ΓΙΑΤΙ Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΔΕΝ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΓΙΝΕΙ ΙΕΡΕΑΣ
Μιλᾶμε, ἀδελφοί χριστιανοί, γιά τήν ἰσοτιμία τῶν δύο φύλων, ὅτι δηλαδή ὁ ἄνδρας καί ἡ γυναίκα εἶναι ἰσότιμοι καί δέν ὑπερτερεῖ ὁ ἕνας ἔναντι τοῦ ἄλλου.
Ἀλλά ἄν ἡ γυναίκα εἶναι ἰσότιμη μέ τόν ἄνδρα, τότε γιατί ὁ Ἀπόστολος Παῦλος λέει «ἡ γυναίκα νά φοβᾶται τόν ἄνδρα»; Σ᾽ αὐτό τό ἐρώτημα ἀπαντήσαμε με τό προηγούμενο κήρυγμά μας. Ἀλλά καί ἕνα ἄλλο δεύτερο σχετικό ἐρώτημα προβάλλει: Γιατί ἡ γυναίκα δέν μπορεῖ νά γίνει ἱερεύς ὅπως καί ὁ ἄνδρας, ἀφοῦ εἶναι ἰσότιμη μέ αὐτόν; Σ᾽ αὐτό τό ἐρώτημα θά ἀφιερώσω τό σημερινό μου κήρυγμα, ἀδελφοί, καί παρακαλῶ πολύ νά τό προσέξετε. Ἀπό τήν ἀρχή ὅμως σᾶς λέγω ὅτι τό θέμα αὐτό εἶναι βαθύ, χρειάζεται μελέτη πολλή καί ὁμολογῶ ὅτι δέν την ἔχω κάνει τήν μελέτη αὐτή. Μερικά μόνο, δυό-τρία πράγματα, θά πῶ στό σοβαρό αὐτό θέμα, πού τά θεωρῶ ἰσχυρά.
1. Τό πρῶτο ἐπιχείρημαστό γιατί ἡ γυναίκα δέν μπορεῖ νά γίνει ἱερεύς, το παίρνω ἀπό τήν παράδοση τῆς Ἐκκλησίας μας. Πουθενά, οὔτε στήν Ἁγία Γραφή οὔτε στά βιβλία τῶν ἁγίων Πατέρων ἤ στά ἱερά Συναξάρια, πουθενά, λέγω, δεν βλέπουμε τήν γυναίκα νά λειτουργεῖ ὡς ἱερέας. Μόνο στήν εἰδωλολατρία φαίνεται ἡ γυναίκα ὡς ἱέρεια.
2. Δεύτερο ἐπιχείρημα: Ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ πού σαρκώθηκε στήν Κοιλία τῆς Παναγίας μας, ὁ Ἀρχιερέας Χριστός, ἔλαβε ἀνδρώα φύση, γι᾽ αὐτό καί περιετμήθη. Μήν πεῖ ὅμως κανένας ὅτι σώθηκαν μόνο οἱ ἄνδρες καί ὄχι οἱ γυναῖκες,ἐπειδή ὁ Χριστός ἔλαβε φύση ἀνδρός. Ὄχι, γιατί ἡ ἀνδρώα φύση ἐκφράζει ὅλη τήν ἀνθρώπινη φύση. Θυμηθεῖτε αὐτό πού σᾶς ἔλεγα ἄλλοτε ὅτι τά δύο φύλα δημιουργήθηκαν στήν ἀρχή ἑνοποιημένα, μέ ἀνδρώα ὅμως φύση: Ὁ Ἀδάμ. Και ὅταν λοιπόν ὁ ἄνδρας ὡς ἱερεύς ὑπηρετεῖ τόν Θεό, τόν ἱερατεύει ὅλη ἡ ἀνθρώπινη φύση καί ὄχι ὁ ἄνδρας μόνο. Γι᾽ αὐτό πού σᾶς λέω, γιά τήν συμπερίληψη δηλαδή καί τῆς γυναικείας φύσεως στόν ἄνδρα, θά σᾶς ἀναφέρω ἕνα παράδειγμα ἀπό την Ἁγία Γραφή: Ὅταν ὁ Ἰωσήφ διηγήθηκε στόν πατέρα του τό θεϊκό ὄνειρο πού εἶδε, ὅτι τόν προσκυνοῦσαν ὁ ἥλιος, ἡ σελήνη καί οἱ ἕνδεκα ἀστέρες, ὁ πατέρας Ἰακώβ τό ἑρμήνευσε σωστά, ὅτι θά τόν προσκυνήσουν ὁ πατέρας του, ἡ μητέρα του καί τά ἕνδεκα ἀδέλφια του (βλ. Γεν. 37,10). Καί πραγματικά, ὅπως