ΞΕΣΠΑΣΜΑ ΕΥΛΑΒΕΙΑΣ, ΞΕΧΕΙΛΙΣΜΑ ΕΛΠΙΔΟΣ
τοῦ Σεβ. Μητροπολίτου Πατρῶν κ.κ. ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ
Ἡ ἑορτή τῆς Παναγίας μας γιορτάστηκε σέ ὅλη τήν Ὀρθοδοξία μέ ξεχωριστή λαμπρότητα. Γιά μιά ἀκόμα φορά, ἑνώθηκε ὁ οὐρανός μέ τή γῆ καί οἱ ἀγγελικές δυνάμεις μαζί μέ τούς ἀνθρώπους, ὕμνησαν τήν ὄντως Θεοτόκον, τήν Τιμιωτέραν τῶν Χερουβίμ καί ἐνδοξωτέραν ἀσυγκρίτως τῶν Σεραφίμ.
Σείστηκε ἡ Ὀρθόδοξη Ἑλλάδα ἀπ’ ἄκρου εἰς ἄκρον καί προσκύνησε τήν Μεγαλόχαρη στήν Τῆνο, τήν Μάνα τοῦ ξερριζωμένου Ἑλληνισμοῦ στό Μοναστήρι τοῦ Πόντου. τήν Κυκκώτισσα στό πονεμένο καί δακρυσμένο νησί τῆς Κύπρου, τήν Παρηγοριά του στήν Ἁγιάσσο...
Εὐλαβικά ἀνηφόρισε στά Μοναστήρια της καί τά Προσκυνήματά της καί κατέκλυσε τούς Ναούς καί τά ξωκκλήσια της ὁ Ὀρθόδοξος Ἑλληνισμός, προσφέροντας τά μῦρα τῆς εὐγνωμοσύνης του, γιά τίς πολλές της εὐργεσίες καί τίς ἀκοίμητες πρεσβεῖες της πρός τόν Υἱόν καί Θεόν της, τόν Κύριον ἡμῶν καί Σωτῆρα Ἰησοῦν Χριστόν.
Ἐμεῖς ἐζήσαμε συγκλονιστικές στιγμές στό Μοναστήρι τῆς Πάτρας, στό Γηροκομειό, ὅπου καθ’ ὅλη τήν διάρκεια τῶν δεκαπέντε ἡμερῶν τοῦ Αὐγούστου, πού τελοῦνται οἱ Παρακλήσεις πρός τήν μεγάλη μας Μάνα, ὁ εὐσεβής Λαός προσέτρεξε γιά νά ἀποθέσῃ ἐνώπιον τοῦ θαυματουργοῦ καί πειριπύστου Εἰκονίσματός της, τά ἄνθη τῆς βαθειᾶς του εὐλαβείας.
Ἰδιαιτέρως ὅμως ἐζήσαμε δύο φορές κορυφαῖες καί συγκλονιστικές ἐμπειρίες, ὅπου τό ξέσπασμα τοῦ Λαοῦ πρός τήν Παναγία ἔμοιαζε μέ ὁρμητικό ποτάμι, μέ χείμαρρο, ὁ ὁποῖος παρέσυρε ὅ,τι ταπεινό καί πρόσκαιρο, φθαρτό καί ἐφήμερο καί ἐβοήθησε τήν πλημμυρίδα τῶν Προσκυνητῶν νά φτάσῃ ἐκεῖ στίς ἱερές αὐλές τῆς Γηροκομιτίσσης, ὅπου μιά μεγαλούπολη ὁλόκληρη, ἐξέφραζε τούς καημούς καί τούς πόθους, ὄχι μόνο τούς δικούς της, ἀλλά τοῦ Γένους ὁλοκλήρου.
Ἦταν κατά τήν ἡμέρα πού ἐψάλησαν τά ἐγκώμια τῆς Παναγίας μας (Κυριακή πρό τῆς Ἑορτῆς τῆς Κοιμήσεως), ἀλλά καί κατά τήν ἡμέρα τῆς μεγάλης Γιορτῆς της.
