Η Θεοτόκος
Αν μπορούμε συμβολικά να παρομοιάσουμε το πνευματικό φως των αγίων της Εκκλησίας με το φως των άστρων στον ουρανό, τότε το φως της σελήνης, που είναι κατά πολύ λαμπρότερο, προσιδιάζει περισσότερο προς το φως της Θεοτόκου και το φως του ηλίου, που κανείς δεν μπορεί λόγω λάμψεως να ατενίσει, με το φως του νοητού ηλίου της δικαιοσύνης, δηλαδή του Χριστού. Και όπως η σελήνη αντλεί από το φως του ηλίου, έτσι και η Θεοτόκος είναι Παν-αγία (σε σχέση με τους ανθρώπους) διότι ενώθηκε απ’ αυτή τη ζωή όχι μόνο αγιοπνευματικά, αλλά και οργανικά-βιολογικά με τη χάρη του Θεού, αφού έφερε άλλωστε στα σπλάχνα της για εννέα μήνες, γαλούχησε και ανέθρεψε τον ίδιο τον Υιό του Θεού ως άνθρωπο. Πολύ εύστοχα ο αρχάγγελος Γαβριήλ την ονομάζει «κεχαριτωμένη» (Λουκ. 1,28), αλλά και ο μεγάλος Θεολόγος της Πρώτης Εκκλησίας, Ιωάννης, λέγει παραστατικότατα γι’ αυτήν ότι πρόκειται για απολύτως «θαυμαστό σημάδι στον ουρανό», ενώ την βλέπει «ντυμένη τον ήλιο, με το φεγγάρι κάτω από τα πόδια της, και στο κεφάλι της στεφάνι με δώδεκα αστέρια» (Αποκ. 12,1).
Ο ιερός Πρόκλος Κωνσταντινουπόλεως αρνείται πως υπάρχει μεγαλύτερο θαύμα σ’ όλο το σύμπαν από την Θεοτόκο, ενώ ο πολύς Νικόλαος Καβάσιλας γράφει ότι μόνο η Παρθένος αξιώθηκε να δει κατάματα τη Θεότητα (βλ. Νικολάου Νευράκη, «Ο Χριστός και ο καινούριος κόσμος του Θεού», Αθ. 1989). Ακόμη: (α) η Λειτουργική εκκλησιαστική ζωή είναι γεμάτη από ευσεβείς προσφωνήσεις, επικλήσεις, ύμνους, ακολουθίες και εορτασμούς προς τιμήν της Θεοτόκου, που κορυφώνονται στις Θεομητορικές γιορτές, (β) πολλές από τις Φωτοφάνειες της Παλαιάς Διαθήκης συμβολίζουν το μυστήριο του τόκου της Παρθένου (Κλίμαξ του Ιακώβ που ένωσε Ουρανό και γη, νεφέλη φωτεινή, άφλεκτος βάτος κ.α.) (γ) ο ελληνικός λαός αγαπάει βαθύτατα την Παναγία και της αποδίδει επτακόσιες περίπου επωνυμίες (Ελευθερώτρια, Μεγαλόχαρη, Γλυκοφιλούσα, Εκατονταπυλιανή, Ελεούσα κ.λπ.), (δ) έχουν ανεγερθεί σ’ όλη την χριστιανοσύνη χιλιάδες ναοί στο όνομά της, αφού εξάλλου κατέχει η Παναγία τη δεύτερη θέση σε τιμή και αγιότητα στον Ουρανό μετά την Αγία Τριάδα και (ε) «άπειρο» είναι το πλήθος των εικόνων που έχουν φιλοτεχνηθεί και εκφράζουν αγάπη και σεβασμό προς το πρόσωπό της. Εν τούτοις και στην Θεοτόκο αποδίδουμε τιμητική προσκύνηση (όπως και σε όλους τους αγίους) και όχι λατρεία, που αρμόζει μόνο στον Τριαδικό Θεό, τον Ιησού Χριστό ως Θεάνθρωπο και στην Θεία Ευχαριστία. Ακόμη, η γνωστή Παρακλητική προσευχή «Υπεραγία Θεοτόκε, σώσον ημάς» σημαίνει για την Ορθόδοξη Εκκλησία ό,τι και η Λειτουργική ευχή «Ταις πρεσβείαις της Θεοτόκου, Σώτερ, σώσον ημάς», διότι η Παναγία δεν σώζει από μόνη της, αλλά με τη χάρη και τη δύναμη του Υιού της. Ολόκληρη φυσικά η Θεία Λειτουργία προσφέρεται εξαιρετικά προς τιμήν της Θεοτόκου, αφού είναι η Κυρία των αγίων και των αγγέλων του Ουρανού.
