωχούς;
Καὶ τὸ εἶπε αὐτό, ὄχι γιατὶτὸν ἐναδιέφερε γιὰ τοὺς φτωχούς, ἀλλὰ γιατὶ ἦταν κλέφτης κι ἔχοντας τὸ ταμεῖοκρατοῦσε τὶς συνεισφορές.
Εἶπε λοιπὸν ὁ Ἰησοῦς ἄφησέτην, τὸ ἔχει φυλάξει γιὰ τὴν ἡμέρα τοῦ ἐνταφιασμοῦ μου.
Γιατὶ πάντοτε τοὺς φτωχοὺςτοὺς ἔχετε μαζί σας, ὅμως ἐμένα δὲν μὲ ἔχετε πάντοτε.
Ἔμαθε λοιπὸν πλῆθος πολὺἀπὸ τοὺς Ἰουδαίους πὼς εἶναι ἐκεῖ, κι ἦρθαν ὄχι μόνο γιὰ τὸν Ἰησοῦ, ἀλλὰ γιὰ νὰδοῦν καὶ τὸ Λάζαρο ποὺ ἀνέστησε ἀπὸ τοὺς νεκρούς.
Κι ἀπεφάσισαν οἱ ἀρχιερεῖςνὰ θανατώσουν καὶ τὸ Λάζαρο.
Γιατὶ γι’ αὐτὸν πῆγανπολλοὶ Ἰουδαῖοι καὶ πίστεψαν στὸν Ἰησοῦ.
Τὴν ἄλλη μέρα πολὺ πλῆθοςποὺ εἶχε ἔλθει στὴν γιορτή, σὰν ἄκουσαν πὼς ἔρχεται ὁ Ἰησοῦς στὰ Ἰεροσόλυμα,πῆραν τὰ βάια τῶν φοινίκων, βγῆκαν νὰ τὸν ὑποδεχτοῦν καὶ φώναζαν. Ὡσαννά,εὐλογημένος αὐτὸς ποὺ ἔρχεται στὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου εἶναι ὁ βασιλιὰς τοῦ Ἰσραήλ.
Τότε ὁ Ἰησοῦς βρῆκε ἕναγαϊδουράκι καὶ κάθισε ἐπάνω, καθὼς εἶναι γραμμένο (στοὺς προφῆτες). Μὴ φοβᾶσαι,θυγατέρα Ἱερουσαλήμ, νά, ἔρχεται ὁ βασιλιάς σου καθισμένος σὲ γαϊδουράκι.
Αὐτὰ δὲν τὰ καταλάβαιναν οἱμαθητὲς του τότε, ὅμως ὅταν δοξάστηκε ὁ Ἰησοῦς, τότε θυμήθηκαν πὼς αὐτὰ γιὰκεῖνον ἦταν γραμμένα, καὶ αὐτὰ ἔκαμε γι’ αὐτὸν ὁ κόσμος.
Βεβαίωνε λοιπὸν ὁ κόσμοςποὺ ἦταν μαζί του, ὅτι φώναξε ἀπὸ τὸν τάφο τὸ Λάζαρο καὶ τὸν ἀνέστησε ἀπὸ τοὺςνεκρούς.
Γι’ αὐτὸ καὶ βγῆκε νὰ τὸνὑποδεχτῆ ὁ λαός, γιατὶ ἄκουσε πὼς ἔκανε ὁ Ἰησοῦς ἐκεῖνο τὸ θαῦμα.
Ρητό:«Ὁ ποιμὴν ὁ καλὸς τὴν ψυχὴν αὐτοῦ τίθησιν ὑπὲρ τῶν προβάτων».
ΟΜΙΛΙΑ
ΤὴνΚυριακὴ τὸ πρωί, ὁ Χριστὸς ξεκίνησε ἀπὸ τὴ Βηθανία γιὰ νὰ πάη στὴν Ἱερουσαλήμ.Στὴ μεγάλη πόλη εἶχαν μάθει πῶς βρισκόταν ἐκεῖ καὶ πὼς θαρχόταν στὴνπρωτεύουσα, γιὰ νὰ γιορτάση τὸ Πάσχα. Τί χαρὰ ἔνιωσε τὸ πλῆθος!