Κάθε χρόνο ζούσαμε στιγμές βαθειᾶς συγκινήσεως στό Μοναστήρι τῆς Παναγίας μας, ὅμως ὁ ἐφετινός ἑορτασμός, ξεπέρασε κάθε προσδοκία. Ἀποδείχτηκε μικρός ὁ Ναός, μικρό τό Μοναστήρι γενικῶς, μικρός καί ὁ λόφος τῆς Γηροκομίτισσας, γιά νά δεχθῇ τόσο κόσμο, πού κατά χιλιάδες ἔφτανε ὡς ἐκεῖ καί προσπαθοῦσε νά πλησιάσῃ τό θαυματουργό Εἰκόνισμά της.
Ἦταν ἄνθρωποι κάθε ἡλικίας, κάθε κοινωνικῆς τάξεως καί μορφώσεως. Νεανίσκοι καί παρθένοι, πρεσβύτεροι μετά νεωτέρων. Καί καθώς λιτανεύαμε τήν Παναγία μορφή της, διαπιστώναμε ὅτι τό κῦμα τῆς ἀγάπης τοῦ κόσμου πρός αὐτή, ἡ εὐωδία τῶν καρδιῶν, τά δάκρυα στά μάτια, τά λυγισμένα γόνατα, τά ὑψωμένα σἐ ἱκεσία χέρια καί τά ἁπλωμένα νά ἀκουμπήσουν στή Ἁγία της Εἰκόνα, τά μικρά παιδιά πού προσπαθοῦσαν νά προσκυνήσουν, οἱ μανάδες μέ τά βρέφη πού ἤθελαν νά ἀσπαστοῦν ἐκείνη πού κρατάει τό Θεῖο Βρέφος στήν ἀγκαλιά της, ὅλος ὁ Λαός πού αἰσθανόταν, ὅτι ἡ μεγάλη καί στοργική Μάνα, τόν ἀγκαλιάζει καί τοῦ μιλάει γλυκά μέ τό παρήγορο καί ἀκτινοβόλο βλέμμα της, μᾶς ἐμπόδιζαν νά προχωρήσωμε στήν Ἱερά Λιτανεία.
«Τήν σήν δοξάζουσιν Κοίμησιν Ἐξουσίαι, Θρόνοι, Ἀρχαί, Κυριότητες, Δυνάμεις καί Χερουβίμ καί τά φρικτά Σεραφείμ... Ἀγάλλονται γηγενεῖς ἐπί τῇ θείᾳ Σου δόξῃ κοσμούμενοι. Προσπίπτουσι Βασιλεῖς, σύν Ἀρχαγγέλοις Ἀγγέλοις καί μέλπουσι. Κεχαριτωμένη χαῖρε, μετά σου ὁ Κύριος, ὁ Παρέχων τό κόσμο διά σοῦ τό μέγα ἔλεος...»
Αὐτό τό ξέσπασμα τῆς εὐλαβείας ἔδωσε καί δίδει ἀπάντηση σέ ὅλους ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι ἐπίστευσαν ὅτι ἐξέλιπε ἡ πίστη ἀπό τίς καρδιές τῶν ἀνθρώπων. Ἀπεστόμωσε καί ἐμώρανε ἐκείνους οἱ ὁποῖοι ἐθεώρησαν, ὅτι εἶναι δυνατόν νά ξερριζωθῇ ἀπό τίς καρδιές τῶν Ὀρθοδόξων Ἑλλήνων ἡ πατρώα εὐσέβεια, ἡ ὁποία ἐστήριξε καί στηρίζει αὐτό τόν Λαό στό διάβα τῶν αἰώνων.