Την μητέρα του Κυρίου οι Γ΄, Δ΄, Ε΄ και ΣΤ΄ Οικουμενικές Σύνοδοι ονομάζουν ΟΝΤΩΣ ΘΕΟΤΟΚΟΝ (και όχι εσφαλμένως ‘Χριστοτόκο’, όπως δίδασκε ο αιρετικός Νεστόριος, πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως), ενώ οι εκκλησιαστικοί Πατέρες τονίζουν ότι εκτός σωτηρίας είναι εκείνος που αρνείται το μυστήριο της εκ Παρθένου γέννησης του Θεανθρώπου. Ήδη από τον α' αιώνα, η Εκκλησία πίστευε πράγματι στην εκ Παρθένου, εκ Πνεύματος Αγίου, υπερφυή σύλληψη του Χριστού, και αυτό πιστοποιείται από τις αρχαϊκές περί αυτού παραδόσεις των ευαγγελιστών Ματθαίου: «Ιωσήφ, υιέ Δαυίδ, μη φοβηθείς να παραλάβεις τη Μαριάμ τη γυναίκα σου (κατά το νόμο) γιατί το παιδί που γεννήθηκε από αυτήν ΠΡΟΕΡΧΕΤΑΙ ΑΠΟ ΤΟ ΠΝΕΥΜΑ ΤΟ ΑΓΙΟ» (1,20) και Λουκά: «Πνεύμα Άγιον θα κατασκηνώσει σε σένα και η δύναμη του Υψίστου θα σε επισκιάσει, γι’ αυτό και το γεννημένο άγιον θα ονομασθεί ΥΙΟΣ ΤΟΥ ΘΕΟΥ» (1,35). Ο σπουδαίος προφήτης Ησαΐας προέβλεψε άλλωστε, χάριτι Θεού, την γέννηση του Θεανθρώπου από την Παναγία, και μάλιστα 800 χρόνια προ Χριστού, όταν λέγει: «Ιδού, η Παρθένος θα συλλάβει και θα γεννήσει υιόν και θα καλέσουν το όνομά Του Εμμανουήλ», ήτοι ο Θεός μεθ’ ημών (Ησ. 7,14).
Κάποιοι ισχυρίστηκαν ότι αφού ο ίδιος ο Ιησούς δεν αναφέρθηκε ποτέ στην παρθενική Του γέννηση, άρα δεν ισχύει κάτι τέτοιο. O Χριστός ήταν όμως πολύ φειδωλός στο να αποκαλύπτει τη μεσσιακή ιδιότητά Του, δεδομένου ότι απλές αναφορές του στην ενότητά Του με τον Πατέρα και στην προαιώνια ύπαρξή Του ως Θεού (Ιω. 5,18)/ Ιω. 10,30/ Ιω. 8,58), είχε σαν αποτέλεσμα να προσπαθήσουν μερικές φορές οι ακροατές Του Ιουδαίοι να τον λιθοβολήσουν (π.χ. Ιω. 8,59). Το ίδιο θα συνέβαινε αν μιλούσε για τον υπερφυσικό τρόπο σύλληψής Του, που ενδιέφερε εκείνους μόνο που είχαν ήδη πιστέψει στην θεότητά Του, αφού δεν ήταν φυσικά διδασκαλία που η Πρώτη Εκκλησία μετέδιδε εξ αρχής στους νεο-κατηχούμενους χριστιανούς. Στον εθνικό κόσμο και σε εξωχριστιανικές πηγές αναφέρονται βέβαια γεννήσεις από παρθένες και θεές, πλην όμως δεν υπάρχει ούτε καν σαν ιδέα η γέννηση από παρθένο, που να παραμένει παρθένος. Και όχι μόνο αυτό: Στους αρχαίους Έλληνες και Ρωμαίους παρουσιάζονται οι θεοί να βιάζουν, να κακοποιούν και να σοφίζονται χίλιες δύο πονηριές για να διαφθείρουν παρθένες κόρες. Επίσης, (α) η μυθική περιγραφή