Quantcast
Channel: ΑΚΤΙΝΕΣ
Viewing all articles
Browse latest Browse all 35855

Η Κυριακή της Σαμαρείτιδος στο βιβλίο των θρησκευτικών Ε΄Δημοτικού του 1976

$
0
0

Ο ΧΡΙΣΤΟΣ ΚΑΙ Η ΣΑΜΑΡΕΙΤΙΣΣΑ
Εισαγωγή
Γιά νὰ πάη κανεὶς σύντομα ἀπὸ τὴν Γαλιλαία στὴν Ἰουδαία ἔπρεπε νὰ περάση ἀπὸ τὴν Σαμάρεια. Τοῦτον τὸ δρόμο δὲν τὸν περνοῦσαν ποτὲ οἱ Ἰουδαῖοι καὶ οἱ Γαλιλαῖοι γιὰ νὰ μὴ μολυνθοῦν, ἐπειδὴ τὴ Σαμάρεια τὴ θεωροῦσαν χώρα ἁμαρτωλή. Ὁ Χριστὸς δὲ συμμεριζόταν τὸ μίσος αὐτὸ τῶν συμπατριωτῶν του. Πηγαίνοντας ἀπὸ τὴν Ἰουδαία στὴ Γαλιλαία πέρασε ἀπὸ τὴ Σαμάρεια.
Ἠταν μεσημέρι. Ὁ ἥλιος ἔριχνε τὶς καφτερὲς μεσημεριάτικες ἀχτίνες του στῆ γῆ. Καθισμένος ὁ Κύριος στὸ πηγάδι τοῦ Ἰακώβ, περίμενε τοὺς μαθητές του ποὺ τοὺς εἶχε στείλει στὴν πόλη Συχὰρ τῆς Σαμάρειας ν’ ἀγοράσουν τρόφιμα γιὰ νὰ φᾶνε.
Ἀπὸ τὸ πρωὶ εἶχε βαδίσει καὶ τώρα ἀναπαυόταν. Ἡ ματιά του πλανιόταν στὸ ἀπέναντί του κατάφυτο βουνὸ Γαριζὶν μὲ τὰ ἐρείπια τοῦ μεγάλου ναοῦ του. Δίπλα του ὁ κάμπος κατάφυτος ἀπὸ ἐλιὲς καὶ ἄλλα διάφορα δέντρα.

Εκ του κατά Ιωάννην (κεφ. δ’ , 5-45)
Κείμενο
Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ ἔρχεται ὁ Ἰησοῦς εἰς πόλιν τῆς Σαμαρείας, λεγομένην Συχάρ, πλησίον τοῦ χωρίου, ὅ ἔδωκεν Ἰακὼβ Ἰωσὴφ τῷ υἱῷ αὐτοῦ.
Ἦν δὲ ἐκεῖ πηγὴ τοῦ Ἰακώβ. ὁ οὗν Ἱησοῦς κεκοπιακὼς ἐκ τῆς ὁδοιπορίας ἐκαθέζετο οὕτως ἐπὶ τῇ πηγῇ. ὥρα ἦν ὡσεὶ ἕκτη.
Ἔρχεται γυνὴ ἐκ τῆς Σαμαρείας ἀντλῆσαι ὕδωρ. λέγει αὐτῇ ὁ Ἰησοῦς· δός μοι πιεῖν.
Οἱ γὰρ μαθηταὶ αὐτοῦ ἀπεληλύθεισαν εἰς τὴν πόλιν, ἵνα τροφὰς ἀγοράσωσι.
Λέγει οὖν αὐτῷ ἡ γυνὴ ἡ Σαμαρεῖτις· πῶς σύ, Ἰουδαῖος ὤν, παρ’ ἐμοῦ ποιεῖν αἰτεῖς, οὔσης γυναικὸς Σαμαρείτιδος; οὐ γὰρ συγχρῶνται Ἰουδαῖοι Σαμαρείταις.
