ΣΗΜΑΣΙΑ ΚΑΙ ΕΝΝΟΙΑ ΤΗΣ ΑΡΕΤΗΣ ΚΑΤΑ ΤΟΥΣ ΑΡΧΑΙΟΥΣ ΕΛΛΗΝΑΣ, ΤΗΝ ΑΓΙΑΝ ΓΡΑΦΗΝ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΑΓΙΟΥΣ ΠΑΤΕΡΑΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ
(2ον.-Τελευταῖον)
Β´. Ἡ ἀρετή στήν Ἁγία Γραφή
1) Στήν Παλαιά Διαθήκη ἡ λέξη Ἀρετή ἀπαντᾶται 16 φορές μέ τή σημασιολογική ἔννοια: δόξα, ἁγιωσύνη, ἕξις, ἐξομολόγησις, μεγαλοπρέπεια, τιμή, ὡραιότης, ἀγαλλίαμα, αἴνεσις, ἔπαινος, καύχημα, ὕμνησις κ.λπ. Ἡ λέξη ἀρετή δέν εἶχε πάντοτε τήν ἔννοια μέ τήν ὁποία τή χρησιμοποιοῦμε σήμερα· ἡ πρωταρχική της σημασία ἐκφράζεται μέ τή λέξη «ἰσχύς» ἤ καί «δύναμις». Μέ τήν ἠθική ἔννοια καί σημασία «ὁ κατ᾽ ἀρετήν βίος ἀποτελεῖ τό ἰδεῶδες τῆς ἀνθρωπίνης ζωῆς» κατά τήν Παλαιά Διαθήκη. Ἡ ἁρμονική σχέση τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν Θεό, ἡ ἀποδοχή ἀπό τόν ἄνθρωπο τῆς μεγαλοσύνης τοῦ Θεοῦ συγκροτοῦν τήν ἀρετή. Ἡ πίστη στόν μόνο ἀληθινό Θεό ἀποτελεῖ τό θεμέλιο τῆς ἀρετῆς. Ἡ διασάλευση τῆς ἁρμονίας τῶν σχέσεων Θεοῦ- ἀνθρώπου μαρτυρεῖ τήν παρουσία τῆς ἁμαρτίας. Ἡ ἄρνηση τῆς πίστεως στό Θεό ἀποδεικνύει ἀφροσύνη καί τιμωρεῖται ἀπό τό Θεό. Ὅσοι ζοῦν πιστά στό Θεό δικαιώνονται παρά τίς τυχόν ἀντιξοότητες καί δοκιμασίες τῆς ζωῆς τους. Γιά τίς τέσσερες ἀρετές τοῦ ἀρχαίου Ἑλληνικοῦ κόσμου ἡ Παλαιά Διαθήκη ὁμιλεῖ ἅπαξ στό Η´ Κεφάλαιο τῆς Σοφίας Σολομῶντος, ὅπου ἀναφέρονται οἱ ἀρετές: «σωφροσύνη, φρόνησις, δικαιοσύνη καί ἀνδρεία» μέ τήν προσθήκη-παρατήρηση ὅτι: «χρησιμώτερον οὐδέν ἐστιν ἐν βίῳ ἀνθρώποις» ἀπό τίς ἀρετές αὐτές.
