ΑΝΑΛΗΨΙΣ: Η ΛΑΣΠΗ ΓΙΝΕΤΑΙ ΘΕΟΣ!
Έσκυψε ὁ Θεὸς στὴ γῆ, πῆρε χῶμα, τὸ ἔκανε λάσπη καὶ ἔπλασε τὸν ἄνθρωπο, τὸ σῶμα τοῦ ἀνθρώπου. Ἔπειτα φύσηξε στὸ πρόσωπό του. Κι ἔπειτα; Τὸ θαῦμα! Ἡ λάσπη πῆρε ζωή, σηκώθηκε ὄρθια, ἄνοιξε τὰ μάτια της, ἀντίκρισε μὲ ἀσύλληπτο θάμβος τὸν τρισήλιο Δημιουργό της, μέθυσε ἀπὸ τὸ ἔκπαγλο κάλλος τοῦ Παραδείσου.
Ἔτσι μὲ ἁπλὰ λόγια καὶ πολὺ δυνατοὺς συμβολισμοὺς περιγράφει ἡ Ἁγία Γραφὴ τὴ δημιουργία τοῦ πρώτου ἀνθρώπου, τοῦ Ἀδάμ. Δὲν τὸν δημιούργησε μὲ ἕνα ἁπλὸ πρόσταγμα: «Γενηθήτω ἄνθρωπος!», ὅπως ὅλα τὰ ἄλλα δημιουργήματά του, ἀλλὰ μὲ ἄμεση ἐνέργειά του. Γι᾿ αὐτόν, τὸν βασιλιὰ τῆς Δημιουργίας, ὁ Θεὸς κατέβαλε ἰδιαίτερη φροντίδα. Αὐτὸ ὑπονοεῖ ἡ Ἁγία Γραφὴ ὅταν λέει ὅτι ὁ Θεὸς ἔπλασε τὸ σῶμα τοῦ ἀνθρώπου «χοῦν λαβὼν ἀπὸ τῆς γῆς», παίρνοντας χῶμα ἀπὸ τὴ γῆ.
Ὁ ἄνθρωπος! Πλασμένος ἀπὸ χῶμα. Ζωογονημένος ἀπὸ τὴν πνοὴ τοῦ Θεοῦ. Ἕνα σύμπαν μέσα στὸ Σύμπαν! Μυστήριο παραδοξότατο. Ταυτόχρονα μικρὸς καὶ μέγας, ταπεινὸς καὶ ὑψηλός, θνητὸς καὶ ἀθάνατος, ἐπίγειος καὶ οὐράνιος (ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος). Τὸ σῶμα του θαῦμα θαυμάτων! Καὶ ἡ ψυχή του σύμπαν ἀπέραντο! Μέσα στὸ χωματένιο θησαυροφυ λάκιο τοῦ σώματος ἔκλεισε ὁ Θεός, λέει ὁ ἅγιος Ἰουστῖνος Πόποβιτς, τὸ θεϊκό του χρυσάφι, τὴν ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου.
Τὴ στιγμὴ ποὺ ὁ Θεὸς φυσοῦσε στὸ πρόσωπο τοῦ πρώτου ἀνθρώπου «πνοὴν ζωῆς», ξεκίνησε τὸ ὑπέρτατο θαῦμα τοῦ σύμπαντος, τὸ μεγάλο ποτάμι τῆς ἀνθρώπινης ζωῆς... καὶ στὴ συνέχεια ἡ φοβερὴ περιπέτεια, ἀκριβέστερα ἡ μεγάλη τραγωδία τοῦ ἀνθρώπου.
Ναί! Διότι αὐτὸ τὸ παράδοξο καὶ μυστηριῶδες πλάσμα, ὁ ἄνθρωπος, πειραματίστηκε ἀφρόνως μὲ τὴν ἀτομικὴ ἐνέργεια ποὺ ὁ Θεὸς εἶχε βάλει στὰ χέρια του, τὴν ἐλευθερία! Κι αὐτὴ ποὺ θὰ τὸν ἀνέβαζε σὲ θρόνο θεϊκό, ἂν τὴ χρησιμοποιοῦσε σωστά, τώρα ἔγινε βόμβα καὶ ἔκανε συντρίμμια κι αὐτὸν τὸν ἴδιο κι ὅλο τὸν κόσμο τοῦ Θεοῦ.
Συντρίμμια! Τὸ ἀριστοτέχνημα ἐκεῖνο τοῦ Δημιουργοῦ, τὸ σῶμα, παραδόθηκε στὸ θάνατο, τὸν πιὸ φρικτὸ καὶ ἄσπλαχνο τύραννο τῶν τυράννων. Ἔχασε τὸν οὐράνιο δρόμο του καὶ ξαναγύρισε στὸ χῶμα, «εἰς γῆν ἐξ ἧς ἐλήφθη». Ἔγινε πάλι λάσπη, κουρνιαχτός, ἀπώλεσε τὴ δόξα του, τὸν τελικὸ προορισμό του.
