(Φωτο - Ο άγιος Νεκτάριος το 1893 σε χωριό της Εύβοιας μετά την Θεία Λειτουργία)
Εν Αθήναις τη 8 Δεκεμβρίου 1904
Τέκνα έν Κυρίω αγαπητά, χαίρετε!
Ετέραν επιστολήν σας της από 10 Νοεμβρίου γεγραμμένης, ήτοι της προ μηνός ακριβώς, δέν έλαβον και αγνοώ πώς έχετε. Εγώ από του χρόνου της λήψεως της επιστολής σας και επιστολήν σάς έγραψα και φύλλα του «Γνώθι σαυτόν» σάς έστειλα και ωδήν τινα προς την Κυρίαν Θεοτόκον. Πιστεύω ότι τά ελάβατε· σήμερον σας πέμπω εγκλείστως ετέραν ωδήν, ήτις πιστεύω νά σας τέρψη πνευματικώς. Σήμερον διά της παρούσης μου σας γράφω εν σκιαγραφία τήν ομιλίαν την οποίαν εξεφώνησα εις τον ιερόν ναόν της Μητροπόλεως την εορτήν του αγίου Νικολάου· έλαβον το θέμα εκ της περικοπής του αναγνωσθέντος Αποστόλου «πεποίθαμεν γάρ, ότι καλήν συνείδησιν έχομεν, εν πάσι καλώς θέλοντες αναστρέφεσθαι» και ωμίλησα περί αγαθής συνειδήσεως.
Είπον λοιπόν, ότι η αγαθή συνείδησις είναι των αγαθών το μέγιστον, διότι βραβεύεται ημίν την ειρήνην της ψυχής, την γαλήνην της καρδίας, την αταραξίαν της συνειδήσεως, την ηρεμίαν τω πνεύματι. Αύτη εκχέει εν τη καρδία την χαράν, αύτη παρρησίαν δίδωσι προς τον Θεόν, αύτη τας αιτήσεις ημών ευπρόσδεκτους καθίστα, αύτη κρούοντος ανοίγει ημίν τας πύλας του ουρανού, αύτη φορεύς γίνεται των θείων δωρεών, αύτη τους καρπούς του αγίου Πνεύματος δαψιλεύει, αύτη τα χαρίσματα του αγίου Πνεύματος δωρείται, αύτη τους πόθους του άκρου αγαθού πληροί, αύτη εις ευδαιμονίαν και μακαριότητα άγει, αύτη προμνηστεύεται ταις ψυχαίς την των ουρανών βασιλείαν τη ταύτη εχούση ψυχή. Ταύτα διδασκόμεθα εξ αυτών των αγίων Γραφών, εξ αυτού του στόματος του Σωτήρος και αυτών των Αυτού αγίων Αποστόλων. Ο Σωτήρ εντέλλεται λέγων «αιτείτε και δοθήσεται, ζητείτε και ευρήσητε, κρούετε και ανοιγήσεται υμίν, πας γαρ ο αιτών λαμβάνει και οό ζητών ευρίσκει και τω κρούοντι ανοιγήσεται» (Ματθ. 7,7).