Ἀπεκρίθη ὁ Ἰησοῦς καὶ εἶπεν αὐτῇ· εἰ ἤδεις τὴν δωρεὰν τοῦ Θεοῦ καὶ τίς ἐστιν ὁ λέγων σοι δός μοι πιεῖν. σὺ ἄν ἤτησας αὐτὸν, καὶ ἔδωκεν ἄν σοι ὕδωρ ζῶν.
Λέγει αὐτῷ ἡ γυνή· Κύριε, οὔτε ἄντλημα ἔχεις καὶ τὸ φρέαρ ἐστὶ βαθύ· πόθεν οὗν ἔχεις τὸ ὕδωρ τὸ ζῶν;
Μὴ σὺ μείζων εἰ τοῦ πατρὸς ἡμῶν Ἰακώβ, ὅς ἔδωκεν ἡμῖν τὸ φρέαρ, καὶ αὐτὸς ἐξ αὐτοῦ ἔπιε καὶ οἱ υἱοὶ καὶ τὰ θρέμματα αυτοῦ;
Ἀπεκρίθη Ἰησοῦς καὶ εἶπεν αὐτῇ· πᾶς ὁ πίνων ἐκ τοῦ ὕδατος τούτου διψήσει πάλιν·ὅς δ’ ἄν πίῃ ἐκ τοῦ ὕδατος, οὖ ἐγὼ δώσω αὐτῷ οὐ μὴ διψήσει εἰς τὸν αἰῶνα, ἀλλὰ τὸ ὕδωρ, ὅ δώσω αὐτῷ, γενήσεται ἐν αὐτῷ πηγὴ ὕδατος, ἁλλομένου εἰς ζωὴν αἰώνιον.
Λέγει πρὸς αὐτὸν ἡ γυνή· Κύριε, δός μοι τοῦτο τὸ ὕδωρ, ἵνα μὴ διψῶ μηδὲ ἔρχωμαι ἐνθάδε ἀντλεῖν.
Λέγει αὐτῇ ὁ Ἰησοῦς· ὕπαγε φώνησον τὸν ἄνδρα σου, καὶ ἐλθὲ ἐνθάδε.
Ἀπεκρίθη ἡ γυνὴ καὶ εἶπεν· οὐκ ἔχω ἄνδρα. λέγει αὐτῇ ὁ Ἰησοῦς· καλῶς εἶπας, ὅτι ἄνδρα οὐκ ἔχω.
Πέντε,γὰρ ἄνδρας ἔσχες, καὶ νῦν ὅν ἔχεις οὐκ ἔστι σου ἀνήρ· τοῦτο ἀληθὲς εἴρηκας.
Λέγει αὐτῷ ἡ γυνή· Κύριε, θεωρῶ ὅτι προφήτης εἶ σύ.
Οἱ πατέρες ἡμῶν, ἐν τῷ ὄρει τούτῳ προσεκύνησαν· καὶ ὑμεῖς λέγετε, ὅτι ἐν Ἱερουσολύμοις, ἐστὶν ὁ τόπος, ὅπου δεῖ προσκυνεῖν.
Λέγει αὐτῇ ὁ Ἰησοῦς· γύναι, πίστευσόν μοι ὅτι ἔρχεται ὥρα, ὅτε οὔτε ἐν τῷ ὄρει τούτῳ οὔτε ἐν Ἰεροσολύμοις προσκυνήσετε τῷ Πατρί.
Ὑμεῖς προσκυνεῖτε ὅ οὐκ οἴδατε, ἡμεῖς προσκυνοῦμεν ὅ οἴδαμεν· ὅτι ἡ σωτηρία ἐκ τῶν Ἰουδαίων ἐστιν.
Ἀλλ’ ἔρχεται ὥρα, καὶ νῦν ἐστίν, ὅτε οἱ ἀληθινοὶ προσκυνηταὶ προσκυνήσουσι τῷ πατρὶ ἐν πνεύματι καὶ ἀληθείᾳ· καὶ γὰρ ὁ πατὴρ τοιούτους ζητεῖ τοὺς προσκυνοῦντας αὐτόν.
