ΑΛΗΘΕΙΑ ΚΑΙ ΑΙΡΕΣΗ.
Η σπουδαιότητα της Δ΄ Οικουμενικής Συνόδου
Είναι συνείδηση της Εκκλησίας ότι η λάμψη των αγίων και Πατέρων της, ή διαφορετικά η αλήθεια του Θεού που δι’ αυτών, ως κατοικητήρια του Λόγου, εκφράστηκε μέσα στην ιστορία, ξεπερνά ασυγκρίτως την υλική λάμψη του έναστρου ουρανού. Ένεκεν της ευσεβούς και αγιοπνευματικής ζωής των φωτίστηκαν από το Θεό και ορθοτόμησαν την αλήθεια περί Θεού και ανθρώπου ώστε να γίνει κτήμα και θεολογία των επόμενων γενεών και έτσι, δια της σώζουσας πίστεως και της χαρισματικής ζωής, να μπορούν όλοι να βαδίσουν το δρόμο της λύτρωσης. Είναι ακόμη διδασκαλία της Εκκλησίας ότι η χριστιανική πίστη δεν είναι θεωρητική, ιδεολογική, καρπός της διάνοιας, αλλά πραγματοποιεί υπέρβαση της λογικής, την ξεπερνά χωρίς να την απορρίπτει. Δεχόμαστε τις αλήθειες του Θεού γιατί λειτουργούν άριστα στην καθημερινή ζωή μας. Ζούμε το Θεό ανά πάσα στιγμή, μέσω της Θείας Λειτουργίας, της αγάπης και της προσευχής, «μέσα σ’ αυτόν αναπνέουμε και υπάρχουμε», όπως ακριβώς το φαγητό και το πότο μετασχηματίζονται σε ψυχοσωματική ζωή, χωρίς διανοητική από εμάς προσπάθεια και μέριμνα.
Από τον ως άνω φυσικό και υγιή, και δια της Θείας Λατρείας πνευματικώς ανακαινισμένο τρόπο ζωής, αποκόπηκαν ένεκεν εγωισμού και επειδή αρκέστηκαν σε μια ορθολογική και διανοητική κυρίως επεξεργασία των αληθειών της πίστεως, οι ανά την ιστορία αιρεσιάρχες. Αίρεση σημαίνει απομόνωση μέρους μόνο της αληθείας και επιλογής του προς αντικατάσταση του Όλου. Σημαίνει προσπάθεια ένταξης ιουδαϊκών αρχικά και ειδωλολατρικών στη συνέχεια αντιλήψεων στη θεολογία, παραχάραξη της αλήθειας, αποκλειστική χρήση της φιλοσοφίας ή και ανατολικών θρησκειών προς ερμηνεία της πίστεως, ιδεολογικό κατασκεύασμα που λειτουργεί εις βάρος της αυθεντικής ζωής. Ο απόστολος Ιωάννης, στην Α΄ και Β΄ επιστολή του, γράφει για πολλούς ψευτοπροφήτες και πλάνους που ξεχύθηκαν στον κόσμο (4,1 & 1,7 αντίστοιχα), ο απ. Πέτρος μιλάει «για αιρέσεις απωλείας» (Β΄ Πέτρ. 2,1) και ο απόστολος Παύλος εφιστά την προσοχή μπροστά στον κίνδυνο των ψευτοδιδασκάλων που λαλούν «διεστραμμένα» με σκοπό να παρασύρουν χριστιανούς (Πράξ. 20,30). Ο Χριστός είχε φυσικά εξαρχής αποκαλύψει ότι όσο κι αν πασχίζουν οι κακοί και ύπουλοι εργάτες στον κόσμο (Φιλ. 3,2), «οι πύλες του άδη δεν θα μπορέσουν να εκμηδενίσουν το έργο της Εκκλησίας» (Ματθ. 16,18), αφού Εκείνος έδωσε τη ζωή Του γι’ αυτήν (Ιω. 3,16-17), τη στηρίζει ως το σώμα Του (Εφεσ. 5,30) και στον αιώνα θα είναι η κεφαλή της (Εφεσ. 1,22-23). Αντίπαλοι των αιρέσεων, και ορθοτόμοι της αληθείας, αναδείχτηκαν οι Απόστολοι και Προφήτες της πρώτης Εκκλησίας, οι μαθητές των μαθητών του Χριστού (αποστολικοί Πατέρες) και διαχρονικά στην μετά Χριστόν ιστορία της σωτηρίας οι Πατέρες της Εκκλησίας. Φωτεινές μορφές, σπουδαίοι ασκητές, επίσκοποι συνήθως και Λειτουργοί του Υψίστου, διαβασμένοι καλά στην Θεολογία, φιλοσοφία και επιστήμη ενίοτε της εποχής τους, προέβαλαν το ανάστημά τους και καταπολέμησαν το ψέμα, αποκάλυψαν την αλήθεια και συνέβαλαν στην ειρήνη και την ενότητα του λαού του Θεού, που είχαν δοκιμαστεί από τις αιρέσεις.
