Η τιμή και ο σεβασμός των Ορθοδόξων προς την Κυρία Θεοτόκο είναι τόσο μεγάλος ώστε κάναμε πανηγύρι και πάνδημη εορτή την ένδοξη Κοίμησή της. Η ιερή και ένδοξη μνήμη της Κοιμήσεώς της είναι κατά τον ιερό Κοσμά, τον ποιητή και υμνογράφο, στολισμένη και λάμπουσα με δόξα Θεού. Γι’ αυτό δεν είναι άξιο απορίας το ότι γύρω από την Κοίμησή της Πανάγνου κατά τον νουν και την ψυχή και το σώμα αειπαρθένου Μαρίας έχουν γραφτεί υπέροχα εγκώμια και λυρικότατοι θεοπρεπείς ύμνοι. Οι ιεροί υμνογράφοι και εγκωμιασταί αναφέρονται συχνά σε ευσεβείς παραδόσεις γύρω από το πανάχραντο σώμα της «τιμιωτέρας των Χερουβίμ και ενδοξοτέρας ασυγκρίτως των Σεραφείμ».
Έτσι ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός στους τρεις λόγους του «Εἰς τήν Κοίμησιν», ο θείος Γρηγόριος ο Παλαμάς, ο άγιος Μάρκος Εφέσου ο Ευγενικός, ο ιερός Κοσμάς, επίσκοπος Μαϊουμά, στον κανόνα του «Εἰς τήν Κοίμησιν τῆς Θεοτόκου», ο θεσπέσιος Ανδρέας Κρήτης, ο όσιος Νικόδημος ο Αγιορείτης κ.ά. κάνουν λόγο περί αναλήψεως ή μεταστάσεως της Θεοτόκου τρεις ημέρες μετά την Κοίμησή της. Είναι τόσο βαθύς ο σεβασμός τους προς το πρόσωπο Εκείνης, η οποία έγινε του παναγίου Θεού ο ναός ο πανάγιος και «ἐδάνεισε εἰς τόν Κύριον σάρκα ἐμψυχωμένην, ψυχή λογική τε καί νοερά καί θελητική», ώστε γράφουν, Αυτής της οποίας η παρθενία έμεινε «ἀλώβητος» (=αβλαβής, ακέραιη), όταν γέννησε τον Υιόν και Λόγον του Θεού, αυτής της ιδίας όταν μετέστη προς τον ουρανόν, έχει φυλαχτεί το σώμα αδιάλυτον.
Γι’ αυτό, γράφουν, δε θα ονομάσουμε «τήν ἱεράν σου μετάστασιν θάνατον» «ἀλλά κοίμησιν, ἤ ἐκδημίαν, ἤ ἐνδημίαν, οἰκειότερον. Ἐκδημοῦσα γάρ τῶν τοῦ σώματος, ἐνδημεῖς πρός τά κρείττονα». Τούτο δε συνέβη, διότι αυτής της οποίας κατά τη γέννηση η παρθενία έμεινε αλώβητος έπρεπε να τηρηθεί αδιάφθορο το σώμα και μετά θάνατον. Διότι πώς ήταν δυνατόν να τολμήσει να αγγίξει η διαφθορά το Ζωοδόχο σώμα της; Αυτά είναι ολωσδιόλου ξένα της θεοφόρου ψυχής και του σώματός της. Αυτήν και μόνο που την ατένισε ο θάνατος τρομοκρατήθηκε!
Έτσι περίπου εκφράζονται και άλλοι εγκωμιασταί της Θεοτόκου που στηρίζονται σε παράδοση την οποίαν ανέφερε ο αρχιεπίσκοπος Ιεροσολύμων Ιουβενάλιος, όταν ευρέθη στην Κωνσταντινούπολη για να λάβει μέρος στην αγία Δ’ Οικουμενική Σύνοδο της Χαλκηδόνος (451 μ.Χ.). Τις ημέρες εκείνες η ευσεβής αυτοκράτειρα Πουλχερία ζητούσε να μεταφερθεί ως ιερότατο θησαυρό στο ναό της Παναγίας των Βλαχερνών (στην Κωνσταντινούπολη), τον οποίο αυτή έκτισε, και το πανάγιον και θεοδόχον σώμα της Αειπαρθένου. Γι’ αυτό κάλεσε τον αρχιεπίσκοπο Ιουβενάλιο και τους «ἀπό τῆς Παλαιστίνης ἐπισκόπους», που ευρίσκοντο τότε στην Κωνσταντινούπολη και τους είπε «Ἀκούομεν εἶναι ἐν Ἰεροσολύμοις τήν πρῶτην καί ἐξαίρετον τῆς Παναγίας Θεοτόκου καί Ἀειπαρθένου Μαρίας ἐκκλησίαν», στο χωριό Γεσθημανή, όπου «τό ζωηφόρον αὐτής σῶμα κατετέθη ἐν σορῷ (=σε λάρνακα, σε τάφο), θέλομεν λοιπόν «τοῦτο λείψανον» νά τό φέρωμεν ἐδώ «εἰς φυλακτήριον τῆς βασιλευούσης ταῦτης πόλεως».