Αὐτό τό ποτάμι τῆς εὐσεβείας κατέπνιξε καί καταπνίγει τήν φωνή τῶν ἀσεβῶν, οἰ ὁποῖοι ἠθέλησαν κατά καιρούς καί προσπαθοῦν ἀπεγνωσμένα κατά διαστήματα, νά ὑψώσουν ἐπηρμένην ὀφρύν ἐναντίον τῶν ζωπύρων τοῦ Γένους μας, πού ἔχουν γίνει ἕνα μέ τό αἷμα πού ρέει στίς φλέβες μας, μέ τόν ἀέρα πού ἀναπνέομε, μέ τούς ἀγῶνες μας, μέ τίς προσπάθειές μας γιά ἐπιβίωση, γιά ἐλευθερία, γιά πρόοδο, γιά πολιτιστική ἀνάπτυξη καί γιά τήν κατάκτηση τῶν οὐρανῶν.
Ἡ Παναγία εἶναι ἡ Μάνα μας. Καμμιά μάνα δέν ἐγκαταλείπει τό παιδί της, ἀλλά προκινδυνεύει καί θυσιάζεται γι’ αὐτό. Καί κανένα παιδί δέν αἰσθάνεται μεγαλυτέρα ἀσφάλεια καί θαλπωρή ἀπό ἐκείνη πού τοῦ προσφέρει ἡ ἀγκαλιά τῆς μάνας του. Ἀκόμα καί ἄν πρός καιρόν, ἀπομακρυνθῆ, γιατί ἡ πλάνα ζωή τό παρέσυρε, οὐδέποτε θά παύσῃ καί μάλιστα στίς δύσκολες στιγμές νά ἐνθυμῆται τήν στοργή της καί νά λαμβάνῃ δύναμη∙ νά ἀκούῃ τήν εὐχή της καί νά στέκεται στά πόδια του∙ νά προφέρῃ τό ὄνομά της, γιά νά γλυκαίνεται ἡ καρδιά του.
Ἕνας Λαός γονάτισε καί γονατίζει μπροστά στήν μεγάλη μας Μάνα τήν Παναγία. Γιατί γνωρίζει ὅτι αὐτή στάθηκε πάντοτε ἡ σκέπη καί προστασία του. Ἔκλαψε μαζί του, πόνεσε, ἀγωνίστηκε, ἄκουσε τούς μύχιους πόθους του καί ἐνωτίστηκε τούς ἀλαλήτους στεναγμούς του. Ἐσφόγγισε τά δάκρυά του καί τόν κράτησε τόσες φορές, ἀπό τό χέρι. Ἀνεδείχθη ἡ παραμυθία καί παρηγοριά του σέ δύσκολες ὧρες. Ἀγκάλιασε στοργικά τόν κάθε ἕνα προσωπικά, τά νοικοκυριά, τίς πόλεις καί τά χωριά, τό Ἔθνος ὁλόκληρο.
Παρουσιάστηκε ἐνώπιον τοὐ ἀγωνιζομένου Λαοῦ μας ὡς Ὑπέρμαχος Στρατηγός. Καί ὅταν τό Γένος μας βρέθηκε ἐγκαταλελειμμένο καί καθημαγμένο, ρακένδυτο καί κατατρεγμένο, αὐτή τό ἀνέστησε, τό ψύχωσε καί τό ὡδήγησε στήν ἔξοδο ἀπό τόν ὠκεανό τῆς δυστυχίας καί τῆς ἀπελπισίας.
Ποιός μπορεῖ νά λησμονήσῃ τόν στεναγμό καί τά δάκρυα τοῦ Κολοκοτρώνη, μπροστά στό εἰκόνισμα τῆς Πανάγνου Κόρης στό Χρυσοβίτσι; «Χανόμαστε Παναγία μου, μείναμε μόνοι, μή μᾶς ἀφήσῃς Μάνα μας... Ἕλα καί τώρα κοντά μας. Ἐσύ εἶσαι ἡ ἀπαντοχή μας καί ἡ ἐλπίδα μας...». Καί τότε ἐκείνη, ὡς γλαφυρότατα καί ποιητικά παρουσιάζεται ἡ ἀπάντησή της, γλυκά καί στοργικά τοῦ λέει:
«Κλέφτη παληέ, τά τόσα πού ἔχεις πάθει,
θά ‘πρεπε τώρα ἀπό πολύ καιρό νά σ’ ἔχουν μάθει,
πῶς τήν βοήθεια πού θές καί τήν ζωή μέ πόνο,
μέσα μόνο θά τήν βρῆς, στήν πίστη σου καί μόνο...».