Εἶχετόσα χρόνια νὰ τὸν δῆ. Τὸν περισυνὸ χρόνο μὲ λαχτάρα κοίταζε νὰ τὸν δῆ καὶ νὰτὸν ἀναγνωρίση στὸ πλῆθος τῶν προσκυνητῶν, ποὺ ἀπὸ παντοῦ εἶχε φτάσει στὸμεγάλο ναό, ἀλλὰ μὲ λύπη του δὲν τὸν εἶδε. Ὁ Χριστὸς εἶχε κατέβει καὶ κείνη τὴχρονιὰ στὴν Ἱερουσαλήμ, ἀλλὰ δὲν κάθισε νὰ γιορτάση τὸ Πάσχα, ἐπειδὴ εἶδε πὼςοἱ διαθέσεις τῶν γραμματέων καὶ Φαρισαίων ἦταν ἄγριες.
Τώραθὰ τὸν ἔβλεπαν. Θὰ τὸν ἄκουαν πάλι νὰ τοὺς μιλάη στὸ μεγάλο ναὸ καὶ θὰεὐχαριστιόταν ποὺ γιὰ λίγο ὁ αὐστηρός τους νόμος θὰ ἑρμηνευόταν ἀλλοιώτικα. θὰχαιρόνταν ποὺ θὰ ἔπαιρνε κάτι ἀπὸ τὴν ἡμεράδα καὶ γλυκύτητα τοῦ προσώπου του,καὶ θὰ πλημμύριζε ἀπὸ ἀγάπη, ὁ νόμος τῆς τιμωρίας καὶ τῆς ἐκδίκησης τῶνπαραστρατημένων.
Εἶχεφτάσει στὴ Βηθσφαγή. Πλῆθος πολὺ τὸν ἀκολουθοῦσε. Ἐκεῖ κάθισε σ’ ἕνα γαϊδουράκικαὶ προχωροῦσε πρὸς τὴν Ἱερουσαλήμ. Τί γίνηκε στὸ δρόμο! Τρελὸς ὁ κόσμος τῶνγύρω χωριῶν, ἔτρεχε ἀπὸ τὴ χαρά του νὰ βρεθῆ κοντὰ στὸ Χριστό. Ἅπλωνε τὰ ροῦχατου νὰ περάση ἐπάνω ὁ ἀγαπημένος του διδάσκαλος. Ἔκοβε καὶ ἔριχνε κλαδιὰ ἀπὸφοινίκια κι ἀπὸ ἀνθισμένα δέντρα καὶ τὸν ἔραινε μὲ λουλούδια φωνάζοντας:
Ὡσαννά!Ὡσαννά! Ἔψελναν ὕμνους καὶ ψαλμοὺς λέγοντας: Εὐλογημένος ὁ βασιλιὰς ποὺ φτάνειστὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου!
Ἡμεγαλειώδης πομπὴ προχωροῦσε πρὸς τὴν Ἱερουσαλὴμ καὶ ὁλοένα προστίθονταν καὶἄλλοι ἄνθρωποι, ποὺ ἔφταναν ἀπ’ ὅλους τοὺς δρόμους.
Στὸγύρισμα τοῦ δρόμου φάνηκε ἡ Ἱερουσαλήμ. Νά ἡ μεγάλη πόλη ὁλόασπρη μὲ τὸ μεγάλοναὸ καὶ τοὺς μαρμαρένιους πύργους της. Στὴν κοιλάδα πλῆθος πολὺ περίμενε ὧρεςτὸ Χριστό. Μόλις φάνηκε ἄρχισε νὰ φωνάζη;
Ὡσαννά!Ὡσαννά! Τώρα βγαίνουν καὶ ἀπὸ τὴν πύλη τῆς Ἱερουσαλὴμ χιλιάδες κόσμου κρατώνταςστὰ χέρια κλαδιὰ φοινίκων καὶ κλωνάρια ἀπὸ ἀνθισμένα δέντρα.
