Άγιος Αθανάσιος ο Πάριος
Οι απόψεις του για την παιδεία
π. Θεόδωρος Ζήσης Ομ. καθηγητής Α.Π.Θ
Θα τελειώσουμε την ενδεικτική αυτή αναφορά μας με ορισμένες από τις θέσεις του για την παιδεία. Ήταν όντως μέγας διδάσκαλος του Γένους ο Αθανάσιος. Κατηνάλωσε τη ζωή του στο έργο της σχολικής διδασκαλίας, όπου διακρίθηκε για την ευρύτητα του πνεύματός του. Στην Αντιφώνηση γράφει: «Δεν ημπορούμεν να αρνηθώμεν ότι είναι φυσικός ο πόθος της μαθήσεως και αξιωματική φωνή είναι εκείνη του Αριστοτέλους η λέγουσα ότι πάντες οι άνθρωποι του ειδέναι ορέγονται». Στο έργο του Ρητορική πραγματεία, όπου, στηριζόμενος κυρίως σε αρχαίους ρήτορες, Ερμογένη, Δημοσθένη και άλλους, αναλύει τα είδη του ρητορικού λόγου και εκτιμά ότι η γνώση των κανόνων της Ρητορικής είναι απαραίτητη για τον κήρυκα του Ευαγγελίου, εκφράζει στον πρόλογο τον ενθουσιασμό του γιατί βρήκε την Ρητορική του Ερμογένους, για την οποία λέγει ότι είναι πολυτιμότερη και από το χρυσούν δέρας του Ιάσωνος: «Εκείνο τε γαρ χρυσού ποίησιν, ως ο λόγος, διά χημείας εδίδασκε, και τούτο τους χρυσού τιμιωτέρους και κρείττονας λόγους, οιονεί διά χημείας, της ευμεθόδου γυμνασίας, ως άριστα υποτίθησιν γίνεσθαι. Αγαλλιασάμενος ουν επί τούτοις ως ο ευρίσκων σκύλλα πολλά, την βίβλον μεταγραψάμενος είχον, εγκολπίου παντός τιμαλφέστερον περιφέρων».
Άριστος χειριστής της αρχαίας ελληνικής γλώσσης, όπως φαίνεται από τα διασωθέντα επιγράμματα και τις ακολουθίες που συνέθεσε, εξόπλιζε τους μαθητάς του, στους τόπους που εδίδαξε, με τέτοια αρχαιομάθεια, που θα την ζήλευαν σήμερα και οι καθηγητές των Φιλοσοφικών Σχολών, αφού ούτε οι ίδιοι, ούτε πολύ περισσότερο οι μαθητές τους, ημπορούν να χρησιμοποιούν αρχαΐζουσα γλώσσα, όπως εκείνος. Εντυπωσιασμένος από την ευρυμάθεια του διδασκάλου του ο μαθητής του στην Χίο, Άγιος Νικηφόρος ο Χίος εχάραξε τα εξής επάνω στην επιτάφια πλάκα:
Υπήρξε και γαρ μαθήσεως παντοίας
ταμείον σεπτόν της θύραθεν και θείας.
Θείων εννοιών πανσεβάσμιος θήκη
και των ιερών θεολόγων προθήκη.
ταμείον σεπτόν της θύραθεν και θείας.
Θείων εννοιών πανσεβάσμιος θήκη
και των ιερών θεολόγων προθήκη.
Αυτή η εκτίμηση, ότι ενδιαφερόταν για το σύνολο της σοφίας, την θύραθεν και την θεία, που τις δίδασκε στους μαθητές του με βάση τους αρχαίους Έλληνες συγγραφείς και τους Πατέρες της Εκκλησίας, αποδίδει καλώς το παιδευτικό έργο του Παρίου, με την συμπλήρωση ότι ήθελε και επεδίωκε η παιδεία και η μάθηση να είναι συνδεδεμένα με την ευσέβεια και τον φόβο του Θεού, για να έχει καρπούς αγαθούς. Η έξω σοφία, η κοσμική, δεν είναι αυτοαγαθόν από την καλή ή κακή χρήση της, εξαρτάται ο θετικός ή αρνητικός χαρακτήρας της, όπως γράφει πάλι στην Αντιφώνηση: «Οι έχοντες την έξω σοφίαν πολύ ωφέλησαν την Εκκλησίαν. Και πάλιν άλλοι αυτήν μεταχειριζόμενοι εκ του εναντίου, πολλήν βλάβην και ταραχήν επροξένησαν εις την Εκκλησίαν του Χριστού. Ώστε η έξω σοφία δεν είναι από την εδικήν της φύσιν, ούτε κακή ούτε καλή. Αλλά από την μεταχείρισιν των εχόντων αυτήν γίνεται καλή ή κακή».