Η Πατερική διδασκαλία εκφράστηκε μέσω των Οικουμενικών Συνόδων. Σύνοδος (συν+οδός) σημαίνει κοινή πορεία, εκκλησιαστική και σωτηριολογική. Μόνο η διαχρονικώς εκφρασθείσα Αποκάλυψη του Θεού είναι στην ιστορία η σωτήρια και η αληθινή. Τα δόγματα της Εκκλησίας -που είναι τρόποι κοινωνίας με το Θεό (αν γίνουν βιώματα των πιστών μέσω της Θείας Λατρείας) και όχι αφηρημένες μεταφυσικές κατασκευές- είναι οι αλήθειες εκείνες που παντού, πάντοτε και από όλους έγιναν πιστευτές. Έτσι, οι αναγνωρισμένες από την συνείδηση του πληρώματος της Εκκλησίας Σύνοδοι (γιατί ο λαός είναι πάντοτε στην Ορθόδοξη Εκκλησία ο φρουρός και υπερασπιστής της πίστεως), στις οποίες συμμετείχαν μεγάλες μορφές θεολογικές και εκκλησιαστικές (οι Πατέρες ονομάζονται «πάγχρυσα στόματα του Λόγου»), εξέφρασαν την αλήθεια στην ιστορία, ερμήνευσαν Ορθοδόξως λεπτότατα σημεία της Αγίας Γραφής και γνωμάτευσαν για επιτακτικά διοικητικά και λατρευτικά ζητήματα.
Οι Οικουμενικές Σύνοδοι -οι Όροι-αποφάσεις των οποίων σε δογματικά ζητήματα είναι στην Ορθόδοξη Εκκλησία ισόκυρες με την Αγία Γραφή, αφού αυτήν Ορθοδόξως υπομνηματίζουν- μνημονεύονται μάλιστα δια της εκκλησιαστικής Λατρείας καθ’ όλο το έτος, για να οικοδομούνται οι πιστοί και να ενστερνίζονται την ορθή διδασκαλία που οδηγεί στην αιώνια ζωή. Ιδιαιτέρως πρέπει να τονίσουμε εδώ πως οι Οικουμενικές Σύνοδοι δεν αποκαλύπτουν την αλήθεια, ωσάν να μην την γνώριζε η Εκκλησία, αλλά απλά την εκφράζουν όσον το δυνατόν καλύτερα και εμβαθύνουν σ’ αυτήν. Προηγείται η θεολογικά φωτισμένη διδασκαλία των αγίων εκκλησιαστικών μορφών και ακολουθούν οι Όροι και αποφάσεις των Συνόδων, μέσω των οποίων η Σύνοδος δεν ασκεί εξουσιαστική αυθεντία, αλλά εκφράζει την εσωτερική καθολικότητα της Εκκλησίας. Η Εκκλησία δηλαδή νομοθετεί θεολογικά για να σώσει ψυχές, προσφέρει πνευματικά φάρμακα θεραπείας, που είναι οι εντολές του Χριστού, και δεν είναι στη φύση της να επιβάλλεται στους πιστούς.
