ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ ΤΗΣ Ζ΄ ΑΓΙΑΣ ΚΑΙ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΗΣ ΣΥΝΟΔΟΥ
Εν Πειραιεί πρωτοπρεσβ. Άγγελος Αγγελακόπουλος
13-10-2012 εφημέριος Ι. Ν. Παναγίας Μυρτιδιωτίσσης Πειραιώς
Όπως ακούσαμε από τούς θαυμασίους ύμνους, ιδιαίτερα από τά δοξαστικά του Εσπερινού «Τάς μυστικάς σήμερον του Πνεύματος σάλπιγγας...» και του Όρθρου «Των Αγίων Πατέρων ο χορός...», η Εκκλησία μας εορτάζει σήμερα τούς Αγίους Πατέρες, πού συνεκρότησαν τήν Ζ΄ Αγία και Οικουμενική Σύνοδο στή Νίκαια της Βιθυνίας τό 787 μ.Χ. επί της βασιλείας Κων/νου και Ειρήνης της μητρός του. Τούς Πατέρες εκείνους, οι οποίοι κατεδίκασαν τήν μεγάλη αίρεση της εικονομαχίας και τούς εικονομάχους, οι οποίοι ταλαιπώρησαν τήν ρωμαϊκή αυτοκρατορία παραπάνω από ένα αιώνα, από τό 726 μ.Χ., επί της εποχής του Λέοντος του Ισαύρου, μέχρι τό 833 μ.Χ., όταν η αγία Θεοδώρα ανεστήλωσε τίς άγιες εικόνες.
Σ’αυτή τή Σύνοδο συμμετείχαν 367 Άγιοι Πατέρες από τά πέντε πρεσβυγενή πατριαρχεία, μεταξύ των οποίων και δύο εκπρόσωποι του τότε Πάπα Ρώμης Αδριανού, ο οποίος σημειωτέον τότε ήταν ακόμη ορθόδοξος. Μετείχαν επίσης και πολλοί μοναχοί και αρχιμανδρίτες μοναστηριών, οι οποίοι έφθαναν τούς 136. Στή Σύνοδο αυτή συμμετείχαν πολύ μεγάλα ονόματα αγίων της Εκκλησίας μας, όπως ο Όσιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός, ο Άγιος Ταράσιος Κων/λεως, ο Άγιος Νικηφόρος κ.ά.
Η Σύνοδος συνεκλήθη κατά των δυσσεβών και χριστιανοκατηγόρων εικονομάχων, τούς οποίους και αναθεμάτισε, μεταξύ των οποίων ήταν οι ψευδοπατριάρχες Κων/λεως Αναστάσιος, Κων/νος και Νικήτας, οι οποίοι όχι μόνο δέν ασπάζονταν και δέν προσκυνούσαν τίς άγιες εικόνες, αλλά τίς ονόμαζαν είδωλα, τίς έκαιγαν, τίς καταπατούσαν, τίς έσερναν στούς δρόμους και τίς έβριζαν μέ οποιοδήποτε τρόπο μπορούσαν. Η Σύνοδος αποκατέστησε τήν τιμή των αγίων και σεπτών εικόνων, τίς οποίες πρέπει τιμητικώς νά προσκυνούμε και νά σεβόμασθε, γιατί, βλέποντας τά εικονιζόμενα πρόσωπα του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, της αγίας Θεοτόκου, των τιμίων Αγγέλων και πάντων των Αγίων, εγείρεται η μνήμη και ο πόθος μας πρός τά πρωτότυπα. Η τιμή της εικόνος, σύμφωνα μέ τόν ουρανοφάντορα Μ. Βασίλειο, διαβαίνει στό πρωτότυπο και αυτός, πού προσκυνά τήν εικόνα, προσκυνά τήν υπόσταση, τό πρόσωπο του εικονιζομένου.