Ποιός μπορεῖ νά μείνῃ ἀσυγκίνητος μπροστά στήν ἔκφραση τῶν πηγαίων αἰσθημάτων τοῦ Ποντιακοῦ Ἑλληνισμοῦ, ὁ ὁποῖος ἔχοντας ἐνώπιον του τήν γλυκυτάτη Μορφή της Σουμελιώτισσας, μάζεψε τά κομμάτια τῆς ψυχῆς του, ὡς λέγει ὁ Λαός γιά παρόμοιες καταστάσεις καί μεγαλούργησε, χωρίς ποτέ νά λησμονήσῃ τά ἅγια καί αἱματοβαμμένα χώματα πού σπλαχνικά κρατᾶνε ὀστέα ἡρώων καί μαρτύρων τοῦ Γένους μας;
Ἄς ἔλθουν, ναί, ἄς ἔλθουν οἱ ἀσεβεῖς νά ἐμποδίσουν αὐτό τόν κόσμο νά φτάσῃ στήν Εἰκόνα τῆς Παναγίας. Θά προσκρούσουν, στόν νεανικό ἐνθουσιασμό τῶν εὐλαβῶν καί φερέλπιδων νέων, οἱ ὁποῖοι ἑπί ὧρες πεζοποροῦν κάνοντας τάμα νά φτάσουν μπροστά της καί πού εἶναι ἕτοιμοι, ὡς ὁ Ἰησοῦς τοῦ Ναυῆ, νά σταματήσουν ἀκόμα καί τόν ἥλιο νά δύσῃ, προκειμένου νά κερδίσουν τήν μάχη ἐναντίον ἐκείνων πού ἐπιβουλεύονται τά ἱερά καί τά ὅσια μας.
Εἰς μάτην κοπιοῦν, ὅσοι πιστεύουν ὅτι θά νικήσουν μέ τό νά πολεμοῦν τίς ρίζες τῆς εὐσεβείας μας, θέλοντας νά πλήξουν εἴτε τά μάθημα τῶν Θρησκευτικῶν, εἴτε κατεβάζοντας τά σύμβολα, εἴτε άποχριστιανίζοντας τόν τόπο, ἀφοῦ αὐτή καί μόνο ἡ γιορτή τῆς Παναγίας, εἶναι σέ θέση νά ἀναπληρώσῃ ὅλη τήν διδακτική ὕλη, ὅλες τίς διδακτικές ὧρες, σέ ὅλα τά σχολεῖα καί νά διδάξῃ τά παιδιά μας ποιός εἶναι ὁ ἀληθινός Θεός, ὁ ὁποῖος ἔγινε ἄνθρωπος καί ποιά εἶναι ἡ σχέση τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν Θεό.
Καί κάτι ἀκόμα. Ἡ γιορτή τῆς Παναγίας μας, ἐφέτος εἰδικά, ἦταν ἕνα ξεχείλισμα ἐλπίδος.Πόνεσε καί πονάει αὐτός ὁ Λαός. Υποφέρει τόν τελευταῖο καιρό, ἀπό προβλήματα πού συσσωρεύονται μπροστά του καί ἀπό τήν ἀπειλή τῶν μνημονίων καί τῶν ἀπαιτήσεων τῶν ξένων δυναστῶν του, πού κινοῦν ἀπειλητικά τό δάχτυλο κάθε ἡμέρα ἐναντίον μας. Δέν πρέπει νά περιμένωμε τίποτε ἀπ’ αὐτούς. Εἶναι ἄσπλαγχνοι, «δέν ἔχουν Θεό καί δέν τιμοῦν τήν Παναγία». Καί εἶναι γνωστό ὅτι δίχως Θεό, ὅλα ἐπιτρέπονται.
