«Ποιμαντική αποστολή του μαθήματος των θρησκευτικῶν στην εκπαίδευση»
Πρωτοπρ. Γεώργιος Εὐθυμίου
[Εἰσήγησις Πρωτοπρ. π. Γεώργιου Εὐθυμίου, Ἐπίκουρου Καθηγητοῦ τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν, στήν ΗΜΕΡΙΔΑ: "ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΑ: ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΠΑΙΔΕΙΑ ή ΠΑΝΘΡΗΣΚΕΙΑΚΗ ΠΡΟΠΑΓΑΝΔΑ"; ΠΟΛΕΜΙΚΟ ΜΟΥΣΕΙΟ 19-5-2012]
Πρόλογος
«Ἡ θέση τοῦ θεολόγου καὶ τοῦ θεολογικοῦ μαθήματος στὴν ἐκπαίδευση ἀποτελεῖ ἀπὸ πολλῶν ἐτῶν σημεῖον ἀντιλεγόμενον». Ἡ ἀσκουμένη πολεμικὴ ἔχει τὰ μάλιστα ἐνταθεῖ σήμερα, ἐποχὴν χαλεπήν, ὅπου τὸ Γένος μας πλήττεται ποικιλοτρόπως ἀπὸ τοὺς ἐξωτερικοὺς πολεμίους, παράγοντες τῆς Νέας Ἐποχῆς τῆς Παγκοσμιοποιήσεως, καὶ τοὺς ἐσωτερικοὺς ὑποτακτικοὺς συνεργούς τους.
Ἡ ἀμφισβήτηση αὐτὴ καὶ ἡ πολεμικὴ εἶναι ἰδεολογικὴ καὶ ἔχει τὴν ρίζα της εἰς τὸ γεγονός, ὅτι: «Μετὰ τὴν ἐθνικὴν παλιγγενεσίαν, τὴν δημιουργίαν τοῦ Νεοελληνικοῦ Κράτους καὶ τὴν δολοφονίαν τοῦ πρώτου κυβερνήτου αὐτοῦ, Ἰωάννου Καποδίστρια, ὁ ξένος παράγων, τῇ συνεργίᾳ προθύμων ἐσωτερικῶν ὑπηρετῶν, ἐπέβαλε τὴν ἀλλοτρίαν πρὸς τὴν ἑλληνορθόδοξον παράδοσιν ἰδεολογίαν τοῦ ἀθέου Διαφωτισμοῦ εἰς ὅλους τοὺς τομεῖς τῆς ζωῆς τοῦ Γένους, μάλιστα δὲ εἰς τὴν παιδείαν, τὴν ὁποίαν ἀπέσπασε ἐκ τῶν χειρῶν τῆς Ἐκκλησίας. Ἔκτοτε, τὸ Γένος, ἑπομένως καὶ ἡ παιδεία, βιώνουν ὀλέθριον διχασμόν, ὁ ὁποῖος ὁδηγεῖ, τοὺς μὲν τροφίμους τῆς παιδείας εἰς πνευματικὴν σχιζοφρένειαν, τὸ δὲ Γένος εἰς παρακμὴν καὶ ἐξάρτησιν».
Ἡ παιδεία ὅμως τῆς Ρωμιοσύνης, δηλαδὴ ἡ ἑλληνορθόδοξος παιδεία, «μετάληψις ἁγιότητός ἐστιν». Αὐτὴ ἡ παιδεία, παρεχομένη διὰ μέσου τῶν αἰώνων, συντελεῖ εἰς τὴν μόρφωσιν ἁγίων, ἤτοι εἰς τὴν «δημιουργίαν ἀρτίων, ἰσορροπημένων ἀνθρώπων, ὡλοκληρωμένων προσωπικοτήτων, ἑπομένως καὶ χρηστῶν μελῶν τῆς κοινωνίας καὶ εἰς τὴν ἀποφυγὴν μαζικῆς παραγωγῆς ψυχρῶν τεχνοκρατῶν, ἀτόμων ἀνωρίμων, μὲ κρίσιν ταυτότητος, προθύμων ὑπηρετῶν τοῦ οἱουδήποτε συστήματος».