Η αίρεση, από τη φύση της, προκαλεί μια εσωτερική πληγή στο σώμα της Εκκλησίας που απαιτεί θεραπεία. Οι αιρετικοί αλλοιώνουν και παραχαράσσουν το νόημα του Ευαγγελίου, διότι είναι παιδιά της υπερηφανείας και απατεώνες του πνεύματος, ενώ εξελίσσονται σε ψευτομάρτυρες της πίστεως για το ευρύ κοινό. Οι αιρέσεις είναι χειρότερες μάλιστα από τους διωγμούς που υπέστησαν (αλλά και υφίστανται, λ.χ. στην Αίγυπτο) οι χριστιανοί, διότι στους μεν διωγμούς δημιουργείται συσπείρωση των πιστών και ενότητα πίστεως, ενώ στις αιρέσεις ύπουλα, παραπλανητικά και έντεχνα μεθοδεύονται πλανεμένες ερμηνείες κατά των δογμάτων και της αλήθειας που εκπροσωπεί η Εκκλησία. Χειρότερες αιρέσεις ήσαν όσες αμφισβήτησαν το Θεανδρικό πρόσωπο του Ιησού Χριστού και το τρισυπόστατο και Ομοούσιο της Αγίας Τριάδος. Σε χρήση όπλα της Εκκλησίας, για να μην εξαπλωθεί η νόσος σε πνευματική γάγγραινα και για να προστατευθεί έτσι το σύνολο των πιστών, υπήρξαν πάντοτε: η προσπάθεια νουθεσίας του αιρεσιάρχη, ο αφορισμός (απομάκρυνση από τη Θεία Μετάληψη και τα υπόλοιπα Μυστήρια μέχρις ότου μετανοήσει) και σε βαριές περιπτώσεις, όπου υπάρχει πλήρης αμετανοησία και κίνδυνος για το σύνολο των πιστών, ο αναθεματισμός (το άτομο ή θρησκευτικές ομάδες θεωρούνται εκτός Εκκλησίας και ανατίθενται πλέον στην αποκλειστική μέριμνα του Θεού).
Η Εκκλησία απάντησε δια Συνοδικών αποφάσεων στην διαστρεβλωμένη διδασκαλία πολλών αιρέσεων, που ταλάνιζαν και παραπλανούσαν χιλιάδες πιστούς: Ο Άρειος, ένας λόγιος ιερέας στην Αλεξάνδρεια, δίδασκε ότι ο Ιησούς δεν είναι Θεός, αλλά το ανώτερο δημιούργημα του Θεού. Η Αρειανική κακοδοξία καταδικάστηκε από την Α΄ Οικουμενική το 325 μ.Χ., που διατύπωσε και τα επτά πρώτα άρθρα του Συμβόλου της Πίστεως. Ο άγιος Αθανάσιος αναδείχτηκε τότε σε ψυχή της Συνόδου και οι Ορθόδοξες θέσεις του υπερίσχυσαν στην Σύνοδο. Στη συνέχεια, ο Μακεδόνιος (αρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως) και η παράταξή του αρνήθηκαν την θεότητα του Αγίου Πνεύματος (Πνευματομάχοι). Καταδικάστηκαν από την Β΄ Οικουμενική Σύνοδο, το 381 μ.Χ., έπειτα από πρωτοβουλία του Μεγάλου Θεοδοσίου, η οποία και συνέταξε τα πέντε τελευταία άρθρα του Συμβόλου της Πίστεως. Στις Χριστολογικές αιρέσεις, που επιχείρησαν να εξηγήσουν εσφαλμένα το μυστήριο των δύο φύσεων του Χριστού, ανήκουν ο Νεστοριανισμός, ο Μονοφυσιτισμός και ο Μονοθελητισμός. Ο Νεστόριος, αρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως, δεν δίσταζε να διδάσκει πως ο Χριστός ήταν περισσότερο άνθρωπος και λιγότερο Θεός. Την Παναγία ονόμαζε μάλιστα Χριστοτόκο και όχι Θεοτόκο, θεωρώντας ότι γέννησε έναν απλό άνθρωπο, τον Ιησού, στον οποίον αργότερα κατοίκησε ο Θείος Λόγος. Καταδικάστηκε από την Γ΄ Οικουμενική Σύνοδο, το 431 στην Έφεσο, που διακήρυξε ότι σύμφωνα με την πίστη της Εκκλησίας, την