Σε κάθε μελετητή της Ιστορίας θα γεννιέται ασφαλώς το ερώτημα: «Γιατί ο Άγιος Κωνσταντίνος χαρακτηρίστηκε μέσα στην Ιστορία Μέγας;».
Μια απάντηση στο πιο πάνω ερώτημα γενικότερη μας δίνει ο ιστορικός Κ. Παπαρρηγόπουλος, σημειώνοντας εύλογα ότι «Δικαίως η Ιστορία αποκαλεί αυτόν μέγαν, διότι ολίγοι τη αληθεία άνδρες εν τω κόσμω τούτω έχοντες προς τοιαύτας ηθικάς και πολιτικάς να παλαίσωσι δυσχερείας επολιτεύθησαν μετά πλείονος δεξιότητος και συνέδεσαν το όνομα αυτών μετά μείζονος πραγμάτων και πνευμάτων μεταβολής» (Ιστορία του Ελ. έθνους, τ.Β. 425). Κατά τις απόψεις δε τις δικές μας χαρακτηρίστηκε μέγας εξαιτίας πολλών αρετών και ενεργειών του και ιδιαίτερα των εξής:
α) Στήριξε τη ζωή του στον ασάλευτο βράχο της πίστης του Χριστού
Ο Μ. Κωνσταντίνος έβλεπε από πολύ μικρός τη βίωση της χριστιανικής πίστης στο πρόσωπο αρχικά της ευλαβέστατης μητέρας του Ελένης, καθώς δε μεγάλωνε και στα πρόσωπα των Μαρτύρων της Εκκλησίας, που προτιμούσαν μύρια βασανιστήρια και αυτόν τον θάνατο, εξαιτίας της πίστης τους στον ενανθρωπήσαντα Θεό και Σωτήρα.
Για τους λόγους αυτούς πίστεψε και αυτός ότι η πίστη στον Χριστό είναι «η νικήσασα τον κόσμον» (Α’ Ιω. 5,4) και ότι η χριστιανική πίστη, που «εδράζεται επί της ακραδάντου βάσεως της θεότητος του Χριστού» (Παπαρ. Ιστ. 8, 410), είναι η βάση κάθε μεγαλουργίας για κάθε άνθρωπο και για το κράτος ολόκληρο. Εξαιτίας δε αυτής της πεποίθησής του, ο Μ. Κωνσταντίνος ονειρευόταν, ως αυτοκράτορας, να μεταβεί και αυτός στους Αγίους Τόπους, για να βαπτισθεί στον Ιορδάνη και να ζήσει «κατά Θεόν», δηλαδή σύμφωνα με θεσμούς βίου «πρέποντος Θεώ». Για τον λόγο άλλωστε αυτό, ενόσω βρισκόταν στη ζωή αυτή εργάστηκε κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να ομολογείται από τον Κ. Παπαρρηγόπουλο ότι «ουδείς άλλος συνετέλεσεν εις την (συμφώνως προς το πνεύμα του Ευαγγελίου) μεταβολήν ολοκλήρου του κόσμου» (Ιστ. Β, 421).
β) Προχωρούσε στη ζωή του με το λάβαρο του Σταυρού
Ο Μ. Κωνσταντίνος, όπως είναι σε πολλούς γνωστό, έδωσε τον Οκτώβριο του 312 μ.Χ. μια κρισιμότατη μάχη με τα στρατεύματα του Μαξέντιου έξω από τη Ρώμη, έχοντας σαν προπομπό και σημαία το λάβαρο του Σταυρού, που είχε κατασκευάσει σύμφωνα με το όραμα που είχε ιδεί στον ουρανό, δηλαδή με το «Τούτω νίκα». Και νίκησε. Το ίδιο έγινε και το 323 στη μάχη της Αδριανούπολης, στην οποία νίκησε τα στρατεύματα του Λικίνιου, καθώς και σε κάθε άλλη μάχη. Για το λόγο δε αυτό χαρακτήριζε το σύμβολο του Σταυρού ως «σωτηριώδες σημείον», ενώ κα οι υμνογράφοι της Εκκλησίας το χαρακτήρισαν αργότερα ως το «αήττητον τρόπαιον». Την ακράδαντη δε πίστη του στη δύναμη του Σταυρού διατράνωσε ο Κωνσταντίνος και κατά την ίδρυση της νέας πρωτεύουσας του κράτους, που πήρε το όνομά του, τοποθετώντας στην πιο μεγάλη πλατεία της, τη χαρακτηριζόμενη ως Φόρουμ, τις στήλες Ελένης και Κωνσταντίνου και στο μέσον αυτών έναν σταυρό με την επιγραφή «εις άγιος, εις Κύριος, Ιησούς Χριστός, εις δόξαν Θεού Πατρός. Αμήν». Το ίδιο δε έκανε και σε άλλα σημεία της πρωτεύουσας φανερώνοντας περίτρανα ότι γι’ αυτόν ίσχυε απαράβατα αυτό που έγραφε και ο Απόστολος Παύλος, το «Εμοί δε μη γένοιτο καυχάσθαι, ει μη εν τω σταυρώ του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού» (Γαλ. 1,64).