Η εικονομαχία, όμως, αγαπητοί μου, παρ’όλο πού καταδικάστηκε επισήμως καί συνοδικώς από τήν Καθολική Ορθόδοξη Εκκλησία, δυστυχώς επανέρχεται καί πάλι στό προσκήνιο. Κι εμείς σήμερα στήν εποχή μας ζούμε μιά νέα εικονομαχία. Εχουν λυσσάξει όλοι οι εκκλησιομάχοι εναντίον της Εκκλησίας καί ζητούν τήν αποκαθήλωση των θρησκευτικών μας συμβόλων. Οι ετερόδοξες καί ετερόθρησκες μειονότητες, πού ζουν στά χριστιανικά κράτη-εθνη, ιδίως στήν Ιταλία καί τήν Ελλάδα, ζητούν νά βγουν οι εικόνες καί ο Εσταυρωμένος από τά σχολεία, επειδή προσβάλλεται τό θρησκευτικό πιστεύω των παιδιών τους. Καί κατάφεραν νά πάρουν μέ τό μέρος τους τό Ευρωπαϊκό Διακαστήριο ανθρωπίνων δικαιωμάτων, η απόφαση του οποίου ελήφθη τόν Οκτώβριο του 2009 καί ορίζει ότι θά πρέπει νά βγουν οι εικόνες του Χριστού, της Παναγίας καί των Αγίων, νά βγει ο Εσταυρωμένος, νά βγει ο Τίμιος Σταυρός από τά δημόσια κτήρια καί τίς αίθουσες διδασκαλίας, τά σχολεία. Επίσης, σχεδιάζεται η αφαίρεση του Τιμίου Σταυρού από τήν ελληνική σημαία. Αυτό έγινε πραγματικότητα, όταν στίς εκλογές του 2009, τό κανάλι ΑΝΤ1 παρουσίασε τήν ελληνική σημαία χωρίς τόν Σταυρό, αλλά μόνο μέ τίς γαλανόλευκες γραμμές. Παραλλήλως, σχεδιάζεται η αφαίρεση του Τιμίου Σταυρού καί από τό σήμα της αστυνομίας καί από τήν στολή των εθελοντών του Ερυθρού Σταυρού. Μέσα σ’αυτό τό εικονομαχικό κλίμα θά πρέπει νά θεωρηθεί καί η διαταγή του διευθυντού του αντικαρκινικού νοσοκομείου Θεσ/κης «Θεαγένειο» τόν Σεπτέμβριο του 2010 νά απογορεύσει στούς ασθενείς καί τούς συγγενείς τους νά έχουν πάνω από τό κρεββάτι του πόνου εικόνες, γιά νά προσεύχονται. Αλλά καί η κυκλοφορία παλαιότερα παπουτσιών, πού είχαν αποτυπωμένα από κάτω, στή σόλα, τόν Σταυρό, έτσι ώστε φορώντας τα, νά τόν πατούμε, τόν ίδιο στόχο έχει. Όλα αυτά αποσκοπούν στήν αποκοπή του λαού από τίς χριστιανικές του ρίζες καί στή δημιουργία ενός ρηχού αθέου καί αθρήσκου κράτους.
Εξέχουσα θέση ανάμεσα στόν υμνογραφικό πλούτο της Ορθοδόξου Εκκλησίας μας κατέχει, εκτός των άλλων, καί τό απολυτίκιο της εορτής των Αγίων Πατέρων : «Υπερδεδοξασμένος ει Χριστέ ο Θεός ημών, ο φωστήρας επί γης τούς Πατέρας ημών θεμελιώσας καί δι’αυτών πρός τήν αληθινήν πίστιν πάντας ημάς οδηγήσας, πολυεύσπλαγχνε δόξα σοι». Είναι αμφίβολλο, αγαπητοί μου, αν όλοι μας, είτε λαϊκοί είτε θεολόγοι είτε κληρικοί, έχουμε συλλάβει τό βαθύτερο νόημα, τήν σημασία καί τήν βαρύτητα αυτού του τροπαρίου, τό οποίο εκφράζει μιά πρώτιστη θεολογική πτυχή της Ορθοδόξου Εκκλησιολογίας. Η πτυχή αυτή, πού μαρτυρείται από τό ανωτέρω τροπάριο, είναι ότι η Ορθόδοξος Εκκλησία, εκτός από Μία, Αγία, Καθολική καί Αποστολική, είναι κατεξοχήν καί Πατερική. Θά μπορούσαμε κάλλιστα οι Ορθόδοξοι, δίπλα από τά τέσσερα προαναφερθέντα χαρακτηριστικά της Εκκλησίας, νά προσθέταμε καί τήν Πατερικότητα καί νά ομολογούσαμε στό Σύμβολο της Πίστεως τήν πίστη μας «εις Μίαν, Αγίαν, Καθολικήν, Αποστολικήν καί Πατερικήν Εκκλησίαν».Η προσθήκη, όμως, αυτή, όπως καί κάθε άλλη προσθήκη ή αφαίρεση στό Σύμβολο της Πίστεως, απαγορεύεται ρητώς από τόν 7ο Ιερό Κανόνα της Γ΄ Αγίας Οικουμενικής Συνόδου εν Εφέσω (431). Γιά τόν λόγο αυτό απαγορεύθηκε καί η προσθήκη, τήν οποία έβαλαν οι αιρετικοί Παπικοί, οι Λατίνοι, στό Σύμβολο της Πίστεως, σύμφωνα με την οποία τό Άγιον Πνεύμα εκπορεύεται όχι εκ μόνου του Πατρός, αλλά καί εκ του Υιού, η περίφημη αίρεση του Filioque. Γιά τόν ίδιο λόγο απαγορεύθηκε ακόμη νά βάλλουμε εμείς οι Ορθόδοξοι στό Σύμβολο της Πίστεως καί τόν όρο «Θεοτόκος» γιά τήν Παναγία μας, μολονότι είναι δογματική διδασκαλία της Εκκλησίας μας. Από σεβασμό καί υπακοή στά θεσπισμένα υπό των Αγίων Οικουμενικών Συνόδων καί των Αγίων Πατέρων. Εντούτοις, η Ορθόδοξος Εκκλησία μας είναι Εκκλησία Αποστολική καί Πατερική. Τό ακούσαμε αυτό στό