Στο αίτημα της βασιλίσσης ο αρχιεπίσκοπος Ιουβενάλιος απεκρίθη: εις μεν την αγίαν και θεόπνευστον Γραφήν δεν αναφέρονται τα σχετικά με την τελευτή της αγίας Θεοτόκου Μαρίας. Όμως έχουμε παραλάβει από «ἀρχαίαν ἀληθεστάτην παράδοσιν» ότι κατά τον καιρόν της ενδόξου κοιμήσεως αυτής όλοι μεν οι άγιοι απόστολοι συγκεντρώθηκαν θαυματουργικά στα Ιεροσόλυμα και εκήδευσαν το θεόδοχον αυτής σώμα μετά αγγελικής και αποστολικής υμνωδίας και το κατέθεσαν εν σορώ τη εν Γεσθημανή (=σε λάρνακα που βρίσκεται στη Γεσθημανή). Τρεις μέρες μετά την ταφή και αφού σταμάτησε πια η αγγελική μελωδία έφθασε ο απόστολος Θωμάς ο οποίος έλειπε κατά την ημέρα της κοιμήσεώς της και ζήτησε να προσκυνήσει το θεοδόχον σώμα. Τότε άνοιξαν την σορόν αλλά το μεν σώμα αυτής το πανύμνητον «οὐδαμῶς εὐρεῖν ἠδυνήθησαν» βρήκαν μόνο τα εντάφια αυτής και αφού «ἐδοκίμασαν ἄφατον εὐωδίαν», ασφάλισαν αμέσως τη λάρνακα. Γεμάτοι έκπληξη σκέπτονταν τούτο μόνο: Όπως ο Θεός Λόγος και Κύριος της δόξης ευδόκησε «κατ’ ἰδίαν ὑπόστασιν» να σαρκωθεί, να γίνει άνθρωπος εξ αυτής και να γεννηθεί με σάρκα και όπως μετά τον τόκο διεφύλαξε άφθορη την παρθενία της, έτσι πάλι ο Ίδιος ευδόκησε και μετά την εντεύθεν αποβίωσιν της Θεοτόκου να τιμήσει το άχραντο και αμίαντο σώμα της με την αφθαρσία και τη μετάθεσή του στην αιωνιότητα προ της κοινής και καθολικής αναστάσεως.
Όταν η βασίλισσα άκουσε όσα της διηγήθηκε ο Ιεράρχης, ζήτησε από αυτόν να της στείλει «τήν ἁγίαν ἐκείνην σορόν (=λάρνακα) βεβουλλωμένην ἀσφαλῶς» μαζί με όσα είχαν απομείνει από τα ιμάτια της ενδόξου και Παναγίας Θεοτόκου Μαρίας. Την σορόν δε εκείνην κατέθεσε η ευσεβής αυτοκράτειρα στο ναό της Θεοτόκου που έκτισε στις Βλαχέρνες.
Ο άγιος Νικόδημος, ο οποίος ομιλεί περί αναστάσεως της Θεοτόκου την Τρίτη ημέρα από την Κοίμησή της παρατηρεί: Το να αναστηθεί εκ νεκρών η Παναγία και να αναληφθεί εν σώματι και να είναι ήδη ζώσα στους ουρανούς το δεχόμεθα διότι τούτο είναι «ἀσυγκρίτως θεοπρεπέστερον τοῦ νεκρᾶν αὐτήν εἶναι», δηλαδή από του να μένει το άχραντο σώμα της νεκρό στη γη, ως χωρισμένο της ζωοποιούσης αυτό αγιοτάτης ψυχής.