της γέννησης του Βούδα με παρόμοιο τρόπο έχει δεχθεί χριστιανικές επιδράσεις γιατί είναι μεταγενέστερη, (β) στους Βαβυλωνιακούς μύθους, στους οποίους προσπάθησαν μερικοί να στηριχτούν, αποδείχθηκε ότι δεν φαίνεται πουθενά να ισχύει γέννηση εκ παρθένου και (γ) δεν ανευρίσκονται ούτε Ιουδαϊκές επιδράσεις στο ασύλληπτο ανθρωπίνως και εκ Πνεύματος Αγίου γεγονός της θείας Ενανθρώπησης, δεδομένου ότι οι Ιουδαίοι δεν τιμούσαν ιδιαίτερα την παρθενία, αλλά είχαν περί πολλού το γάμο και την τεκνοποιία (βλ. Παν. Ν. Τρεμπέλα, «Απολογητικαί Μελέται Ε΄», εκδ. ‘Ο Σωτήρ’, Αθ. 1994).
Είναι γεγονός ότι αρκετοί κύκλοι ετεροδόξων δεν τιμούν ιδιαιτέρως την Παρθένο Μαρία, αν και είναι γραμμένο το «Ιδού, ΑΠΟ ΤΩΡΑ ΘΑ ΜΕ ΜΑΚΑΡΙΖΟΥΝ ΟΛΕΣ ΟΙ ΓΕΝΙΕΣ ΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΩΝ» (Λουκ. 1,48), και πάλι ο Γαβριήλ την προσφωνεί ως «ΠΛΕΟΝ ΕΥΛΟΓΗΜΕΝΗ ανάμεσα στις γυναίκες» (Λουκ. 1,28). Ακραίες προτεσταντικές οργανώσεις (λ.χ. οι Μάρτυρες του Ιεχωβά) ουδέποτε την ονομάζουν Θεοτόκο, διότι αρνούνται ότι ο Χριστός είναι ο Θεός. Η Ελισάβετ, όμως, μόλις η Παναγία την επισκέφθηκε, φωτισθείσα από το Άγιο Πνεύμα τής είπε: «Και πως συνέβη τούτο, να έλθει Η ΜΗΤΕΡΑ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ ΜΟΥ ΠΡΟΣ ΕΜΕΝΑ;» (Λουκ. 1,43). Την ονομάζει η Ελισάβετ μητέρα του Κυρίου, δηλαδή του Θεού και άρα είναι ΘΕΟΤΟΚΟΣ. Στα σπλάχνα επομένως της Παναγίας, αρρήτως πλην αληθώς, ενώθηκε -αρμονικά, ασύγχυτα, αδιαίρετα και άτρεπτα- Θεός και άνθρωπος στο πρόσωπο του Χριστού, γέννησε ως άνθρωπο τον ίδιο τον Υιόν του Θεού, και γι’ αυτό της αρμόζει πέρα ως πέρα ο τίτλος "Θεοτόκος". Για την Ορθόδοξη Εκκλησία εξάλλου η Παναγία ήταν παρθένος πριν, κατά και μετά τη γέννα της, την ονομάζει δηλαδή και την ευλαβείται ΩΣ ΑΕΙΠΑΡΘΕΝΟ. Κύριλλος ο Αλεξανδρείας διδάσκει ότι δικαίως η Παναγία καί Θεοτόκος καί Παρθενομήτωρ αποκαλείται στην Εκκλησία. Διαχρονική έμεινε στη Δύση η διατύπωση του ιερού Αυγουστίνου ότι «Παρθένος συνέλαβε, Παρθένος έτεκε, Παρθένος έμεινε» (βλ. Π. Τρεμπέλα, «Δογματική», τ. β΄, κεφ. 12, εκδ. Ο Σωτήρ, Αθ. 1979). Η παρθένος Μαρία ονομάζεται εξάλλου από τον Ιεζεκιήλ «ανατολική πύλη του ναού… που θα μείνει κλειστή, ΚΑΝΕΙΣ ΔΕΝ ΘΑ ΔΙΕΛΘΕΙ ΔΙ’ ΑΥΤΗΣ, διότι Κύριος ο Θεός του Ισραήλ θα διέλθει δι’ αυτής ΚΑΙ ΘΑ ΜΕΙΝΕΙ ΚΛΕΙΣΤΗ» (44, 1-3).