Στον Αδαμάντιο Κοραή γράφει, όπως απέδωσε το κείμενο της επιστολής ο π. Νικόλαος Αρκάς: «Πρέπει να ξέρης και να παραδέχεσαι, αγαπητέ μου, πώς εμείς κάθε σοφία και γνώσι, που είναι, συνδυασμένη με την ευσέβεια, τη θεωρούμε μέγα απόκτημα και απ' όλα τα αγαθά το κάλλιστο και υπέρτερο. Και γιατί όχι; Είναι πράγμα που κι' αυτοί οι θείοι κι' εξαίρετοι άγιοι Πατέρες πάρα πολύ εκαλλιέργησαν σ' όλη τη ζωή τους. Και κείνοι εδιάλεξαν ό,τι καλόν ευρήκαν και στους άλλους το μετέδωκαν για νάρχεται η ωφέλεια κοινή. Δίχως όμως την ευσέβεια όχι μόνο δεν την θαυμάζουμε τη σοφία, αλλά τη θεωρούμε μισητή και απόβλητη... Σοφία πραγματική είναι η τήρηση των εντολών του Χριστού και η κάθαρση της ψυχής από τα αισχρά πάθη. Σοφία είναι η όσο το δυνατόν προσκόλλησι στο Θεό, η απόκτησι της δικής του σοφίας που είναι και τροφή της ψυχής και η οποία εικονίζει την μέλλουσα ευδαιμονία, χορηγεί δε και την προσωρινή εδώ. Για τούτο και ο Χριστός που ήλθε στον κόσμο να μας ανοίξη το δρόμο προς εκείνη την κατάσταση, τη μακαρία, δεν έκαμε αυτό διδάσκοντάς μας γεωμετρία ή αστρονομία ή αποκαλύπτοντάς μας της φύσεως απόκρυφες δυνάμεις»15. Στις θέσεις του αυτές χωρίς αμφιβολία ο Άγιος Αθανάσιος είχε ως βάση τον Άγιο Γρηγόριο Παλαμά και όλη την προηγουμένη πατερική παράδοση, γι' αυτό και είναι τελείως άδικες οι κρίσεις συγχρόνων λογίων, σύμφωνα με τις οποίες «ανήκει εις την παράταξιν των υπερσυντηρητικών καλογήρων και λαϊκών, των μετά πείσματος και φανατισμού εμμενόντων εις την διατήρησιν της κακώς υπ' αυτών εννοουμένης "παραδόσεως", καταπολεμούντων δε πάσαν πρόοδον και εξέλιξιν» και ότι δήθεν κατά τον Άγιο Αθανάσιο «απόβλητος από την λογικήν του Χριστού ποίμνην θεωρείται πας αναγινώσκων, πλην των θείων Γραφών και των Πατέρων, βιβλία προερχόμενα εκ της Ευρώπης».
Όπως είδαμε, ο Αθανάσιος δεν απαγόρευε την χρήση άλλων βιβλίων, τα οποία και ο ίδιος χρησιμοποιούσε και στους μαθητές τα εδίδασκε, όπως έκαναν και οι Πατέρες. Πίστευε ορθώς ότι η θύραθεν σοφία δεν οδηγεί στην τελειότητα και στην αγιότητα, στην απόκτηση των αγαθών της βασιλείας του Θεού, και ότι η χρησιμότητά της περιορίζεται εδώ στην γη. Είναι πάντως χρήσιμη ακόμη και στην θεολογία, η οποία, όπως γράφει στην Επιτομή, «ει και υπερφυσικαίς χρήται αρχαίς, δηλαδή ταις εκ της θείας Γραφής μαρτυρίαις, ου μέντοι ανεπιδεής εστι και της εκ των έξωθεν λόγων βοηθείας, πολλαχού δε και φυσικώ χρήται λόγω, εν τε αποδείξεσι και σαφηνείαις χρήζουσι θεωρήμασι».
