Ἡ «Νέα Πολιτικὴ Πρόταση» τῆς Ὑπερεθνικῆς Ἐκκλησίας:
“ΟΥΚ ΕΝΙ ΕΛΛΗΝ” (2)
Μὲ Ἀφορμὴ Ἀνακοίνωση τῆς Ἀκαδημίας Θεολογικῶν Σπουδῶν Βόλου
Δάφνη Βαρβιτσιώτη, Ἱστορικός
Οἱ συντελεστὲς τῆς Ἀκαδημίας Θεολογικῶν Σπουδῶν Βόλου τῆς Ἱ. Μητροπόλεως Δημητριάδος ἀναζητοῦν ἕναν «ἀνανεωμένο θεολογικὸ λόγο», ὁ ὁποῖος θὰ ἀποτελέσει μιὰ «νέα πολιτικὴ προταση»(!), προκειμένου «ἡ Ἐκκλησία μας νὰ εἰσέλθει στὸν αἰῶνα ποὺ ζοῦμε καὶ νὰ μὴ βρίσκει εὔκολο καὶ ἀσφαλὲς καταφύγιο σὲ προηγούμενες ἐποχές».
Πρὸς τὸν σκοπὸν αὐτόν, συγκαλοῦν ἐπειγόντως διεθνὲς διορθόδοξο συνέδριο, μὲ θέμα «Ἐκκλησιολογία καὶ Ἐθνικισμὸς στὴ Μεταμοντέρνα Ἐποχή»[1].
Θεοκρατία καὶ Ἐθνικισμός: Στὴν σχετικὴ Ἀνακοίνωσή τους2, οἱ συντελεστὲς τῆς Ἀκαδημίας Βόλου ἐξηγοῦν ὅτι, προβαίνουν στὴν ἀναζήτηση αὐτή, διότι πιστεύουν ὅτι: «Ἡ θεοκρατία καὶ ὁ νεο-ἐθνικισμός, ποὺ δὲν εἶναι ἄλλο ἀπὸ ἐκκοσμικευμένες μορφὲς ἐσχατολογίας, (…) δὲν μποροῦν, μὲ κανένα λόγο, νὰ συνεχίσουν νὰ εἶναι ἡ πολιτικὴ πρόταση τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας».
Στὸ σημεῖο αὐτό, ἀνακύπτουν τὰ ἀκόλουθα ἐρωτήματα: α) ὑπάρχει σήμερα –ἢ ὑπῆρξε ποτὲ– θεοκρατία στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία; Καί, β) εἶναι δυνατὸν ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία (νὰ θέλει) νὰ ἔχει πολιτικὴ πρόταση, συναγωνιζόμενη, ἢ μᾶλλον ταυτιζόμενη, στὸ σημεῖο αὐτό, μὲ τὸ Βατικανὸ καὶ τὸ Π.Σ.Ε., τὰ ὁποῖα –διὰ τῆς ἐμπλοκῆς τους στὸν διακανονισμὸ τῶν πολιτικῶν πραγμάτων– ἔχουν πλήρως ἐκκοσμικευθεῖ;
Θεοκρατία: Ἀναζητώντας στὴν ἐγκυκλοπαίδεια τὸν ὁρισμὸ τῆς «θεοκρατίας», διαπιστώνουμε ὅτι, πρόκειται γιὰ «πολίτευμα κατὰ τὸ ὁποῖο ἡ ὀργάνωση καὶ λειτουργία τοῦ κράτους καθορίζονται ἀπὸ τὸν θεϊκὸ νόμο», καὶ ὅπου «διάκριση τῆς πολιτικῆς ἀπὸ τὴν θρησκευτικὴ ἐξουσία δὲν ὑφίσταται, ἐνῶ προβάλλεται τὸ ἀποκλειστικὸ δικαίωμα τοῦ Ἱερατείου νὰ ἑρμηνεύει τὴ θεία θέληση ἀνάλογα μὲ τὶς περιστάσεις»3.
