Αποστολικό Ανάγνωσμα: Ρωμ. ΙΓ΄ 11 – ΙΑ΄, 4
«Ἡ νῦξ προέκοψε, ἡ δε ημέρα ἤγγικεν ».
Ἀδελφοί εἶναι ὥρα νά ξυπνήσουμε, ἡ νύχτα προχώρησε, ἡ ἡμέρα πλησίασε, φωνάζει σήμερα ὁ ἀπόστολος Παῦλος. Ἄς ξεντυθοῦμε, λοιπόν, τά νυχτικά μας καί ἄς ντυθοῦμε μέ τά ροῦχα τῆς ἡμέρας.
Μᾶς ξαφνιάζουν ἴσως οἱ προτροπές τοῦ Ἀποστόλου, ἀλλά καί μᾶς προκαλοῦν νά τίς μελετήσουμε βαθύτερα.
Ἄς δοῦμε, λοιπόν, ποιά εἶναι ἡ νύχτα πού φεύγει, ποιά ἡ ἡμέρα πού ἔρχεται, καί σέ ποιά κατάσταση καλούμεθα νά βρισκώμαστε ἐμεῖς.
1) Η ΝΥΧΤΑ ΤΟΥ ΠΑΡΟΝΤΟΣ ΒΙΟΥ
Νύχτα ὀνομάζει ἐδῶ ὁ ἀπόστολος Παῦλος ὁλόκληρη τήν ἐπίγεια ζωή μας, ἀπό τήν ὥρα πού θά γεννηθοῦμε μέχρι τήν ὥρα πού θά πεθάνουμε. Καί τήν ὀνομάζει νύχτα, διότι ἡ ἐπίγεια ζωή μας πράγματι μοιάζει μέ τήν νύχτα γιά δύο λόγους.
Πρῶτον γιά τό σκοτάδι, πού ἐπικρατεῖ σ’αὐτήν, ὅπως καί στή νύχτα. Πνιγμένη στό σκοτάδι ἡ νύχτα δέν ἐπιτρέπει νά δοῦμε καθαρά τό περιβάλλον καί ὅσα συμβαίνουν γύρω μας, παρά μόνο ὅσα μᾶς ἐπιτρέπει τό λιγοστό φῶς τῶν ἄστρων καί τοῦ φεγγαριοῦ. Τό ἴδιο γίνεται καί στή ζωή μας. Πνευματικό σκοτάδι ἐπικρατεῖ καί ἐδῶ. Σύγχυση στίς ἰδέες τῶν ἀνθρώπων. Οἱ περισσότεροι δέν ξέρουν γιά ποιό λόγο ζοῦν, ποιός εἶναι ὁ σκοπος τῆς ζωῆς τους. Περπατοῦν στό σκοτάδι, ὅπου τύχει. Σύγχυση καί στό τρόπο ζωῆς. Ἡ ἁμαρτία ΚΑΛΥΠΤΕΙ ΤΑ ΠΑΝΤΑ. Καί ἡ ἁμαρτία εἶναι τό κατεξοχήν σκοτάδι.Κλοπές, ψεύδη, ἀνηθικότητες, συκοφαντίες, μίση ζήλειες, θυμοί, φόνοι, πόλεμοι, ὅλα αὐτά τά σκοτεινά ἔργα σάν κατάμαυρα σύννεφα καλύπτουν ὅλη τήν γῆ καί τίς καρδίες τῶν πολλῶν ἀνθρώπων Νύχτα ὀνομάζεται ὅμως ἡ ἐπίγεια ζωή μας καί γιά τό ὅτι μοιάζει μέ ὄνειρο. Ὅπως τήν νύχτα βλέπουμε ὄνειρα καί μποροῦμε νά δοῦμε τόν ἑαυτό μας ἀκόμα καί βασιλιά ἤ ἀστροναύτη, καί ὅταν ξυπνήσουμε ὅλη ἡ δόξα καί ἡ ὀμορφιά νά χαθεῖ, ἔτσι καί στή ζωή αὐτή. Μπορεῖ νά περάσουμε 70-80 χρόνια μέ τιμές καί δόξες, ἀλλά κάποια στιγμή ἀναπόφευκτα ἔρχεται ὁ θάνατος, ὁπότε ἀργά πιά διαπιστώνουμε πώς ὅλα ἦταν ἕνα ὄνειρο καί τίποτε παραπάνω.