Παράδοση και την Αγία Γραφή, ο Χριστός είναι ο Θεός που έγινε άνθρωπος, έχει δύο φύσεις (την θεία και την ανθρώπινη) ενωμένες στο πρόσωπό του, και όχι ένας άνθρωπος που πρόκοψε ηθικά. Νεστοριανικές Εκκλησίες υπάρχουν σήμερα κυρίως στο Ιράκ, Ιράν και Συρία. Ο αρχιμανδρίτης Ευτυχής, κυριότερος εκπρόσωπος του Μονοφυσιτισμού, υποστήριζε ότι η θεία φύση του Χριστού απορρόφησε την ανθρώπινη. Καταδικάστηκε από την Δ΄ Οικουμενική Σύνοδο, το 451 μ.Χ., στην Χαλκηδόνα. Οι Εκκλησίες των Μονοφυσιτών, που μέχρι σήμερα υπάρχουν στην Αίγυπτο και τη Συρία (Κόπτες και Ιακωβίτες), ονομάζονται ΠροΧαλκηδόνιες ή ΑντιΧαλκηδόνιες. Οι Ε΄ και ΣΤ΄ Οικουμενικές Σύνοδοι, που συγκλήθηκαν το 553 και 681 αντίστοιχα στην Κωνσταντινούπολη, καταδίκασαν τον Μονοθελητισμό, που υποστήριζε ότι ο Χριστός είχε μια μόνο θέληση και ενέργεια, τη θεϊκή. Διατύπωσαν την Ορθόδοξη διδασκαλία πως ο Χριστός είχε δύο θελήσεις και ενέργειες, αλλά η ανθρώπινη θέλησή Του υποτασσόταν στη θεϊκή. Η Εικονομαχία, ως γνωστόν, ταλαιπώρησε για 100 περίπου χρόνια την Εκκλησία και τέλος, δια της Ζ΄ Οικουμενικής που συνήλθε το 787 στη Νίκαια της Βιθυνίας, καταδικάστηκε ως αίρεση και έλαμψε η αλήθεια για την εκκλησιαστικώς παιδαγωγική σημασία των εικόνων και για το ότι η τιμή προς τις εικόνες απευθύνεται προς τους αγίους που βρίσκονται στον πνευματικό ουρανό (και δι’ αυτών βέβαια προς τον Θεό) και όχι φυσικά προς τα υλικά κατασκευής της.
Από τις επτά αναγνωρισμένες Οικουμενικές Συνόδους στην Ορθόδοξη Εκκλησία (πολλοί Ορθόδοξοι μιλούν ακόμη και για όγδοη και ένατη Οικουμενική Σύνοδο, που εκφράζουν πλήρως την διδασκαλία της Εκκλησίας), το έργο της Δ΄ Οικουμενικής είναι ιδιαιτέρως σημαντικό. Η Σύνοδος αυτή ονομάστηκε «πρότυπο Συνόδου», αφού συμμετείχαν σ’ αυτήν επίσκοποι, διάκονοι, μοναχοί και λαϊκοί απ’ όλο τον χριστιανικό κόσμο, η όλη διαδικασία ήταν πραγματικά δημοκρατική, και η παρουσία των αυτοκρατόρων διακριτική. Ο Ιησούς Χριστός, που είναι το κλειδί κατανόησης της ιστορίας και των μυστηρίων του Θεού, προξένησε με τη ενσάρκωσή του, τη διδασκαλία, τα θαύματα και την ανάστασή του, κρίση υπαρξιακή και θεολογική στους ανθρώπους όλων των εποχών, προς τους οποίους απηύθυνε το διαχρονικό σωτήριο ερώτημα: «Τίνα με λέγουσιν οι άνθρωποι είναι;» (Μάρκ. 8,27), δηλαδή «Ποιος νομίζουν οι άνθρωποι ότι είμαι;» Ανάμεσα στις άστοχες θρησκευτικές και φιλοσοφικές απαντήσεις που δόθηκαν και συνεχώς δίδονται στο ερώτημα αυτό, η Εκκλησία προβάλλει εξ’ αρχής την λυτρωτική απάντηση, που βρίσκεται σε ακολουθία με την Αγία Γραφή και την ιερά Παράδοση, ερμηνεύοντας το πρόσωπό Του ως τον Υιόν του Θεού που έγινε άνθρωπος για να γίνουμε εμείς θεοί, σύμφωνα και με τον Μέγα Αθανάσιο και τη συνολική συνείδηση των Πατέρων και αγίων της Εκκλησίας (που ακριβώς αγίασαν γιατί έζησαν την αλήθεια αυτή).