Στὴν θεοκρατία, δηλαδή, ἡ ταύτιση πολιτικῆς καὶ θρησκευτικῆς ἐξουσίας, ὄχι μόνον ἐξασφαλίζει τὴν ἀπόλυτη, ἀπαρέγκλιτη, τυφλὴ ὑπακοὴ τοῦ λαοῦ στὰ κελεύσματα τῶν ἐξουσιαστῶν, ἀλλὰ τιμωρεῖ κάθε ἀνυπακοή, ὡς ἔγκλημα καθοσιώσεως. Συχνά, μάλιστα, ἡ ἐσχατολογία τῆς θεοκρατίας, ὄχι μόνον ἀπαιτεῖ τελετουργικοὺς φόνους τῶν ἰδίων τῶν πιστῶν της, ἀλλὰ καθιστᾶ φυσικὴ καὶ τὴν αὐτόβουλη προσέλευση τῶν θυμάτων στὴν θυσία (π.χ. προκολομβιανὲς κοινωνίες τῆς Ἀμερικῆς).
Καί, στὶς μὲν προχριστιανικὲς θεοκρατίες, ἡ ἐλευθερία βουλήσεως ἦταν ἀνύπαρκτη ἀκόμα καὶ ὡς ἔννοια· στὶς δὲ μεταχριστιανικές, ἦταν –καὶ ἐξακολουθεῖ νὰ εἶναι– ἔννοια ἀπαγορευμένη. Καὶ στὶς δύο περιπτώσεις, ἀποτελοῦσε –καὶ ἀποτελεῖ– πρακτικὴ ἀδιανόητη ἢ θανατηφόρα.
Θεοκρατία καὶ Χριστιανισμός: Ἡ ἐνανθρώπιση, ὅμως, τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ ἄλλαξε τὸν ροῦ τῆς Ἱστορίας. Καὶ τοῦτο διότι, ἡ ἔννοια τῆς ἐλευθέρας βουλήσεως, ὡς δώρου τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ πρὸς τὸν ἄνθρωπο, ἀπὸ ἐλευθερία καὶ ἀγάπη, κατέστησε ἕωλη τὴν θεοκρατία στὴν συνείδηση τῶν πιστῶν. Ἐνῶ, ἡ Ἀνάστασή Του ἐξουδετέρωσε τὴν δυνατότητα τοῦ Ἱερατείου νὰ χειραγωγεῖ τὸν πιστὸ λαὸ μὲ ἐκκοσμικευμένες –καί, φυσικά, ὑποβολιμαῖες καὶ ἀντι-ἀνθρώπινες– μορφὲς ἐσχατολογίας.
Καί, παρ’ ὅλον ὅτι –ὅπως ἐπισημαίνεται στὸ παραπάνω κείμενο– «Στὸ Χριστιανισμὸ τέτοιες (σ.σ. θεοκρατικὲς) ἀντιλήψεις ὁδήγησαν στὴν γνωστὴ ἔννοια τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ» (σ.σ. τὰ πλάγια στοιχεῖα ἀνήκουν στὸ πρωτοτυπο), τὸ πλησιέστερο πρὸς τὴν θεοκρατία πολιτειακὸ σύστημα ἦταν ὁ καισαροπαπισμός, ποὺ παρατηρήθηκε μεταξὺ τοῦ 14ου-16ου αἰῶνα, στὴν Δύση, καὶ στὸ ὁποῖο ὁ ἡγεμόνας τῆς πολιτείας ἦταν συγχρόνως καὶ Πάπας.
Ἐνῶ, ὁ συνδυασμὸς προφήτη-ἡγεμόνα (προφητάνακτος) ὑπῆρχε μὲν στοὺς παλαιοδιαθηκικοὺς χρόνους, στὸ Ἰσραήλ, ἀλλὰ ὡς πρόδρομος τῆς εἰσόδου τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ στὸν κόσμο.
