Ο κ. Χρ. Γιανναράς οραματίζεται αλλαγή του Εθνικού μας Ύμνου!
Η βαθιά κρίση, την οποία διέρχεται η χώρα μας έχει δώσει την ευκαιρία σε πολλούς να διατυπώσουν την άποψη τους για το πώς μπορούμε να βγούμε από αυτήν. Πολλοί δημαγωγοί εκμεταλλεύονται την κατάσταση για να βγουν στο προσκήνιο της πολιτικής, και να καταλάβουν την εξουσία και άλλοι κάνουν θόρυβο χωρίς να λένε κάτι σοβαρό. Μεταξύ αυτών που εκφράζουν την άποψη τους για την κρίση είναι και πολλοί λόγιοι και, μεταξύ αυτών, ο καθηγητής κ. Χρ. Γιανναράς. Στο άρθρο του της Κυριακής 17ης Ιουνίου, ημέρας των εκλογών, με τίτλο "Ποια τα σημάδια του καινούργιου" θέτει το ρητορικό ερώτημα " Αν κάποτε εμφανιζόταν το καινούργιο στον πολιτικό μας βίο, το ριζικά διαφορετικό από το σήμερα, ποια θα ήταν τα γνωρίσματα του;". Και απαντά ο ίδιος: " Παραχώρηση στη φαντασία σημαίνει προσωπικό οραματισμό. Ο οραματισμός δεν είναι υποχρεωτικά αυθαίρετος και ουτοπικός", για να προχωρήσει ένα ακόμη βήμα, κρίνοντας εκ των προτέρων τον "πολιτικό ρεαλισμό", που θα αντιμετωπίσει κριτικά τον οραματισμό του: " Οπωσδήποτε όμως ο πολιτικός ρεαλισμός θα εκτιμηθεί ανάλογα με το επίπεδο της κατά κεφαλήν καλλιέργειας των εκτιμητών".
Μεταξύ των σημαδιών του "καινούργιου" ο κ. Γιανναράς θεωρεί ως "τεράστιας συμβολικής σημασίας" την αλλαγή του Εθνικού μας Ύμνου. Μάλιστα προτείνει ως νέον κάτι σαν το "Τσάμικο" του Νίκου Γκάτσου με μουσική του Μάνου Χατζηδάκη, γιατί, κατά την άποψη του, "σε τρεις στροφές, με τρεις πινελιές, το πανόραμα του Νέου Ελληνισμού, δήλωση ταυτότητας και ήθους. Που μαζί με την αυθεντική ελληνικότητα της μουσικής μεταγγίζουν ιδιαιτερότητα πολιτισμού, όχι ξιπασιά". Για τον Εθνικό μας Ύμνο ο κ. Γιανναράς σημειώνει πως "είναι από τα μετριότερα στιχουργήματα του μεγάλου μας ποιητή" και επισημαίνει ότι θεματικά είναι "περιορισμένος στην απελευθέρωση από τον τουρκικό ζυγό και με λεξιλόγιο κυρίως αφηρημένο, νοησιαρχικό". Ως προς δε τη μελοποίηση του Νικ. Μάντζαρου εκτιμά ότι την "υπέταξε στις σκοπιμότητες εντυπωσιασμού και ο Ύμνος ταυτίστηκε με τον επαρχιώτικο εθνικισμό του μεταπρατικού μας κράτους".