Σύγχρονοι προτεσταντικοί κύκλοι υποβιβάζουν την ευσέβεια, αγιότητα και τιμή προς τη Θεοτόκο. Αυτοί κάνουν χρήση του σημείου, όπου ο ευαγγελιστής Ματθαίος λέγει πως ο Ιωσήφ «δεν είχε καμία σχέση μαζί της, ΜΕΧΡΙΣ ΟΤΟΥ γέννησε τον γιο της ΤΟΝ ΠΡΩΤΟΤΟΚΟ» (1,25). Άρα, ισχυρίζονται, μετά τη γέννηση του Χριστού η Μαρία και ο Ιωσήφ ζούσαν σαν κανονικό ανδρόγυνο. Στην πραγματικότητα όμως η σημασία στην Αγία Γραφή του «έως ου» (μέχρι ότου) είναι εντελώς διαφορετική. Δεικνύει μια αμετάβλητη κατάσταση, που δεν μεταβάλλεται μετά το περιγραφόμενο γεγονός. Δεν σημαίνει δηλαδή το "μετά", αλλά μια ΠΑΓΙΩΜΕΝΗ ΤΩΡΙΝΗ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ. Μερικά παραδείγματα θα διευκρινίσουν τα λεγόμενά μας: (α) Στο Β' Βασιλειών 6,22 αναφέρεται: «Και η Μιχάλ, η κόρη του Σαούλ, δεν γέννησε παιδί, ΜΕΧΡΙΣ ΟΤΟΥ πέθανε». Φυσικά δεν γέννησε ούτε και μετά το θάνατό της, (β) Στο Ματθ. 28,20, ο Κύριος υπόσχεται: «Ιδού, εγώ είμαι μαζί σας όλες τις ημέρες ΕΩΣ ΟΤΟΥ τελειώσει ο κόσμος». Εννοείται ότι και μετά ο Χριστός θα είναι με τους δικούς Του, στη Βασιλεία των Ουρανών, και στο Ιω. 9,18, μετά το θαύμα της θεραπείας τού εκ γενετής τυφλού από τον Θεάνθρωπο, λέγεται πως «οι Ιουδαίοι δεν ήθελαν να πιστέψουν ότι ήτανε τυφλός και απέκτησε το φως του, ΕΩΣ ΟΤΟΥ φώναξαν τους γονείς του αναβλέψαντος». Ασφαλώς, ακόμη και μετά τη διαβεβαίωση από τους γονείς του ότι γεννήθηκε τυφλός, και πάλι δεν επίστευσαν στο καταφανέστατο θαύμα, όπως συνεχίζει παρακάτω να διηγείται το αγιογραφικό κείμενο.