Ἡ ἔννοια τῆς δικαιοσύνης εἶναι πολυσήμαντος στήν Παλαιά Διαθήκη· πολλές φορές ὁ δίκαιος παραλληλίζεται μέ τόν ὅσιο, ἀλλοῦ ὁ δίκαιος θεωρεῖται ὡς ὁ πιστός τοῦ Θεοῦ, πού ζεῖ κατ᾽ ἀρετήν. Στό βιβλίο τῶν Παροιμιῶν χαρακτηρίζεται «ἄμωμος» καί «ἀθῶος». Κάθε προσφορά πρός τό Θεό μέ τήν ἔν νοια αὐτή τῶν δικαίων εἶναι πάντα εὐπρόσδεκτος ὄχι ὅμως καί ἡ προσφορά τῶν ἀσεβῶν. Ὁ Προφήτης Ἠσαΐας συνδέει στενότατα τήν καθαρότητα τῆς ψυχῆς μέ τήν ἐπιτέλεση ἀρετῶν, πού θεμελιώνονται στή φιλαλληλία, λέγων: «Λούσασθε καί καθαροί γίνεσθε… μάθετε κα λόν ποιεῖν, ἐκζητήσατε κρίσιν, ρύσασθε ἀδικούμενον, κρίνατε ὀρ φανῷ καί δικαιώσατε χήραν». Κατά τόν Ψαλμωδό στό Ὄρος Κυρίου ἀναβαίνει ὁ «ἀθῶος χερσί καί καθαρός τῇ καρδίᾳ, ὅς οὐκ ἔλαβεν ἐπί ματαίῳ τήν ψυχήν αὐτοῦ καί οὐχ ὥμοσεν ἐπί δόλῳ τῷ πλησίον αὐτοῦ». Σέ ὅλα τά βιβλία τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης τονίζεται ἡ πίστη στόν ἕνα καί μόνον ἀληθινό Θεό. Μέ τήν πίστη στό Θεό συνδέεται ἡ δικαιοσύνη, ἡ ὑπομονή, ἡ κατά Θεόν σοφία, ἡ ταπεινοφροσύνη καί τό σύνολον τῶν ἀρετῶν περιέχεται στούς Ψαλμούς.
2) Ἀπό τήν Παλαιά Διαθήκη περνᾶμε στήν Καινή Διαθήκη, στήν ὁποία ἡ λέξη ἀρετή χρησιμοποιεῖται πέντε φορές. Ὁ Θεάνθρωπος Ἰησοῦς στήν ἐπί τοῦ Ὄρους Ὁμιλία του μακαρίζει: τούς πτωχούς τῷ πνεύματι=αὐτούς πού σέβονται τό Θεό, τούς πραεῖς, τούς πεινῶντας καί διψῶντας τήν δικαιοσύνην, αὐτούς, πού πεινοῦν καί διψοῦν γιά τό δίκαιο, καί αὐτοί στίς ἡμέρες μας εἶναι πολλοί· τούς ἐλεήμονες, τούς καθαρούς τῇ καρδίᾳ. Στήν συνέχεια ὁμιλεῖ γιά τήν ἀγάπη πρός τούς ἐχθρούς, γιά τήν ἐλεημοσύνη, γιά τήν προσευχή, γιά τήν ἐμπιστοσύνη στήν Πρόνοια τοῦ Θεοῦ, γιά τή σταθερή πίστη στό Θεό. Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος μᾶς παρακαλεῖ καί μᾶς προτρέπει: «σωφρόνως καί δικαίως καί εὐσεβῶς ζήσωμεν ἐν τῷ νῦν αἰῶνι, προσδεχόμενοι τήν μακαρίαν ἐλπίδα καί ἐπιφάνειαν τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ».
Ὁ ἀπόστολος Πέτρος ἀπαριθμεῖ μερικές ἀπό τίς ἀρετές ὅπως: τήν πίστη, τήν ἐγκράτεια, τήν ὑπομονή, τήν εὐσέβεια, τήν φιλαδελφία καί τήν ἀγάπη. Ὁ ἀπόστολος Παῦλος συνιστᾶ στούς Χριστιανούς νά ἐπιδιώκουν: «δικαιοσύνην, εὐσέβειαν, πίστιν, ἀγάπην, ὑπομονήν, πραότητα» (Α´ Τιμ. στ´ 11)· χαρακτηριστική εἶναι ἡ προτροπή τοῦ ἀποστόλου Παύλου πρός τούς Φιλιππησίους νά ἐφαρμόζουν στή ζωή τους: «ὅσα ἐστίν ἀληθῆ, ὅσα σεμνά, ὅσα δίκαια, ὅσα ἁγνά, ὅσα προσφιλῆ, ὅσα εὔφημα εἴ τις ἀρετή καί εἴ τις ἔπαινος» (Φιλιπ. δ´ 4).