Πνεῦμα ὁ Θεὸς καὶ τοὺς προσκυνοῦντας αὐτὸν ἐν πνεύματι καὶ ἀληθείᾳ δεῖ προσκυνεῖν.
Λέγει αυτῷ ἡ γυνή· οἶδα, ὅτι Μεσσίας ἔρχεται ὁ λεγόμενος Χριστός· ὅταν ἔλθη ἐκείνος, ἀναγγελεῖ ἡμῖν πάντα.
Λέγει αὐτῇ ὁ Ἰησοῦς· ἐγὼ εἰμι, ὁ λαλῶν σοι.
Καὶ ἐπὶ τούτῳ ἦλθον οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ καὶ ἐθαύμασαν, ὅτι μετὰ γυναικὸς ἐλάλει· οὐδεὶς μέντοι εἶπε· τί ζητεῖς; ἤ τί λαλεῖς μετ’ αὐτῆς;
Ἀφῆκεν οὗν τὴν ὑδρίαν αὐτῆς ἡ γυνὴ καί ἀπῆλθεν εἰς τὴν πόλιν καὶ λέγει τοῖς ἀνθώποις.
Δεῦτε ἴδετε ἄνθρωπον ὅς εἰπέ μοι πάντα ὅσα ἐποίησα· μήτι οὖτός ἐστιν ὁ Χριστός;
Ἐξῆλθον οὗν ἐκ τῆς πόλεως καὶ ἤρχοντο πρὸς αὐτὸν.
Ἐν τῷ ἠρώτων αὐτὸν οἱ μαθηταὶ λέγοντες· Ραββί, φάγε.
Ὁ δὲ εἶπεν αὐτοῖς· ἐγὼ βρῶσιν ἔχω φαγεῖν, ἦν ὑμεῖς οὐκ οἵδατε.
Ἔλεγον οὖν οἱ μαθηταὶ πρὸς ἀλλήλους· μὴ τις ἤνεγκεν αὐτῷ φαγεῖν;
Λέγει αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς· ἐμὸν βρῶμά ἐστιν, ἵνα ποιῶ τὸ θέλημα τοῦ πέμψαντός με καὶ τελειώσω αὐτοῦ τὸ ἔργον.
Οὐχ ὑμεῖς λέγετε, ὅτι ἔτι τετράμηνός ἐστι καὶ ὁ θερισμὸς ἔρχεται; ἰδού, λέγω ὑμῖν, ἐπάρατε τοὺς ὀφθαλμοὺς ὑμῶν καὶ θεάσασθε τὰς χώρας, ὅτι λευκαί εἰσι πρὸς θερισμὸν ἤδη.
Καὶ ὁ θερίζων μισθὸν λαμβάνει καὶ συνάγει καρπὸν εἰς ζωὴν αἰώνιον, ἵνα καὶ ὁ σπείρων ὁμοῦ χαίρῃ καὶ ὁ θερίζων.
Ἐν γὰρ τούτῳ ὁ λόγος ἐστὶν ὁ ἀληθινός, ὅτι ἄλλος ἐστὶν ὁ σπείρων καὶ ἄλλος ὁ θερίζων.
Ἐγὼ ἀπέστειλα ὑμᾶς θερίζειν, ὅ οὐχ ὑμεῖς κεκοπιάκατε· ἄλλοι κεκοπιάκασι καὶ ὑμεῖς εἰς τὸν κόπον αὐτῶν εἰσεληλύθατε.
Ἐκ δὲ τῆς πόλεως ἐκείνης πολλοὶ ἐπίστευσαν εἰς αὐτὸν τῶν Σαμαρειτῶν διὰ τὸν λόγον τῆς γυναικός μαρτυρούσης ὅτι εἶπε μοι πάντα ὅσα ἐποίησα.
Ὡς οὖν ἦλθον πρὸς αὐτὸν οἱ Σαμαρεῖται, ἠρώτων αὐτὸν μεῖναι παρ’ αὐτοῖς, καὶ ἔμεινεν ἐκεῖ δύο ἡμέρας.
Καὶ πολλῷ πλείους ἐπίστευσαν διὰ τὸν λόγον αὐτοῦ.