γνωρίζουμε ἀπό τήν ἱστορία τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, τόν Ἰωσήφ, πού ἔγινε ἀντιβασιλέας τῆς Αἰγύπτου, τόν προσκύνησαν τά ἀδέλφια του, ὁ πατέρας του, δέν τον προσκύνησε ὅμως ἡ μητέρα του, γιατί αὐτή εἶχε πεθάνει! Τί λοιπόν; Δέν ἐκπληρώθηκε ἀκριβῶς τό θεϊκό ὄνειρο; Καί βέβαια ἐκπληρώθηκε, λέγει ὁ ἱερός Χρυσόστομος! Γιατί ὁ ἄνδρας καί ἡ γυναίκα εἶναι ἕνα πράγμα στόν γάμο. Ἀφοῦ λοιπόν προσκύνησε τόν Ἰωσήφ ἡ κεφαλή, δηλαδή ὁ Ἰακώβ, τόν προσκύνησε καί τό ὑπόλοιπο σῶμα, δηλαδή ἡ γυναίκα του, ἡ μητέρα τοῦ Ἰωσήφ, ἡ Ραχήλ. «Ἐπεί οὖν κεφαλή τῆς γυναικός ὁ ἀνήρ, “καί ἔσονται, φησίν, οἱ δύο εἰς σάρκα μίαν”· τῆς κεφαλῆς προσκυνησάσης, δηλονότι καί τό σῶμα ἅπαν ταύτῃ εἵπετο».1 Ἄνδρας λοιπόν γίνεται ἱερεύς καί ἱερατεύει τόν Θεό, ἀλλά στόν ἄνδρα συμπεριλαμβάνεται καί ἡ γυναίκα. Ἡ δέ γυναίκα προσφέρει τά δῶρα στόν ἱερέα, γιά νά τά προσκομίσει αὐτός στόν Θεό. Ὥστε λοιπόν στήν προετοιμασία γιά τήν Θεία Λειτουργία περιλαμβάνεται καί ἡ εὐλαβής γυναίκα, ἡ ὁποία ζυμώνει τό πρόσφορο γιά νά το φέρει στόν ἱερέα.
3. Τρίτο ἐπιχείρημα: Ὁ ἱερεύς εἶναι ὁ ἀνώτερος ὅλων, εἶναι ἄρχοντας, γιατί ἡ ἱερωσύνη εἶναι πραγματικά ὑψηλοτέρα πάντων. Διοικεῖ λοιπόν ὁ ἱερεύς στην Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, ὡς μέτοχος στό ἀρχιερατικό, προφητικό καί βασιλικό ἀξίωμα τοῦ Χριστοῦ. Αὐτό ὅμως δέν μπορεῖ νά λεχθεῖ γιά τήν γυναίκα, ὡς ἱέρεια, γιατί ἡ γυναίκα εἶναι σέ ἐπιτίμιο νά κυριεύεται ἀπό τόν ἄνδρα καί ὄχι νά αὐθεντεύει αὐτοῦ (βλ. Γεν. 3,16. Α΄ Τιμ. 2,12). Καί μέσα στήν παραδείσια κατάσταση,πού τά δύο φύλα εἶναι ἰσότιμα, ἡ γυναίκα δέν πρέπει νά λησμονεῖ τό ἐπιτίμιό της, τό «πρός τόν ἄνδρα ἡ ἀποστροφή σου καί αὐτός σου κυριεύσει», γιατί στήν πραγματικότητα εἴμαστε στήν πτωτική κατάσταση. Γι᾽ αὐτό καί ὁ ἀπόστολος λέγει «ἡ δέ γυνή ἵνα φοβῆται τόν ἄνδρα», μέ τόν ἀντιθετικό σύνδεσμο «δέ». Δηλαδή: Ναί μέν ἡ γυναίκα εἶναι ἰσότιμη μέ τόν ἄνδρα, ναί μέν ἡ σχέση της μέ τόν ἄνδρα στόν γάμο εἶναι στενή καί ἱερή, ὅσο ἡ σχέση Χριστοῦ καί Ἐκκλησίας, ἀλλά δεν πρέπει αὐτή νά λησμονεῖ τήν ὑποταγή της σ᾽ αὐτόν. Ἡ γυναίκα, λοιπόν, λόγω τοῦ ἐπιτιμίου της, πού ἔλαβε κατά τήν πτώση, δέν μπορεῖ νά γίνει ἱερέας, γιατί δέν μπορεῖ νά ἄρχει στήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ.