Κατὰ τὸν ἀρχιμ. Γεώργιον Καψάνην: «Αὐτὴ τὴν παιδεία ἔχει ἀνάγκη κατ’ ἐξοχὴν ὁ σύγχρονος Ἕλληνας γιὰ πολλοὺς λόγους. Γιὰ νὰ διατηρήση τὴν ἑλληνορθόδοξο ταυτότητά του μέσα στὴ χοάνη τοῦ συγχρόνου συγκρητισμοῦ, γιὰ νὰ βρῆ τὴν ἐσωτερικὴ ἰσορροπία του μέσα σ’ ἕναν κόσμο διεσπασμένο, συγκεχυμένο καὶ μονόπλευρα ρέποντα στὸν ὑλισμό, στὴν τεχνοκρατία καὶ στὴν μαζοποίησι τοῦ ἀνθρώπου, γιὰ νὰ διαλεχθῆ δημιουργικὰ μὲ τὸ παρὸν προσφέροντας καὶ ἀξιοποιώντας τὸν πλοῦτο τῆς ἑλληνορθοδόξου Παραδόσεως».
***
Τὸ θεολογικὸν μάθημα κατέχει κεντρικὴν θέσιν εἰς τὴν σχολικὴν ἀγωγήν, τὴν παρεχομένην εἰς τὴν στοιχειώδη καὶ τὴν μέσην ἐκπαίδευσιν. Καὶ τοῦτο, διότι «Οὐδὲν ἄλλο μάθημα περιέχει τοσαῦτα δραστικὰ στοιχεῖα πρὸς ἀγωγήν, ὅσα τοῦτο. Τοῦτο συμπληροῖ τὰ λοιπὰ μαθήματα. Πληροῖ τὰ χάσματα, ἅτινα καταλείπουσιν αἱ ἀνθρώπιναι γνώσεις, καὶ προσδίδει ἑνότητα καὶ ἐσωτερικὴν συνοχὴν εἰς τὴν ὅλην διδακτικὴν ἐργασίαν. Τοῦτο ἐπιδιώκει κατὰ τρόπον ἄμεσον τὴν ἐπίτευξιν ἐκείνου, ὅπερ τὰ ἄλλα μαθήματα ζητοῦσιν ἐμμέσως νὰ ἐπιτύχωσιν» (Ν. Ἐξαρχόπουλος).
Ὁ χαρακτὴρ τοῦ μαθήματος εἶναι ἐκκλησιαστικός-ποιμαντικὸς καὶ αὐτό: «Τὸ ἐκκλησιαστικὸ πνεῦμα διαποτίζει τὸ σύνολο καὶ δίδει τὴν ἰδιαίτερη ποιοτικὴ ἀπόχρωση στὴν παιδεία, ἀνεξάρτητα ἀπὸ τὸ εἰδικὸ περιεχόμενό της» (Β. Στογιάννος).
Σκοπὸς τῆς διδασκαλίας τοῦ μαθήματος εἶναι νὰ γνωρίσουν καὶ βιώσουν οἱ μαθητὲς τὴν διαχρονικὴ καὶ ἀναλλοίωτη ἀλήθεια τῆς Ἐκκλησίας, τῆς ὁποίας ἔχουν γίνει τίμια μέλη διὰ τῆς συμμετοχῆς εἰς τὸ μυστήριο τοῦ ἁγίου Βαπτίσματος.
Ὁ χαρακτὴρ καὶ ὁ σκοπὸς τοῦ μαθήματος ἀνταποκρίνεται πλήρως στὴν βούληση τοῦ συνταγματικοῦ καὶ κατ’ ἀκολουθίαν τοῦ κοινοῦ νομοθέτη, ὅπως αὐτοὶ ἐκφράζονται διὰ τοῦ ἄρθρου 16, πργφ. 2 τοῦ ἑλληνικοῦ Συντάγματος, τοῦ ἄρθρου 1, πργφ 1α τοῦ Ν. 1566/1985 καὶ τῶν ἄρθρων 2 καὶ 9ε τοῦ Καταστατικοῦ Χάρτη τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος (Ν. 590/1977). Ἀκόμη εἶναι ἀπολύτως σύμφωνοι πρὸς τὴν δισχιλιετῆ ἑλληνορθόδοξη παράδοση τοῦ Γένους, αἱ πηγαὶ τῆς ὁποίας μαρτυροῦν, ὅτι ἡ σχέσις τῆς Ἐκκλησίας μὲ τὴν σχολικὴν ἀγωγὴν «ἦτο αὐτονόητος, ἀδιατάρακτος, γόνιμος καὶ δημιουργικὴ ἀπὸ τῶν ἀρχῶν τῆς Ρωμανίας (Βυζαντίου) μέχρι τῆς δημιουργίας τοῦ ἀνεξαρτήτου ἑλληνικοῦ κράτους, ὅτε ἐπεχειρήθη ἀπὸ ἐξωτερικοὺς καὶ ἐσωτερικοὺς παράγοντας ἡ ρῆξις τῆς σχέσεως αὐτῆς, ἡ κατὰ τὸν πρωτ. Γ.Δ. Μεταλληνὸν «ἀπεκκλησιοποίηση τῆς παιδείας» καὶ ἡ χειραγώγησις τῆς σχολικῆς ἀγωγῆς ἀπὸ εἰσαγόμενα ἰδεολογικὰ μορφώματα, ξένα πρὸς τὴν ἑλληνορθόδοξον παράδοσιν».