Προφητάνακτες καὶ Παγκοσμιοποίηση: Βέβαια, μετὰ τὴν Β΄ Βατικανὴ Σύνοδο (1962-1965) καὶ τὴν ἐκκοσμικευμένη “νέα θεολογία” της, τὸ Βατικανὸ υἱοθέτησε ἕναν ἀνανεωμένο οἰκουμενικὸ θεολογικὸ λόγο, ὁ ὁποῖος ἀποτελεῖ μιὰ «νέα γεωπολιτικὴ πρόταση», ὑπὸ τὴν ἔννοιαν ὅτι, εἶναι λόγος ἀκραιφνῶς οἰκουμενιστικός, δηλαδή, λόγος ὄχι ἁπλῶς διαδογματικὸς ἢ διαθρησκευτικός, ἀλλὰ πανθρησκειακός· μὲ ἀποτέλεσμα νὰ μετατρέπει τὸν Πάπα –τὸν ἐμμένοντα ἐμμανῶς στὸ Πρωτεῖο του– σὲ παγκοσμίου βεληνεκοῦς ἡγέτη-φορέα τῆς νέας ἐκκοσμικευμένης ἐσχατολογίας τῆς Πανθρησκείας, σὲ καιροὺς παγκοσμιοποιήσεως.
Μὲ γνώμονα, ἀφ’ ἑνὸς μέν, τὶς θέσεις τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου περὶ «σύγχρονης Ὀρθοδοξίας» (εἰδικὰ ὅπως αὐτὲς διατυπώθηκαν κατὰ τὴν φετεινὴ πατριαρχικὴ ἑορτὴ τῆς Κυριακῆς τῆς Ὀρθοδοξίας, στὸν Ἱ. Ν. τοῦ Ἁγίου Γεωργίου, στὸ Φανάρι), ἀφ’ ἑτέρου δέ, τὴν συλλειτουργία τοῦ Πάπα (κατὰ τὴν θρονικὴ ἑορτὴ τοῦ Πατριαρχείου, τὴν 30η Νοεμβρίου 2006), οἱ ὁποῖες τόσο σκανδάλισαν τὸ Ὀρθοδοξο ποίμνιο4, ἀναμένουμε μὲ ἐνδιαφέρον καὶ τὴν Εἰσήγηση (στὸ συγκεκριμένο συνέδριο τῆς Ἀκαδημίας) μὲ θέμα «Πατριαρχεῖο, Πρωτεῖο καὶ Ἐθνικισμός».
Εὔλογες Ἀπορίες: Ποία ὁμοιότητα, λοιπόν, βλέπουν οἱ τῆς Ἀκαδημίας, μεταξὺ τῆς θεοκρατίας (ὅπως αὐτὴ ὁρίζεται) καὶ τῆς Ὀρθοδοξίας, ἡ ὁποία, διὰ τῆς θεολογίας τῶν Πατέρων, ἀρνεῖται ριζικὰ τέτοιες τοποθετήσεις καὶ βρίσκεται στὸν ἀντίποδα τέτοιων ἰδεολογημάτων;
Γιατί, ἄραγε, οἱ συντελεστὲς τῆς Ἀκαδημίας Βόλου θεωροῦν ὅτι ἡ θεοκρατία ἦταν ποτὲ –καὶ συνεχίζει νὰ εἶναι– ἡ πολιτικὴ πρόταση τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας; Καὶ τὸ τραγελαφικό: αὐτοὶ ποὺ φοβοῦνται τὴν ἐκκοσμίκευση τῆς Ἐκκλησίας ἀπὸ πολιτικὰ συστήματα καὶ ἰδεολογίες (ὅπως ἡ θεοκρατία καὶ ὁ νεο-ἐθνικισμός), πῶς διολισθαίνουν οἱ ἴδιοι σὲ –ἀδιάφορα ποιές– πολιτικὲς προτάσεις;
Παράδοξη Ἐπιλεκτικὴ Εὐαισθησία: Καί, ἀφοῦ πιστεύουν ὅτι ἡ θεοκρατία ἐξακολουθεῖ νὰ ὑφίσταται ὡς πολιτικὴ πρόταση τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, καί, ἀφοῦ ἀπορρίπτουν τόσο αὐτήν, ὅσο καὶ τὸν (νεο)ἐθνικισμὸ –ὡς ἐκκοσμικευμένες μορφὲς ἐσχατολογίας–, γιατὶ ἑστιάζουν τὸ θέμα τοῦ συνεδρίου τους μόνον στὸν (νεο)ἐθνικισμό;