Τα όσα οραματιζόμενος γράφει και υποστηρίζει ο κ. Γιανναράς είναι πολύ σοβαρά. Τα βρίσκω σοβαρότερα από την εκτίμηση της κας Ρεπούση για τη Μικρασιατική Καταστροφή. Γιατί από την κα Ρεπούση εθίγετο βάναυσα η αλήθεια, όπως οι Έλληνες της Μικράς Ασίας βίωσαν το συγκεκριμένο γεγονός της μεγαλύτερης εθνικής τραγωδίας. Από τον κ. Γιανναρά θίγεται η ίδια η Παλιγγενεσία. Απορρίπτει το ποίημα του Σολωμού γιατί "είναι θεματικά περιορισμένο στην απελευθέρωση από τον τουρκικό ζυγό" λες και πρόκειται για ένα γεγονός μέσα στα πολλά, λες και δεν είναι το θεμέλιο της ύπαρξης του ελεύθερου Έθνους, ένεκα του οποίου ο κ. Γιανναράς μπορεί να γράφει τις όποιες απόψεις του. Αυτήν την αποτίναξη του Τουρκικού ζυγού υμνούμε, και μακαρίζουμε τους αγωνιστές που μας την παρέδωσαν. Ο ειδικότερος του κ. Γιανναρά αείμνηστος καθηγητής Νικ. Β. Τωμαδάκης σημειώνει ότι "Ο Εθνικός Ύμνος δεν ήτο απλώς ένα τραγούδι, ήτο μία πράξις, μία παρουσία ηθικής δυνάμεως εις τον τιτάνειον αγώνα" και ο Λίνος Πολίτης τονίζει ότι "Αν ο Ρήγας οραματίζεται την Ανάσταση του Γένους, ο Σολωμός ψάλλει την πραγματοποίηση Της". Τον Εθνικό Ύμνο θα σταματήσει να τον ψάλλει ο λαός όταν θα παύσει να είναι ελεύθερος, τότε θα τον ψάλλει κρυφά.
Και πώς τόσο εύκολα ο κ. Γιανναράς χαρακτηρίζει το ποίημα του Σολωμού ως το μετριότερο όσων έχει γράψει; Ο Λίνος Πολίτης στην Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας το χαρακτηρίζει " Ένα ποίημα πηγαίο, ορμητικό, νεανικό, πολύ πιο ψηλά από τη μέση στάθμη των νεανικών ποιημάτων, ποίημα της επιτυχίας, που καθιερώνει αμέσως τον εικοσιπεντάχρονο ποιητή". Και προσθέτει ο Πολίτης: "Ο Ύμνος είχε μεγάλη απήχηση, μεταφράστηκε στις περισσότερες γλώσσες και η λυρική του φωνή ενίσχυσε το κίνημα του φιλελληνισμού". Ο Κων. Παπαρρηγόπουλος γράφει σχετικά: " Τίς δε δύναται να μη ομολογήση ότι ο ύμνος του Σολωμού εις την Ελευθερίαν είναι εν των μάλλον υψιπετών τολμημάτων της νεωτέρας ελληνικής ποιήσεως;".
Για τον Σολωμό ο Γιώργος Σαραντάρης τονίζει: " Ο Σολωμός είναι ο μεγαλύτερος νεοέλληνας ποιητής' τούτο πανθομολογείται, αλλά δεν φτάνει. Νομίζω πως είμεθα ώριμοι, για να εξετάσουμε κριτικά τη μορφή του Σολωμού από άλλη σκοπιά, πως στον πολιτισμό μας συμφέρει, σαν κατανόησε την αθανασία του ποιητή, αλλιώς να αγκαλιάσει το αντικείμενο του θαυμασμού του. Αυτό σημαίνει να ακολουθήσουμε το Σολωμό στα ζωντανά του στοιχεία όπου να βρούμε πως το πνεύμα του κάνει ένα με το ελληνικό πνεύμα και πως το τελευταίο δεν είναι μια χίμαιρα, εφόσον δεν είναι χίμαιρα η αισθητική αξία της σολωμικής ποίησης". Και αλλού ο ίδιος τονίζει: " Δεν μπορείς να νιώσεις την πνοή της σολωμικής ποίησης αν δεν νιώσεις ταυτόχρονα τι σημαίνει για τον Έλληνα το Μεσολόγγι". Χρειάζεται πολύ θάρρος και ίσως άγνοια κινδύνου για να συγκρίνει κάποιος τον ποιητή της "Αμοργού" και στιχουργό Γκάτσο και το "Τσάμικο" του, με τον παγκοσμίου εμβελείας ποιητή και έξοχο στοχαστή Σολωμό και τον Ύμνο του.