Κλασσικὸν παράδειγμα προσφορᾶς ἑλληνορθοδόξου ἀγωγῆς ἀποτελοῦν τὰ σχολεῖα, τὰ ὁποῖα ἵδρυσεν ὁ ἅγ. Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός, διὰ τῶν ὁποίων, τοῦ Θεοῦ συνεργοῦντος, «ἐποίησε καρπὸν ἑκατονταπλασίονα» (Λουκ. 8, 8). «Δηλαδή, διεφύλαξε ἀκεραίαν τὴν πίστη καὶ τὸ ἦθος τῶν ὑποδούλων, καθὼς καὶ τὴν συνείδηση τῆς ἰδιοπροσωπίας καὶ τῆς ἑτερότητος αὐτῶν ἔναντι τοῦ ὀθωμανοῦ δυνάστη, διετήρησε ἀμίκτους τοὺς ὀρθοδόξους χριστιανοὺς ὡς πρὸς τοὺς μουσουλμανικοὺς πληθυσμούς, ἀνέκοψε τοὺς ἐξισλαμισμοὺς καὶ ἔθεσε τὰς βάσεις διὰ τὴν πολιτιστικὴ συνέχεια καὶ τὴν ἐθνικὴ παλιγγενεσία».
***
Ἡ προσωπικότητα τοῦ διδασκάλου τοῦ θεολογικοῦ μαθήματος ἀποτελεῖ βασικὸν παράγοντα διὰ τὴν ἐπιτυχῆ προσφορὰν καὶ τὴν πλουσίαν καρποφορίαν τῆς διδασκαλίας.
Διὰ τὴν ἐπίτευξιν τοῦ σκοποῦ τοῦ μαθήματος, ὁ διδάσκαλος αὐτοῦ εἶναι ἀπαραίτητον νὰ πληροῖ ὡρισμένες προϋποθέσεις.
α΄) Δεδομένης τῆς συγγενείας τοῦ λειτουργήματος τοῦ θεολόγου πρὸς τὸ ποιμαντικὸ λειτούργημα καὶ τηρουμένων πάντοτε τῶν ἀναλογιῶν, πιστεύομεν ὅτι εἶναι ἀπαραίτητο νὰ ἔχῃ δεχθεῖ τὴν κλῆσιν τοῦ Θεοῦ διὰ τὴν ἀνάληψιν τῆς τοιαύτης ἀποστολῆς. Ἡ κλῆσις αὐτὴ θὰ ἐναρμονίζεται πρὸς τὴν ἐσωτερικὴν κλίσιν, πόθον καὶ ἐπιθυμίαν διὰ νὰ ἀφοσιωθῇ εἰς τὸ ἔργον αὐτό. Γράφομεν εἰς ἄλλην ἐργασίαν: «Ἡ θεία κλῆσις ἀποτελεῖ ὅρον ἐν τῶν ὧν οὐκ ἄνευ διὰ τὴν ἀνάληψιν οἱασδήποτε ἐκκλησιαστικῆς ἀποστολῆς. Διότι ἡ πρόταξις τοῦ θείου θελήματος καὶ ἡ συνειδητὴ καὶ ἐλευθέρα συνέργεια τοῦ ἀνθρώπου πρὸς αὐτό, ἔχει ὡς συνέπειαν νὰ φέρῃ “καρπὸν ἑκατονταπλασίονα” (Λουκ. 8, 8). Τοῦτο ἐπιβεβαιώνει καὶ ὁ ἅγιος Νεκτάριος ὁ ὁποῖος γράφει: “Ἄνευ κλήσεως οὔτε ἡ ἔμφυτος πρὸς τὸ ποιμαντορικὸν ἀξίωμα ροπὴ οὔτε τὰ ἄλλα πνευματικὰ αὐτοῦ προσόντα δύνανται νὰ ἀναδείξωσι τὸν μὴ κεκλημένον ἄξιον τοῦ ποιμαντορικοῦ ἀξιώματος”».