Τῇ τε γυναικὶ ἔλεγον οὐκέτι διὰ τὴν σὴν λαλιὰν πιστεύομεν· αὐτοὶ γὰρ ἀκηκόαμεν καὶ οἴδαμεν ὅτι οὗτός ἐστιν ἀληθῶς ὁ Σωτὴρ τοῦ κόσμου, ὁ Χριστός.
Εξήγηση
Ἐκεῖνον τὸν καιρὸ φτάνει ὁ Ἰησοῦς σὲ μιὰ χώρα τῆς Σαμάρειας, ποὺ τὴν ἔλεγαν Συχάρ, κοντὰ στὸ χωριὸ ποὺ ἔδωσε ὁ Ἰακὼβ στὸ γιό του τὸν Ἰωσήφ.
Κι ἐκεῖ ἦταν ἕνα πηγάδι τοῦ Ἰακώβ. Ὁ Ἰησοῦς λοιπὸν κουρασμένος ἀπὸ τὸν δρόμο κάθισε κοντὰ στὸ πηγάδι· ἡ ὥρα ἦταν περίπου δώδεκα μεσημέρι.
Ἔρχεται μιὰ γυναίκα ἀπὸ τὴ Σαμάρεια, γιὰ νὰ βγάλη νερό. Τῆς λέει ὁ Ἰησοῦς· δῶστε μου νὰ πιῶ.
Οἱ μαθητές του εἶχαν πάει στὴν πόλη, γιὰ νὰ ἀγοράσουν τρόφιμα.
Τοῦ λέει λοιπὸν ἡ γυναίκα ἡ Σαμαρείτισσα, πῶς ἐσύ, ποὺ εἶσαι Ἰουδαῖος, ζητᾶς νὰ πιῆς ἀπὸ ἐμένα, ποὺ εἶμαι γυναίκα Σαμαρείτισσα; γιατὶ οἱ Ἰουδαῖοι δὲν ἔχουν σχέση μὲ τοὺς Σαμαρεῖτες.
Ὁ Ἰησοῦς ἀποκρίθηκε καὶ τῆς εἶπε. Ἄν ἐγνώριζες τὸ δῶρο τοῦ Θεοῦ καὶ ποιὸς εἶναι αὐτὸς ποὺ σοῦ λέει, δῶσε μου νὰ πιῶ, σὺ θὰ ζητοῦσες ἀπ’ αὐτὸν νὰ σοῦ ἔδινε νερὸ ζωντανό.
Τοῦ λέει· Κύριε οὔτε κουβὰ ἔχεις καὶ τὸ πηγάδι εἶναι βαθύ, ἀπὸ ποῦ λοιπὸν ἔχεις ζωντανὸ νερό;
Μήπως ἐσὺ εἶσαι μεγαλύτερος ἀπὸ τὸν πατέρα μας τὸν Ἰακώβ, ποὺ μᾶς ἔδωσε τὸ πηγάδι, καὶ ἤπιε ἐκεῖνος ἀπ’ αὐτὸ καὶ οἱ γιοί του καὶ τὰ ζῶα του;
Ἀποκρίθηκε ὁ Ἰσοῦς καὶ τῆς εἶπε· Ὅποιος πίνει ἀπὸ τὸ νερὸ αὐτὸ θὰ διψάση πάλι.
Μὰ ὅποιος πιῆ νερὸ ποὺ θὰ τοῦ δώσω ἐγώ, δὲ θὰ διψάση ποτέ, ἀλλὰ τὸ νερὸ ποὺ θὰ τοῦ σώσω θὰ γίνη μέσα του πηγή, ποὺ θ ἀναβλύζη ζωὴ αἰώνια.
Τοῦ λέει ἡ γυναίκα· Κύριε, δῶσε μου αὐτὸ τὸ νερό, γιὰ νὰ μὴ διψῶ καὶ νὰ μὴν ἔρχωμαι ἐδῶ νὰ βγάζω.
Τῆς λέει ὁ Ἰησοῦς πήγαινε φώναξε τὸν ἄντρα σου καὶ γύρισε ἐδῶ.