Γιατί, δηλαδή, θεωροῦν ὅτι, μεταξὺ τῶν δύο πολιτικῶν προτάσεων –θεοκρατίας καὶ ἐθνικισμοῦ (παλαιοῦ ἢ νέου)–, μόνον ἡ πολιτικὴ πρόταση, ποὺ ἀπορρέει ἀπὸ τὴν «ταύτιση Ἐκκλησίας καὶ Ἔθνους καὶ τὸν “ἐθνικὸ” ρόλο τῆς Ἐκκλησίας», ἀποτελεῖ «τὸ σοβαρότερο μᾶλλον πρόβλημα, ποὺ ἀντιμετωπίζει ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μετὰ τὴν πτώση τοῦ Βυζαντίου (1453)»; Καί, μάλιστα, σήμερα, ποὺ οἱ Ἕλληνες –τελοῦντες ὑπὸ καθεστὼς ψυχοπνευματικῆς γενοκτονίας, ἀλλὰ καὶ ἀποδεκατιζόμενοι σιωπηρῶς– βλέπουν τὴν Ἑλλάδα νὰ καταρρέει ὑπὸ τὸ βάρος τοῦ Μνημονίου, τῆς εἰσβολῆς ἑκατομμυρίων λαθρομεταναστῶν καὶ τῶν ἐντεινομένων ἐδαφικῶν βλέψεων γειτονικῶν κρατῶν;
Ἐλευθέρα Βούληση καὶ Θεοκρατία: Βέβαια, τὸ γεγονὸς ὅτι, οἱ συντελεστὲς τῆς Ἀκαδημίας ἀπορρίπτουν τὴν θεοκρατία, ὡς ἄλλη «ἐκκοσμικευμένη μορφὴ ἐσχατολογίας», θὰ μποροῦσε νὰ ἑρμηνευθεῖ ὡς ἔμμεση, πλὴν σαφής, ἔνδειξη τοῦ σεβασμοῦ τους πρὸς τὴν ἐλευθέρα βούληση τῶν μελῶν τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ.
Τότε, ὅμως, γιατί ἀναζητοῦν ἕναν νέο ἐκκλησιαστικὸ-θεολογικὸ λόγο, ποὺ νὰ ἀποτελεῖ, συγχρόνως, καὶ «νέα πολιτικὴ πρόταση»; Δὲν ἀντιλαμβάνονται ὅτι, κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπο, ἀναζητοῦν αὐτὸ ποὺ οἱ ἴδιοι ἀπορρίπτουν, δηλαδή, «τὸ ἀποκλειστικὸ δικαίωμα τοῦ Ἱερατείου νὰ ἑρμηνεύει τὴ θεία θέληση ἀνάλογα μὲ τὶς (σ.σ. σημερινὲς πολιτικὲς) περιστάσεις»; Αὐτό, δὲν προϋποθέτει τὴν ἀπὸ μέρους τους προβολὴ μιᾶς νέας μορφῆς ἐσχατολογίας, ἐξ ἴσου ἐκκοσμικευμένης, ἀφοῦ προσχεδιάζεται καὶ προγραμματίζεται μὲ τὴν ἀρωγὴ συνεδρίων· καὶ μάλιστα, καὶ διεθνῶν καὶ διορθοδόξων;
Ἡ Πολιτικὴ Πρόταση τοῦ «Ἐθνικισμοῦ»: Οἱ ἐκκλησιολογικοὶ καὶ πολιτικο-κοινωνιολογικοὶ λόγοι γιὰ τοὺς ὁποίους οἱ συντελεστὲς ἀπορρίπτουν τὸν «ἐθνικισμὸ» (παλαιὸ ἢ «νέο»), πρὸς χάριν μιᾶς νέας ὑπερεθνικῆς-ὑπερφυλετικῆς πολιτικῆς προτάσεως τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, εἶναι οἱ ἑξῆς:
α) ὅτι, ἡ ταύτιση Ἐκκλησίας καὶ Ἔθνους προκαλεῖ τὴν «διαίρεση τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας σὲ πολλὲς διαφορετικὲς ἐθνικὲς Ἐκκλησίες»·
β) ὅτι, ὑποκαθιστώντας «τὸ ἐκκλησιαστικὸ κριτήριο ἀπὸ τὸ ἐθνικό», ὁδηγεῖ στὴν διαμόρφωση μιᾶς «ἐξαιρετικὰ προβληματικῆς ἐκκλησιολογικῆς ἀντίληψης, ποὺ κατανοεῖ τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ὡς μία “συνομοσπονδία ἐθνικῶν Ἐκκλησιῶν”»·
γ) ὅτι, ἡ ταύτιση αὐτὴ συνιστᾶ «ἐγκλωβισμὸ στὴν παραδοσιαρχία, τὸν φονταμενταλισμό, τὸν κοινωνικὸ συντηρητισμὸ καὶ ἀναχρονισμό, τὴν ἐπιστροφὴ στὴν προ-νεωτερικότητα καὶ τὶς αὐταρχικὲς δομὲς τῆς πατριαρχικῆς κοινωνίας»·
δ) ὅτι, ὁ «νεωτερισμὸς» αὐτὸς ἀπηχεῖ τὸν «ἀμετάκλητα ξεπερασμένο κόσμο τοῦ χθὲς» καὶ «ὑπονομεύει κάθε σοβαρὴ προσπάθεια νὰ ἀντιμετωπίσει ἐπιτέλους ἡ Ὀρθοδοξία τὶς προκλήσεις ποὺ θέτει ὁ σύγχρονος κόσμος»·
ε) ὅτι, ἀποτελεῖ «ἐσωστρέφεια», ποὺ κάνει τὴν Ἐκκλησία «νὰ ἔχει λησμονήσει τὴν ὑπερεθνική της ἀποστολὴ καὶ τὶς θεμελιώδεις ἐκκλησιολογικές της ἀρχές», ποὺ βασίζονται «στὸ κάλεσμα τοῦ Εὐαγγελίου γιὰ ὑπερφυλετικὲς ἢ ἀκόμα καὶ ὑπερεθνικὲς κοινότητες».
Ἐθνικισμὸς καὶ Ἐσχατολογία: Σὲ ὅ,τι ἀφορᾶ στὴν ἐσχατολογικὴ διάσταση τῆς «ταύτισης Ἐκκλησίας καὶ Ἔθνους, Ἐκκλησίας καὶ ἐθνο-πολιτισμικῆς ταυτοτήτας, Ἐκκλησίας καὶ ἐθνικῆς ἰδεολογίας, Ἐκκλησίας καὶ Κράτους», οἱ λόγοι ἀπόρριψής της εἶναι οἱ ἀκόλουθοι:
στ) ὅτι, «στὴ συνάφεια καὶ στὸ πλαίσιο μιᾶς πολυεθνικῆς, πλουραλιστικῆς, μετανεωτερικῆς κοινωνίας», ὅσο θὰ ὑφίσταται ἡ ταύτιση αὐτή, «κάθε μήνυμα συμφιλίωσης, μετανοίας καὶ ἐπανευαγγελισμοῦ δὲν θὰ μοιάζει παρὰ μὲ ψευδαίσθηση καὶ φενακισμό»·
ζ) ὅτι, ἐμποδίζει τὴν ἐπιστροφὴ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας στὴν «κυρίως ἀποστολή της, ποὺ εἶναι ὁ Εὐαγγελισμὸς καὶ ἡ μεταμόρφωση τοῦ κόσμου, τὸ κήρυγμα τῆς ἐρχομένης Βασιλείας τοῦ Θεοῦ γιὰ τὴ σωτηρία καὶ τὴν ἀποκατάσταση ὁλάκερης τῆς κτίσης»·
θ) ὅτι, ἂν διατηρηθεῖ ὁ (νεο)ἐθνικισμός, «οὔτε ἀληθινὴ καὶ διαρκὴς ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ στὴ κτίση καὶ στὴν Ἱστορία ὑπάρχει, οὔτε Ἐκκλησία, ποὺ νὰ προσεύχεται καὶ νὰ διαλέγεται “ὑπὲρ τῆς τοῦ κόσμου ζωῆς καὶ σωτηρίας”».