β΄) Ἀπαραίτητον εἶναι νὰ παρατηρεῖται συμφωνία μεταξὺ τῆς διδασκαλίας καὶ τοῦ τρόπου τῆς ζωῆς του, οὕτως ὥστε νὰ ἔχῃ ἐφαρμογὴ καὶ εἰς αὐτὸν τὸ χωρίον: «οἷον γοῦν τὸν λόγον, τοιόνδε, φασίν, τὸν τρόπον καὶ οἷον τὸν τρόπον, τοιόνδε τὸν λόγον ἐπεδείκνυτο». Ἔτσι, ἐπειδὴ θὰ εἶναι συνεπὴς πρὸς τὴν σχετικὴν διατύπωσιν τοῦ Χριστοῦ: «ὃς δ’ ἂν ποιήσῃ καὶ διδάξῃ, οὗτος μέγας κληθήσεται ἐν τῇ βασιλείᾳ τῶν οὐρανῶν» (Ματθ. 5, 19), ἡ διδασκαλία του θὰ εἶναι πειστικὴ καὶ δὲν θὰ διατρέξῃ τὸν κίνδυνο νὰ ἀκούσῃ τὰ λόγια ἀποδοκιμασίας: «δάσκαλε ποὺ δίδασκες καὶ νόμο δὲν ἐκράτεις».
γ΄) Μὲ τὴν συνείδησιν τοῦ συνεργοῦ τῶν ποιμένων εἰς τὴν ἐπιτέλεσιν θεανθρωπίνου ἔργου, τὸ ὁποῖον συνίσταται εἰς τὴν ἐπιμέλειαν ψυχῶν «αἵματι Χριστοῦ ἐξηγορασμένων» (Μ. Βασίλειος), εἶναι ἀπαραίτητον ὁ λειτουργὸς τοῦ θεολογικοῦ μαθήματος νὰ ἔχῃ ἐπίγνωσιν τοῦ ὕψους, τῆς τιμῆς, ἀλλὰ καὶ τῆς εὐθύνης τῆς ἀποστολῆς του. Ταῦτα πάντα ὁρίζει μὲ ἁπλότητα καὶ σαφήνεια ὁ Γέρων Πορφύριος συμβουλεύων νεοδιορισθεῖσα καθηγήτρια: «Ὅταν θὰ πηγαίνεις πρὸς τὸ σχολεῖο νὰ λέγεις τὴν εὐχὴ “Κύριε Ἰησοῦ Χριστὲ ἐλέησόν με”. Ὅταν θὰ μπαίνεις στὴν τάξη νὰ αἰσθάνεσαι, ὅτι μπαίνεις στὴν ἐκκλησία. Νὰ ἀντιμετωπίζεις τὰ παιδιὰ μὲ ἀγάπη καὶ αὐστηρότητα. Αὐτά, ἐπειδὴ θὰ αἰσθάνονται τὴν ἀγάπη σου, θὰ κατανοοῦν τὴν αὐστηρότητά σου καὶ θὰ σὲ ἀγαποῦν. Καὶ ἐὰν κάποιο παιδὶ παρουσιάζει ἰδιαίτερα προβλήματα καὶ δημιουργεῖ ἰδιαίτερες καταστάσεις, νὰ δίνεις τὸ ὄνομά του στὸν ἱερέα νὰ τὸ μνημονεύει στὴν προσκομιδή».