Σείεταιὁ τόπος ἀπὸ τὶς φωνές: Εὐλογημένος ἐκεῖνος ποὺ ἔρχεται στὸν ὄνομα τοῦ Κυρίου, ὁβασιλιὰς τοῦ Ἰσραήλ. Ὡσαννὰ ἐν τοῖς Ὑψίστοις!
Περνάειτὴ μεγάλη πύλη σὰν ὁ ταπεινότερος ἄνθρωπος, ὁ βασιλιὰς τῶν βασιλιάδων, καβάλαστὸ γαϊδουράκι καὶ προχωρεῖ μέσα στὴν πόλη. Δεξιὰ καὶ ἀριστερὰ κόσμος πολύς.Ἀπὸ τὰ παράθυρα, ἀπὸ τὰ μπαλκόνια ἀπὸ παντοῦ, ρίχνουν λουλούδια στὸν υἱὸ τοῦΔαβίδ, στὸ βασιλιά τους, στὸν ἐλευθερωτὴ τῶν ψυχῶν του, σ’ αὐτόν, ποὺ τὸνπερίμεναν αἰῶνες τώρα, σύμφωνα μὲ τὶς προφητεῖες τῶν προφητῶν τους.
Θριαμβευτικὴἦταν ἡ εἴσοδος τοῦ Χριστοῦ μας στὴν Ἱερουσαλήμ. Τὸν ὑποδέχτηκε μὲ εὐλάβεια τὸπλῆθος, μὲ χαρὲς καὶ ἁγνότητα ψυχικὴ τὰ παιδιά, μὲ εὐγνωμοσύνη ὅσοιγιατρεύτηκαν, μὲ τὴν ἐλπίδα οἱ ἄρρωστοι, μὲ τὴν προσδοκία τῆς παρηγοριᾶς οἱδυστυχισμένοι καὶ πονεμένοι τῆς ζωῆς καὶ ὅλοι μαζὶ μὲ τὴ χαρὰ ζωγραφισμένη στὰπρόσωπα.
Γιορτάζομεκι ἐμεῖς σήμερα τὴν εἴσοδο τοῦ Χριστοῦ στὴν Ἱερουσαλὴμ καὶ ὅπως τὰ παιδιὰ τότεχαίρονταν κι ἔψελναν κρατώντας «τὰ τῆς νίκης σύμβολα», ἔτσι κι ἐμεῖς χαιρόμαστεκαὶ ψάλλομε τὸ ὡσαννὰ στὸ Χριστό μας, στὸν ἀρχηγὸ τῆς θρησκείας μας.
Ἀνοίγομετὸ δρόμο τῆς ψυχῆς μας νὰ περάση καβαλάρης μέσα μας, θριαμβευτὴς καὶ νικητὴςκάθε μας κακῆς σκέψης καὶ πράξης. Γιὰ νὰ μᾶς ἀξιώση νὰ ταξιδέψωμε μαζί του μὲκαθαρὴ καρδιά, ὅλο τὸ διάστημα τῆς ἑβδομάδας τῶν παθῶν του. Νὰ σταθοῦμε πλάιτου, ν’ ἀκούσωμε τὰ λόγια του, νὰ σφουγγίσωμε τὸν ἱδρώτα ἀπὸ τὸ πρόσωπο τῆςἀγωνίας του. Νὰ μεταλάβωμε ἀπὸ τὸν μυστικό του δεῖπνο, νὰ κλάψωμε ἀπάνω στὸσταυρό του καὶ νὰ γιορτάσωμε ὕστερα τὸ θρίαμβό του, τὴν ἐκ νεκρῶν Ἀνάστασή