Για τη μελοποίηση του Μάντζαρου σημασία έχουν τα αισθήματα που προκάλεσε στους Έλληνες της εποχής της Παλιγγενεσίας και πως από τότε οι απόγονοι τους τη φέρουν στις ψυχές τους ως ιστορικό κειμήλιο ανεκτίμητης αξίας. Ο Ιάκωβος Πολυλάς τη χαρακτηρίζει ως "Ελληνικό σύνθεμα", ο κερκυραίος λόγιος και ιστορικός Ιωσήφ- Σπυρίδων Δε Βιάζης γράφει ότι " Ο μουσουργός προυτίμησεν εύκολον μελοποίησιν, όπως ευκολώτερον την εκμάθη ο λαός και τάχιστα αναφλέξη τον υπέρ της πατρίδος έρωτα", ο δε Σολωμός " έκλαιε εκ της συγκινήσεως, ην ησθάνετο εκ της μουσικής ταύτης". Πώς θα φύγουμε από αυτά τα συναισθήματα και θα προστρέξουμε στον Χατζηδάκη, όπως παλαιά κάποιοι Άραβες που θέλησαν για ύμνο τους τη μουσική από "Τα παιδιά του Πειραιά";
Η αποστροφή του κ. Γιανναρά προς τον Εθνικό Ύμνο υπάρχει, γιατί, όπως υποστηρίζει, ταυτίστηκε με τον "επαρχιωτικό εθνικισμό του μεταπρατικού μας κράτους" και αυτή επιδέχεται διάφορες ερμηνείες. Αποκλείω ορισμένες. Πρώτον ότι δεν θα ήθελε να δημιουργηθεί το ανεξάρτητο Ελληνικό κράτος. Το δεύτερο που αποκλείω είναι πως ο κ. Γιανναράς εννοεί ότι την ευθύνη για την κατάντια των Ελλήνων στο ελεύθερο κράτος την φέρει …ο Εθνικός μας Ύμνος, ή, έστω, είναι σύμπτωμα αυτής…. Πρόκειται περί απίθανου ιδεολογήματος, με διάφορες τραγικές για τον Ελληνισμό προεκτάσεις. Είναι ως να υποστηρίζει κάποιος ότι την ευθύνη για την κατάντια των Χριστιανών την φέρει ο Ιησούς Χριστός, ή το "Πάτερ ημών"... Οπωσδήποτε πάντως ο κ. Γιανναράς προσβάλλει τη μνήμη όλων των Μαρτύρων του Έθνους, που οδηγήθηκαν στην εκτέλεση ψάλλοντας τον Εθνικό Ύμνο. Αυτοί όλοι δεν διακατέχονταν από "επαρχιωτικό εθνικισμό", ούτε από "ψυχολογική ξιπασιά". Έτσι πήγαν στην εκτέλεση κατά την Εθνική Αντίσταση κατά των βαρβάρων Ναζιστών, έτσι και κατά τον απελευθερωτικό αγώνα της Κύπρου. Για τον πρωτομάρτυρα της αγχόνης και αγωνιστή για την Ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα Μιχαλάκη Καραολή γράφονται τα ακόλουθα: " Η ώρα είναι 12.30 μετά τα μεσάνυχτα( της 10ης Μαϊου 1956). Πλησιάζει η ώρα που τα παλληκάρια θ' ανεβούν στην αγχόνη. Με συγκρατημένη την αναπνοή οι κρατούμενοι, σκαρφαλωμένοι στους φεγγίτες των κελιών περιμένουν κι αφουγκράζονται. Σε λίγο αντηχεί μια φωνή στη σιωπή της νύχτας.
"Ε παιδιά παίρνουν τους! Ψάλλουν τον Ύμνον! Όλοι μαζί τον Ύμνον. Προσοχή!".
Όλα τα κελιά, όλοι οι άνθρωποι, όλες οι καρδιές, μ' ένα στόμα, με δάκρυα στα μάτια, με σφιγμένες τις γροθιές τραγουδούν:
"Σε γνωρίζω από την κόψη
του σπαθιού την τρομερή…".
Το ίδιο συμβαίνει και με τους άλλους απαγχονισμένους ήρωες της ΕΟΚΑ έως και τον νεαρό ποιητή Ευαγόρα Παλληκαρίδη. Όλοι τους πάνε στο θάνατο προσευχόμενοι και ψέλνοντας τον Ύμνο του Σολωμού. Σε όλους αυτούς τους ήρωες ήταν μεταγγισμένη "ψυχολογική ξιπασιά" και όλοι τους διακατέχονταν από "επαρχιώτικο εθνικισμό";
Ο κ. Γιανναράς οραματίζεται για το καινούργιο Ελληνικό κράτος και τη μεταφορά της πρωτεύουσας από την Αθήνα στη Θεσσαλονίκη. Αυτό το βλέπει για λόγους οικονομικούς και ανάπτυξης της ελληνικής περιφέρειας, αλλά και για την τεράστια συμβολική σημασία που θα έχει "Να μπει οριστικό τέλος στο κοραϊκό κράτος, στο προτεκτοράτο της ζηλότυπης αρχαιολατρείας των Δυτικών, το καταγωγικά και προγραμματικά μεταπρατικό", για να προσθέσει: " Να ξαναπιάσουμε το νήμα της ιστορικής μας συνέχειας αντλώντας ταυτότητα από την αδιάκοπα ελληνική "Συμβασιλεύουσα" και όχι από την αερογέφυρα που στήσαμε πηδώντας πάνω από είκοσι πέντε αιώνες, για να φανούμε απευθείας απόγονοι του Περικλή και του Αριστοτέλη".