Αλλά και με τη λέξη «ΠΡΩΤΟΤΟΚΟΣ» ο ευαγγελιστής Ματθαίος δεν ισχυρίζεται φυσικά ότι προέκυψαν και άλλα παιδιά στη συνέχεια από την Παρθένο και τον Ιωσήφ, παρά μόνο ότι ο Χριστός ήταν το πρώτο παιδί της Θεοτόκου. Πράγματι, πρωτότοκος ονομαζόταν το πρώτο παιδί που γεννιόταν σε κάθε σπιτικό, που άνοιγε μήτρα, ΑΚΟΜΗ ΚΙ ΑΝ ΔΕΝ ΕΙΧΕ ΤΗΝ ΕΥΛΟΓΙΑ ΤΟ ΖΕΥΓΑΡΙ ΝΑ ΓΕΝΝΗΣΕΙ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ ΤΕΚΝΑ (βλ. Εξόδου 2,12-13/ 34,19 κ.ε.). Άλλωστε, μετά τη γέννηση του θείου βρέφους, ποτέ δεν ονομάζεται ο Ιωσήφ πατέρας του παιδιού ή σύζυγος της Μαρίας, αλλά πάντοτε ΚΑΙ ΜΟΝΟ Η ΘΕΟΤΟΚΟΣ ΟΝΟΜΑΖΕΤΑΙ «ΜΗΤΕΡΑ ΤΟΥ ΠΑΙΔΙΟΥ», διότι ο Πατέρας του Ιησού Χριστού είναι ο Θεός Πατήρ και η σύλληψή Του έγινε εκ Πνεύματος Αγίου: Λ.χ. «Ο άγγελος του Κυρίου λέγει στον Ιωσήφ: Σήκω, ΠΑΡΕ ΤΟ ΠΑΙΔΙ ΚΑΙ ΤΗ ΜΗΤΕΡΑ ΤΟΥ και φύγε στην Αίγυπτο» (Ματθ. 2,13) και δεν του λέει: ‘σήκω, πάρε τη γυναίκα και το παιδί σου’. Και πάλι «Μετά το θάνατο του Ηρώδη, άγγελος Κυρίου εμφανίζεται σε όνειρο στον Ιωσήφ, όταν ήταν στην Αίγυπτο, και του λέγει: Σήκω, πάρε το παιδί και τη μητέρα του και πήγαινε στη γη Ισραήλ, διότι έχουν πεθάνει εκείνοι, που ζητούσαν τη ζωή του παιδιού. Αυτός δε όταν σηκώθηκε πήρε το παιδί και τη μητέρα του και ήλθε στη γη του Ισραήλ» (Ματθ. 2,19-21). Επιπλέον, αν είχε κι άλλα παιδιά η Παναγία, γιατί ο Χριστός, λίγο πριν ξεψυχήσει στο Σταυρό, ανέθεσε την προστασία της μητέρας Του στον ευαγγελιστή Ιωάννη (29,26) και όχι στην πολυπληθή οικογένειά του (σύμφωνα με τα ισχύοντα έθιμα), αφού τουλάχιστον ο Ιάκωβος και ο Ιούδας ήσαν ευλαβείς και πιστοί Ιουδαίοι; Συχνά στην Α.Γ. η λέξη ‘πρωτότοκος’ έχει μάλιστα και την έννοια ΤΟΥ ΑΓΑΠΗΤΟΥ, ΤΟΥ ΞΕΧΩΡΙΣΤΟΥ, ΤΟΥ ΜΟΝΑΔΙΚΟΥ. Έτσι, και ο Αδάμ και η Εύα αποκαλούνται στη Π.Δ. ‘πρωτόπλαστοι’, αν και δεν επακολούθησε η δημιουργία από τον Θεό άλλων ανθρώπων (Σοφ. Σολ. 7,1/10,1).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΑΔΕΛΦΟΥΣ ΚΑΙ ΤΙΣ ΑΔΕΛΦΕΣ ΤΟΥ ΙΗΣΟΥ, που αναφέρονται στα Ευαγγέλια (ο Ιάκωβος, ο Ιωσής, ο Ιούδας, ο Συμεών, η Μαρία και η Σαλώμη), πρόκειται είτε για ξαδέλφια-συγγενείς του Ιησού (άγιος Ιερώνυμος, Δυτική κυρίως εκδοχή) είτε για παιδιά του Ιωσήφ από προηγούμενη γυναίκα του, που είχε στο μεταξύ πεθάνει (άγιος Επιφάνιος και Ωριγένης). Αυτή τη δεύτερη άποψη δέχεται δια πολλών μαρτυριών η παράδοση στην Ορθόδοξη Εκκλησία. Αν προσέξουμε στις επιστολές Ιακώβου και Ιούδα (όχι του προδότη), οι «αδελφοί» του Ιησού