4. Τέλος, λέγουμε ὅτι ἡ γυναίκα δέν μπορεῖ νά γίνει ἱερέας, γιατί κατά την φύση της ἐκφράζει περισσότερο τήν πτωτική κατάσταση. Ἔτσι διαβάζουμε στο Ἱερό Πηδάλιο ὅτι οἱ Πατέρες ἐμπόδισαν τήν γυναίκα νά εἰσέρχεται στό ἱερό βῆμα καί νά ὑπηρετεῖ στά Μυστήρια «διά τήν τῶν καταμηνίων κάκωσιν», γιά την μηνιαία ἀδιαθεσία της.2 Ἐχειροθετεῖτο δέ παλαιότερα ἡ γυναίκα διάκονος, ἡ διακονία της ὅμως δέν ἦταν, ὅπως τοῦ ἄνδρα διακόνου, μέσα στό ἱερό Βῆμα, ἀλλά ἔξω ἀπό αὐτό. Ἡ διάκονος γυναίκα βοηθοῦσε κατά τήν βάπτιση τῶν γυναικῶν ἤ σέ ἄλλες ὑπηρεσίες, πού ἦταν ἀνάρμοστο νά ὑπηρετεῖ ὁ ἄνδρας διάκονος, ἐκτός ὅμως τοῦ ἱεροῦ Βήματος.3
5. Ἄς μή ζητάει λοιπόν ἡ γυναίκα νά γίνει ἱερεύς, πράγμα πού δέν ἔγινε ποτέ στήν Ἐκκλησία μας. Ἄς μήν ξεχνάει ἡ γυναίκα ὅτι σάν μητέρα μπορεῖ νά κάνει τό παιδί της ἱερέα ἤ ὅτι καί ἡ ἴδια ἄν τό θέλει, μπορεῖ νά φορέσει τό τίμιο ράσο καί νά γίνει μοναχή. Μία τοιαύτη παρθένον, ἀφιερωμένη στόν Χριστό, ὁ ἱερός Χρυσόστομος, θαυμάζοντάς την, λέγει: «Ὤ τήν ἱέρειαν»!
1. Εἰς τήν Γένεσιν, ὁμιλία ΞΣΤ΄, εἰς ΑΑΠ 51,630D, σ. 177.
2. Βλ. Πηδάλιον, ἔκδοσις «Ἀστήρ», σ. 150 (ὑποσημείωση).