Ἡ νύχτα, λοιπόν, τῆς ζωῆς μας προχώρησε, λέγει ὁ ἀπόστολος Παῦλος, ἀφοῦ κάθε ὥρα πού περνάει, μᾶς φέρνει πιό κοντά πρός τόν θάνατο, ἀλλά καί πρός τό ἴδιο τό τέλος ὅλου τοῦ κόσμου. Προχώρησε καί ἡ ἡμέρα, ὅπου νά’ ναι, ξημερώνει. Ποιά εἶναι, λοιπόν, αὐτή ἡ ἡμέρα;
2) Η ΗΜΕΡΑ ΤΗΣ ΑΙΩΝΙΟΥ ΖΩΗΣ
Τό πράγμα εἶναι πλέον ὁλοφάνερο. Ἐφόσον νύχτα χαρακτήρισε τήν ἐπίγεια ζωή μας, ἡμέρα δέν ἐννοεῖ τίποτε ἄλλο παρά μόνο τήν αἰώνια ζωή, τήν ζωή μετά τόν θάνατο καί κυρίως μετά τήν δεύτερα παρουσία τοῦ Κυρίου μας καί τήν ἀνάσταση τῶν νεκρῶν σωμάτων μας.
Καί πολύ ἐπιτυχημένα ὀνομάζεται ἡμέρα ἡ αἰώνια ζωή. Πρωτίστως διότι δέν ὑπάρχει ἐκεῖ τίποτε τό σκοτεινό καί κρυφό. Ὅλα ὅσα ἐδῶ θολώνουν τόν νοῦν τοῦ ἀνθρώπου, ἐκεῖ θά ἐξαφανιστοῦν. Οἱ ἄπιστοι καί ἄθεοι θά ἀντιληφθοῦν τότε πῶς αὐτά, πού ἐδῶ περιφρονοῦσαν ἤ περιγελοῦσαν ὡς παραμυθία, εἶναι πέρα γιά πέρα ἀληθινά. Ὅλα πάλι τά ἔργα, πράξεις ρυπαρές, σκέψεις πονηρές, συνήθως κρυφές, πού μάτι ἀνθρώπου δέν τά εἶδε, κατά τήν ἡμέρα τῆς Δευτέρας Παρουσίας θά φανερωθοῦν. «Ἑκάστου τό ἔργο φανερωθήσεται, ἡ γάρ ἡμέρα δηλώσει ὅτι ἐν πυρί ἀποκαλύπτεται» (Α΄ Κορ. γ΄ 13), γράφει ἀλλοῦ ὁ Ἀπόστολος. Τοῦ καθενός δηλαδή τό ἔργο θά φανερωθεῖ. Διότι ἡ ἡμέρα ἐκείνη θά τό ξεσκεπάσει ἐφ’ ὅσον τότε ὅλα θά περάσουν ἀπό τήν φωτιά τῆς θεϊκῆς Κρίσεως.
Ὀνομάζεται, λοιπόν, ἡμέρα ἤ αἰωνιότης, διότι ὅλα ἐκεῖ θά βγοῦν στό φῶς. Ἀλλά καί γιά ἕνα ἀκόμη λόγο. Διότι ἀκριβῶς ἡ κατάσταση ἐκείνη θά εἶναι αἰώνια, δέν θά ἔχει τέλος, δέν θά μοιάζει μέ ὄνειρο μίας νύχτας, ὅπως ἡ ἐπίγεια ζωή. Θά εἶναι γιά τούς λυτρωμένους πιστούς αἰώνια δόξα, ἄπειρη χαρά, ἀτέλειωτη εὐτυχία.
3) ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΠΟΛΕΜΟΥ
Καθώς, λοιπόν, λέγει ὁ ἀπόστολος, ἡ νύχτα τῆς ἐπί γῆς ζωῆς μᾶς φεύγει καί ἡ μεγάλη ἡμέρα τῆς αἰωνιότητος, ὅπου νά’ ναι, ξημερώνει, ἄς ἑτοιμασθοῦμε οἱ πιστοί, γιά νά εὑρεθοῦμε ἕτοιμοι σ’ αὐτήν. Ἄς ξυπνήσουμε, ἄς πετάξουμε ἀπό πάνω μας τά σκοτεινά ἔργα τῆς ἁμαρτίας καί ἄς φορέσουμε τά φωτεινά ὅπλα μας, τά ἔργα τῆς ἀρετῆς.
Στά ὅπλα μᾶς φωνάζει ἑπομένως, ἔχουμε πόλεμο. Προσέξτε, διότι οἱ ἐχθροί παραμονεύουν καί ζητοῦν νά σᾶς καταστρέψουν. Ἀφῆστε τίς παλιές κακές σας συνήθειες καί πιάστε τά ὅπλα νά πολεμήσετε. «Ἐνδύσασθε τήν πανοπλία τοῦ Θεοῦ πρός τό δύνασθαι ὑμᾶς στῆναι πρός τάς μεθοδείας τοῦ διαβόλου» (Ἐφεσ. στ΄ 11). Ντυθεῖτε τόν θεϊκό ὁπλισμό, γιά νά μπορεῖτε νά ἀντισταθεῖτε στά πονηρά τεχνάσματα τοῦ διαβόλου.
Νά ὁπλιστοῦμε, λοιπόν, παραγγέλλει ὁ Ἀπόστολος. Καί βέβαια τά θεϊκά ὅπλα, τά ὅπλα τοῦ φωτός, ὅπως τά χαρακτηρίζει, τά γνωρίζουμε λίγο ὡς πολύ ὅλοι μας. Εἶναι ἡ θερμή πίστη, εἶναι ἡ ζωντανή προσευχή, τά ὑπέροχα λόγια τοῦ Εὐαγγελίου, ἡ συμμετοχή μας στά σωστικά μυστήρια τῆς ἁγίας μας Ἐκκλησίας, καί ἀλλά ἀκόμη.
Ναί, δέν ὑπάρχει ἀμφιβολία, τά γνωρίζουμε. Ἀλλά τό πρόβλημα δέν εἶναι ἐκεῖ. Δέν φτάνει τό νά τά γνωρίζουμε. Ἀπαιτεῖται ὁπωσδήποτε καί νά τά χρησιμοποιοῦμε. Καί μάλιστα νά τά χρησιμοποιοῦμε σωστά, διότι ὑπάρχει κίνδυνος, χρησιμοποιώντας τα κακῶς, νά αὐτοτραυματισθοῦμε. Πανίσχυρο ὅπλο εἶναι ἡ θεία κοινωνία, πράγματι. Ἀλλά ἄν κοινωνοῦμε ἀνεξομολόγητοι καί ἀμετανόητοι, ἡ θεία κοινωνία ἀντί γιά φῶς, γίνεται φωτιά, πού καίει ἐμᾶς τούς ἴδιους, καί ἑπομένως ἀντί νά ἐπιτύχουμε ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν μας, προσθέτουμε καί ἄλλη βαρύτατη ἁμαρτία.
Ἀδελφοί, ἡ μεγάλη ἡμέρα ξημερώνει ἄς μήν ξεγελιώμαστε ἀπό τό πολύ κακό, πού ἐπικράτει γύρω μας. Νά μήν λησμονοῦμε πώς τό πιό πυκνό σκοτάδι ἐπικράτει λίγο πρίν ροδίσει ἡ αὐγή. Ἰδού ἡ νύχτα τῶν ἐπί γῆς ταλαιπωριῶν μᾶς τελειώνει. Ἡ ἡμέρα τῆς μεγάλης χαρᾶς ξημερώνει. Ἄς ὁπλιστοῦμε μέ τούς καρπούς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί ἄς ἐνισχυθοῦμε στήν πνευματική μας ζωή, γιά νά ἀπολαύσουμε ἄπειρη χαρά τῆς μεγάλης ἡμέρας, τῆς αἰωνίου Βασιλείας τοῦ Κυρίου μας. ΑΜΗΝ