Αποστολικό Ανάγνωσμα: Ρωμ. ιε΄ 1-7
ΔΕΙΓΜΑΤΑ ΤΗΣ «ΕΝ ΧΡΙΣΤῼ» ΖΩΗΣ
Ἡ Ἐκκλησία ἀποτελεῖ τό σῶμα τοῦ Χριστοῦ. Μέσα σ’ αὐτήν καί μέ τήν βοήθειά της πραγματοποιοῦμε τήν ἐν Χριστῷ ζωή μας. Εἴμαστε μία κοινωνία ἀνθρώπων πού ἔχει πιστέψει στόν Χριστό καί προσπαθοῦμε νά ζήσουμε τήν ζωή τοῦ Χριστοῦ. Σήμερα ὁ ἀπόστολος Παῦλος μᾶς δείχνει μερικά χαρακτηριστικά τῆς «ἐν Χριστῷ» κοινωνίας. Πῶς δηλαδή ὀφείλουν νά ζοῦν οἱ Χριστιανοί μέσα στήν κοινωνία τοῦ Χριστοῦ.
1) Πρῶτο χαρακτηριστικό εἶναι ἡ ἀνεκτικότητακαί ἡ βοήθεια «τῶν δυνατῶν» πρός τούς ἀδυνάτους. «Ὀφείλουμε ἐμεῖς οἱ δυνατοί νά σηκώσουμε τά ἀσθενήματα τῶν ἀδυνάτων».
Ὁ λόγος αὐτός ἔχει διπλή ἐφαρμογή. Οἱ ἀδελφοί μας ἔχουν ὑλικές καί πνευματικές ἀδυναμίες καί ἀνάγκες. Ὀφείλουμε λοιπόν καί τίς δύο κατηγορίες τῶν ἀναγκῶν τους νά τίς θεραπεύσουμε. Πρῶτα-πρῶτα ἀνεχόμαστε τίς ἀτέλειές τους. Ὁ καθένας μας δέν εἶναι τέλειος, ἄρα ὀφείλουμε νά συγχωροῦμε καθετί πού προέρχεται ἀπό τόν συνάνθρωπό μας. Μετά τήν ἀνοχή ἔρχεται ἡ βοήθεια. Πρέπει νά τούς συμπαραστεκόμαστε στόν ἀγῶνα τους γιά τήν διόρθωσή τους.
Δέν πρέπει νά τούς ἐξουθενώσουμε ἀλλά νά συμπράττουμε στήν ἀνόρθωσή τους. Εἶπα ὅμως ὅτι ὁ λόγος τοῦ Ἀποστόλου ἔχει διπλή ἀναφορά καί ἀναφέρεται ἑπομένως καί σέ ὑλικές ἀδυναμίες καί ἀνάγκες. Καί σ’ αὐτές «οἱ δυνατοί» ὀφείλουν νά συμπαραστέκονται στούς κοινωνικά καί οἰκονομικά ἀδυνάτους καί ἀσθενεῖς. Ἀλλοῦ ὁ λόγος τοῦ Ἀποστόλου γίνεται σαφέστερος, ὅταν τονίζει ὅτι τό περίσσευμα τῶν πλουσίων πρέπει νά διατίθεται γιά νά ἀναπληρωθεῖ τό ὑστέρημα τῶν πτωχῶν καί νά γίνει ἰσότητα. Ἡ ἰσότητα στήν Ἐκκλησία δέν πραγματοποιεῖται μέ τήν ἰσοπέδωση, τήν μαζοποίηση, τήν ἀποπροσωποποίηση τῶν ἀνθρώπων κατά τήν ἀνεδαφική τακτική ποικίλων μορφῶν καί ἀποκλίσεων ὁλοκληρωτισμῶν. Πραγματοποιεῖται μέ τήν ἐλεύθερη ὑποταγή τῶν ἰσχυρῶν στόν νόμο τῆς ἀγάπης. Χάρις στήν ἀγάπη ἡ ἀνισότητα δημιουργεῖ ὅπως στήν φύση ἔτσι καί στήν κοινωνία τήν ἁρμονία καί διασφαλίζει τήν ἰσορροπία. Γιατί κάνει τούς δυνατούς νά θέτουν τό «περίσσευμά τους» τό πνευματικό, τό ἠθικό, τό ὑλικό στό «ὑστέρημα » τῶν ἀδυνάτων.