Ωραίοι είναι οι λόγοι και ίσως να ευχαριστούν και να χαϊδεύουν κάποια αυτιά, αλλά ο λόγιος δεν καθιερώνεται από την οξύτητα και το πάθος των γραφομένων του, ούτε από όρους, πρόσωπα και έννοιες που προκαλούν φόρτιση, αλλά από την ορθότητα τους. "Κοραϊκό" κράτος τι πάει να πει; Ο Κοραής δεν ήρθε ποτέ στην ελεύθερη Ελλάδα. Πιθανόν να εννοεί ο κ. Γιανναράς ότι επηρέασε με τα γραπτά του. Η κα Σοφία Γρηγοριάδου στο αξιόλογο πόνημα της "Η Ορθόδοξη σκέψη στον Αδαμάντιο Κοραή" σημειώνει πως "Στη συνείδηση του Κοραή ταυτίζεται η Ορθοδοξία με την Ελλάδα" και πως "αναμφισβήτητα ανήκει στους ανθενωτικούς του Γένους", οι οποίοι διέβλεπαν ότι η υποταγή στον Πάπα θα σήμαινε τον αφανισμό του Γένους και την απώλεια της Ορθόδοξης Πίστης. Ήταν κατά των αμορφώτων και θεομπαιχτών κληρικών, που εκμεταλλεύονταν την ευσέβεια του λαού, αλλά ο διαφωτισμός που υποστήριζε δεν είχε καμία σχέση με αυτόν του Μαρά και του Ροβεσπιέρου. Τι είναι λοιπόν αυτός ο "επικατάρατος Κοραϊσμός"; Μάλλον σ' αυτόν συμπυκνώνουν ορισμένοι το μίσος τους προς μια Ελληνική, Ορθόδοξη, αστική, φιλελεύθερη και αξιοπρεπή κοινωνία. Μεταπρατική ήταν η ελληνική κοινωνία και υπό τον Οθωμανικό ζυγό. Παράδειγμα η Σμύρνη και η ίδια η Κωνσταντινούπολη. Και γιατί υποχρεωτικά αυτό είναι κακό; Τον Κοραή δεν τον χαρίζουμε στους αθέους, γιατί ήταν πιστός Χριστιανός και είναι άδικο να τον καταδικάζουμε γιατί ήθελε μιαν ελεύθερη Πατρίδα και ένα κλήρο που να στέκεται στο ύψος του λειτουργήματος του.