Το πώς αντιλαμβανόταν ο Αθανάσιος το διδασκαλικό λειτούργημα, συνδεδεμένο δηλαδή μόνο με την προσφορά και όχι την απολαυή χρημάτων και αξιωμάτων, φαίνεται και από την ζωή του. Κατά την τελευταία παραμονή του στην Θεσσαλονίκη τον καλεί το Πατριαρχείο στην Κωνσταντινούπολη να αναλάβει την διεύθυνση της Πατριαρχικής Σχολής. Του δίδει και οικονομικά κίνητρα και υπόσχεση μητροπολιτικής έδρας. Απαντά: «Τας μεν αρχιερατείας τιμώ και προσκυνώ, αλλ' εγώ δεν είμαι άξιος. Αν εκαταλάμβανα ότι έκαμνα περισσότερον καρπόν εις την βασιλεύουσαν πόλιν, ήθελα έλθει αυτόκλητος. Επειδή όμως, ως στοχάζομαι, αυτού είναι κάποια εμπόδια, διά τούτο άφετέ με, παρακαλώ, εδώ εις τα πέριξ, να ωφελώ όσον δύναμαι τους αδελφούς μου και το Γένος μου»16.
Αδιαίρετη παιδεία. Ελληνική και Χριστιανική.
Μετά από αυτή την γενική αναφορά που μας προϊδέασε για την θεολογική προσφορά του Αγίου Αθανασίου ας δούμε ειδικώτερα τις διαστάσεις της. Πρέπει πάντως εξ αρχής να επισημάνουμε ότι ο Αθανάσιος δεν ήταν θεολόγος του τύπου των σημερινών πτυχιούχων των Θεολογικών Σχολών. Ήταν περισσότερο φιλόλογος και φιλόσοφος με βάση τις σπουδές του στην Ευαγγελική Σχολή Σμύρνης και στην Αθωνιάδα του Ευγενίου Βούλγαρη, ως και με βάση την διδασκαλική του δραστηριότητα στο Ελληνομουσείο της Θεσσαλονίκης και στην Σχολή της Χίου. Ο διχασμός και ο χωρισμός φιλοσοφικών και θεολογικών σχολών, που θυμίζει την απόπειρα του Ιουλιανού του Παραβάτου, να στερήσει την κλασική παιδεία από τους Χριστιανούς, οφείλεται στην προσπάθεια των Διαφωτιστών να αποκαθάρουν την ελληνική παιδεία από τα χριστιανικά και εκκλησιαστικά της γνωρίσματα που απέκτησε κατά την περίοδο της Ρωμιοσύνης του Βυζαντίου, να θέσουν στο περιθώριο τα ιερά γράμματα, την Αγία Γραφή και τους Πατέρες, που θα έπρεπε τώρα να διδάσκονται μόνο στις θεολογικές σχολές. Η ιστορική διαίρεση και διάσπαση του Ελληνισμού, που τον εσυρρίκνωσαν και τον περιόρισαν μόνο στην αρχαία Ελλάδα, αφαιρώντας και αποκόπτοντας την περίοδο του χριστιανικού Ελληνισμού, είναι κακό προϊόν της αρχαιολατρείας και του κλασικισμού των Διαφωτιστών, που θα το πληρώναμε πολύ ακριβά, αν δεν εμφανίζονταν οι μεγάλοι ιστορικοί μας Ζαμπέλιος και Παπαρρηγόπουλος, και στην συνέχεια πολλοί άλλοι διανοηταί, που κατοχύρωσαν την διαχρονική ενότητα του Ελληνισμού στις ιστορικές του φάσεις της αρχαιότητος, του Βυζαντίου και της Τουρκοκρατίας μέχρι σήμερα. Αν έλειπε επίσης η Εκκλησία, η οποία στην θεολογία και στην λατρεία της εξακολούθησε και εξακολουθεί να διατηρεί ζωντανό τον Έλληνα λόγο, ο οποίος τείνει να υποβαθμισθεί ή και να αφανισθεί στις άλλες εκδηλώσεις του πολιτιστικού μας βίου.
