Άς πάψουμε νά είμαστε λωτοφάγοι
Ο γνωστός ιστορικός, φιλόλογος καί λόγιος Σαράντος Καργάκος σέ μιά συνέντευξή του στήν έφημερίδα ≪ό Φιλελεύθερος≫Κύπρου (26.2.2012, σελ.16) άναφερόμενος στήν κρίση τής χώρας μας είπε καί τά έξης: Οί Έλληνες ≪πιστέψαμε ότι μπορούσαμε νά ζήσουμε χωρίς δουλειά, μόνο μέ δανεικά. Τά περίφημα προγράμματα, οί περίφημες έπιδοτήσεις καί χορηγήσεις της Ε.Ε. ήταν ό λωτός - γιά νά προσφύγουμε στόν πατέρα μας τον Όμηρο - πού μάς έκανε νά ξεχάσουμε ότι τό πρώτο κεφάλαιο τής εύτυχίας καί τής έπιτυχίας είναι ή έργασία. Ή όποιαδήποτε έργασία (...). Στήν Ελλάδα ζήσαμε τουλάχιστον γιά μιά 20ετία τή φτώχεια ενός δανεικού πλούτου. Κάναμε τόν πλούσιο μέ δανεικά λεφτά καί τώρα ζοΰμε μέ δανεική ψυχή≫.
Πολύ επιτυχημένο τό παράδειγμα τών λωτοφάγων τού περίφημου Έλληνα έπικοΰ ποιητή, τού Όμήρου. Γιά όσους άγνοοΰν τούς λωτοφάγους, διότι ό Όμηρος είναι σχεδόν άγνωστος στά σύγχρονα ελληνικά σχολεία, σημειώνουμε τούτο: Οί λωτοφάγοι, γιά τούς οποίους ό Όμηρος κάνει λόγο στό ι΄ της Όδύσσειας (στίχ. 92-105), ήταν νησιώτικος λαός τής ελληνικής μυθολογίας, φιλόξενος καί ειρηνικός. Τό νησί τους τοποθετείται στίς άκτές τής Β. Αφρικής στόν κόλπο τής Σύρτης (Τυνησία).
Τρέφονταν κυρίως μέ τά άνθη καί τούς καρπούς του λωτοΰ, πού θεωρούνταν ναρκωτικά καί προκαλοΰσαν νωχελική άπάθεια. Οί λωτοφάγοι πρόσφεραν στούς ταξιδιώτες έπισκέπτες τους τούς καρπούς τού λωτοΰ, πού ήταν γλυκύτατοι σαν χουρμάδες καί τρώγονταν εύχάριστα καί πού δέν έχουν βέβαια καμιά σχέση μέ τούς λωτούς πού ύπάρχουν στά σημερινά μανάβικα.
Οί ταξιδιώτες έπισκέπτες τρώγοντας τούς μεθυστικούς λωτούς, πού οί Αιγύπτιοι θεωρούσαν ≪καρπούς τού παραδείσου≫, έχαναν τήν έπιθυμία έπιστροφής στήν πατρίδα τους ή τη συνέχιση τοΰ ταξιδιού τους.
Στό νησί τών Λωτοφάγων έριξε τόν Όδυσσέα καί τούς συντρόφους του ό ραδιούργος καί μηχανορράφος θεός Ποσειδώνας. Όταν οί σύντροφοι τού Όδυσσέα γεύτηκαν τούς λωτούς, έχασαν τή μνήμη τους, λησμόνησαν άπό πού έρχονταν καί ποΰ κατευθύνονταν καί δέν έπιθυμοΰσαν πιά νά έπιστρέψουν στην Ιθάκη. Όμως ό Όδυσσέας τούς οδήγησε στά πλοία μέ τή βία, όπου καί συνήλθαν, άφοΰ τούς ειχε δέσει στούς πάγκους. ≪Και άνοίξαμε πανιά καί φύγαμε μέ πικραμένα σπλάχνα...≫, προσθέτει ό ποιητής (Όδύσσεια ι' 105).
Λωτοφάγοι λοιπόν καί οί νεοέλληνες. Λωτοί τά προγράμματα, οί πλούσιες έπιδοτήσεις, οί συνεχείς έπιχορηγήσεις της Ε.Ε. Καί μ’ αύτά λησμονήσαμε τό στόχο μας. Απολησμονήσαμε σέ λίγα χρόνια πώς έχουμε άθάνατη ψυχή καί μεθυσμένοι πέσαμε μέ τά μούτρα στήν καλοζωία καί δώσ’ του δάνεια γιά ≪ψύλλου πήδημα≫, πού λέει ό λαός μας. Έορτοδάνεια. Δάνεια γιά βίλλες, γιά ταξίδια σέ ξωτικές χώρες. Δάνεια γιά ό,τι έπιθυμοΰσε ό αποχαυνωμένος εαυτός μας καί για ό,τι άπαιτοϋν οί άπολαύσεις τής γήινης πρόσκαιρης ζωής. Λησμονήσαμε τήν Ιστορία μας. Άποβάλαμε τή λεβεντιά μας. Ζούσαμε σαν ναρκωμένοι. Πορευόμασταν σάν υπνοβάτες.