κοντάκιο της σημερινής εορτής: «Των Αποστόλων τό κήρυγμα καί των Πατέρων τά δόγματα τη Εκκλησία μίαν τήν πίστιν εκράτυνεν». Τό κήρυγμα των Αποστόλων, αλλά καί η ανάπτυξις αυτής της διδασκαλίας εκ μέρους των Αγίων Πατέρων έκαναν μία τήν διδασκαλία της Εκκλησίας μας. Η Ορθόδοξος Εκκλησία μας, λοιπόν, είναι συγχρόνως Αποστολική καί Πατερική, καί ακολουθεί τούς Αγίους Πατέρες σέ κάθε Οικουμενική Σύνοδο. Κι εμείς πρέπει νά είμασθε «επόμενοι τοις αγίοις πατράσιν˙ μή μεταίρειν όρια, α έθεντο οι πατέρες ημών». Νά είμασθε επόμενοι, νά ακολουθούμε τούς Αγίους Πατέρες, νά μή μετακινούμε όρια, τά οποία έθεσαν οι Άγιοι Πατέρες μας. Διότι, οι Άγιοι Πατέρες δέν κάνουν τίποτε άλλο, παρά νά συνεχίζουν τό έργο του Κυρίου καί των Αποστόλων. Αυτό έκαναν καί στήν Ζ΄ εν Νικαία Αγία Οικουμενική Σύνοδο, τήν οποία η Εκκλησία μας εορτάζει σήμερα.
Η Εκκλησία μας, λοιπόν, παραμένει κατεξοχήν Πατερική κι ας μήν τό ενστερνίζονται, ας τό αρνούνται αυτό οι Οικουμενιστές, οι προοδευτικοί, οι εκσυγχρονιστές πατριάρχες, αρχιεπίσκοποι, αρχιερείς, ιερείς, κληρικοί καί πανεπιστημιακοί-ακαδημαϊκοί θεολόγοι, οι ]οποίοι, γιά νά μπορούν νά υιοθετούν καί νά διδάσκουν καινούργιες διδασκαλίες, πού δέν στηρίζονται στή διδασκαλία των Αγίων Πατέρων καί των Αγίων Αποστόλων, αρνούνται, ακόμη, καί τό ότι η Εκκλησία μας είναι Πατερική. Ανεφύη, αγαπητοί μου, στίς ημέρες μας μιά καινούργια αίρεση, η αίρεση της πατρομαχίας. Μάχονται αυτοί οι πατρομάχοι καί πολεμούν τούς Αγίους Πατέρες. «Η Εκκλησία μας», ισχυρίζονται οι πατρομάχοι, «δέν είναι πατερική, αλλά είναι μία ευχαριστηριακή σύναξη, όπου μπορούμε νά λέμε καί νά κάνουμε ό,τι θέλουμε καί, μή δεσμευόμενοι από τούς Αγίους Πατέρες, νά υιοθετούμε καί νά κηρύττουμε του κόσμου τίς διδασκαλίες καί νά δεχόμασθε ακόμη καί τήν «ιερωσύνη των γυναικών». Θεωρούν οι οικουμενιστές πατρομάχοι ότι οι Άγιοι Πατέρες μάς κληροδότησαν τό σχίσμα Ανατολής καί Δύσεως, επειδή έπεσαν θύματα του αρχεκάκου όφεως, του Διαβόλου. Καί τώρα τελευταία, ανέπτυξαν αυτοί οι πατρομάχοι μία καινοφανή αίρεση, τήν αίρεση της λεγομένης «μεταπατερικής ή νεοπατερικής ή συναφειακής θεολογίας», η οποία εκφράζεται κυρίως από τους οικουμενιστές του Φαναρίου και από την «Ακαδημία Θεολογικών Σπουδών» ή καλύτερα «Επιδημία Θεολογικής Διαστρεβλώσεως» της Ιεράς Μητροπόλεως Δημητριάδος. Τί λέει αυτή η αιρετική «μεταπατερική θεολογία» ή καλύτερα επιδημία; Πρεσβεύει ότι οι Άγιοι Πατέρες είναι πλέον ξεπερασμένοι. Ήταν καλοί γιά τήν εποχή τους, αλλά τώρα μας είναι άχρηστοι. Τώρα εμείς, θεωρούν οι πατρομάχοι, είμασθε οι «νέοι πατέρες», ανώτεροι από τούς παλαιούς Αγίους Πατέρες καί θά πρέπει νά αναπτύξουμε μιά νέα θεολογία ανεξάρτητη καί πέρα από τούς Αγίους Πατέρες, μία «μεταπατερική θεολογία», προσαρμοσμένη στά σύγχρονα προβλήματα του κόσμου. Δέν είναι, όμως, αυτό φοβερός εωσφορικός εγωισμός, τό νά λέει κάποιος ότι είναι ανώτερος από τούς Αγίους Πατέρες; Η υπέρβαση καί η απεξάρτηση των πατρομάχων από τήν διδασκαλία καί τήν θεολογία των Αγίων Πατέρων, θά τούς αποδεσμεύσει καί θά τούς αφήσει ελεύθερους καί ανεξέλεγκτους νά πραγματοποιούν τά απαράδεκτα οικουμενιστικά τους ανοίγματα μέ τούς αιρετικούς καί τούς ετεροδόξους, μέ σκοπό τήν ψευδοένωση των δήθεν «Εκκλησιών» καί τήν εγκατάσταση της αντίχριστης Πανθρησκείας. Οι Άγιοι Πατέρες πρέπει νά ξεπερασθούν, τονίζουν εμφαντικά οι πατρομάχοι. Τό διανοείσθε αυτό τό πράγμα; Δηλ. οι Άγιοι Πατέρες της Ζ΄ Αγίας Οικουμενικής Συνόδου, ο Όσιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός, ο Άγιος Ταράσιος Κων/λεως, ο Άγιος Νικηφόρος καί όλοι οι Άγιοι Πατέρες όλων των υπολοίπων Οικουμενικών Συνόδων καί όλων των εποχών είναι ξεπερασμένοι! Καταλαβαίνετε όλοι σας σέ ποιά κατάντια καί βλασφημία κατά του Αγίου Πνεύματος έχουν φθάσει!