Ἐμεῖς οὔτε χαθήκαμε, οὔτε θά χαθοῦμε. Ἀντέξαμε καί σέ χειρότερα. «Νεφίδιον ἐστί καί θᾶττον παρελεύσεται», ὡς λέγει χαρακτηριστικά ὁ Ἱερός Χρυσόστομος.
Ἡ Μάνα μας δέν θά μᾶς ἀφήσῃ ποτέ. Μᾶς κρατάει στήν ἀγκαλιά της. Μᾶς γλυκοφιλεῖ καί μᾶς ἀσπάζεται καί μεῖς τήν παρακαλοῦμε καί τήν εὐχαριστοῦμε.
«Πάντων θλιβομένων ἡ χαρά καί ἀδικουμένων προστάτις καί πενομένων τροφή, ξένων τε παράκλησις καί βακτηρία τυφλῶν, ἀσθενούντων ἐπίσκεψις, καταπονουμένων, σκέπη καί ἀντίληψις καί ὀρφανῶν βοηθός, Μῆτερ τοῦ Θεοῦ τοῦ Ὑψίστου, σύ ὑπάρχεις Ἄχραντε, σπεῦσον, δυσωποῦμεν, ρύσασθαι τούς δούλους σου».
Περαίνοντας τίς παραπάνω σκέψεις, ἐπιθυμῶ ἀπό τά βάθη τῆς ψυχῆς μου, νά εὐχαριστήσω καί νά ἐπαινέσω, τόν εὐσεβῆ, τόν φιλόθεο καί φιλάγιο Λαό μας, τό εὐλογημένο ποίμνιο τῆς Ἱερᾶς καί Ἀποστολικῆς Μητροπόλεως τῶν Πατρῶν, ἀλλά καί ὅλους τούς ἀδελφούς, οἱ ὁποῖοι ἀπ’ ὅπου γῆς καί πατρίδος, εὑρέθησαν στήν πόλη μας καί γιόρτασαν μαζί μας, μαζί μέ τόν Ἱερό μας Κλῆρο, τίς Μοναστικές Ἀδελφότητες καί τούς χριστιανούς μας, τήν μεγάλη Ἑορτή τῆς Παναγίας μας. Ἰδιαιτέρως εὐλογῶ καί συγχαίρω τήν εὐσεβῆ νεολαία μας, πού μᾶς ἐξέπληξε μέ τήν ἔκφραση τῆς πηγαίας εὐσεβείας της.
Θά ἐπαναλάβω, ὅ,τι εἶπα ὡς κατακλεῖδα τοῦ κηρύγματός μου, κατά τόν Ἑσπερινό τῆς λαμπρᾶς Πανηγύρεως τῆς Παναγίας στό Μοναστήρι τῆς Γηροκομιτίσσης.
«Ἀδελφοί μου, εἶστε ἡ χαρά μας, εἶστε ὁ στέφανός μας, εἶστε τό ὡραιότερο δῶρο τοῦ Θεοῦ. Ἀξίζει νά ἀγωνίζεται κανείς νύκτα καί ἡμέρα καί νά θυσιάζεται γιά ἕνα ὑπέροχο Λαό, ὅπως εἶναι ὁ Πατραϊκός εὐλογημένος Λαός. Εὔχομαι, Κύριος ὁ Θεός, διά πρεσβειῶν τῆς Παναγίας μας, νά σᾶς χαρίζῃ:
«Ἀντί τῶν ἐπιγείων, τά ἐπουράνια,
ἀντί τῶν προσκαίρων τά αἰώνια,
ἀντί τῶν φθαρτῶν, τά ἄφθαρτα»
(ἀπό τήν Θεία Λειτουργία τοῦ Μεγ. Βασιλείου)