3. Παραθέτουμε μακρά σημείωση τοῦ ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου στόν ΙΘ΄ κανόνα τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου:
Σημείωσαι ὅτι ἡ Διάκονος, ἀγκαλά καί φαίνεται νά χειροτονῆται ὕστερα ἀπό τόν Πρεσβύτερον και Διάκονον, κατά τόν ιδ΄ τῆς στ΄ καί νά κάμνῃ λειτουργίαν, κατά τόν ιε΄ τῆς δ΄, κατά τάς Ἀποστολικάς ὅμως Διαταγάς δέν φαίνεται νά ἐπιτελῇ τήν ἐν τῷ βήματι τῶν θείων Μυστηρίων λειτουργίαν τοῦ ἄρρενος Διακόνου, ἀλλά τήν ἔξω τοῦ βήματος. Λέγουσι γάρ αὗται βιβλ. γ΄ κεφ. θ΄ «ἀνίσως εἰς τάς γυναῖκας δεν συγχωρήσωμεν νά διδάσκουσιν ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ (δι᾽ ὅτι γυναικί διδάσκειν οὐκ ἐπιτρέπω, λέγει ἰδίᾳ ὁ Παῦλος. α΄ Τιμοθ. κεφ. β΄) πῶς θέλει συγχωρήσῃ τινάς εἰς αὐτάς νά ἱερατεύουν; δι᾽ ὅτι τοῦτο εἶναι σφάλμα τῆς τῶν Ἑλλήνων ἀθεότητος νά χειροτονῶσιν ἱερείας εἰς τάς θηλυκάς των Θεάς, καί ὄχι τῆς τοῦ Χριστοῦ νομοθεσίας. Ἐχειροτονεῖτο λοιπόν ἡ Διάκονος αὕτη, πρῶτον μέν, (αὐτόθι κεφ. ιε΄ καί ιστ΄) διά τάς φωτιζομένας, ἤτοι βαπτιζομένας γυναῖκας, τάς ὁποίας, ἀφ᾽ οὗ ὁ μέν Ἐπίσκοπος ἄλειφε τήν κεφαλήν αὐτῶν μέ τό ἅγιον ἔλαιον, ὁ δέ Διάκονος μόνον τό μέτωπον, ἔπερνεν ἐκείνη καί ἄλειφεν ὅλο το σῶμά των, μέ τό νά μή ἦτο πρέπον νά βλέπεται ἀπό τούς ἄνδρας σῶμα γυμνόν γυναικός. Δεύτερον δε διά τάς ἄλλας ὑπηρεσίας τῶν γυναικῶν. Διότι εἰς τά ὀσπήτια ἐκεῖνα ὁποῦ ἐσυγκατοίκουν γυναῖκες με ἄνδρας ἀπίστους, εἰς τά ὁποῖα δέν ἦτο σεμνόν νά πέμπεται ἄνδρας Διάκονος διά τάς πονηράς ὑποψίας, ἡ Διάκονος γυναῖκα ἐπέμπετο, κατά τό ιε΄ κεφ. τοῦ γ΄ βιβλ. ἐφύλαττεν εἰς τάς θύρας τῆς Ἐκκλησίας διά νά μή ἔμβῃ κᾀμμία κατηχουμένη καί ἄπιστος. (Βιβλ. β΄ κεφ. ιζ΄) ἐξέταζε τάς γυναῖκας ἐκείνας, ὁποῦ μέ συστατικά γράμματα ἤρχοντο ἀπό μίαν πόλιν εἰς ἄλλην, ἄν ᾖναι μεμολυσμέναις ἀπό καμμίαν αἵρεσιν· ἄν ᾖναι ὕπανδρες ἤ χῆραι, καί μετά τήν ἐξέτασιν ἔκαμνε τόπον εἰς τήν ἐκκλησίαν νά σταθῇ ἡ κάθε μία κατά τήν τύχην καί στάσιν της (βιβλ. γ΄ κεφ. ιδ΄ καί ιθ΄) ἐχρειάζετο