Ἀποκρίθηκε ἡ γυναίκα καὶ τοῦ εἶπε. δὲν ἔχω ἄντρα. Τῆς λέει ὁ Ἰησοῦς. Καλὰ εἶπες, πὼς δὲν ἔχεις ἄντρα.
Γιατὶ πέντε ἄντρες εἶχες καὶ αὐτὸν ποὺ ἔχεις τώρα δὲν εἶναι νόμιμος ἄντρας σου. Ἀλήθεια μίλησες.
Τοῦ λέγει ἡ γυναίκα· Κύριε, βλέπω πὼς εἶσαι προφήτης ἐσύ.
Οἱ πατέρες μας σὲ τοῦτο τὸ βουνὸ προσκύνησαν τὸ Θεό, κι ἐσεῖς λέτε ὅτι στὴν Ἰερουσαλὴμ εἶναι ὁ τόπος, ὅπου πρέπει νὰ τὸν προσκυνοῦμε.
Τῆς λέει ὁ Ἰησοῦς πίστεψέ με, γυναίκα, πὼς ἔρχεται ἡ ὥρα ποὺ ποτὲ οὔτε σὲ τοῦτο τὸ βουνό, οὔτε στὴν Ἰερουσαλὴμ θὰ προσκυνήσετε τὸ Θεό.
Ἐσεῖς προσκυνᾶτε ὅ,τι δὲν ξέρετε· ἐμεῖς προσκυνοῦμε ἐκεῖνο ποὺ ξέρομε· γιατὶ ἡ σωτηρία ἀπὸ τοὺς Ἰουδαίους φάνηκε.
Ὅμως ἔρχεται ὥρα καὶ εἶναι τώρα, ὅταν οἱ ἀληθινοὶ προσκυνητὲς θὰ προσκυνήσουν τὸ Θεὸ μὲ πνεῦμα καὶ μ’ ἀλήθεια. Γιατὶ καὶ ὁ Θεὸς ἔτσι τοὺς θέλει αὐτοὺς ποὺ τὸν προσκυνοῦν.
Πνεῦμα ὁ Θεὸς κι ὅσοι τὸν προσκυνοῦν μὲ πνεῦμα καὶ ἀλήθεια πρέπει νὰ τὸν προσκυνοῦν.
Τοῦ λέει ἡ γυναίκα· ξέρω πῶς πρόκεται νὰ ἔλθη ὁ Μεσσίας, ὁ λεγόμενος Χριστός· ὅταν ἔλθη ἐκεῖνος, θὰ μᾶς πῆ τὰ πάντα.
Τῆς λέει ὁ Χριστός, ἐγὼ εἶμαι ποῦ σοῦ μιλῶ.
Ἐκείνη τὴ στιγμὴ ἔφτασαν οἱ μαθητές του κι ἀποροῦσαν ποὺ μιλοῦσε μὲ τὴ γυναίκα· ὅμως κανεὶς δὲν εἶπε τί θέλεις ἢ γιατί μιλεῖς μαζί της.
Ἄφησε λοιπὸν τὴ στάμνα της ἡ γυναίκα καὶ πῆγε στὴν πόλη· καὶ λέει στοὺς ἀνθρώπους.
Ἐλᾶτε νὰ δῆτε ἕναν ἄνθρωπο ποὺ μοῦ τὰ εἶπε ὅλα ὅσα ἔκαμα μήπως αὐτὸς εἶναι ὁ Χριστός;
Τότε βγῆκαν ἀπὸ τὴν πόλη πολλοὶ καὶ πήγαιναν στὸν Ἰησοῦ.
Στὸ μεταξὺ παρακαλοῦσαν αὐτὸν οἱ μαθητές του λέγοντας: Διδάσκαλε, φάγε.
Κι ἐκεῖνος τοὺς εἶπε: Ἐγὼ ἔχω φαγητὸ νὰ φάω, ποὺ σεῖς δὲν τὸ ξέρετε.