Το άλλο σημείο που θέτει ο κ. Γιανναράς είναι πως η Θεσσαλονίκη πρέπει να γίνει πρωτεύουσα του κράτους γιατί " είναι αδιάκοπα ελληνική". Δηλαδή η Αθήνα δεν είναι; Γιατί να διαγράψουμε 2000 χρόνια χριστιανικής ιστορίας της Αθήνας και να αποδεχθούμε χωρίς βάσανο τις απόψεις των ξένων; Γιατί να την χαρίσουμε στους δωδεκαθεϊστές; Ο αείμνηστος Καμπούρογλου στο κλασσικό έργο του "Αι παλαιαί Αθήναι" τονίζει: "Η πόλις των Αθηνών διετέλει υπό την απόλυτον κυριαρχίαν της Θεοτόκου, καθ' άπαντας τους από της επικρατήσεως της Πίστεως χρόνους μέχρι των νεωτέρων". Και στη συνέχεια παραθέτει τους πολλούς Αγίους που ανέδειξε η Αθήνα. Εκτός από τους γνωστούς πρώτους Αγίους, το Νεοπλατωνικό Ιερόθεο και τον Αρεοπαγίτη Διονύσιο, ήσαν και οι Νάρκισσος, εκ των Ο', Πούπλιος, Κοδράτος, Λεωνίδης, Πιστός, Χάρισσα, Κλημάτιος, οι Ομολογητές Αριστείδης και Αθηναγόρας, οι Μάρτυρες Ηράκλειος, Παυλίνος και Βενέδιμος, ο Όσιος Μαρτινιανός, η μάρτυς Δαρεία, οι Μάρτυρες Πέτρος, Διονύσιος, Χριστίνα, Ανδρέας, Παύλος και Μόδεστος, ο Όσιος Μάρκος ο Αθηναίος, και πολλοί ακόμη έως την Άλωση. Αλλά και μετά την Άλωση έχουμε τον Άγιο Μελέτιο το Νέο, τον Άγιο Μιχαήλ, τον Κηπουρό, τον Μπακνανά, τον Άγιο Τιμόθεο, ιδρυτή της Μονής της Πεντέλης, τον Άγιο Αντώνιο τον Νέο, την Αγία Φιλοθέη και, στον 20ό αιώνα, τον Άγιο Νεκτάριο και τον Άγιο Νικόλαο τον Πλανά. Πάλι δεν μπορώ να σκεφτώ ότι ο κ. Γιανναράς θέλει ένα νέο διχασμό, τώρα μεταξύ "βορείων" και "νοτίων" Ελλήνων.
Οι λόγιοι κάθε κοινωνίας πρέπει να έχουν άποψη και να την λένε δημόσια για κάθε τι που συμβαίνει σ' αυτήν και, κατά μείζονα λόγο, όταν διέρχεται βαθιά κρίση, όπως συμβαίνει σήμερα στην ελληνική. Όμως έχουν ευθύνη μεγάλη για τα όσα λένε, γιατί τα περιβάλλουν με το κύρος τους. Ο Ζυλιέν Μπεντά γράφει στο βιβλίο του "Η προδοσία των διανοουμένων" πως οι άνθρωποι του πνεύματος οφείλουν να γράφουν νηφάλια και όχι με εμπάθεια, που έχει ως αποτέλεσμα την καταφρόνηση του επιχειρήματος, την ακρότητα, το μίσος, την έμμονη ιδέα. Αφού μπορούν ας προσφέρουν κάτι το θετικό, κάτι που πράγματι βοηθάει το λαό. Και, ως προς τον κ. Γιανναρά, δεν βοηθάει στο ξεπέρασμα της κρίσης με το να οραματίζεται την αλλαγή του Εθνικού Ύμνου, ή την αλλαγή του τόπου της πρωτεύουσας. Το πρόβλημα μας δεν είναι τροπικό ή τοπικό, είναι πνευματικό, είναι νοοτροπίας. Οι πρωτεύουσες χωρών, όπως της Γαλλίας, της Γερμανίας, της Αυστρίας, καθόλου δεν εμπόδισαν την ανάπτυξη της περιφέρειας. Ούτε έχουμε κάποιο παράδειγμα παγκοσμίως που η αλλαγή των συμβόλων επηρέασε θετικά τον ψυχισμό των λαών. Συνήθως οι αλλαγές αυτές γίνονται από δικτατορίες και από ολοκληρωτικά καθεστώτα και κρατάνε όσο και η καταπίεση στους λαούς που επιβλήθηκαν.
Τελειώνοντας αντιγράφω τη σκέψη του Ζήσιμου Λορεντζάτου από το βιβλίο του "Ρωμιές" (Δόμος, 1990): "Κάθε νιόκοπη γενιά αν δεν φυσήξει στο κάρβουνο της παράδοσης να το κάνει να κοκκινίσει, κάλλιο να την κλαις. Είναι γενιά νεκρή και τα γεννήματα της κοιλάρφανα. Αυτό που λέμε πρωτοποριακό δεν υπάρχει, είναι ένα τίποτα. […] Όλα είναι παράδοση, δηλαδή ζωή στην ανώτερη φάση της: ζωή και παράδοση ταυτόσημες. Όλα τέλος είναι: ή παράδοση ή τίποτα. Και αυτό είναι παράδοση μέσα σε μια γλώσσα, στο προκείμενο τη γλώσσα την ελληνική: ο Όμηρος --- και --- ο Σολωμός: εσύ.-