ἀκόμη ἡ Διάκονος εἰς τό νά ὑπηρετῇ τάς χήρας ἐκείνας ὁποῦ ἦσαν γραμμέναις εἰς τόν κατάλογον τῆς ἐκκλησίας, προσφέρουσα εἰς αὐτάς τάς παρά τῶν χριστιανῶν διδομένας ἐλεημοσύνας, καί πρός ἄλλας ἀκόμη ὑπηρεσίας ἦτον χρησιμεύουσα». Περισσότερον δέ ἀπό ὅλα ἐχειροτονεῖτο κατά τό η΄ βιβλ. κεφ. κ΄ καί κεφ. κη΄ διά να φυλάττῃ τάς ἁγίας πύλας, καί νά ὑπηρετῇ τούς Πρεσβυτέρους ὅταν ἐβάπτιζαν τάς γυναῖκας διά τό σεμνόν, καί εὐπρεπές, ἐν οἷς καί γέγραπται ὅτι «Διακόνισσα οὐκ εὐλογεῖ οὐδέ ποιεῖ τι ἀπό ἐκεῖνα ὁποῦ κάμνουν οἱ Πρεσβύτεροι καί Διάκονοι. Λέγει δέ περί αὐτῶν καί ὁ Ἐπιφάνιος αἱρεσ. οθ΄ ὅτι το ἐκκλησιαστικόν τάγμα ἄχρι μόνον Διακονισσῶν ἐχρειάσθη τάς γυναῖκας, Χήρας τε ὠνόμασε, καί τάς γηραιοτέρας ἀπό αὐτάς ὠνόμασε Πρεσβύτιδας, πρεσβυτερίδας ὅμως ἤ ἱερίσσας εἰς κανένα μέρος δεν ἐπρόσταξε νά γίνωνται. Διότι οὔτε οἱ Διάκονοι ἐν τῇ ἐκκλησιαστικῇ τάξει ἐπιστεύθησαν νά ἐπιτελῶσι μυστήριόν τι, ἀλλά μόνον διακονῶσιν εἰς τά παρά τῶν ἱερέων τελούμενα. Καί πάλιν, ὅτι μέν Διακονισσῶν τό τάγμα εἶναι εἰς τήν ἐκκλησίαν, ὄχι διά νά ἱερατεύῃ, οὐδέ διά νά ἐπιχειρῇ νά συγχωρῇ τι, ἀλλά διά τήν σεμνότητα τοῦ γένους τῶν γυναικῶν, ἤ διά τήν ὥραν ὁποῦ βαπτίζονται θετέον, ἤ διά ἐπίσκεψιν πάθους, ἤ πόνου, ἤ διά νά θεωρῆται μόνο ἀπό αὐτήν ὅταν γυμνωθῇ σῶμα γυναικός, ἐν καιρῷ ἀνάγκης, και ὄχι ἀπό τούς ἱερουργοῦντας ἄνδρας. Εἰ δέ καί ὁ Βαλσαμών λέγει εἰς τήν λε΄ ἐρώτησιν Μάρκου τοῦ Ἀλεξανδρ. ὅτι αἱ Διακόνισσαι εἶχον βαθμόν ἐν τῷ βήματι, ἡ δέ τῶν ἐμμήνων κάκωσις ἀπεξένωσε τον βαθμόν αὐτῶν καί τήν ὑπηρεσίαν ἀπό τό βῆμα, ὅμως αὐτός πάλιν ἐν τῇ αὐτῇ ἐρωτήσει λέγει ὅτι ἐν τῇ Κωνσταντινουπόλει προχειρίζονται Διακόνισσαι μηδεμίαν μέν μετουσίαν, ἤ μετοχήν ἔχουσαι ἐν τῷ βήματι, ἐκκλησιάζουσαι δέ τά πολλά, καί τάς γυναῖκας ἐκκλησιαστικῶς διορθούμεναι. Λέγει δέ καί ὁ Κλήμης Ἀλεξανδρ. στρωματ. βιβλ. γ΄ ὅτι οἱ Ἀπόστολοι, εἶχον μαζύ τους εἰς τό κήρυγμα γυναῖκας ὡς ἀδελφάς, καί συνδιακόνους διά τάς ἐν τῷ οἴκῳ καθημένας γυναῖκας, διά μέσου τῶν ὁποίων, εἰσήρχετο