Ἀπό τίς χριστιανικές ἀρετές ὁ ἀπόστολος Παῦλος ἐπιλέγει καί προβάλλει: «τήν πίστιν, τήν ἐλπίδα καί τήν ἀγάπην» καί θέτει πάνω ἀπό ὅλες τίς ἀρετές τήν Ἀγάπη, ὡς «καινήν ἐντολήν», τῆς ὁποίας τόν ὕμνον συνθέτει στήν Α´ Πρός Κορινθίους ἐπιστολή. Ὅμως, ἡ θεωρητική γνώση τῶν ἀρετῶν δέν εἶναι ἀρκετή γιά τόν Χριστιανό. Ὁ Κύριος τονίζει τή σημασία τῆς ἐ νερ γοῦ, τῆς ἐμπράκτου ἀρετῆς: «οὐ πᾶς ὁ λέγων μοι Κύριε, Κύριε, εἰσελεύσεται εἰς τήν Βασιλείαν τῶν Οὐρανῶν, ἀλλ᾽ ὁ ποιῶν τό θέλημα τοῦ Πατρός μου τοῦ ἐν οὐρανοῖς». Ἀλλά καί αὐτή ἡ ἔμπρακτη ἀρετή δέν ἀρκεῖ ἐάν δέν θεμελιώνεται στήν καινή ἐντολή τῆς ἀγάπης καί ἐάν δέν χαρακτηρίζεται ἀπό τήν καθολικότητα, τό ὅλον. Γιατί «ὅστις… τόν νόμον ὅλον τηρή σῃ, πταίσῃ δέ ἐν ἑνί, γέγονεν πάν των ἔνοχος». Ἡ θέση αὐτή προϋποθέτει τό ἀδιαίρετο καί ἑνιαῖο τῆς ἀρετῆς, ἡ ὁποία παρά τίς ἐπι μέρους μορφές της, ἀποτελεῖ ἀδιάσπαστη ἑνότητα, ἄνευ χασμάτων καί κηλίδων.
Τοιουτοτρόπως ἔχουμε καί στήν Καινή Διαθήκη τήν ἔννοια τοῦ «ἀμώμου» καί γι᾽ αὐτό ὁ ἀπόστολος Παῦλος ἐπιθυμεῖ καί προτρέπει οἱ χριστιανοί νά εἶναι «ἅγιοι καί ἄμωμοι κατενώπιον» τοῦ Χριστοῦ «ἐν ἀγάπῃ» καί «τέλειοι καί ὁλόκληροι ἐν μηδενί λειπόμενοι» κατά τόν ἀπόστολο Ἰάκωβο.
Πρότυπο τῆς τέλειας χριστιανικῆς ἀρετῆς εἶναι ὁ ἐνανθρωπήσας Κύριος, ὁ ὁποῖος «διῆλθεν εὐεργετῶν καί ἰώμενος πάντας», «ὤν πρᾶος καί ταπεινός τῇ καρδίᾳ». Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος καλεῖ τούς Χριστιανούς νά μιμηθοῦν τόν Ἰησοῦ, τό ἴδιο πράττει καί ὁ Εὐαγγελιστής Ἰωάννης.
Συμπερασματικά μποροῦμε νά ποῦμε ὅτι, ὅπως στήν Παλαιά Διαθήκη δέν εἶναι δυνατόν νά νοηθεῖ ἡ ἀρετή χωρίς τό Θεό, ἔτσι καί στήν Καινή εἶναι ἀκατανόητος ἡ ἀρετή χωρίς Χριστόν, χωρίς τό ζῆν κατά Χριστόν, στό πρόσωπο τοῦ ὁποίου «κατοικεῖ πᾶν τό πλήρωμα τῆς θεότητος».
Οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ἀπηχοῦν καί ἑρμηνεύουν κατά κανόνα τίς ἀπόψεις τῆς Ἁγίας Γραφῆς περί ἀρετῆς. Κατά τόν Μέγα Ἀθανάσιο μόνον ὁ Θεάνθρωπος Ἰησοῦς δίδαξε ἁπλῶς καί σαφῶς «περί τοῦ κατ᾽ ἀρετῆς βίου». Προκειμένου νά τονίσουν τίς ἐπί μέρους ἀρετές οἱ ἅγιοι Πατέρες ἀναφέρονται στά πρόσωπα, καί στά ἰδιαίτερα χαρίσματά τους, τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης καί τῆς Καινῆς ἤ σέ μάρτυρες καί ἁγίους τῆς Ἐκκλησίας, τούς ὁποίους παρουσιάζουν ὡς ὑποδείγματα ἀρετῆς. Ὁ Μέγας Βασίλειος στήν ὁμιλία του: «Πρός τούς νέους, ὅπως ἄν ἐξ Ἑλληνικῶν ὠφελοῖντο λόγων» λέγει ὅτι ὅλη ἡ ποίηση τοῦ Ὁμήρου «ἀρετῆς ἔστιν ἔπαινος», γιά νά συμπληρώσει σέ ἄλλο ἔργο του περί ἀρετῆς τά ἑξῆς χαρακτηριστικά: «Ἔχουμε λάβει ἐκ τῶν προτέρων ἀπό τό Θεό τίς δυνάμεις πρός πραγματοποίηση ὅλων τῶν ἐντολῶν, οἱ ὁποῖες ἐδόθησαν σέ ἐμᾶς ἀπό αὐτόν… Καί μέ τίς δυνάμεις αὐτές, ὅταν μέν ἐνεργοῦμε ὀρθῶς καί μέ τόν ἁρμόζοντα τρόπο, ἐπιτυγχάνουμε πλήρως μέ εὐσέβεια τήν ἐνάρετη ζωή. Ὅταν δέ κάνουμε κακή χρήση τῆς ἐνέργειας αὐτῶν, παρασυρόμαστε πρός τήν ἁμαρτία. Καί αὐτό εἶναι τό σύνορο, τό ὁρόσημο τῆς κακίας, δηλ. ἡ κακή καί ἀντίθετα πρός τήν ἐντολή τοῦ Κυρίου χρήση ἐκείνων, τά ὁποῖα ἔχουν δοθεῖ ἀπό τό Θεό σέ ἐμᾶς πρός ἐπιτέλεση τοῦ ἀγαθοῦ.
Ὅπως ἐξάλλου τό σύνορο, τό ὁρόσημο τῆς ἀρετῆς, τήν ὁποία ζητεῖ ὁ Θεός, εἶναι ἡ σύμφωνα μέ τήν ἐντολή τοῦ Κυρίου χρήση αὐτῶν ἀπό ἀγαθή συνείδηση».
Συμπερασματικά ὁ Μέγας Βασίλειος λέγει ὅτι: ἡ ἀρετή δέν σημαίνει ἄρνηση τῶν διαφόρων ἀγαθῶν, ἀλλά καλή χρήση αὐτῶν· ἀντιθέτως κακία δέν εἶναι ὅτι δεχόμαστε τά διάφορα ἀγαθά, τά ὁποῖα ἔχουν δοθεῖ ἀπό τό Θεό, ἀλλά τό ὅτι κάνουμε κακή χρήση αὐτῶν. Ὁ Ἅγ.Μάξιμος ὁ ὁμολογητής σέ ὁμιλία του γιά «τούς ἁγίους ἀθλητάς τοῦ Σωτῆρος» γράφει: «μιμησώμεθα τόν ἀκατάπαυστον αὐτῶν δρόμον, τήν ζέουσαν προθυμίαν, τῆς ἐγκρατείας τήν καρτερίαν, τῆς σωφροσύνης τόν ἁγιασμόν, τῆς ὑπομονῆς τήν γενναιότητα, τῆς μακροθυμίας τήν ἀνοχήν, τῆς συμπαθείας τόν οἶκτον, τῆς πραότητος τό ἀτάραχον, τοῦ ζήλου τήν θερμότητα, τῆς ἀγάπης τό ἀνυπόκριτον, τῆς ταπεινοφροσύνης τό ὕψος, τῆς ἀκτημοσύνης τό ἀπέριττον, τήν ἀνδρείαν, τήν χριστότητα,τήν ἐπιείκειαν».
Οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας δέν ἀγνοοῦν τίς ἀπόψεις τῶν Ἑλλήνων γιά τήν ἀρετή· σέ πολλές περιπτώσεις προσλαμβάνουν στούς λόγους καί τίς ἀρετές αὐτές καί τίς τιμοῦν· ἐκφράζονται, πολλές φορές, μέ θαυμασμό, ὅπως ὁ Μ. Βασίλειος ἐπαινεῖ τόν Ὅμηρο, γιατί στό νησί τῶν Φαιάκων παρουσιάζει ναυαγό τόν Ὀδυσσέα «ἀρετῇ ἀντί ἱματίων κεκοσμημένον». Ἡ ἑλληνόφωνος Ὀρθόδοξη ἀνατολική θεολογία δέν ἀδίκησε, στό σύνολό της, τήν προσφορά τῆς Ἀρχαίας Ἑλλάδος, εἰς ὅ,τι ἀφορᾶ τήν ἀναζήτηση τῆς ἀρετῆς· δέν ἀποδέχθηκε ὅμως καί τίς κατατμήσεις καί λογιστικές ὑποδιαιρέσεις αὐτῆς.
Τήν ἄσκηση τῆς ἀρετῆς θεωρεῖ βασική ὑποχρέωση κάθε χριστιανοῦ ὁ Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος. Πολλές φορές οἱ Πατέρες ἐτόνισαν αὐτή ἤ ἐκείνη τήν ἀρετή ἤ ὑπογράμμισαν τίς προσιδιάζουσες γιά τούς μοναχούς ἀρετές, ὅπως: πτωχεία, παρθενία, ὑπακοή, φιλοπτωχεία καί ἐλεημοσύνη καί ἐτέθη πάνω ἀπό ὅλες ἡ ἀγάπη. Τό γεγονός αὐτό δέν ἔχει σχέση μέ τή σχολαστική κατάτμηση τῶν ἀρετῶν. Ἡ ἀρετή κατά τούς Πατέρες ἀποτελεῖ ἑνιαῖο καί ἀδιάσπαστο πολύπτυχο: «οὐ γάρ ἀρκεῖ μία μόνον ἀρετή παραστῆσαι τῷ Θεῷ βήματι τοῦ Χριστοῦ παρρησίας ἡμᾶς, ἀλλά μετά πολλῆς ἡμῖν δεῖ καί ποικίλης καί παντοδαπῆς καί πάσης αὐτῆς» τῆς ἀρετῆς.
Ἡ «παντελής ἀρετή, κατά τόν Ἅγιο Γρηγόριο Νύσσης εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Θεός, ὁ ὁποῖος κατά τόν Μάρκο τόν Ἐρημίτην «πάσης ἀρε τῆς κατάρχει» (=ὁ Θεός).
Ἀπαραίτητη προϋπόθεση γιά τήν ἐξάσκηση τῆς ἀρετῆς κατά τούς ἁγίους Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἀφ᾽ ἑνός ἡ ἐλευθερία τοῦ ἀτόμου καί ἀφ᾽ ἑτέρου ἡ προαίρεση.
Ορθόδοξος Τύπος, 26/10/2012