δ΄) Ἡ διαμορφωμένη προσωπικότητα καὶ τὸ παράδειγμα ἀποτελοῦν κεφαλαιώδεις παράγοντες ἐπιτυχίας τοῦ θεολόγου καθηγητοῦ. Αὐτὸς «εἶναι ἀπαραίτητο νὰ ἔχη ἀπαντήσει στοὺς ὑπαρξιακοὺς προβληματισμούς, ἐρωτήματα καὶ διλήμματα, ἐνώπιον τῶν ὁποίων εὑρίσκεται ὁ κάθε ἄνθρωπος κατὰ τὴν ἐφηβικὴ καὶ τὴ νεανικὴ ἡλικία … Τοῦτο θὰ ἔχη ὡς αὐτονόητη συνέπεια τὴ συνειδητὴ καὶ ἐλεύθερη συμμετοχὴ αὐτοῦ σὲ ὅλες τὶς πτυχὲς τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς (ἐκκλησιασμός, ἐξομολόγηση, θεία Εὐχαριστία, προσευχή, νηστεία, ἄσκηση κλπ.). Ὅλα αὐτὰ θὰ τὸν βοηθοῦν ἀφ’ ἑνὸς νὰ κατανοῆ καλύτερα τοὺς μαθητές, ποὺ εὑρίσκονται σὲ παρόμοιες ἀναζητήσεις καὶ τελοῦν ὑπὸ τὴν ἐπίδρασιν πλείστων ἀρνητικῶν παραγόντων, ἀφ’ ἑτέρου θὰ τὸν καθιστοῦν ἀξιόπιστο μάρτυρα τῆς ἀποκεκαλυμμένης ἀληθείας, ἕτοιμον “πρὸς ἀπολογίαν παντὶ τῷ αἰτοῦντι λόγον περὶ τῆς ἐν ἡμῖν ἐλπίδος” (Α΄ Πέτρ. 3, 15), λαμπρὸ πρότυπο πρὸς μίμησιν ὑπὸ τῶν μαθητῶν».
ε΄) Αὐτονόητος εἶναι ἡ ἀναγκαιότης τῆς διὰ βίου θύραθεν καὶ θεολογικῆς καταρτίσεως τοῦ λειτουργοῦ τοῦ μαθήματος, πέραν τῶν βασικῶν θεολογικῶν σπουδῶν κατὰ τὰ ἔτη τῆς φοιτήσεως εἰς τὸ Πανεπιστήμιον. Αὐτὸ θὰ τὸν βοηθῆ νὰ διαλέγεται μετὰ τῶν μαθητῶν καὶ λοιπῶν παραγόντων τῆς σχολικῆς κοινότητος, οἱ ὁποῖοι διανύουν φάσιν ἀναζητήσεων, ἀποριῶν, ἀμφισβητήσεων καὶ κριτικῆς τῶν πάντων, μάλιστα ὑπὸ τὴν ἐπήρειαν τοῦ καταιγιστικοῦ «βομβαρδισμοῦ» καὶ τῆς παραπληροφορήσεως διὰ θέματα πίστεως καὶ ζωῆς. Οἱ πάντες θὰ ἀπευθύνωνται εἰς αὐτόν, μὲ καλὴν ἢ κακὴν διάθεσιν καὶ «ὁ λόγος του, ὡς λόγος Θεοῦ “ζῶν … καὶ ἐνεργὴς καὶ τομώτερος ὑπὲρ πᾶσαν μάχαιραν δίστομον” (Ἑβρ. 4, 12), θὰ διεισδύη στὶς καρδιὲς τῶν μαθητῶν, καὶ χάριτι θεία θὰ προκαλῆ τὴν “καλὴν ἀλλοίωσιν”».
στ΄)«Πρᾶξις θεωρίας ἐπίβασις»
Ἔχοντας τὰ ἀνωτέρω ἐφόδια καθὼς καὶ ἐπίγνωση τῆς καταστάσεως ὁ διδάσκαλος τοῦ θεολογικοῦ μαθήματος, θὰ προσεύχεται ἀπὸ καρδίας ὑπὲρ ἑαυτοῦ καὶ τῶν μαθητῶν, τοὺς ὁποίους θὰ προσεγγίζη μὲ εἰλικρινῆ ἀγάπη, ἁπλότητα καὶ ταπείνωση. Μὲ ὅπλο τὴν ὑπομονὴ θὰ ἀντιμετωπίζῃ τὶς παγίδες τοῦ «ἀνθρωποκτόνου» καὶ τοῦ προκατειλημμένου πεπτωκότος ἀνθρώπου. Θὰ ἐφαρμόζῃ τὴν ἀρχὴ τῆς ἐξατομικεύσεως, σεβόμενος ἕνα ἕκαστον «ὡς μοναδικὴν καὶ ἀνεπανάληπτον προσωπικότητα ἀπείρου ἀξίας». Ἀκόμη θὰ φέρεται μετὰ διακρίσεως ἐντὸς καὶ ἐκτὸς τῆς τάξεως, διαλεγόμενος πρὸς πάντας καὶ «νουθετῶν ἕνα ἕκαστον» (Πράξ. 20, 31), κατὰ τὸ ἀποστολικὸν πρότυπον. Τέλος, θὰ εὑρίσκεται πάντοτε δίπλα στοὺς μαθητὲς «χαίρων μετὰ χαιρόντων καὶ κλαίων μετὰ κλαιόντων» (Πρβλ. Ρωμ. 12, 15).
