Ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών Χρύσανθος (Φιλιππίδης) ο από Τραπεζούντος (1881-1949)
Πρωτοπρ. Γ. Δ. Μεταλληνού Ομοτίμου Καθηγητού Πανεπιστημίου Αθηνών
Ο Χρύσανθος (Φιλιππίδης) υπήρξε πολυσύνθετη μεν και πολύπλευρη προσωπικότητα, αλλ’ εξ ίσου ενιαία και αδιάτμητη. Πάντα ζούσε και ενεργούσε ως ενας αδιαίρετος άνθρωπος. Και η εθνική δραστηριότητά του, λοιπόν, είναι συνάμα εκκλησιαστική, και η εκκλησιαστική του πράξη βαθύτατα εθνική, στα όρια της εθναρχικής ταυτότητας των Ιεραρχών του Γένους μας, που δεν γνωρίζει, χωρισμό εθνικής/πολιτικής και εκκλησιασικής πραγματικότητας, διότι στην ιστορία μας πρόκειται για όψεις της ίδιας ιστορικής μας παρουσίας. Εκεί όπου η ευρωπαϊκή μεταλλαγή μας φθάνει σε σημεία αναιρετικά της ταυτότητάς μας, γίνεται δυνατή η διάκριση των δυο αυτών όψεων του εθνικού μας βίου, σε σημείο μάλιστα που να ζητείται από τους ευρωπαϊστές μας έμμονα ο χωρισμός τους. «Χωρισμός», άλλωστε, «Εκκλησίας–Πολιτείας», όπως λέγεται, δεν είναι στην κατανόηση των εισηγητών του τίποτε άλλο από την αποσύνδεση της Ορθοδοξίας από όλες τις δομές του εθνικού μας βίου. Αυτό όμως δεν μπορεί να είναι παρά αναιρετικό της ιστορικής ταυτότητάς μας και γι’αυτό ούτε στην εποχή δράσεως και μαρτυρίας του Χρυσάνθου ήταν κάτι όχι μόνο δυνατό, αλλ’ ούτε καν νοητό.
Ο Αρχιεπίσκοπος Χρύσανθος ανήκει στην χορεία των Μεγάλων Ιεραρχών μας, που ενσάρκωσαν την παράδοση και τις αρετές των Ηγετών του Γένους και την πιστότητα σ’αυτό μέχρις αυτοθυσίας. Οι έμφυτες ικανότητές του και η πλούσια σε περιεχόμενο και έκταση παιδεία του, μαζί με το ακραιφνώς ελληνορθόδοξο φρόνημά του και την αδιάπτωτη συνείδηση του χρέους προς το Γένος/Έθνος και την ιστορία του, ήταν οι προϋποθέσεις της ποιμαντικής του παρουσίας. Η φοίτησή του μάλιστα στην Ιερά Θεολογική Σχολή της Χάλκης (1897-1903), το ανώτατο πνευματικό Φυτώριο του Οικουμενικού Θρόνου από το 1844 –και πριν ακόμη προχωρήσει ανησυχητικά η πρόσδεση στο άρμα του Οικουμενισμού– διεμόρφωσε το εκκλησιαστικό φρόνημά του με μόνιμη αναφορά στο Εθναρχικό μας Κέντρο μέχρι το 1922, το Οικουμενικό Πατριαρχείο, η δε θήτευσή του σε επιτελικές θέσεις της Εθναρχίας (αρχειοφύλαξ, διευθυντής και αρχισυντάκτης της εφημερίδος «Εκκλησιαστική Αλήθεια») όπλισαν το πνευματικό οπλοστάσιό του, για να διεξάγει αργότερα τους «υπέρ Πίστεως και Πατρίδος» αγώνες του.
Η υπερεπάρκεια των εκκλησιασικών και επιστημονικών προσόντων του Χρυσάνθου απεκαλύφθη κατά την μαρτυρική διακονία του στον Αρχιερατικό Θρόνο της Τραπεζούντος, που συνέπεσε με την τελευταία ως τότε φάση της ενδόξου τρισχιλιετούς μεγαλουργίας του Ποντιακού Ελληνισμού, που έκλεισε τραγικά με την βίαιη εκρίζωσή του από την προγονική εστία του. Η ιστορική συγκυρία συνέτεινε στην ανάδειξη του Χρυσάνθου σε μεγάλο Ηγέτη. Δίκαιος και αμερόληπτος προς όλους ο άξιος Ιεράρχης, συγκέντρωνε τον σεβασμό και την εκτίμηση όλων των συμβιούντων στον Πόντο Λαών (Ελλήνων, Τούρκων, Αρμενίων), διότι ως «Καλός ποιμήν» (Ιω. 10,11) περιέβαλλε όλους με το πατρικό ενδιαφέρον του. Ακόμη και οι επίσημες Τουρκικές Αρχές του εξέφραζαν ειλικρινή «αισθήματα ευγνωμοσύνης, διότι προστάτευσε το 1916 τον τουρκικό πληθυσμό από ενδεχόμενα αντίποινα των Αρμενίων, που είχαν ενταχθεί στον ρωσικό στρατό και ζητούσαν εκδίκηση για τις σφαγές του 1915. Εξ ίσου δε εγγυήθηκε την νομιμοφροσύνη των Ελλήνων έναντι του πανίσχυρου Βαλή Τζεμάλ–Αζμή Βέη, για να εξασφαλισθεί η τάξη και ηρεμία.