Είναι εκπληκτικό να σκέπτεται κανείς ότι ακόμη και σήμερα υπάρχουν υμνογράφοι, όπως ο αείμνηστος Γέροντας Γεράσιμος Μικραγιαννίτης και πολλοί άλλοι, που γράφουν κοντάκια και κανόνες, στην γλώσσα του Ρωμανού του Μελωδού, του Ιωάννου Δαμασκηνού, του Θεοδώρου Στουδίτου. Ποιος από τους σημερινούς φιλολόγους της διχασμένης παιδείας μας μπορεί να γράψει αρχαίες τραγωδίες ή ομηρικά έπη, όπως έγραφαν οι Πατέρες της Εκκλησίας με την εκπληκτική τους αρχαιομάθεια ιαμβική ή τονική ποίηση; Δεν δυσκολεύθηκε καθόλου ο Άγιος Γρηγόριος Θεολόγος να γράψει τα εκπληκτικά του ποιήματα, για να διδάσκονται στα χριστιανικά σχολεία, σε περίπτωση που θα προχωρούσε το σχέδιο του Ιουλιανού για τον αφελληνισμό της χριστιανικής παιδείας. Ακόμη και σήμερα μετά την πανθομολογούμενη υποβάθμιση της ελληνικής γλώσσας, η Εκκλησία εξακολουθεί να παραμένει το καταφύγιο και η ελπίδα της.
Δεν ήταν λοιπόν ο Αθανάσιος Πάριος ούτε προϊόν ούτε διδάσκαλος της μετά τον Διαφωτισμό διχασμένης ελληνικής παιδείας, που προσπαθούσε και προσπαθεί να απομονώσει και να θέσει στο περιθώριο την Εκκλησία και την θεολογία. Ήταν καρπός και διάκονος της ελληνοπρεπούς παιδείας, όπως αυτή διαμορφώθηκε μετά από την εις τα ίδια τα κείμενα της Κ. Διαθήκης, κατά Θεία Πρόνοια, συνάντηση Ελληνισμού και Χριστιανισμού και την πορεία της στην συνέχεια στην ζωή της Εκκλησίας. Ο Αθανάσιος Πάριος από της πλευράς αυτής είναι συνεχιστής των αρχαίων απολογητών, των Αλεξανδρινών θεολόγων, των Καππαδοκών Πατέρων, του Αγίου Μαξίμου, του Αγίου Ιωάννου Δαμασκηνού, του Μ. Φωτίου, του Ευσταθίου Θεσσαλονίκης, του Γρηγορίου Παλαμά, του Γενναδίου Σχολαρίου. Η θεολογία δεν ήταν για όλους αυτούς μία ξεχωριστή παιδευτική δραστηριότης. διεπότιζε όλη την παιδεία, η οποία δεν ήταν παιδεία ασεβής, αλλά παιδεία θεοσεβής, και προ παντός ήταν πράξη ζωής, εμπειρία και βίωμα, κατάκτηση της Χάριτος του Αγίου Πνεύματος, του θεϊκού φωτισμού, και όχι ανθρώπινος Διαφωτισμός και επαγγελματική ενασχόληση. Δίδασκε περισσότερο Ρητορική και Γραμματική και λιγώτερο θεολογία.