Όμως, σύμφωνα μέ τήν διδασκαλία της Ορθοδόξου Εκκλησίας, οι Άγιοι Πατέρες της Εκκλησίας είναι ο καρπός της λειτουργίας του Αγίου Πνεύματος μέσα στήν Εκκλησία. Οι Άγιοι Πατέρες γιά τόν λόγο αυτό αποκαλούνται Θεοφόροι, επειδή είναι τά δοχεία καί τά όργανα του Αγίου Πνεύματος. Μέ επίμονη καί επίπονη άσκηση καί νηπτικούς αγώνες υπέταξαν τό φρόνημα της σαρκός στό θέλημα του Θεού. Στήν Ορθοδοξία δέν δύναται νά υπάρχει Θεολογία χωρίς άσκηση καί χωρίς Αγίους Πατέρες. Οι Άγιοι Πατέρες δέν λένε τίποτε νεοφανές, δέν γράφουν νέες φιλοσοφικές θεωρίες, αλλά, επειδή είναι πνευματοφόροι καί ζουν μέσα στό φως του Θεού, ερμηνεύουν φωταγωγικώς τίς αλήθειες, πού ο Χριστός άπαξ απεκάλυψε στούς ανθρώπους. Ο Παράκλητος, τό Πνεύμα της αληθείας, οδηγεί τούς Αγίους Πατέρες της Εκκλησίας «εις πάσαν τήν αλήθειαν». Αυτό σημαίνει πώς δέν δύναται νά υπάρξει περίοδος της ζωής της Εκκλησίας, πού δέν υπάρχουν Άγιοι Πατέρες. Αυτό θά σήμαινε πώς σταμάτησε ο Παράκλητος νά «συγκροτεί όλον τόν θεσμόν της Εκκλησίας». Δεν είναι, όμως, αυτό ασυγχώρητη βλασφημία κατά του Αγίου Πνεύματος; Όλα αυτά οδηγούν στό συμπέρασμα του ανυποστάτου του όρου «μεταπατερική θεολογία», ο οποίος πέρα από καινοφανής, είναι αντιβιβλικός καί ανορθόδοξος, επειδή αναιρεί τό βασικό κύτταρο της Πατερικής Θεολογίας της Εκκλησίας. Είναι αδύνατη η ύπαρξη περιόδου μετά τούς Πατέρες, αφού πάντοτε η Εκκλησία θά αυξάνεται θεολογικά μέ τή Χάριν του Αγίου Πνεύματος διά των Θεοφόρων Πατέρων. Απορρίπτουμε τόν όρο «μεταπατερική θεολογία», επειδή μας οδηγεί κατ’ευθείαν στήν αίρεση του Προτεσταντισμού. Η Εκκλησία χωρίς Άγίους Πατέρες θά ήταν ένα «ψευδεπίγραφο χριστιανικό προτεσταντικό μόρφωμα», πού δέν θά είχε καμμία σχέση μέ τήν «Μίαν, Αγίαν, Καθολικήν καί Αποστολικήν Εκκλησίαν».
Όμως, «ας είσαι υπερδεδοξασμένος, Χριστέ ο Θεός μας», λέει ο υμνογράφος, «επειδή θεμελίωσες στή γη τούς Αγίους καί Θεοφόρους Πατέρες ως φωστήρες καί διά μέσου αυτών μάς οδήγησες όλους στήν αληθινή πίστη». Αυτή η φράση «δι’αυτών» είναι μεγίστης σημασίας, γιατί μας δείχνει ότι μόνο μέσω των Αγίων Πατέρων οδηγούμασθε στήν αληθινή πίστη. Έχουμε, βέβαια, σέ πρώτη θέση τήν Αγία Γραφή, αλλά, επειδή αυτή σέ αρκετά σημεία είναι ασαφής καί δυσνόητη, χρησιμοποιούμε τούς Αγίους Πατέρες, μέ τά συγγράμματα καί τούς λόγους των οποίων ερμηνεύουμε τήν Αγία Γραφή σωστά και ορθόδοξα.