Συμπεράσματα: Ὅσα ἐκ τῶν μελῶν τῆς Ἐκκλησίας μελέτησαν τὴν ἀνακοίνωση αὐτὴ ὁδηγοῦνται –ἀβιάστως, διὰ τῆς ἁπλῆς λογικῆς καὶ μὲ γνώμονα τὶς θεμελιώδεις ἀρχὲς τῆς Ὀρθοδόξου Πατερικῆς Παραδόσεως– στὸ συμπέρασμα ὅτι: ἐκτὸς ἀπὸ τὴν ἀποστασιοποίηση τους ἀπὸ ἐμᾶς (ἤτοι, τοὺς Ὀρθοδόξους Ἕλληνες, ἀλλὰ καὶ τοὺς μὴ Ὀρθοδόξους, ποὺ ὡστόσο, ἔχουν ἑλληνικὴ ἐθνικὴ αὐτοσυνειδησία), ἀπὸ τὸ ἐθνικὸ καὶ ἱστορικό μας παρελθὸν καὶ ἀπὸ τὴν πολιτιστική μας παράδοση, οἱ συντελεστὲς τῆς Ἀκαδημίας Βόλου ἐμφοροῦνται ἀπὸ τὶς ἑξῆς πεποιθήσεις:
i.-ὅτι, στὸ Εὐαγγέλιο, ὑπάρχει «κάλεσμα γιὰ ὑπερφυλετικὲς ἢ ἀκόμα καὶ ὑπερεθνικὲς κοινότητες»·
ii.-ὅτι, οἱ ἴδιοι (δηλαδή, οἱ τῆς Ἀκαδημίας) –ὅταν στρέφονται κατὰ τῶν ἐθνικῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν (καὶ τῆς συνομοσπονδίας τους), κατὰ τῆς ἐθνικῆς αὐτοσυνειδησίας τῶν Ὀρθοδόξων πιστῶν καὶ κατὰ τῶν πολιτιστικο-θρησκευτικῶν παραδόσεων τους– ἑρμηνεύουν –καὶ ἐπιτελοῦν– τὸ πρόσταγμα τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ·
iii.-ὅτι, προωθώντας τὴν πολυπολιτισμικότητα καὶ τὴν πολυφυλετικότητα διὰ τῆς λαθρομεταναστεύσεως, οἱ παγκοσμιοποιητὲς καὶ οἱ ἀρωγοί τους συνεργοῦν, μὲ τὸν δικό τους τρόπο, στὸ «κάλεσμα τοῦ Εὐαγγελίου γιὰ ὑπερφυλετικὲς ἢ ἀκόμα καὶ ὑπερεθνικὲς κοινότητες»·
iv.-ὅτι, ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία θὰ συμβάλλει στὴν «σωτηρία καὶ τὴν ἀποκατάσταση ὁλάκερης τῆς κτίσης» μόνον ἐφ’ ὅσον ἀπαρνηθεῖ καὶ ἐγκαταλείψει τὸν “ἐθνικὸ ρόλο” της, πρὸς χάριν τοῦ ὑπερεθνικοῦ-ὑπερφυλετικοῦ·
v.-ὅτι, κάθε «ἐπιμονὴ» τῶν Ἑλλήνων –Ὀρθοδόξων καὶ μὴ– νὰ διατηροῦν τὴν ἐθνική, ἱστορικὴ καὶ πολιτιστικὴ αὐτοσυνειδησία τους καὶ τὴν ἀκεραιότητα τῆς Ἑλλάδος –ζητώντας ἀπὸ τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία νὰ τοὺς σταθεῖ ἀρωγὸς σ’ αὐτό–, ἀντιβαίνει «στὴν σωτηρία καὶ τὴν ἀποκαταστάση ὁλάκερης τῆς κτίσης»·
vi.-ὅτι, μόνον πρὸ τῆς πτώσεως τοῦ Βυζαντίου, κοντάκια καὶ ὕμνοι –ὅπως, λ.χ. ὁ Ἀκάθιστος Ὕμνος καὶ τὸ «Σῶσον, Κύριε, τὸν Λαόν Σου καὶ Εὐλόγησον τὴν κληρονομίαν Σου» –, συνέβαλλαν στὴν «σωτηρία καὶ τὴν ἀποκατάσταση ὁλάκερης τῆς κτίσης», διότι ἐψάλλοντο ἀπὸ ὀρθόδοξο μέν, πολυεθνικὸ καὶ πολυφυλετικὸ δέ, ποίμνιο· ὅμως, μετὰ τὸ 1453, ὅσοι μὴ-πολυεθνικοὶ καὶ μὴ-πολυφυλετικοὶ λαοὶ τὰ ἔψαλλαν, τὴν ἀντιμάχονταν·