Ο μαθητής του Σαμουήλ ο εξ Άνδρου, διδάσκαλος και αυτός, προλογίζοντας το έργο του Αθανασίου «Αλεξίκακον Φάρμακον», αφού λέγει ότι η ευαγγελική του αρετή εστάθη τόσον υψηλή διά παντός του βίου, ώστε η φήμη του ως ενός εκ των οσιωτέρων ομοδόξων προβάλλεται και εις άλλους λαούς και άλλας γλώσσας, λέγει επί λέξει τα εξής για το εκπαιδευτικό έργο και την προσφορά του: «Αλλά προς τούτοις τί χρη και λέγειν και γράφειν το τούτου πρόμαχον υπέρ της ορθοδόξου πίστεως, το αδιάκοπον φιλομαθές εις τε παράδοσιν και επίδοσιν ότι πλείστων μαθητών, και το ατρύτως φιλόπονον εις σύνθεσιν παντοίων συνταγμάτων άχρι τέλους της αυτού ζωής; Ου μην αλλά πώς δει επαριθμείν τα διάφορα, είτε πλείστα ιδιοΰπόγραφα, και ανώνυμα κατά τον διπλούν φιλόσοφον έντεχνα και ορθόδοξα βιβλία μετά των πολυμαθών εκασταχού διασπαρέντων αυτού μαθητών εν βαθμώ διδασκαλίας, εκκλησιαστικής προεδρίας, άλλης τε υπερβαθμίου πραγματείας; Της γαρ ταλαίνης Ελλάδος μετά την άλωσιν του γένους ημών έτι στειρευούσης, πολλούς υιούς και κληρονόμους ο αείμνηστος πατήρ εγέννησε κατά λόγον της επικτήτου και εφευρετικής πολυμαθούς ορθοδιδασκαλίας. άλλους μεν εκθρέψας εν τελειότητι διά της γραμματικής τέχνης, άλλους δε διά της ρητορικής εμπειρίας, ετέρους δε διά της θεολογικής και μεταφυσικής επιστήμης. Πώς δε σιωπήσω το σπάνιον κριτικόν του νοός αυτού, κατά τον Φώτιον εκείνον! περί τε την ανακριτικήν ανάγνωσιν και φιλολογικήν αγχίνοιαν; Τοιούτου όντος του ανδρός, και ούτω κατ' άμφω το κοινόν του χριστωνύμου πληρώματος ωφελήσαντος, ιδού και τούτο περί το σεβαστόν αυτού γήρας προστίθεται τοις άλλοις κοινωφελεστάτοις μεγαλοσώμοις βιβλίοις, οίον τι προσάρτημα του υπέρ της ορθοδοξίας ζήλου και παραπλήρωμα δήθεν της αυτού ιδιωφελούς και κοινωφελούς ζωής. Τούτο αυτό το πονημάτιον πολλοί των εν Χίω εκκλησιαστικοί τε και λαϊκοί ανέγνωσαν». Και συνεχίζει αναφέροντας τους επαινέσαντας το βιβλίο, μεταξύ των οποίων επίσης «εν τε Ιασίω της Μολδαβίας, και Βουκουρεστίω της Ουγκροβλαχίας περισσοί λογιώτεροι των αρχιερέων και ελλογιμώτεροι των διδασκάλων επαίνων πολλών απηξίωσαν»46.
Αυτήν την πολυμέρεια και ευρύτητα του Αθανασίου, την κατ' άμφω προσφορά του, και ως προς την θύραθεν και ως προς την χριστιανική παιδεία, εικονίζει και ο κατάλογος των πολυπληθών συγγραμμάτων του. Τα εκδεδομένα εξ αυτών αριθμούνται εις 31, τα ανέκδοτα εις 35, ενώ σώζονται και 27 επιστολές του. Η ανάγκη πάντως να αντιμετωπίσει ως εκκλησιαστική προσωπικότης τα ανακύπτοντα προβλήματα, αλλά και να διαφωτίσει και διδάξει θέματα της ορθοδόξου πίστεως και ζωής συνετέλεσαν ώστε το συγγραφικό του έργο να είναι κατά το μεγαλύτερο μέρος θεολογικό, όπως αυτό φαίνεται από την ειδολογική διαίρεση των συγγραμμάτων, στην οποία προέβη η επιστημονική επιτροπή εκδόσεως, που συνέστησε το Ιερό Προσκύνημα της Εκατοντοπυλιανής της Πάρου. Ομαδοποιούνται λοιπόν τα συγγράμματα σε αγιολογικά, αντιρρητικά, απολογητικά, δογματικά, κανονολογικά, λειτουργικά και λειτουργιολογικά, ομιλητικά, σχολικά, φιλολογικά, φιλοσοφικά, επιστολές και επιγράμματα.