Καί τώρα; Τώρα ή βία τών τοκογλύφων δανειστών μάς ταρακούνησε. Κι άνοίγοντας τά μάτια τής ψυχής μας διαπιστώνουμε πώς δεν ζούσαμε μέσα σέ πραγματικό πλούτο ντυμένοι μέ χλιδάτη φορεσιά, άλλά τυλιγμένοι σ’ ένα απατηλό άράχνινο πέπλο... Κάποτε ή μεγάλη μας ιδέα ήταν ή μεγάλη Ελλάδα. Πήραμε όμως νά τήν χλευάζουμε καί σηκώσαμε τή σημαία τοΰ ραγιαδισμού καί τοΰ έπίγειου πλούτου, τοΰ πιο άπιστου φίλου. Καί μεθυσμένοι άπό τούς λωτούς τών δανειστών μας κάναμε μεγάλη ιδέα πότε τήν πρώτη, ύστερα τή δεύτερη, κατόπιν τήν τρίτη, στή συνέχεια τήν τέταρτη δόση του δανείου καί πάει λέγοντας... 'Ώσπου πατήσαμε τόν πάτο τής χρεωκοπίας. Καί οί διεθνείς ≪οίκοι άξιολόγησης≫, δηλαδή οί διεθνείς τοκογλύφοι, μάς χαστουκίζουν συνεχώς, ύποβαθμίζοντάς μας καί θεατρίζοντάς μας σ’ όλο τόν πλανήτη.
Καιρός είναι νά συνέλθουμε καί νά κοιτάξουμε μέσα μας. Ν’ άφουγκραστοΰμε τή φωνή των πατέρων μας. Νά άποτινάξουμε τήν άπάθεια. Νά άνανήψουμε άπό τό μεθύσι τοϋ πλούτου. Νά προσγειωθούμε έστω καί άνώμαλα. Νά νοικοκυρευτούμε σ’ αύτό τόν όμορφο τόπο, σε τούτη τήν πανέμορφη καί εύλογημένη χώρα, πού λέγεται Ελλάς. Μπορούμε νά φύγουμε άπό τ’ άδιέξοδα, άν θελήσουμε νά άφουγκρασθοΰμε τή φωνή τοΰ Θεού πού μάς φωνάζει: ≪Έάν θέλητε καί είσακούσητέ μου, τά άγαθά τής γής φάγεσθε≫ (Ήσ. α ' 19).
Τό πάν άνήκει σέ μάς. Στό αύτεξούσιό μας. Αίτιοι τής καταστροφής μας είμαστε έμεΐς. Καί αίτιοι τής εύτυχίας μας ώς χώρας, ως λαού, ώς έθνους πάλι έμεΐς.
Υπάρχουν παράλληλα στήν Ιστορία μας. Θ’ άναφέρουμε δύο μονάχα. Τό 1893 ό Χαρίλαος Τρικούπης ειπε ξεκάθαρα άπό τό βήμα της Βουλής: ≪Δυστυχώς έπτωχεύσαμεν≫. Καί τρία χρόνια μετά ή Ελλάς στήθηκε στά πόδια της καί οργάνωσε τούς πρώτους Όλυμπιακούς Αγώνες. Τό 1897 δεχθήκαμε άπό τούς Τούρκους τήν ταπεινότερη ήττα τής ιστορίας μας, όταν οί Τούρκοι μάς έφεραν κυνηγώντας μας ώς τή Λαμία. Τότε όμως άρχίσαμε τίς διεργασίες γιά τόν ένδοξο Μακεδονικό άγώνα. Κι όταν μάς δόθηκε ή εύκαιρία μετείχαμε στη Βαλκανική Συμμαχία καί πριν άπό 100 χρόνια μέσα σέ όκτώ μήνες ό στρατός καί ό στόλος μας πέτυχαν πάνω άπό 500 πολεμικά τρόπαια. Καί ή Ελλάδα σέ όκτώ μήνες διπλασιάσθηκε έδαφικά καί πληθυσμιακά.
Τό πάν άνήκει σέ μάς, άν ξαναβροΰμε τον εαυτό μας. Καί άν συμμαχήσουμε μέ τόν Θεό, άκολουθώντας τό παράδειγμα τών πατέρων μας. Δουλεύοντας σκληρά καί άρνούμενοι να ζοΰμε... μέ δανεική ψυχή!
ν. π.β.
Η Δράση, Ιούνιος – Ιούλιος 2012