Ἔτσι πέρασαν αἰῶνες αἰώνων καὶ γενιὲς γενιῶν. Μέχρις ὅτου ὁ Δημιουργὸς ξανάσκυψε στὴ γῆ, στὸ χῶμα, στὴ λάσπη τῆς γῆς. Δὲν πῆρε λάσπη νὰ ξαναπλάσει ἄνθρωπο... Ἔγινε ὁ Ἴδιος ἄνθρωπος, πῆρε σῶμα καὶ ψυχὴ ἀνθρώπου. Σῶμα ὅμοιο μὲ τὸ δικό μας, αὐτὸ ποὺ δημιουργήθηκε ἀπὸ χῶμα καὶ λάσπη! Ὁ ὑπεράπειρος Θεός, τὸ δεύτερο Πρόσωπο τοῦ ἑνὸς ἐν Τριάδι Θεοῦ, μέσα ἀπὸ τὰ σπλάχνα τῆς ταπεινῆς Κόρης τῆς Ναζαρὲτ ἔγινε καὶ ἄνθρωπος, πῆρε σῶμα καὶ ψυχή, ἔγινε ἕνας ἀπὸ μᾶς, ὄντας ταυτόχρονα Θεός.
Ἔγινε ἄνθρωπος ὁ Θεός, περπάτησε στὴ γῆ, πείνασε, δίψασε, κουράστηκε, πόνεσε, ἔκλαψε, ταλαιπωρήθηκε μαζί μας. Τέλος, πάνω στὸ ξύλο τοῦ Σταυροῦ δέχθηκε καὶ τὸν θάνατο καὶ παραδόθηκε στὴ γῆ γιὰ νὰ ταφεῖ.
Ἀλλὰ δὲν ἦταν ἥττα καὶ καταστροφὴ ὁ θάνατός του ὁ φρικτός. Ἦταν... Τί ἦταν;
Ἦταν ἐκδίκηση καὶ θρίαμβος τῶν δούλων πάνω στὸν τύραννο, τὸν ὀλετήρα τῆς ζωῆς. Τὴν πρώτη Κυριακὴ τοῦ κόσμου ἡ λάσπη ὀρθώθηκε θριαμβικὴ μπροστὰ στὸν μανιασμένο της σφαγέα καὶ ἐκβιαστή. Στὸ πρόσωπο τοῦ ἐνανθρωπήσαντος Θεοῦ ὁ χωματένιος ἄνθρωπος νίκησε τὸν ἀδυσώπητο ἐχθρό του. Ἔσπασε τὶς βαριὲς καστρόπορτες τῆς πολυχρόνιας φυλακῆς, τσάκισε τὰ ἀτσάλινα δεσμά, κατέλυσε τὴν τυραννία τῶν αἰώνων.
Καὶ τώρα, στὴν τελευταία πράξη τοῦ ἐνανθρωπήσαντος Θεοῦ, τὴν Ἀνάληψή του, ἡ λάσπη γίνεται Θεός. Τώρα πιὰ ὁ ἄνθρωπος δὲν εἶναι θρῆνος καὶ κλαυθμός, δὲν εἶναι τραῦμα, πόνος, φρίκη καὶ ἀπογνώσεως κραυγή. Εἶναι τὸ θάμβος τοῦ οὐρανοῦ. «Ἔξαλλοι οἱ ἄγγελοι», λέει ὁ ὑμνωδός, ἀδυνατοῦν νὰ τὸ πιστέψουν «ἄνθρωπον ὁρῶντες ὑπεράνω αὐτῶν». Βλέπουν τὸν ἄνθρωπο νὰ ἐνθρονίζεται στὸ θρόνο τοῦ Θεοῦ καὶ τρέμουν: «Σοῦ τὴν θεωθεῖσαν σάρκα ὁρῶντες, Χριστέ, ἐν τῷ ὕψει οἱ Ἄγγελοι, ἀλλήλοις διένευον, ἀληθῶς οὗτός ἐστιν ὁ Θεὸς ἡμῶν». Ἡ σάρκα τούτη εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Θεός μας, ἔλεγαν.
Αὐτὴ εἶναι ἡ ἑορτὴ τῆς Ἀναλήψεως. Τὸ νόημά της: Ὁ ἄνθρωπος γίνεται θεός! Αὐτὸς εἶναι τοῦ καθενός μας ὁ τελικὸς προορισμός. Καὶ μακάριοι ὅσοι πετύχουν τὸν χωματένιο ἑαυτό τους νὰ τὸν θρονιάσουν στὸ θρόνο τοῦ Θεοῦ!