vii.-ὅτι, ἡ παρουσία ἑκατομμυρίων μουσουλμάνων μέσα στὴν Ὀρθόδοξη Ἑλλάδα ἀνταποκρίνεται «στὸ κάλεσμα τοῦ Εὐαγγελίου γιὰ ὑπερφυλετικὲς ἢ ἀκόμα καὶ ὑπερεθνικὲς κοινότητες»·
viii.-ὅτι, ἔναντι τοῦ σημερινοῦ «κυρίαρχου αἰτήματος» τοῦ Ἑλληνικοῦ Λαοῦ –Ὀρθοδόξου καὶ μὴ– «γιὰ ἐπιβίωση σὲ ἐξαιρετικὰ δυσμενεῖς καὶ ἐχθρικὲς καταστάσεις», ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία –ὡς ὑπερεθνικὴ καὶ ὑπερφυλετικὴ– ὀφείλει νὰ κρατήσει τὶς ἀποστάσεις της ἀπὸ αὐτόν, διότι,
ix.-ἡ ἀπὸ μέρους της ἀνάληψη “ἐθνικοῦ ρόλου”, μὲ σκοπὸ τὴν σωτηρία τοῦ Ἔθνους, ἀντιβαίνει «στὸ κάλεσμα τοῦ Εὐαγγελίου γιὰ ὑπερφυλετικὲς ἢ ἀκόμα καὶ ὑπερεθνικὲς κοινότητες» καί, κατὰ συνέπεια, ἀντιβαίνει στὴν «σωτηρία καὶ τὴν ἀποκατάσταση ὁλάκερης τῆς κτίσης»·
x.-ὅτι, μόνον «ἐπανευαγγελιζόμενοι» στὰ νάματα τοῦ «ἀνανεωμένου», «οἰκουμενι(στι)κοῦ ἐκκλησιαστικοῦ λόγου» –καὶ τοῦ ἐξ αὐτοῦ ἀπορρέοντος «κηρύγματος τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ»– ποὺ θὰ πρέπει νὰ εἶναι καὶ ἡ «νέα πολιτικὴ πρότασης» τῆς ἐπισήμου Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, οἱ Ἕλληνες –Ὀρθόδοξοι καὶ μὴ– θὰ πεισθοῦν ὅτι, θείῳ προστάγματι, «οὐκ ἔνι Ἕλλην»·
xi.-ὅτι, ἡ παγκοσμιοποίηση εἶναι μέρος τοῦ Σχεδίου τοῦ Θεοῦ, καί, ἑπομένως, ἡ μοῖρα ποὺ τοὺς ἐπιφυλάσσουν οἱ παγκοσμιοποιητὲς εἶναι ἀσήμαντη παράπλευρη ἀπώλεια σὲ σχέση μὲ τὴν «σωτηρία καὶ τὴν ἀποκατάσταση ὁλάκερης τῆς κτίσης»·
xii.-ὅτι, ἡ Ἐκκλησία ἔχει ἀποτύχει τοῦ προορισμοῦ της ἐπὶ 2000 χρόνια, καὶ ἀναμένει τὶς ὑποδείξεις τῶν συντελεστῶν τῆς Ἀκαδημίας Βόλου καὶ τῶν Εἰσηγητῶν τοῦ συγκεκριμένου Συνεδρίου, γιὰ νὰ ἐπιτυχεῖ.
Ἀπόρριψη Θεμελιωδῶν Ἀρχῶν: Τὸ γεγονὸς ὅτι, οἱ πεποιθήσεις τους αὐτὲς ἀποδεικνύονται, εἴτε ἀνακριβεῖς, εἴτε ἐξω-λογικές, εἴτε παρα-λογικές, εἴτε ἀντι-λογικές, καὶ ὁπωσδήποτε ἀντιανθρώπινες καὶ ἀντιχριστιανικές, ὁδηγεῖ στὸ συμπέρασμα πώς:
Εἴτε οἱ ἴδιοι οἱ συντελεστὲς τῆς Ἀκαδημίας Βόλου καὶ οἱ σὺν αὐτοῖς τὸ συνειδητοποιοῦν, εἴτε ὄχι, ὁ νέος ἐκκλησιαστικὸς λόγος, τὸν ὁποῖον ἀναζητοῦν, ἀπορρίπτει τὸ σύνολο τῶν θεμελιωδῶν ἀρχῶν τοῦ δυτικοῦ πολιτισμοῦ –ἤτοι τὴν Λογική, τὸν ἀνθρωπισμό, ἀλλὰ κυρίως τὴν Ὀρθόδοξη Πατερικὴ Παράδοση–, οἱ ὁποῖες διασφαλίζουν, διαχρονικά, τὴν ἐλευθερία βουλήσεως τοῦ ἀνθρώπου –Ἕλληνος καὶ μή, Ὀρθοδόξου καὶ μή.