Αυτή, άλλωστε είναι καί μία ειδοποιός διαφορά μεταξύ της Ορθοδόξου Εκκλησίας καί της αιρέσεως του Προτεσταντισμού, ότι δηλαδή, εμείς, οι Ορθόδοξοι, στηριζόμασθε στήν Ιερά Παράδοση, τήν Αγία Γραφή, τούς Αγίους Πατέρες καί τίς Οικουμενικές Συνόδους, ενώ αυτοί, οι Προτεστάντες, στηρίζονται μόνο στήν Αγία Γραφή (solascriptura), απορρίπτοντας την Ιερά Παράδοση, τις Οικουμενικές Συνόδους και τους Αγίους Πατέρες, αποδεικνυόμενοι εν τοις πράγμασι ότι είναι νέοι πατρομάχοι και εικονομάχοι,με τους οποίους όμως οι Οικουμενιστέςδεν ντρέπονται να παρακάθονται μαζί τους, να συναγελάζονται και να διαλέγονται επί ίσοις όροις στο παμπροτεσταντικό Π.Σ.Ε. ή καλύτερα Παγκόσμιο Συνονθύλευμα Αιρέσων και ΠΣΕύδους, προδίδοντας τους Αγίους Πατέρες.
Στήν σημερινή αποστολική περικοπή, η οποία προέρχεται από τό 3ο κεφάλαιο της πρός Τίτον επιστολής του Αποστόλου Παύλου γίνεται λόγος γιά αιρέσεις και αιρετικούς : «αιρετικόν άνθρωπον μετά μίαν και δευτέραν νουθεσίαν παραιτού». Επειδή, λοιπόν, οι Εικονομάχοι είναι παναιρετικοί, χριστιανοκατήγοροι, όπως λένε τά κείμενά μας, γι’αυτό η Εκκλησία μας διάλεξε σήμερα αυτήν τήν αποστολική περικοπή, γιά νά μας διδάξει πως πρέπει νά συμπεριφερόμασθε απέναντι στούς αιρετικούς.
Ο 10ος, λοιπόν, στίχος αναφέρεται στούς αιρετικούς και λέει : «αιρετικόν άνθρωπον μετά μίαν και δευτέραν νουθεσίαν παραιτού, ειδώς ότι εξέστραπται ο τοιούτος και αμαρτάνει ων αυτοκατάκριτος».
Ερμηνεύοντας ο Όσιος Νικόδημος ο Αγιορείτης τό ανωτέρω παύλειο χωρίο, ρωτά : «Γιατί στόν μέν Απόστολο Τίτο λέει ο Απόστολος Παύλος ότι, μετά από πρώτη καί δεύτερη φορά, πρέπει νά αφήνουμε τόν αιρετικό άνθρωπο καί νά μήν του μιλάμε πλέον, στόν δέ Απόστολο Τιμόθεο συμβουλεύει ότι θά πρέπει νά ελέγχει τούς αιρετικούς˙ όπου συνταντήσει αιρετικούς, θά πρέπει νά είναι ικανός νά τούς ελέγχει - «τούς αντιλέγοντας ελέγχειν» - θά πρέπει νά παιδεύει μέ πραότητα τούς εναντίους, μήπως τούς δώσει ο Θεός μετάνοια; «Εν πραότητι παιδεύοντα τούς αντιδιατιθεμένους, μή ποτε δω αυτοίς ο Θεός μετάνοιαν εις επίγνωσιν αληθείας»[1]; Δέν έχουμε, λοιπόν, εδώ μιά αντίφαση;
Δέν είναι αντίφαση. Αποκρίνεται με πολύ οξύνοια ο ίδιος ο Όσιος Νικόδημος καί λέει ότι στόν Απόστολο Τιμόθεο ο Απόστολος Παύλος μιλά γιά εκείνους, πού δείχνουν ελπίδα διορθώσεως. Εδώ στόν Απόστολο Τίτο λέει γιά τόν αδιόρθωτο καί ανιάτρευτο αιρετικό, ο οποίος είναι κατά πάντα εξεστραμμένος, δηλαδή εκτροχιασμένος, καί αυτοκατάκριτος, δηλαδή αναπολόγητος. Επειδή δέν μπορεί νά πει, ότι κανένας δέν μέ νουθέτησε, ούτε κανένας μέ δίδαξε, γιά νά μάθω τήν αλήθεια, γιατί, αν καί νουθετήθηκε καί διδάχθηκε μία καί δύο, έμεινε στήν πλάνη του. Όταν, λοιπόν, αυτός μετά από μία καί δεύτερη νουθεσία καί διδαχή, επιμένει στήν πλάνη του, τότε είναι αυτοκατάκριτος καί αναπολόγητος καί γι’αυτό πρέπει οι Χριστιανοί νά απέχουν απ’ αυτόν.
Καί ο Μ. Βασίλειος λέει˙ «αιρετικόν άνθρωπον αποστρέφεσθαι δει»[2].
Όταν πρόκειται ένας αιρετικός νά κρατά τήν αίρεση γιά τόν εαυτό του και νά μήν βλάπτει τούς άλλους, τότε μέ γειά του, μέ χαρά του, δέν υπάρχει πρόβλημα. Όταν, όμως, ο αιρετικός θέλει νά περάσει και νά επιβάλλει τήν δική του αιρετική διδασκαλία, τότε πρέπει, λέει ο Απόστολος Παύλος, «τούς αντιλέγοντας ελέγχειν»˙ πρέπει νά τόν ελέγχουμε γιά τήν πλάνη του και, τουλάχιστον, νά του πούμε μία και δύο φορές ότι έχει άδικο.
Όταν, λοιπόν, πούμε στόν αιρετικό μία και δύο φορές ότι είναι πλανεμένος και αιρετικός (πρέπει νά τό πράξουμε αυτό και νά μην τόν αφήσουμε), τότε, αφού δέν καταλαβαίνει, τόν παρατάμε. Δέν πρέπει νά έχουμε καμμία σχέση μαζί του. «Και χαίρειν αυτώ μή λέγητε», μας νουθετεί ο Ευαγγελιστής Ιωάννης. Γιατί; Διότι, δέν πρόκειται νά ωφεληθεί από αυτή μας τή σχέση. Λένε ορισμένοι : «Μά, συνάνθρωποι είναι κι αυτοί. Μήπως κάτι ακούσουν. Μήπως κάτι καταλάβουν». Μήπως, όμως, θεωρούμε ότι εμείς γνωρίζουμε καλύτερα απ’όσο γνωρίζουν οι θεόπνευστοι, οι Άγιοι Πατέρες καί είμασθε ανώτεροι καί αγιότεροι απ’αυτούς;
«Ειδώς ότι εξέστραπται ο τοιούτος και αμαρτάνει ων αυτοκατάκριτος».Παράτησέ τον, μήν ασχολείσαι πλέον μαζί του. Εσύ έκανες τό καθήκον σου, γιατί γνωρίζεις ότι «εξέστραπται». - Τό «εξέστραπται» προέρχεται από τό ρήμα «εκστρέφω», τό οποίο σημαίνει «αναποδογυρίζω». - Γιατί γνωρίζεις ότι αυτός έχει αναποδογυρίσει, έχει διαστραφεί, δέν είναι πλέον ικανός νά αλλάξει, νά μετανοήσει. «Και αμαρτάνει ων αυτοκατάκριτος».Και αμαρτάνει όντας ο ίδιος αυτοκατάκριτος.
Αυτό έκαναν οι σημερινοί Άγιοι Πατέρες της Ζ΄ Αγίας Οικουμενικής Συνόδου. Επί ένα αιώνα ήλεγχαν τούς αυτοκράτορες Λέοντα τόν Ισαυρο, Κων/νο τόν Κοπρώνυμο, Λέοντα τόν Αρμένιο, Μιχαήλ, ότι η εικονομαχία είναι λάθος. Τούς ήλεγξαν. Τιμωρήθηκαν. Διωγμούς έπαθαν απίθανους, ιδιαίτερα οι μοναχοί, οι οποίοι εξορίστηκαν από τά μοναστήρια τους και μαρτύρησαν.
Η στάση, λοιπόν, της Εκκλησίας απέναντι των αιρετικών είναι σαφής. Κατ’αρχήν τούς συμβουλεύουμε και τούς παρουσιάζουμε τήν διδασκαλία της Εκκλησίας, λέγοντας : «Κοίταξε, δέν είναι έτσι, δέν έχεις δίκαιο». Αυτή, άλλωστε, είναι και η διαφορά μεταξύ ενός αιρετικού και ενός, πού μπορεί νά κάνει λάθος. Διότι, αιρετικός είναι εκείνος, ο οποίος, ακόμη κι αν του πει η Εκκλησία ότι έχει λάθος, εκείνος επιμένει στήν πλάνη του. Εγωισμός και υπερηφάνεια εωσφορική. Όταν, λοιπόν, δούμε πώς «μετά μίαν και δευτέραν νουθεσίαν» δέν αλλάζει ο αιρετικός, τότε «παραιτού», τότε τόν αφήνουμε.
Γιά νά επικαιροποιήσουμε τόν λόγο μας. Όλοι γνωρίζουμε τόν μεγάλο κίνδυνο πού διατρέχει η Ορθόδοξος Εκκλησία από τίς αιρέσεις, ιδίως από τίς αιρέσεις του Παπισμού, του Προτεσταντισμού καί τήν παναίρεση του Οικουμενισμού. Συγκεκριμένα η χώρα μας, η αγιοτόκος και ηρωοτόκος Ελλάδα έχει γίνει ξέφραγκο αμπέλι των αιρέσεων. Πάνω από τετρακόσιες (400) αιρέσεις δρουν στόν τόπο μας (Ιεχωβάδες, Πεντηκοστιανοί, Ευαγγελικοί, Χιλιαστές, Παπικοί, Ουνίτες, Μονοφυσίτες Νεοειδωλολάτρες, Νέα Εποχή, Νέα Τάξη πραγμάτων, Μασονία, Τεκτονισμός, Σιωνισμός κ.ά.). Κάθε καλοκαίρι κάνουν απόβαση στήν Ελλάδα χιλιάδες Ιεχωβάδες, Πεντηκοστιανοί καί Χιλιαστές μέ προσυλητιστικούς σκοπούς.