«Ἄλλοι τομεῖς δράσεως τοῦ διδασκάλου τοῦ θεολογικοῦ μαθήματος.
α΄) Οἱ συνάδελφοί του
Ὁ αὐθεντικὸς λειτουργὸς τοῦ θεολογικοῦ μαθήματος κατέχει κεντρικὴ θέση στὴ ζωὴ καὶ λειτουργία τῆς σχολικῆς μονάδος, ὅπου ὑπηρετεῖ.
Ἐκτὸς ἀπὸ τοὺς μαθητές, ἀσχολεῖται καὶ μὲ τοὺς συναδέλφους του. Ὡς αὐθεντικὸ παιδὶ τοῦ Θεοῦ, θὰ ἀποτελῆ μὲ τὸν λόγο καὶ τὸ παράδειγμά του εὐλογημένη παρουσία στὰ πλαίσια τοῦ συλλόγου τῶν διδασκόντων, κυριολεκτικῶς “Χριστοῦ εὐωδία”. Ὡς ἐργατικός, πρόθυμος, δίκαιος, συνεργάσιμος, εἰρηνοποιός, φιλικὸς στὴν ἐπικοινωνία μὲ τοὺς συναδέλφους, γόνιμος καὶ δημιουργικὸς στὴ λειτουργία τοῦ σώματος τῶν διδασκόντων, φυσιολογικῶς θὰ ἀποβαίνη σημεῖον ἀναφορᾶς δι’ αὐτούς. Θὰ εἶναι δὲ πάντοτε ἕτοιμος “πρὸς ἀπολογίαν παντὶ τῷ αἰτοῦντι λόγον περὶ τῆς ἐν ὑμῖν ἐλπίδος” καὶ ἀκόμη πρόθυμος νὰ προσφέρη εἰς αὐτοὺς “καθότι ἄν τις χρείαν ἔχει”.
Θὰ ἐπιδίδεται εἰς τὸ ἔργον αὐτὸ ἔχων συναίσθηση τῶν δυσκολιῶν, οἱ ὁποῖες ἐγείρονται ἀπὸ τοὺς τρεῖς ἐχθροὺς τοῦ ἀνθρώπου, “τὸν κόσμον, τὴν σάρκα καὶ τὸν Διάβολον”. Θὰ λειτουργῆ ὡς “συνεργὸς Θεοῦ”, εἰς ἀποστολήν, ἡ ὁποία “τέχνη τις εἶναι τεχνῶν καὶ ἐπιστήμη ἐπιστημῶν”, μὲ τὴν συνείδηση, ὅτι τὸ ἀποτέλεσμα θὰ εἶναι “οὐ τοῦ θέλοντος οὐδὲ τοῦ τρέχοντος, ἀλλὰ τοῦ ἐλεοῦντος Θεοῦ” (Ρωμ. 9, 16).
β΄) Οἱ γονεῖς τῶν μαθητῶν του
Ἐκτὸς τῶν ἀνωτέρω, ἡ ἀποστολὴ τοῦ λειτουργοῦ τοῦ θεολογικοῦ μαθήματος ἐκτείνεται καὶ πρὸς τοὺς γονεῖς τῶν μαθητῶν. Ἡ μετ’ αὐτῶν συνεργασία θεωρεῖται ἐπιβεβλημένη, ἐφ’ ὅσον ὁ ἴδιος καὶ οἱ γονεῖς τῶν μαθητῶν μεριμνοῦν ἀπὸ κοινοῦ διὰ τὴν πρόοδό τους. Ἡ ἐπικοινωνία μαζί τους γίνεται σὲ τακτὰ χρονικὰ διαστήματα, εἴτε κατὰ τὴν ἑβδομαδιαία ὥρα, ποὺ ὁ λειτουργὸς δέχεται τοὺς γονεῖς, εἴτε κατὰ τὴν παραλαβὴ τῆς βαθμολογίας τῶν μαθητῶν ὑπὸ τῶν γονέων, εἴτε καὶ ἐκτάκτως, ἐὰν οἱ περιστάσεις τὸ ἀπαιτήσουν.