ἡ τοῦ Κυρίου διδασκαλία μέσα εἰς τόν θάλαμον, καί ἰδιαίτερον οἶκον τῶν γυναικῶν. Εὕρηται δέ ἔντισι βιβλίοις, ὅτι ἡ χειροθεσία τῆς Διακόνου ἦτο, νά κλίνῃ τήν κεφαλήν της, καί ὁ Ἀρχιερεύς θέτωντας ἐπάνω εἰς αὐτήν τήν χεῖρά του, νά κάμνῃ τρεῖς σταυρούς, καί νά τῆς ἐπεύχεται εὐχάς τινας. Περί τῶν Διακονισσῶν γράφει ὁ Παῦλος α΄ Τιμοθέου: » γυναῖκας ὡσαύτως σεμνάς, μή διαβόλους, νηφαλίους, πιστάς ἐν πᾶσι. « Σημείωσαι ὅτι ἀγκαλά καί αἱ διακόνισσαι ἦσαν ἄλλαι ἀπό τάς χήρας, καί ἀπό τάς Πρεσβύτιδας, μ᾽ ὅλον τοῦτο καί ἀπό τό τάγμα τῶν εἰς τήν ἐκκλησίαν κατειλεγμένων χηρῶν ἐχειροτονοῦντο διακόνισσαι· ἀνάγνωθι καί τήν β΄ ὑποσημείωσιν τοῦ μ΄, τῆς ς΄ καί τήν τοῦ ια΄ τῆς ἐν Λαοδικείᾳ. Εἰ δε τις φιλομαθής ἀγαπᾷ νά ἠξεύρῃ τόν τρόπον τῆς χειροτονίας τῶν τοιούτων διακονισσῶν ἄς μάθῃ τοῦτον παρά τοῦ Βλαστάρεως πλατύτερον. Λέγει γάρ οὗτος ὅτι εἰς παλαιά βιβλία εὑρέθη γεγραμμένον πῶς αὐταί ὅταν ἐχειροτονοῦντο ἦσαν χρόνων τεσσαράκοντα, καί σχῆμα εἶχον μοναχικόν τέλειον (ἤτοι τοῦ μεγαλοσχήμου) καί ὅτι ἐκαλύπτοντο μέ μαφόριον, ἔχουσαι τά ἄκρα του κρεμάμενα ἔμπροσθεν. Ὅτι ὅταν ὁ Ἀρχιερεύς, ἔλεγεν ἐπ᾽ αὐταῖς, τό Ἡ Θεία χάρις, δέν ἔκκλινον τό γόνυ, ὡς οἱ Διάκονοι, ἀλλά μόνην την κεφαλήν. Ἔπειτα ὁ Ἀρχιερεύς ἔβανεν εἰς τόν τράχηλον αὐτῶν ὑπό τό μαφόριον, τό Ὀράριον τοῦ Διακόνου, φέρων εἰς τόν ἔμπροσθεν τά δύο ἄκρα τοῦ Ὀραρίου. Δέν ἐσυγχώρει ὅμως εἰς αὐτάς νά ὑπηρετοῦν εἰς τά Μυστήρια, ἤ ριπίδιον νά βαστοῦν, ὡς οἱ Διάκονοι, ἀλλά μόνον νά κοινωνοῦν ὕστερα ἀπό τούς Διακόνους, καί ἀφ᾽ οὗ ἤθελε κοινωνήσῃ τούς ἄλλους ὁ Ἀρχιερεύς, νά πέρνουν τό ποτήριον ἀπό τάς χεῖράς του, και νά τό βάλλουν ἐπάνω εἰς τήν ἁγίαν τράπεζαν, χωρίς νά κοινωνήσουν τινά· ἐπιφέρει δέ ὁ Βλάσταρις ἀφ᾽ ἑαυτοῦ, ὅτι ἐμποδίσθησαν αὐταί ὕστερον ἀπό τούς Πατέρας, οὔτε εἰς τό βῆμα νά ἐμβαίνουν, οὔτε τάς τοιαύτας ὑπηρεσίας νά ἐπιτελοῦν, διά τήν τῶν καταμηνίων κάκωσιν, ὡς εἶπεν ἀνωτέρω καί ὁ Βαλσαμών.
Μέ πολλές εὐχές,
† Ὁ Μητροπολίτης Γόρτυνος καί Μεγαλοπόλεως Ἰερεμίας.