Ιάκωβος και Ιούδας, αφού επίστευσαν στον Χριστό, δεν Τον αποκαλούν στις επιστολές τους «αδελφό», αλλά χρησιμοποιούν για τον εαυτόν τους τις λέξεις «δούλος του Κυρίου Ιησού» και «Ιησού Χριστού δούλος», ενώ το φυσικότερο θα ήταν να χαίρονται και να αναφέρουν ότι υπήρξαν αδελφοί του Θεανθρώπου, αν ήσαν πραγματικά δηλαδή αδέλφια Του (βλ. π. Ευαγγέλου Κ. Μαντζουνέα, «Στο Γιάννη Κορδάτο, οφειλόμενη απάντηση», Αθ. 1983). Η Αγία Γραφή, επίσης, ΟΝΟΜΑΖΕΙ ΠΟΛΛΟΥΣ ΣΥΓΓΕΝΕΙΣ «ΑΔΕΛΦΟΥΣ», χωρίς να είναι και πραγματικά σαρκικά αδέλφια. Στη Γένεση πχ. ο θείος του Ιακώβ Λάβαν ονομάζει τον Ιακώβ αδελφό του, ενώ είναι θείος του: «Ο Λάβαν είπε στον Ιακώβ: Επειδή είσαι αδελφός μου δεν σημαίνει ότι πρέπει να μου δουλεύεις χωρίς μισθό» (29,15). Στο κεφ. 14,14 ονομάζεται ο Λωτ αδελφός του Αβραάμ, ενώ είναι ανηψιός του: «Όταν ο Άβραμ άκουσε ότι αιχμαλωτίστηκε ο αδελφός του ο Λωτ, εξόπλισε τριακόσιους δεκαοχτώ από τους υπηρέτες του, που είχαν γεννηθεί στο σπίτι του, και καταδίωξε τους τέσσερεις βασιλιάδες ως τη Δαν». Στον δε προτεσταντικό χώρο επικρατεί κυρίως η εκδοχή ότι τα ονομαζόμενα αδέλφια του Ιησού ήσαν παιδιά του Ιωσήφ με την Μαριάμ, μετά την γέννηση του Ιησού.
Αν τα παραπάνω πρεσβεύουν, υποτιμώντας το πρόσωπο της Θεοτόκου, οι Μάρτυρες του Ιεχωβά και οι Διαμαρτυρόμενοι, η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία έφτασε αντίθετα σε υπερεκτίμηση της γεννήσεώς της (από υπερβολική ευσέβεια βέβαια) και την ονόμασε «ΑΜΙΑΝΤΗ ΣΥΛΛΗΨΗ», θεωρώντας ότι συνελήφθηκε άσπιλη και διατηρήθηκε άθικτη από το προπατορικό αμάρτημα (βλ. «Κατήχηση της Καθολικής Εκκλησίας, ΣΥΝΟΨΗ», Γραφείον Καλού Τύπου, Αθ. 2005). Με τη θέση αυτή -που αναγνωρίστηκε στη Δύση ως δόγμα εκκλησιαστικό μόλις το 1854, αν και δεν απαντάται ούτε στην Αγία Γραφή ούτε και στην αποστολική παράδοση- είναι σαν να παραδεχόμαστε ότι ένα πλάσμα του Θεού (η Παναγία) ήταν ήδη σωσμένο πριν να γεννηθεί ο Χριστός. Ο ευαγγελιστής Ιωάννης λέγει επίσης ότι: «Πριν την δι’ αναστάσεως δόξα του Ιησού ΚΑΝΕΙΣ δεν είχε ακόμη λάβει το Άγιο Πνεύμα» (Ιω. 7,39). Δέχεται επομένως η Ορθόδοξη Εκκλησία ότι και η αγία Θεοτόκος κληρονόμησε την αμαρτωλή φύση και τις συνέπειες της πτώσης του Αδάμ, αλλά προσωπικά στη συνέχεια, και με τη χάρη του Αγίου Πνεύματος, απαλλάχθηκε από την αμαρτία και ενώθηκε με το Θεό. Αυτό και μόνο υποστηρίζεται αγιογραφικά, αφού σύμφωνα με τα λόγια του αρχαγγέλου: «Το Άγιο Πνεύμα ΘΑ ΕΡΘΕΙ πάνω σου και ΘΑ ΣΕ ΚΑΛΥΨΕΙ η δύναμη του Θεού» (Λουκ. 1,35) –και άρα δεν είχε έρθει κατά τη γέννησή της. Αλλά και ο απόστολος Παύλος διδάσκει: «Μέσω ενός ανθρώπου μπήκε στον κόσμο η αμαρτία…. γιατί ΟΛΟΙ ΑΜΑΡΤΗΣΑΝ» (Ρωμ. 5,12). Αυτή είναι εξάλλου η αξία της υπεραγίας Θεοτόκου, το ότι ενώ και η ιδία ευρίσκετο δηλαδή εγκλωβισμένη στον στεναγμό του κόσμου για σωτηρία, ενώ δεν έπαυε να είναι κόρη του πεσόντος Αδάμ, εν τούτοις συνεργάστηκε οικειοθελώς με το σχέδιο του Θεού και έγινε το όργανο της λύτρωσης και το στόμα της πλάσης, που ανταποκρίθηκε θετικά στην πρόσκληση του πανοικτίρμονα Θεού. Η θέση της Παναγίας στο μυστήριο της σωτηρίας του ανθρωπίνου γένους είναι επομένως μεγίστη. Χωρίς τη δική της συνεργασία, το δικό της ΝΑΙ στον Θεό, όταν κλήθηκε να γίνει η μητέρα του Υιού Του, η σωτηρία του ανθρώπου θα ήταν αδύνατον να πραγματοποιηθεί. Ιωάννης ο Δαμασκηνός λέγει για την Θεομήτορα ότι πρόκειται για ‘την έδρα της αρετής, που απομάκρυνε κάθε σαρκική επιθυμία και παρέμεινε παρθένος στην ψυχή και το σώμα’ και μοναδικό κατοικητήριο του Λόγου («Δογματική», όπου ανωτέρω).
Γι’ αυτό και παραμένει στη συνείδηση της Εκκλησίας η γέφυρα προς τον Θεό και Η ΜΕΓΑΛΗ ΜΕΣΙΤΡΙΑ, συνήγορος και βοηθός των πιστών. Οι Μάρτυρες του Ιεχωβά και οι προτεστάντες δεν δέχονται άλλους μεσίτες εκτός του Ιησού Χριστού. Την ίδια πίστη έχει και η Ορθόδοξη Εκκλησία, με την απόλυτη έννοια όμως του όρου ‘μεσίτης’, αφού ο Ιησούς πράγματι λέγει: «Ουδείς έρχεται προς τον Πατέρα ει μη δι’ εμού» (Ιω. 14,6). ΜΕ ΣΧΕΤΙΚΗ ΠΑΝΤΩΣ ΕΝΝΟΙΑ, μεσίτες υπάρχουν πολλοί, ΟΙ ΑΓΙΟΙ, που ευρισκόμενοι κοντύτερα πλέον στον Θεό, παρακαλούν και προσεύχονται για μας, αφού ήδη θαυματουργούσαν και παρακαλούσαν για τους ανθρώπους το Θεό, όσο βρίσκονταν ψυχοσωματικά εν ζωή. Έτσι, ο απόστολος Πέτρος δήλωσε ότι θα φρόντιζε ΑΚΟΜΗ ΚΑΙ ΜΕΤΑ ΤΟΝ ΘΑΝΑΤΟ ΤΟΥ να υπομιμνήσει το θέλημα του Θεού στους χριστιανούς (Β΄ Πέτρ. 1,13-15). Και ο προφήτης Ηλίας, 15 χρόνια μετά την ανάληψή του, επικοινώνησε με τον βασιλέα Ιωράμ για να τον ελέγξει για τις θανάσιμες αμαρτίες του (Β΄ Παραλ. 21,12…). Ο αρχιερέας Ονίας προσευχόταν ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΕΚΔΗΜΙΑ ΤΟΥ για όλο το έθνος και ο προφήτης Ιερεμίας, που είχε προ πολλού πεθάνει, για το λαό και την αγία πόλη Ιερουσαλήμ, όπως φαίνεται στην Π.Δ. (Μακκ. 2,15/12-16). Ακόμη, ο Θεός έσωσε την Ιερουσαλήμ χάριν του δούλου Του Δαυίδ, ο οποίος ΔΕΝ ΒΡΙΣΚΟΤΑΝ ΤΟΤΕ ΕΝ ΖΩΗ (Β΄ Βασιλ. 20,6).