Ὑπ’ αὐτοὺς τοὺς ὅρους, πῶς εἶναι δυνατόν, αὐτὴ ἡ νέα ὑπερεθνικὴ-ὑπερφυλετικὴ Ἐκκλησία –καὶ ἡ νέα πολιτική της πρόταση– νὰ προστατεύσουν τὴν ἐλευθέρα βούληση ἡμῶν τῶν ὑπολοίπων ἔναντι τοῦ ὁλοκληρωτισμοῦ τῶν παγκοσμιοποιητῶν;
«Νέα Πολιτικὴ Πρόταση» καὶ Παγκοσμιοποίηση: Ἀπὸ τὰ ἀνωτέρω, τὸ χριστεπώνυμο πλήρωμα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας –τὸ πληττόμενο πανταχόθεν ἀπὸ τοὺς φορεῖς τῆς παγκοσμιοποιησεως– σύρεται, ἄθελά του, στὸ ὀδυνηρὸ συμπέρασμα ὅτι: οἱ συντελεστὲς τῆς Ἀκαδημίας Θεολογικῶν Σπουδῶν Βόλου ἔχουν ἤδη υἱοθετήσει τὸν συγκεκριμένο «νέο ἀνανεωμένο θεολογικὸ-ἐκκλησιαστικὸ λόγο»· καὶ ὅτι –εἴτε οἱ ἴδιοι τὸ συνειδητοποιοῦν, εἴτε ὄχι– ὁ λόγος αὐτὸς ἀποτελεῖ μιὰ «νέα γεωπολιτικὴ πρόταση», καὶ πιὸ συγκεκριμένα, μιὰ πρόταση παγκοσμιοποιημένηκαὶ παγκοσμιοποιητική.
Παγκοσμιοποιημένη, ὑπὸ τὴν ἔννοιαν ὅτι, ἐκφράζει τὶς βουλὲς τῶν παγκοσμιοποιητῶν καὶ συντάσσεται μὲ αὐτές. Παγκοσμιοποιητική, ὑπὸ τὴν ἔννοιαν ὅτι, καταργεῖ τὴν ἐλευθερία τῆς βουλήσεως μας καὶ μᾶς ὑποτάσσει στὸν ὁλοκληρωτισμό τους.
Στὸ τρίτο καὶ τελευταῖο κείμενό μας, μὲ τίτλο «“Οὐκ Ἑνὶ Ἕλλην”, Οὐδὲ Ὀρθόδοξος» θὰ ἀναζητήσουμε, σὺν Θεῷ, τὴν προέλευση αὐτῶν τῶν πεποιθήσεων καὶ σὲ τί αὐτὲς ἀποσκοποῦν.
_______________________________
(1) Τὸ Συνέδριο θὰ πραγματοποιηθεῖ στὸ Συνεδριακὸ Κέντρο Θεσσαλίας (Μελισσάτικα), ἀπὸ 24 ἕως 27 Μαΐου 2012.
(2) Βλ. ἑβδομ. ἐφημ. “Ὀρθόδοξος Τύπος” τῆς 27.4.2012 (σ. 7).
(3) Πρβλ. Ἐκπαιδευτικὴ Ἑλληνικὴ Ἐγκυκλοπαίδεια, τόμος «Οἱ Θρησκεῖες», (Ἐκδοτικὴ Ἀθηνῶν).
(4) Κορναράκη Ἰω., «Ἐπίσημη Πατριαρχικὴ Ἀναγνώριση τῆς σύγχρονης Ἀντιπατερικῆς Ὀρθοδοξίας» (ἄρθρο στὸ διαδίκτυο).