Ἔλεγαν λοιπὸν οἱ μαθητὲς μεταξύ τους· μήπως τοῦ ἔφερε κανένας κι ἔφαγε;
Τοὺς λέει ὁ Ἰησοῦς· δικό μου φαγητὸ εἶναι νὰ κάνω τὸ θέλημα αὐτοῦ ποὺ μὲ ἔστειλε καὶ νὰ τελειώσω τὸ ἔργο του.
Σεῖς δὲ λέτε ὅτι ἔχουν περάσει τέσσερεις μῆνες καὶ τώρα θ’ ἀρχίση ὁ θερισμός;
Νά, σᾶς λέγω σηκῶστε τὰ μάτια σας, καὶ κοιτάξτε τὰ χωράφια, ποὺ εἶναι ἕτοιμα γιὰ θερισμό.
Κι ἐκεῖνος ποὺ θερίζει παίρνει μισθὸ καὶ μαζεύει τὸν καρπὸ γιὰ τὴν αἰώνια ζωή, ἔτσι ποὺ νὰ χαίρεται μαζὶ καὶ ἐκεῖνος ποὺ σπέρνει κι ἐκεινος ποὺ θερίζει.
Γιατὶ σὲ τοῦτο εἶναι ἀληθινὸς ὁ λόγος ὅτι ἄλλος εἶναι αὐτὸς ποὺ σπέρνει καὶ ἄλλος αὐτὸς ποὺ θερίζει.
Ἐγὼ σᾶς ἔστειλα νὰ θερίσετε ἐκεῖνο, γιὰ τὸ ὁποῖο δὲν ἔχετε κοπιάσει. Ἄλλοι ἔχουν κοπιάσει καὶ σεῖς μπήκατε στοὺς κόπους τους.
Κι ἀπὸ τὴν πόλη ἐκείνη πολλοὶ ἀπὸ τοὺς Σαμαρεῖτες πίστεψαν σ’ αὐτὸν ἀπὸ τὰ λόγια τῆς γυναίκας, ποὺ ἔλεγε, ὅτι τῆς τὰ εἶπε ὅλα ὅσα ἔκαμε.
Ὅταν δὲ ἦλθαν σ’ αὐτὸν οἱ Σαμαρεῖτες τὸν παρακαλοῦσαν νὰ μείνη κοντά τους, καὶ ἔμεινε ἐκεῖ δύο ἡμέρες.
Καὶ πολλοὶ περισσότεροι πίστεψαν ἀπὸ αὐτὰ ποὺ ἔλεγε ὁ Ἰησοῦς.
Καὶ ἔλεγαν στὴ γυναίκα. Δὲν πιστεύομε πιὰ γιατὶ μᾶς τὸ εἶπες ἐσύ, ἀλλὰ γιατὶ οἱ ἴδιοι ἀκούσαμε καὶ καταλάβαμε ὅτι αὐτὸς εἶναι ἀληθινὰ ὁ Σωτήρας τοῦ κόσμου, ὁ Χριστός.
Ρητό: «Ὅς δ’ ἂν πίῃ ἐκ τοῦ ὕδατος, οὗ ἐγὼ δώσω αὐτῷ, οὐ μὴ διψήσῃ εἰς τὸν αἰῶνα».
ΟΜΙΛΙΑ
 «Πνεῦμα ὁ Θεὸς καὶ τοὺς προσκυνοῦντας αὐτὸν ἐν πνεύματι καὶ ἀληθείᾳ δεῖ προσκυνεῖν». Λόγος μεγάλος, θεϊκός. Λόγος «σὰν ἀστραπὴ σὲ μιὰ σκοτεινὴ νύχτα». Λόγος ποὺ βάζει τὰ θεμέλια τῆς χριστιανικῆς θρησκείας, σὰν παρανθρώπινης θρησκείας. Ὄχι θρησκείας ποὺ κλεινόταν στοὺς τοίχους τοῦ ναοῦ τοῦ Σολομώντα, οὔτε στὰ ἐρείπια τοῦ ναοῦ τοῦ ὄρους Γαριζίν. Θρησκείας ποὺ ἀγκαλιάζει ὁλόκληρη τὴν ἀνθρωπότητα καὶ τὴν ἀφήνει ἐλεύθερη παντοῦ καὶ πάντα νὰ λατρεύη τὸ Θεό.