«Τω θείω κατακολουθήσας θελήματι, λέγει για τούτο και ο Συναξαριστής, κτίζει την θεοφρούρητον πόλιν και της εαυτού πίστεως απαρχήν ανατίθησι τω Θεώ».
γ) Στάθηκε στο πλευρό της Εκκλησίας και βοηθήθηκε από αυτήν
Μαζί με τα πιο πάνω όμως ο άγιος χαρακτηρίστηκε ως μέγας και γιατί στάθηκε στο πλευρό της Χριστιανικής Εκκλησίας, που είναι πάντοτε όχι μονάχα η Κιβωτός της σωτηρίας, αλλά ταυτόχρονα και η κλίμακα της πνευματικής ανύψωσης των ατόμων και των λαών. Κάτω από τη ζωογόνο δηλαδή πνοή του Χριστιανισμού, ο Κωνσταντίνος προσπάθησε γενικότερα «άξιος φανήναι της Του Θεού δουλείας», μεγαλουργώντας κυριολεκτικά σε όλους τους τομείς της πνευματικής ζωής. Έκτισε δηλαδή αρχικά είτε ο ίδιος είτε με τη μεσολάβηση της μητέρας του ναούς μεγαλοπρεπείς και ευαγή ιδρύματα, τόσο πολλά, ώστε το όνομά του να μείνει αθάνατο μέσα στην Ιστορία «διά των κτισμάτων».
Φρόντισε, επίσης, για την έκδοση ανθρωπινότερων διαταγμάτων με τα οποία κατέπαυσαν οι μέχρι θανάτου αγώνες των μονομάχων, καταργήθηκε η θανατική ποινή της σταύρωσης των δούλων και απαγορεύτηκε η άσκηση κάθε είδους μαγείας ή μαγγανείας, στις οποίες επιδίδονταν οι ιερείς της ειδωλολατρίας, δηλαδή οι φιλοχρήματοι και ακόλαστοι τότε μάγοι. Κάτω από την πνοή του Ευαγγελίου του Χριστού εξάλλου περιφρούρησε τη χριστιανική οικογένεια. Μεταρρύθμισε τα δικαστήρια προς το δημοκρατικότερο και φιλανθρωπότερο. Καθιέρωσε την Κυριακή ως ημέρα αργίας και λατρείας του Κυρίου. Ενδιαφέρθηκε ζωηρότατα για την επικράτηση της ειρήνης στο απέραντο κράτος, συνδιαλλάσσοντας, όσο μπορούσε, τις αντιμαχόμενες μερίδες.
Εξαιτίας των πιο πάνω και πολλών άλλων μέτρων, ευεργετικών για τον λαό, σημειώθηκε από τον Κ. Παπαρρηγόπουλο ότι «μετά τους αμέσους μαθητάς του Σωτήρος ουδείς έπραξε πλειότερα προς διάδοσιν και παγίωσιν της ιεράς ημών πίστεως».
Όλα όμως αυτά τα έργα ξαναγύρισαν στην πραγματικότητα, όπως και ο αντίλαλος, στον ίδιο τον Κωνσταντίνο, που για τον λόγο αυτό χαρακτηρίστηκε, όπως είπαμε, μέσα στην Ιστορία ως μέγας, ενώ από την χριστιανική Εκκλησία χαρακτηρίστηκε ως άγιος και ισαπόστολος. «Όθεν, κατά τον Παπαρρηγόπουλο, δικαίως η μητέρα Εκκλησία απεκάλεσεν αυτόν Ισαπόστολον και κατάταξε μεταξύ των... αγίων της πίστεως. Δικαίως δε και η Ιστορία αποκαλεί αυτόν μέγα, διότι ολίγοι τη αληθεία άνδρες εν τω κόσμω τούτω... επολιτεύθησαν μετά πλείονος δεξιότητος και συνέδεσαν το όνομα αυτών μετά μείζονος πραγμάτων και πνευμάτων μεταβολής, τούτο δε έστι ασφαλέστερον χαρακτηριστικόν και κάλλιστον του μεγάλου ανδρός βραβείον (Ιστ. Β, 425).
Κλείνοντας το θέμα, θα έλεγα ότι μέγας είναι δυνατόν να γίνει και κάθε χριστιανός, όταν έρχεται σε κοινωνία αγάπης με Εκείνον, που ονομάζεται από τον απόστολο των Εθνών «μέγας Θεός και Σωτήρ πάντων ανθρώπων, μάλιστα δε πιστών» (Τιτ. 2, 13) και όταν γίνεται καθημερινά όλο και πιο ευσεβής, εφόσον «έστι πορισμός μέγας η ευσέβεια (1 Τιμ. 6,6). Το πιο πάνω άλλωστε το διαβεβαίωσε και ο Κύριος, λέγοντας ότι «Ος δ’ αν ποιήση και διδάξη (σύμφωνα εννοείται με τις εντολές Του), ούτος μέγας κληθήσεται εν τη βασιλεία των ουρανών» (Ματ. 5, 19).