Είναι γραμμένο ότι αφού οι απόστολοι απάντησαν πως πολλοί λαϊκοί άνθρωποι θεωρούν τον Ιησού μεγάλο προφήτη και άλλοι ως τον Ηλία, τον Ιερεμία ή τον Ιωάννη τον Βαπτιστή, ο Χριστός απηύθυνε το ερώτημα και προς τους ιδίους, δηλαδή προς την αμέσως μελλοντική Εκκλησία Του, ως εξής: «Εσείς ποιος νομίζετε ότι είμαι;» Και ο απόστολος Πέτρος εκπροσωπώντας και τους υπόλοιπους αποστόλους (την συνείδηση των πιστών όλων των αιώνων), του απάντησε: «Εσύ είσαι ο Χριστός, ο Υιός του ζωντανού Θεού» (Ματθ. 16,15-16). Την λυτρωτική αυτή πίστη διατύπωσε έξοχα η Δ΄ Οικουμενική Σύνοδος, απαντώντας εκκλησιαστικά στις αιρέσεις που ήθελαν τον Ιησού είτε «ψιλόν» άνθρωπο είτε απογυμνωμένο από την ανθρωπότητα Θεό. Αιρετικά ιδωμένος δηλαδή ο Χριστός δεν θα μπορούσε να σώσει το πλάσμα του, τον άνθρωπο, αλλά θα παρέμενε η σωτηρία μια ακόμη ηθική προσπάθεια στο επίπεδο της καλυτέρευσης της ζωής και των καλών τρόπων και όχι πορεία προς τον αγιασμό και τη θέωση.
Πολύ εύστοχα λοιπόν, ο Ορθοδόξως στον Μονοφυσιτισμό απαντώντας Όρος της εν Χαλκηδόνι του 451 μ.Χ. Συνόδου, απεφάνθη ότι ο Χριστός έχει δύο φύσεις, την θεία και την ανθρώπινη (είναι πραγματικά Θεάνθρωπος), που δεν συγχέονται μεταξύ τους, είναι αδιαίρετες και αχώριστες, και ενώνονται υποστατικά στο πρόσωπο του Λόγου του Θεού, του μονογενή Υιού Του. Ο Χριστός επομένως είναι αφενός πλήρης Θεός και έχει την ίδια ουσία με τον Πατέρα του: «Εγώ και ο Πατέρας είμαστε ένα», ο ίδιος διακηρύσσει (Ιω. 10,30), και στον απόστολο Φίλιππο, που του ζήτησε κάποτε να τους αποκαλύψει τον Πατέρα Του, τού λέγει: «Τόσο καιρό είμαι μαζί σας Φίλιππε και δεν με γνώρισες;» (Ιω. 14, 8-10). Στον απόστολο Θωμά, που ρώτησε να μάθει τον δρόμο προς τον Θεό, απαντά: «Εγώ είμαι ο δρόμος, η αλήθεια και η ζωή». Η Λειτουργική (και όχι ιδιωτική-διανοητική) αυτή πίστη στη θεότητα του Χριστού εξαγιάζει την ύλη, δημιουργεί γνήσιες σχέσεις των ανθρώπων με το Θεό, λυτρώνει από το προπατορικό αμάρτημα, συμβάλλει στην αληθινή αυτογνωσία και στην τελειοποίηση των διαπροσωπικών σχέσεων. Αφετέρου δε ο Χριστός