Πράγματι η ευλαβής ψυχή του Ορθοδόξου θεοπρεπώς αγαπά, θεοπρεπώς πιστεύει, θεοπρεπώς υμνεί την πηγή της ζωής και σωτηρίας του, την μητροπάρθενον και φωτοφόρον Μητέρα του Θεού και Σωτήρος ημών Χριστού.
Παρ’όλ’αυτά, η αγία μας Εκκλησία δεν εδίδαξε ως δόγμα το ότι η Θεοτόκος ανελήφθη με το πανάσπιλο σώμα της στον ουρανό και ότι μετέστη με αυτό στην αΐδιο δόξα και μακαριότητα. Δεν εδίδαξε τούτο διότι ούτε η Γραφή ούτε η Αποστολική Παράδοση αναφέρουν το γεγονός αυτό. Άλλωστε και ο αρχιεπίσκοπος Ιεροσολύμων Ιουβενάλιος αυτό υπεγράμμισε στην αυτοκράτειρα Πουλχερία το 451 μ.Χ..
Τι σημαίνει όμως «μετάσταση της Θεοτόκου»; Όταν λέμε μετάσταση της Θεοτόκου εννοούμε ένα από τα δυο ακόλουθα πράγματα:
Α) Τη μετάσταση ή μετάθεση του πανακήρατου σώματός της στα πάμφωτα σκηνώματα του ουρανού όπου διατηρείται άφθαρτο μέχρι την ημέρα της καθολικής αναστάσεως των νεκρών.
Β) Την ανάσταση του σώματός της πανάγνου Κόρης από το μνημείο, την ένωσή του με την παναγία ψυχή της και την εν σώματι ανάληψή της στην αγήρω μακαριότητα, κοντά στον άφραστο Τόκο της, τον Κύριο Ιησού, τον οποίον γέννησε και γαλακτοτρόφησε ως άνθρωπο. Η εκδοχή αυτή φαίνεται πιθανότερη.
Πέραν λοιπόν αυτών των ευσεβών παραδόσεων που ανάγονται στον Δ’ αιώνα μ.Χ., δεν έχουμε άλλη μαρτυρία από τους θεόπνευστους αποστόλους, οι οποίοι έζησαν μαζί με τον Κύριο και οι οποίοι είχαν συναθροιστεί θαυματουργικώς από τα πέρατα της οικουμένης στη Γεσθημανή για να κηδεύσουν το «ιερό και πανίερο και αξιόθεο σκήνωμα της Θεοτόκου».
Αλλά και η Ορθόδοξος αγιογραφία δεν προχωρεί πέραν αυτού το οποίον η Εκκλησία έχει καθορίσει μέχρι σήμερα ως επίσημο δόγμα. Δια τούτο εικονογραφεί την «Κοίμηση της Θεοτόκου» και όχι την «ανάληψη» της. «Ἡ Θεομήτωρ ἰστορεῖται νεκρά, ἐξηπλωμένη ἐπί φερέτρου».
Την ουσία της πίστεως και διδασκαλίας της αγίας μας Εκκλησίας για το γεγονός της Κοιμήσεως της Θεοτόκου αποδίδει το Εξαποστειλάριον της εορτής, το οποίο λέγει «Ἀπόστολοι ἐκ περάτων, συναθροισθέντες ἐνθάδε, Γεθσημανῇ τῷ χωρίῳ, κηδεύσατέ μου τὸ σῶμα, καὶ σὺ Υἱὲ καὶ Θεέ μου, παράλαβέ μου τὸ πνεῦμα». Δηλαδή, ομιλεί η Παρθένος και λέγει: Απόστολοι, αφού συναθροισθείτε από τα πέρατα της Οικουμένης όπου βρίσκεστε σκορπισμένοι για να κηρύξετε το ευαγγέλιο εδώ στο χωριό Γεσθημανή, κηδεύσατε το σώμα μου. Και Συ, Υιέ και Θεέ μου, παράλαβε το πνεύμα μου, την ψυχή μου.
Έτσι η συνείδηση της Ορθοδόξου Εκκλησίας δέχεται με μεγάλη ευλάβεια την Κοίμηση-Μετάσταση της παναμώμου Δεσποίνης, του εμψύχου παλατίου του Θεού και Λόγου.
Απόσπασμα από το βιβλίο «Σώμα Χριστού», Ν.ΒασιλειάδηΧριστιανική Φοιτητική Δράση