2) Δεύτερο χαρακτηριστικό τῆς κοινωνίας τῶν πιστῶν εἶναι ὅτι ἐπιδιώκουν νά γίνονται ἀρεστοί στούς ἄλλους. Ὅπως ὁ Χριστός δέν ἐζήτησε νά ἀρέσει στόν ἑαυτό Του καί παρεδόθη γιά νά πάθει γιά τήν σωτηρία μας ἔτσι καί ὁ Χριστιανός δέν πρέπει νά ἀναζητεῖ νά ἱκανοποιήσει ὅ, τι τοῦ ἀρέσει ἀλλά πρωτίστως ὀφείλει νά ἐνδιαφέρεται νά πράττει ὅ, τι ἀρέσει στούς ἄλλους. Εἶναι αὐτό πού ἀλλοῦ λέγει ὁ Παῦλος «μηδείς τά ἑαυτοῦ ζητείτω, ἀλλά τό τοῦ ἑτέρου ἕκαστος» (Α΄ Κορ. ι΄ 24).
Ἡ προσπάθεια δηλαδή νά μήν βλαβεῖ καί σκανδαλισθεῖ ἀπό τήν στάση καί συμπεριφορά μας ὁ ἀδελφός μας, ἀλλά νά οἰκοδομηθεῖ καί νά ὠφεληθεῖ πνευματικά. Γι’ αὐτό καί προσθέτει «εἰς τό ἀγαθόν πρός οἰκοδομήν». Μέσα στήν κοινωνία τῶν πιστῶν μέ τόν τρόπο αὐτό ἀποκλείεται κάθε ἁμαρτωλή αὐταρέσκεια. Ὁ πιστός κάνει ὅ, τι εἶναι ἀγαθό καί στόν κατάλληλο καιρό καί μέ τόν κατάλληλο τρόπο γιά νά οἰκοδομεῖται ὁ ἀδελφός.
3) Καί τρίτο βασικό κοινό γνώρισμα τῶν πιστῶν εἶναι τό «κοινό φρόνημα». Ἡ συμφωνία τοῦ φρονήματος τῶν διαθέσεων καί πεποιθήσεων. Ὅλοι οἱ πιστοί πρέπει νά συμφωνοῦν καί νά ἀποδέχονται ἀπό κοινοῦ τό φρόνημα τοῦ Χριστοῦ. Νά ἀγωνίζονται νά προσπαθοῦν νά πραγματοποιήσουν αὐτό πού ἀρέσει στό Χριστό. Μέσα στήν ἐκκλησιαστική κοινότητα μας ὁ καθένας δέν ἐπιτρέπεται νά σκέφτεται διαφορετικά ἀπό τούς ἄλλους. Ὅλοι μαζί ζοῦμε τήν ἑνότητα τῆς πίστεως, ἡ ὁποία ἐξασφαλίζεται μέ τήν ταυτότητα τοῦ φρονήματος. Ἡ Ἐκκλησία στηρίζεται στό θέλημα τοῦ Θεοῦ καί μόνο αὐτό ὑπηρετεῖ καί ἐπιδιώκει νά μεταδώσει στούς ἀνθρώπους.
Πόσο διαφορετικά θά ἦταν τά πράγματα καί πόσο ἡ ἀνθρώπινη κοινωνία μας, θά παρουσίαζε μία ἄλλη ὄψη, τήν ὄψη τῆς θείας κοινωνίας ἄν ὅλοι μας εἴχαμε τόν ζῆλο καί τήν πρόθεση νά ὑλοποιήσουμε αὐτήν τήν ἐν «Χριστῷ» κοινωνία.
Ὁ Ἀπόστολος σήμερα μᾶς ἔδειξε μερικά χαρακτηριστικά της. Ἀπό μᾶς ἐξαρτᾶται νά θελήσουμε νά πραγματοποιήσουμε τήν νέα καί θεία κοινωνία πού ἔφερε μέ τήν σάρκωση Του ὁ Χριστός καί ζωογονεῖται ἀδιάκοπα ἀπό τό Ἅγιο Πνεῦμα.