είναι και τέλειος άνθρωπος: Ο απ. Παύλος, που μαρτύρησε για τον Χριστό, ενώ αρχικά ήταν σκληρός διώκτης των χριστιανών, γράφει στους Γαλάτες: «Όταν ήρθε το πλήρωμα του χρόνου, έστειλε ο Θεός τον Υιό του, που γεννήθηκε από γυναίκα, υποτάχθηκε στο νόμο, για να εξαγοράσει τούς υπό τον νόμο, ώστε να απολαύσουμε την υιοθεσία» (4,5). Η διπλή αυτή φύση του Χριστού είναι που οδηγεί σε ενότητα με το Θεό και τους συνανθρώπους. Κάθε άλλη ατομική άποψη για τον Χριστό καθιστά αμφίβολη τη σωτηρία του ανθρώπου, διότι δεν δίνει λύση στο δραματικό χαρακτήρα της ύπαρξης. Αν ο Χριστός ήταν μόνο άνθρωπος, δηλαδή δεν ήταν Θεός, τότε δεν θα μπορούσε να ενωθεί ο κάθε πιστός κατά χάριν με το Θεό και να σωθεί στην αιωνιότητα, δεν θα υπήρχε δυνατότητα σωτηρίας. Αν πάλι ο Χριστός ήταν μόνο Θεός, θα υποβαθμιζόταν αφάνταστα η ανθρώπινη φύση και δεν θα υπήρχε τρόπος πραγματικού εξαγιασμού της.
Η δογματική αυτή αλήθεια της Εκκλησίας, περί των δύο φύσεων του Ιησού Χριστού ως Θεανθρώπου, που εκφράστηκε άριστα από τους θεοφόρους Πατέρες της Δ΄ Οικουμενικής Συνόδου (630 άγιες μορφές), είναι και η σωτηρία του ανθρώπου. Εκτός από τον Χριστό, νοούμενον ως Θεόν, δεν υπάρχει άλλος σίγουρος δρόμος που να οδηγεί στον αγιασμό και τη θέωση (Πράξ. 4,12). Πέραν του Χριστού, η επικοινωνία, σχέση και ένωση ακτίστου Θεού και κτιστού ανθρώπου είναι αδύνατη και το μονοπάτι της θεογνωσίας κλειστό. Δι’ αυτής της εκκλησιαστικής πίστης και ζωής οι χριστιανοί εξαγιάζονται και η ανθρωπότητα έχει κάθε στιγμή δυνατότητα και ελπίδα σωτηρίας.
ΒΟΗΘΗΜΑΤΑ:
«Αιρέσεις στην Ελλάδα….», αρχιμ. Γερβ. Ραπτόπουλου, Αποστολική Διακονία, έκδ. 1994
«Βήματα Πίστης και Ζωής», Αν. Αργυρόπουλου-Δ. Τριανταφύλλου, εκδ. Πατάκη, Αθ. 2000
«Εκκλησία: Η Νέα Κοινωνία σε Πορεία», Αργυρόπουλου-Τριανταφύλλου, εκδ. Πατάκη, Αθ. 2003
«Θρησκευτικές Ποινές», από Βικιπαίδεια
«Μαθητές Εκείνου», αρχιμ. Δανιήλ Αεράκη, Αθ. 1984
«Ο Θεολόγος καθηγητής στην τάξη – σχέδια διδασκαλίας για το Γυμνάσιο», Ν. Νευράκη-Δ. Καλτσούλα, εκδ. Γρηγόρη, Αθ. 2000
«Ορθόδοξη Πίστη και Λατρεία», ΟΕΔΒ, 2005