Ο ικανότατος Ιεράρχης διακρίθηκε εξ άλλου στην οργάνωση της τοπικής Εκκλησίας. Κήρυττε, εμψυχώνοντας και νουθετώντας τον Λαό, εμπνέοντάς τον με τα ιδανικά του Γένους, της Ρωμηοσύνης, και διακρατώντας τον μέσα στο πνεύμα των Πατέρων και Προγόνων του, για να διασφαλίζεται η πνευματική συνέχεια και συνοχή του. Οργάνωσε, επίσης, την παιδεία, προεδρεύοντας στο περίφημο «Φροντιστήριον» (από το 1682), το «καύχημα των Τραπεζουντίων». Αρθρογραφούσε, στην ίδια κατεύθυνση, στο περιοδικό «ΚΟΜΝΗΝΟΙ», που αυτός ίδρυσε, μη παύοντας να τροφοδοτεί εκκλησιαστικά και εθνικά το ποίμνιό του. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον επέδειξε για την Νεολαία. Ίδρυσε την «Εθνική Ένωση των Νέων εν Τραπεζούντι και εν Ριζαίω», αναπτύσσοντας παράλληλα θαυμαστή κοινωνική μέριμνα για τους αναξιοπαθούντες λόγω των δυσμενών πολιτικών εξελίξεων, προστατεύοντας τον Λαό από τα άτακτα στίφη των Τσετών. τον πανικό και την αναστάτωση, αλλά και από τις επιβουλές των Πανσλαβιστών, που σχεδίαζαν την υπαγωγή της Εκκλησίας Τραπεζούντος στο Ρωσικό Πατριαρχείο.
Οι ποικιλότροπες εκφράσεις της ευγνωμοσύνης του Λαού προς τον Πανάξιο Ιεράρχη ήταν η μεγαλύτερη καταξίωση των αγώνων του. Ήταν καθολική η αναγνώριση της γενναιότητας και ευψυχίας του, ώστε να του απονεμηθεί ο τίτλος «Πρίγκηψ της Εκκλησίας», χαρακτηρισμός, που συμπύκνωνε την λατρεία του Ποιμνίου στο πρόσωπό του. Η ανάλωσή του στην διακονία του Ποιμνίου του δεν θα σταματήσει και μετά την αναγκαστική αποχώρησή του για την κυρίως Ελλάδα, διότι θα συνεχίσει να ζει και να αγωνίζεται μαζί του, ως Πρόσφυγας μέσα σε Πρόσφυγες, με αδιατάρακτη την στροφή της μνήμης στον Πόντο, την Παναγία Σουμελά, την Τραπεζούντα.
Η αναγνώριση του αυθεντικού εκκλησιαστικού φρονήματός του και της θυσιαστικής αγάπης του για την Εκκλησία τεκμηριώνεται με τις λεπτές και υπεύθυνες αποστολές, που του ανέθεσε κατά καιρούς η Μεγάλη του Χριστού Εκκλησία, ως Εθναρχικό Κέντρο, εμπιστευόμενη την σοφία και ικανότητά του. Ήταν ο ανύστακτος πρεσβευτής του Πατριαρχείου, της Ρωμιοσύνης του Πόντου και της Μητροπόλεώς του….
Η Ιστοριογραφία δεν βρίσκει λόγους να επαινέσει τον αγωνιστή Ιεράρχη για το πολυσχιδές έργο του, χαρακτηρίζοντάς τον ως άξιο της Εκκλησίας και του Έθνους.
Χαλάνδρι, 4 Νοεμβρίου 2009 Ιωάννου Βατατζή του βασιλέως και ελεήμονος, αυτοκράτορος του Κράτους της Νικαίας (1222 -1254)
Πρωτοπρ. Γ. Δ. Μεταλληνός, Ομότιμος Καθηγητής Πανεπιστημίου Αθηνών
Πηγή:«Βιογραφικαί Αναμνήσεις του Αρχιεπισκόπου Αθηνών Χρυσάνθου του από Τραπεζούντος, 1881-1949» Τρίτη Έκδοση με πρόλογο του πρωτ. Γεωργίου Μεταλληνού, Μορφωτικός Όμιλος Κομοτηνής-Κέντρο Θρακικών Μελετών, Κομοτηνή 2009 & Απόψεις για τη Μονή Βατοπαιδίου