Επίσης, πόσες φορές η Αγία μας Εκκλησία δέν ήλεγξε τόν Παπισμό; Από τόν 11ο αιώνα, πού οι Παπικοί αποσχίσθηκαν και αποκόπηκαν από τήν Ορθόδοξη Καθολική Εκκλησία, πέρασαν 1000 χρόνια και παραμένουν αμετανόητοι, αταπείνωτοι, εγωιστές, αλαζόνες και οιηματίες. Και υπάρχουν Άγιοι Πατέρες, οι οποίοι όχι μόνο ήλεγξαν τόν πάπα, αλλά υπέφεραν, εκδιώχθηκαν και μαρτύρησαν εξαιτίας αυτών, όπως είναι τόσοι οσιομάρτυρες στό Άγιον Όρος, στήν Ι.Μ. Ζωγράφου, στήν Ι.Μ. Βατοπαιδίου, στις Καρυές και στήν Κύπρο, στήν Ι.Μ. Παναγίας Καντάρας, πού μαρτύρησαν, επειδή ήλεγξαν τόν πάπα, όπως επίσης και στη μαρτυρική Σερβία.
Ας πούμε εδώ ότι δυστυχώς συνεχίζεται ακόμη αυτός ατέρμων καί χωρίς σκοπό διάλογος Ορθοδόξων καί Παπικών. Στή Βιέννη από 17 έως 29 Σεπτεμβρίου 2010 συνήλθε η Μικτή Θεολογική Επιτροπή διαλόγου Παπικών και Ορθοδόξων μέ θέμα «Τό πρωτείο του Πάπα Ρώμης». Όπως διαγράφεται, οι οικουμενιστές θέλουν καί ετοιμάζονται νά αναγνωρίσουν τό πρωτείο εξουσίας του Πάπα μέ τό κάλλυμα του πρωτείου διακονίας σέ όλη τήν Εκκλησία και με μια άμικτη μίξη Πρωτείου και Συνοδικότητας. Όμως, ποιά θέση έχει ο Πάπας στήν Εκκλησία, όταν αυτός μέ τίς τόσες αιρέσεις του και ιδίως μέ τίς αιρέσεις της εκπορεύσεως του Αγίου Πνεύματος καί εκ του Υιού, του αλαθήτου και του πρωτείου, έχει θέσει τόν εαυτό του τυπικά και ουσιαστικά εκτός Εκκλησίας εδώ και ένα αιώνα, παραμένοντας αμετανόητος; Ο Πάπας δέν έχει καμμία θέση στήν Εκκλησία˙ είναι εκτός Εκκλησίας. Τό πρωτείο του είναι καθαρά πρωτείο εωσφορικό καί πρωτείο παγκοσμίου υποταγής στόν αντίχριστο Πάπα. Αλλά, δόξα τω Αγίω Τριαδικώ Θεώ, όπως στήν Κύπρο τόν Οκτώβριο του 2009, λόγω των αντιδράσεων μέ τό κείμενο «Ομολογία πίστεως κατά του Οικουμενισμού», έτσι καί στή Βιέννη, λόγω της σκληρής καί αδιάλλακτης στάσεως των Παπικήν, η Μικτή Επιτροπή δέν κατέληξε σέ καμμία συμφωνία.