Δεδομένης τῆς κρίσεως τοῦ γάμου καὶ τῆς οἰκογενείας σήμερα, τῆς συγχύσεως, τοῦ ἀποπροσανατολισμοῦ καὶ τῆς «ζάλης» τῶν γονέων, ὁ αὐθεντικὸς διδάσκαλος τοῦ θεολογικοῦ μαθήματος μπορεῖ νὰ ἀποτελέση παράγοντα ἀναφορᾶς, βοηθείας, στηρίξεως καὶ ἀνακουφίσεως τῶν ἀνθρώπων αὐτῶν. Ἀκόμη, μπορεῖ νὰ γίνη, ἐνεργῶν πάντοτε μετὰ διακρίσεως, πολύτιμος συνεργάτης καὶ σύμβουλος αὐτῶν στὴν ἀγωγὴ τῶν παιδιῶν τους. Καὶ τοῦτο, διότι ἡ ὑγιὴς πνευματικὴ κατάσταση, ἐπικοινωνία καὶ σχέση τῶν γονέων μὲ τὰ παιδιά τους εἶναι καθοριστικὴ διὰ τὴν ἐξέλιξιν αὐτῶν, σύμφωνα μὲ τὴν προτρεπτικὴ συμβουλὴ τοῦ Γέροντος Πορφυρίου πρὸς τοὺς γονεῖς: “Ἐσεῖς νὰ γίνετε ἅγιοι καὶ θὰ γίνουν καὶ τὰ παιδιά σας καλά”. Ἐνῷ, ἀντιθέτως, ἡ νοσηρὴ πνευματικὴ κατάσταση τῶν γονέων, ἡ κακὴ μεταξύ των σχέση, ἡ πολυπραγμοσύνη καὶ ἡ ἐξ αὐτῶν ἔλλειψις ἐπικοινωνίας μὲ τὰ παιδιά τους πληγώνει τὶς καρδιὲς τῶν τελευταίων, τραυματίζει τὴν μεταξύ τους σχέση καὶ ὁδηγεῖ τὰ παιδιὰ σὲ μαθησιακὸ κατήφορο καὶ παραβατικὲς συμπεριφορές.
γ΄) Ἡ μητρόπολις, ἡ ἐνορία, οἱ πολιτιστικοὶ καὶ κοινωνικοὶ φορεῖς
Ἡ ἀποστολὴ τοῦ λειτουργοῦ τοῦ θεολογικοῦ μαθήματος ἐκτείνεται καὶ πέραν τοῦ χώρου τοῦ σχολείου καὶ τῶν ἀμιγῶς σχολικῶν δραστηριοτήτων.
Αὐτὸς εἶναι δυνατὸν νὰ συμμετέχη “πολυμερῶς καὶ πολυτρόπως” εἰς τὸ ἔργο τῆς μητροπόλεως, τὸ ἐνοριακὸ καὶ τὸ εὐρύτερο κοινωνικὸ γίγνεσθαι, συμβάλλων εἰς τὴν “καλὴν ἀλλοίωσιν” τῶν ἀνθρώπων καὶ τῆς κοινωνίας.
Εἰδικώτερα, μπορεῖ νὰ ἀποβῆ ὁ πολυτιμότερος λαϊκὸς συνεργάτης τοῦ μητροπολίτου καὶ τοῦ ἐφημερίου τῆς ἐνορίας στὸ κατηχητικὸ καὶ κηρυκτικὸ ἔργο, στὴν διδασκαλία ἀντιαιρετικῶν μαθημάτων, τὴν διεξαγωγὴ κύκλων μελέτης Ἁγίας Γραφῆς, καθὼς καὶ σὲ ἄλλους τομεῖς δράσεως σὲ ἐπίπεδο μητροπόλεως ἢ ἐνορίας. Ἀκόμη, μπορεῖ νὰ γράφη, ἐπιμελεῖται καὶ παρουσιάζη θεολογικὲς ραδιοφωνικὲς ἢ τηλεοπτικὲς ἐκπομπές. Ἐπίσης, μπορεῖ νὰ προσφέρη πολύτιμες ὑπηρεσίες στὴν λειτουργία ἱδρυμάτων, πολιτιστικῶν συλλόγων καὶ φορέων, οἱ ὁποῖοι ἀντιμετωπίζουν διάφορα κοινωνικὰ προβλήματα.
Ὑπὲρ ὅλων αὐτῶν, οἱ ὁποῖοι εὑρίσκονται εἰς τὸν εὐρύτερο χῶρο δράσεως αὐτοῦ, χάριν τῶν ὁποίων ἀγωνίζεται καὶ κοπιάζει ὡς “συνεργὸς Θεοῦ”, ὁ λειτουργὸς τοῦ θεολογικοῦ μαθήματος θὰ προσεύχεται, θὰ τοὺς ἀγαπᾷ, ἀνέχεται καὶ συγχωρῆ, θὰ εἶναι ταπεινός, ἐπιεικής, καταδεκτικὸς καὶ πρὸ πάντων διακριτικός, γενόμενος “τοῖς πᾶσι … τὰ πάντα, ἵνα πάντως τινὰς σώσῃ”» (πρβλ. Α΄ Κορ. 9, 22).