Πνεῦμα εἶναι ὁ Θεὸς καὶ παντοῦ ὑπάρχει. Ὅλη ἡ γῆ καὶ ὅλα τὰ οὐράνια, εἶναι γεμᾶτα ἀπὸ Θεό. Ὅπου κι ἂν βρεθῆς ἐκεῖ καὶ ὁ Θεός, ἐκεῖ καὶ τὸ χέρι τῆς παντοδυναμίας του. Ἐκεῖ κι ἕνας βωμός, γιὰ νὰ προσκυνήσης τὸ Θεό σου. Θόλος τοῦ βωμοῦ σου, ὁ οὐρανὸς μὲ τοὺς ἀγγέλους τοῦ Θεοῦ. Τοῖχοι, ἡ ἀπεραντοσύνη τοῦ κόσμου. Δάπεδο μαρμαρένιο, ἡ γῆ ποὺ τὴν πάτησαν τὰ ἅγια πόδια τοῦ Κυρίου καὶ τῶν ἁγίων τῆς θρησκείας μας.
Ἐμεῖς οἱ Ἕλληνες, περισσότερο ἀπὸ κάθε ἄλλον χριστιανικὸ λαό, ἔχομε καταλάβει καλὰ τοῦτο τὸ κήρυγμα τῆς λατρείας τοῦ Θεοῦ μας. Γι’ αὐτὸ καὶ γέμισε ὁ εὐσεβὴς λαός μας τὶς πλαγιὲς τῶν λόφων του, τὰ γραφικὰ ἀκρογιάλια του, μ’ ἐξωκλησάκια ὄμορφα. Ταπεινὰ καὶ ἀπέριττα, κάτασπρα καὶ ἀέρινα, ἔτσι ὅπως βρίσκονται πολλὲς φορὲς χτισμένα στὶς κορυφὲς τῶν λόφων, θυμίζουν τὸ· Θεό μας καὶ τὸ χέρι μας ἔρχεται στὸ μέτωπό μας γιὰ νὰ κάμη τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ. Στοὺς δρόμους, στὶς ἀπόκρημνες πλαγιές, στοὺς κάμπους, παντοῦ χτίζει κι ἀπὸ ἕνα εἰκόνισμα καὶ μὲ εὐλάβεια πολλὴ στέκεται καὶ τὸ προσκυνᾶ. Τὸ καντηλάκι, ποὺ εὐλαβικὰ χέρια ἀνάβουν, καίει στὴ φτωχικὴ αὐτὴ φωλιὰ μπροστὰ στοὺς ἁγίους μας καὶ μᾶς θυμίζει τὴν ἀγάπη μας καὶ τὸ σεβασμὸ σ’ αὐτούς.
Παιδιά μου.
Ὁ Χριστός μας μιλώντας κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπο στὴ Σαμαρείτισσα δὲν ἀποκλείει καὶ τὴ λατρεία τοῦ Θεοῦ καὶ σὲ ξεχωριστοὺς χώρους, στὶς ἐκκλησίες. Κι ὁ ἴδιος ἄλλωστε ὕψωνε τὰ χέρια του πρὸς τὸν οὐράνιο πατέρα του πολλὲς φορὲς στὸ ὕπαιθρο, ἀλλὰ πήγαινε καὶ στὴ συναγωγὴ γιὰ νὰ προσευχηθῆ.
Μέσα στὸν κλειστὸ χῶρο τῆς ἐκκλησίας, ὅση ὥρα κρατάει ἡ ἀκολουθία ἢ ἡ θεία λειτουργία, εἴμαστε ἀφοσιωμένοι καὶ προσηλωμένοι στὸ Θεό μας καὶ συνομιλοῦμε μαζί Του.
Ἔχομε ἀποθέσει κάθε βιοτικὴ μέριμνα καὶ φροντίδα ἔξω ἀπ’ τὸ ναὸ κι ἐκεῖ μέσα, κύριο καὶ μοναδικὸ ἔργο μας εἶναι ἡ λατρεία τοῦ Θεοῦ μας.