Επίσης, υπάρχει στίς ημέρες μας ο μέγας κίνδυνος καί απειλή γιά τήν Ορθόδοξη Εκκλησία μας από τόν Οικουμενισμό. Ο Οικουμενισμός, σύμφωνα μέ τόν σύγχρονο Άγιο Γέροντα της Σερβικής Εκκλησίας, αλλά και ολοκλήρου της Ορθοδοξίας, Όσιο Ιουστίνο Πόποβιτς, είναι όχι απλά αίρεση, αλλά παναίρεση. Όπως η παγκοσμιοποίηση σέ πολιτικό επίπεδο θέλει νά ενώσει τόν κόσμο καί νά κάνει ενα παγκόσμιο κράτος, μία παγκόσμια κυβέρνηση, ένα παγκόσμιο νόμισμα, έτσι καί ο Οικουμενισμός σέ θρησκευτικό επίπεδο θέλει νά ενώσει όλες τίς θρησκείες (διαθρησκειακός οικουμενισμός) καί όλες τίς αιρέσεις (διαχριστιανικός οικουμενισμός) σέ μία παγκόσμια θρησκεία, αψηφώντας καί περιθωριοποιώντας τίς τεράστιες, γιγαντιαίες καί χαώδεις δογματικές διαφορές καί ξεθεμελιώνοντας εκ βάθρων τά δόγματα καί τήν πίστη της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Όπως η Εικονομαχία ταλαιπώρησε γιά ένα αιώνα τήν ρωμαϊκή αυτοκρατορία, έτσι καί ο Οικουμενισμός ταλαιπωρεί κι αυτός επί ένα αιώνα τήν Ορθόδοξη Εκκλησία, αφού εμφανίσθηκε από τίς αρχές του 20ου αιώνα (1902-1904-1920). Καί τέλος, όπως γιά τήν Εικονομαχία συνεκλήθη ολόκληρη Οικουμενική Σύνοδος, πού τήν καταδίκασε καί καθαίρεσε τούς αρχηγούς της, δέν πρέπει επιτέλους καί γιά τόν Οικουμενισμό νά συγκληθεί μιά νέα Οικουμενική, Πανορθόδοξος Σύνοδος, η οποία θά τόν καταδικάσει καί θά καθαιρέσει τούς αρχηγούς της, γιά νά γαληνέψει έτσι τό πολυτάραχο καί θαλασσοδαρμένο σκάφος της Αγίας μας Εκκλησίας;
Καί γιά νά έλθουμε σέ πιό καθημερινά θέματα. Πόσοι από’μας, όταν έχουμε επικοινωνία μέ κάποιους, οι οποίοι λένε αιρέσεις, ανοησίες και πλάνες, πόσοι από’μας νιώθουμε τήν υποχρέωση νά τούς ελέγξουμε, σύμφωνα μέ τήν παύλεια προτροπή «τούς αντιλέγοντας ελέγχειν», και νά τούς νουθετήσουμε μία και δύο φορές; Δέν τό τολμούμε. Αλλά όταν τό τολμήσουμε μερικές φορές και βλέπουμε πώς δέν αλλάζουν, τότε πλέον δέν πρέπει νά έχουμε καμμία σχέση μαζί τους. Τώρα όλ’αυτά έχουν ανατραπεί. Πολλοί συμβιώνουν, συνεσθίουν, παντρεύονται – μικτοί γάμοι – μέ προτεστάντες, μέ παπικούς, μέ μουσουλμάνους, συμπροσεύχονται και κοινωνούν. Πού, λοιπόν, είναι τό «αιρετικόν άνθρωπον μετά μίαν και δευτέραν νουθεσίαν παραιτού»; Τόν αιρετικό παράτησέ τον, μήν έχεις καμμία σχέση μαζί του; Αντιθέτως τούς αγκαλιάζουν, τούς υποδέχοντα και τούς αποκαλούν «αγιώτατε Πάπα, επίσκοπε Ρώμης, αδελφή Εκκλησία» κ.λπ.
Πολλές φορές μερικοί ρωτούν: «Πάτερ, έχω κάποιο συγγενή ψευδομάρτυρα του Ιεχωβά. Πάτερ, ο υιός μου παντρεύθηκε μιά προτεστάντισσα ή μιά παπική. Τί νά κάνω»; Είπαμε καί προηγουμένως ότι οι μικτοί γάμοι απαγορεύονται από τήν Εκκλησία μας. «Μετά μίαν και δευτέραν νουθεσίαν παραιτού». Τόν νουθετείς μία και δύο φορές και αν δέν αλλάξει, κόβεις πλέον τίς σχέσεις του. Κι εκείνον θά ωφελήσεις και ιδιαίτερα θά προφυλάξεις τόν εαυτό σου. Εκτός και αν δεχθεί να αποκηρύξει την πλάνη του και προφορικώς και εγγράφως, να κατηχηθεί ορθοδόξως, και να βαπτισθεί ορθόδοξος.
Νά, λοιπόν, η σημερινή αποστολική περικοπή. Μας λέει ότι πρέπει νά είμασθε πολύ προσεκτικοί απέναντι στούς αιρετικούς, οι οποίοι διαστρέφουν τόν λόγο του Θεού, και αν χρειασθεί νά διακόψουμε κάθε σχέση μαζί τους.
Πρός τήν αιώνια ζωή προχωρόντας, ας ακολουθήσουμε κι εμείς τό παράδειγμα της ομολογίας της Ορθοδόξου πίστεως, πού μας παρέδωσαν ως παρακαταθήκη οι Άγιοι Πατέρες, ιδιαιτέρως οι σήμερον εορτάζοντες Άγιοι Πατέρες της Ζ΄ Αγίας Οικουμενικής Συνόδου, γιά νά κληρονομήσουμε κι εμείς τά αιώνια αγαθά της ατελευτήτου Βασιλείας των Ουρανών.
[1]Β΄ Τιμ. 2, 25.
[2]ΟΣΙΟΣ ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ, Ερμηνεία εις τάς ΙΔ΄ επιστολάς του Απ. Παύλου, τ. Γ΄,εκδ. Ορθόδοξος Κυψέλη, Θεσ/κη σσ. 327-328, 391, 415-416.