Ἐπίλογος
«Μὲ ὅσα εἴπαμε, πιστεύομε, ὅτι ἀπεδείχθη ἡ κεντρικὴ θέση τοῦ θεολογικοῦ μαθήματος καὶ τοῦ διδασκάλου αὐτοῦ στὸ ἐκπαιδευτικὸ γίγνεσθαι καὶ ὡς ἐκ τούτου, ἡ ἀναγκαιότης τῆς διδασκαλίας αὐτοῦ στὸ σχολεῖο πρὸς ἐπίτευξη τοῦ ἀναφερθέντος σκοποῦ.
Ἐπίσης, διεφάνη ἡ θεμελιώδης σημασία τῆς διδασκαλίας τοῦ μαθήματος ἀπὸ αὐθεντικοὺς λειτουργούς-διδασκάλους, κεκλημένους διὰ τὴν ἐπιτέλεση τοῦ ἔργου αὐτοῦ. Αὐτοί, ἐκτὸς τῶν μαθητῶν, θὰ ἔχουν δημιουργικὴ καὶ γόνιμη ἐπικοινωνία μὲ τοὺς παράγοντες ἐντὸς καὶ ἐκτὸς τοῦ σχολείου καὶ ἔτσι θὰ ἀσκοῦν ἐπίδραση στὸ σχολικὸ καὶ κοινωνικὸ γίγνεσθαι, δεδομένου ὅτι: “Ἀρκεῖ εἷς ἄνθρωπος ζήλῳ πεπυρωμένος ὁλόκληρον διορθώσασθαι δῆμον”.
Ἑπομένως, εἶναι ἀπὸ πάσης ἀπόψεως ἀπαράδεκτος καὶ δηλωτικὴ παρακμῆς, ἡ ἐπιχειρουμένη προσπάθεια ὑποβαθμίσεως τοῦ θεολογικοῦ μαθήματος καὶ τῆς θέσεως τοῦ διδασκάλου τοῦ μαθήματος αὐτοῦ στὰ πλαίσια τῆς ἐκπαιδευτικῆς διαδικασίας τῆς χώρας μας. Καὶ τοῦτο, μάλιστα, εἰς ἐποχὴν κατὰ τὴν ὁποίαν ἄθεα καπιταλιστικὰ κράτη καὶ χῶρες τοῦ τέως ὑπαρκτοῦ σοσιαλισμοῦ ἐπαναφέρουν τὴν διδασκαλία τοῦ μαθήματος στὰ σχολεῖα, ἀφοῦ ἐν τῷ μεταξύ, ἐθυσίασαν μερικὲς γενεὲς νέων ἀνθρώπων στὸν βωμὸ τῶν καταστροφικῶν ἰδεολογικῶν πειραματισμῶν τους.
Ἀντὶ τῆς ὑποβαθμίσεως ἢ τοῦ ἐξοβελισμοῦ τοῦ θεολογικοῦ μαθήματος ἀπὸ τὴν ἐκπαίδευση, τὸ ζητούμενο καὶ ἐπιθυμητὸ εἶναι ἡ διδασκαλία ἀνοθεύτου καὶ ἀκαινοτομήτου τῆς ὀρθοδόξου πίστεως καὶ ἡ παροχὴ στοὺς μαθητὲς αὐθεντικῶν προτύπων ζωῆς. Ἔτσι, θὰ τοὺς δίνεται ἡ δυνατότητα νὰ διαμορφώνουν κριτήρια μὲ σκοπὸ τὴν ἐξεύρεση τῆς ταυτότητός τους ὡς προσώπων καὶ μελῶν τῆς Ἐκκλησίας καὶ τοῦ Γένους. Ἐπίσης, θὰ ἀποκτοῦν τὶς προϋποθέσεις διὰ τὴν ἀνάδειξή τους σὲ ἐλεύθερες καὶ ὡλοκληρωμένες προσωπικότητες, ἀνεξάρτητες ἀπὸ τὶς παντοειδεῖς δουλεῖες τῶν ποικίλων ἰδεολογικῶν προκαταλήψεων καὶ στρατεύσεων».