Ὅλα μέσα στὴν ἐκκλησία μᾶς μιλοῦνε γιὰ τὸ Θεὸ καὶ μᾶς παρακινοῦν νὰ στραφοῦμε πρὸς τὸν πατέρα μας τὸν «ἐν τοῖς οὐρανοῖς». Καὶ οἱ ἅγιες εἰκόνες καὶ ὁ Τίμιος Σταυρὸς καὶ ὅλος ὁ διάκοσμος τῆς ἐκκλησίας. Οἱ γλυκόφωνες ψαλμωδίες τῶν παπάδων καὶ ψαλτῶν. Οἱ καντῆλες ποὺ σκορπίζουν ἐκεῖνο τὸ γλυκὸ καὶ ὑποβλητικὸ φῶς τους. Τὸ λιβάνι ποὺ μυρώνει τὴν ἀτμόσφαιρα. Τὰ πάντα ἐκεῖ μέσα μᾶς ἐμπνέουν εὐλάβεια, σεβασμό, ἀγάπη πρὸς τὸ Θεὸ καὶ μᾶς ὑποβάλλουν σὲ μιὰ ἐπικοινωνία μαζί του μὲ τὴν προσευχή μας.
Στὸν ἱερὸ χῶρο τῆς ἐκκλησίας, ἐμεῖς οἱ χριστιανοὶ παρακολουθοῦμε τὴν τέλεση τῆς θείας λειτουργίας, ποὺ εἶναι ἡ ἀναπαράσταση τῆς ζωῆς τοῦ Κυρίου μας. Ἐκεῖ γινόμαστε κοινωνοὶ τοῦ Κυρίου μας μὲ τὴν ἁγία Μετάληψη, τὴν ἁγία Κοινωνία.
Στὸν ἱερὸ χῶρο τῆς ἐκκλησίας πρωτογινόμαστε χριστιανοὶ καὶ στὸν ἴδιο παίρνομε τὸν τελευταῖο ἀσπασμό. Ἐκεῖ δεχόμαστε τὴν εὐλογία τοῦ Θεοῦ καὶ τὴ χάρη τοῦ ἁγίου Πνεύματος μὲ ὅλα τὰ μυστήρια τῆς θρησκείας μας.
Εἶναι λοιπὸν ὁ χῶρος τῆς ἐκκλησίας ἅγιος, ἱερός, ἄξιος σεβασμοῦ, γιατὶ εἶναι τὸ σπίτι, ἂς τὸ ποῦμε ἔτσι, τοῦ Θεοῦ μας. Γι αὐτὸ κάθε καλὸς καὶ γνήσιος χριστιανὸς μπαίνει μέσα σ’ αὐτὸν μὲ πίστη, μ’ εὐλάβεια, μὲ προσοχὴ βαθιά, μὲ ἀγάπη καὶ εἰρήνη στὴν καρδιά, γιὰ νὰ προσευχηθῆ καὶ ν’ ἀκούση ἀπὸ τὸ στόμα τοῦ ἱερέα ἤ τοῦ διακόνου τὴ δέηση «ὑπὲρ τῶν μετὰ πίστεως καὶ εὐλαβείας καὶ φόβου Θεοῦ εἰσιόντων ἐν αὐταῖς».
Ἡ δέηση αὐτή, μαζὶ μὲ πολλὲς ἄλλες ποὺ ἀπευθύνει μεγαλόφωνα ἢ μυστικὰ ὁ ἱερεύς, φτάνει στὸν Πλάστη κι ἐκεῖνος μᾶς στέλνει τὴν πατρική του εὐλογία, ποὺ εἶναι ὅπλο ἀκαταμάχητο σ’ ὅλες τὶς μπόρες καὶ τὶς ἀντιξοότητες τῆς ζωῆς.

Viewing all articles
Browse latest Browse all 35855

Trending Articles



<script src="https://jsc.adskeeper.com/r/s/rssing.com.1596347.js" async> </script>