Τέλος, η Ορθόδοξη παράδοση, όπως αποτυπώνεται στην Υμνολογία και την Πατερική Θεολογία, διδάσκει πως το σώμα της Θεοτόκου, ΜΕΤΑ ΤΟΝ ΠΡΟΣΩΡΙΝΟ ΘΑΝΑΤΟ ΤΗΣ -και όχι εν ζωή όπως δέχτηκαν στη Δύση- ΜΕΤΕΣΤΗ στον Ουρανό και ενώθηκε ΧΑΡΙΤΙ και ΨΥΧΟΣΩΜΑΤΙΚΑ με τη δόξα του Τριαδικού Θεού (Κοίμηση της Θεοτόκου). Ήδη πραγματοποιήθηκε δηλαδή για την Παρθένο η Δευτέρα Παρουσία του Υιού και Θεού της. Αφού εξάλλου τα λείψανα πολλών αγίων παραμένουν άφθαρτα, μυροβλύζουν και θαυματουργούν, είναι καί λογικό καί θεολογικό να ειπωθεί ότι το ΠΑΝ-ΑΓΙΟ σώμα της Παρθένου δεν θα μπορούσε να μείνει εγκλωβισμένο στη φθορά του θανάτου. Στην Ορθόδοξη Εκκλησία η θεολογία περί της εν σώματι μεταστάσεως της Θεομήτορος δεν έγινε πάντως δόγμα πίστεως (παραμένει θεολογούμενο), όπως θεσπίστηκε στη Δύση το 1950, αφού είναι αλήθεια πως δεν απαντάται στην Αγία Γραφή και στην ιερά Παράδοση των αρχικών χρόνων, παρά μόνο αναπτύχθηκε από τον 6ο αιώνα κ.ε.
ΑΠΟΛΟΓΗΤΙΚΑΙ ΜΕΛΕΤΑΙ Ε΄, Π. Τρεμπέλα, εκδ. ‘Ο Σωτήρ’, Αθ. 1994
ΔΟΓΜΑΤΙΚΗ, Π. Τρεμπέλα, τ. Β΄, εκδ. Ο Σωτήρ, Αθ. 1979
Η ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ ΜΑΣ, π. Αντ. Αλεβιζόπουλου, Αθ. 1994
Ο ΧΡΙΣΤΟΣ ΚΑΙ Ο ΚΑΙΝΟΥΡΙΟΣ ΚΟΣΜΟΣ ΤΟΥ ΘΕΟΥ, Ν. Νευράκη, Αθ. 1989
ΡΩΜΑΙΟΚΑΘΟΛΙΚΙΣΜΟΣ, ΠΡΟΤΕΣΤΑΝΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ, Αντ. Αλεβιζόπουλου, εκδ. Επτάλοφος, 1992
ΣΤΟ ΓΙΑΝΝΗ ΚΟΡΔΑΤΟ, ΟΦΕΙΛΟΜΕΝΗ ΑΠΑΝΤΗΣΗ, π. Ευάγγελου Μαντζουνέα, Αθ. 1983
ΣΥΓΧΡΟΝΕΣ ΑΙΡΕΣΕΙΣ ΚΑΙ ΠΑΡΑΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΕΣ ΛΑΤΡΕΙΕΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ, Μιχ. Χούλη, έκδ. ‘Ιεράς Μητροπόλεως Σύρου’, Ιούλιος 2002