Ναι, χριστιανοί αδελφοί, ανοίγει, διότι υιοθετήθημεν διά του Θεού και εγενόμεθα τέκνα Θεού, όστις ως Πατήρ αγαθός εστίν έτοιμος, νά δώση ημίν τά προς σωτηρίαν αιτήματα και ζωήν την αιώνιον, διότι ο Μονογενής Αυτού Υιός εξηγόρασεν υμάς εκ της κατάρας του Νόμου, ίνα την υιοθεσίαν απολάβωμεν, διό και ο Παύλος γράφων προς Γαλάτας λέγει· «ότι δέ εστε υιοί, εξαπέστειλεν ο Θεός το πνεύμα του Υιού Αυτού εις τας καρδίας υμών κράζων Αββά ο Πατήρ, ώστε ουκ έτι δούλοι, αλλ’ υιοί, ει δέ υιοί και κληρονόμοι Θεού διά Ιησού Χριστού» (κεφ. δ, 4). Τα αυτά γράφει και ο επιστήθιος φίλος, παρθένος, ηγαπημένος Ευαγγελιστής Ιωάννης εν τη Α’ Καθολική αυτού επιστολή λέγων «εάν η καρδία ημών μή καταγινώσκη ημών παρρησίαν έχομεν προς τον Θεόν, και ό εάν αιτώμεν λαμβάνομεν απ’ Αυτού ότι τας εντολάς Αυτού τηρώμεν και τα αρεστά ενώπιον Αυτού ποιούμεν» (γ’ 21-22). Εκ των λόγων του επιστήθιου Ευαγγελιστού μανθάνομεν, ότι οι έχοντες αγαθήν συνείδησιν, έχουσι παρρησίαν προς τον Θεόν, διότι τας εντολάς Αυτού τηρούσι και τα αρεστά ενώπιον Αυτού ποιούσιν. Οι έχοντες αγαθήν συνείδησιν; ούτοι έχουσι καρδίαν μη καταγινώσκουσαν αυτούς αμαρτίαν και παράβασιν θείων εντολών· ούτοι έχουσι καρδίαν καθαράν και πνεύμα ευθές, και περί τούτων διαλέγεται ενταύθα ό Ευαγγελιστής.
Όθεν διδασκόμεθα, ότι ο καθαράν έχων καρδίαν, ο μη καταγινωσκόμενος υπό της καρδίας του, ο ποιών το αγαθόν και ευάρεστον και τέλειον ενώπιον του Θεού, ο ακριβής τηρητής των εντολών του Κυρίου, ούτος έχει παρρησίαν προς τον Θεόν και παν ό,τι ζητεί λαμβάνει παρά Θεού. Ώστε ό αγαθήν έχων καρδίαν, ως υιός του Θεού αγαπητός, ως έχων ένοικον τό πνεύμα του Υιού Αυτού εις την καρδίαν αυτού, έχει παρρησίαν πρός τόν Θεόν και αιτών λαμβάνει, και ζητών ευρίσκει, και κρούων γίνεται δεκτός. Τίς του τοιούτου ανθρώπου μακαριώτερος; Τίνος αγαθού δύναται νά μείνη εστερημένος ο τοιούτος; Ουχί πάντα τά αγαθά, πάντα τά χαρίσματα του αγίου Πνεύματος συνέδραμον εν τη μακάρια αυτού ψυχή; Τίνος πλέον επιδέεται; Ουδενός! Αληθώς ουδενός. Ναι, χριστιανοί αδελφοί ουδενός· επειδή είναι ο έχων αγαθήν συνείδησιν, διότι έχει ένοικον τα άκρον αγαθόν. Αληθώς άρα η αγαθή συνείδησις είναι τό κράτιστον των αγαθών, διότι εν εαυτή υπάρχει η μακαριότης. Μακάριος και τρισμακάριος ο άνθρωπος, ο άγαθήν κεκτημένος συνείδησιν.
Πόσον πλανώνται οι άνθρωποι, οί αναζητούντες τήν εαυτών ευτυχίαν, την εαυτών ευδαιμονίαν, την εαυτών μακαριότητα έκτος εαυτών, εν τη δόξη, εν τη πολυκτημοσύνη, εν ταίς άπολαύσεσιν, εν ταίς τρυφαίς, εν ταίς ηδοναίς και εν πάσαις ταις χλιδαίς και ματαιότησι, ων τό τέλος πικρία! Πόσον πλανώνται, οι οικοδομούντες την εαυτών ευτυχίαν επί πραγμάτων φθαρτών και αλλοιωτών ουδεμίαν κεκτημένων ηθικήν αξίαν και ηθικήν ευχαρίστησιν, διότι η αληθής ευτυχία, η αληθής ευδαιμονία, η αληθής μακαριότης εδράζεται επί της ηθικής απολαύσεως. Πάσα ετέρα απόλαυσις μόνον τά χείλη ηδύνει, τήν καρδίαν όμως πληροί πικρίας. Η εκτός της καρδίας οικοδομουμένη ύλη πρός ανέγερσιν πύργου ευτυχίας οικοδομείται επί σαλευομένου υπό διηνεκών σεισμών εδάφους, εφ’ ου ουδέ λίθος επί λίθου δυνατόν να μείνη επί μακρόν χρόνον, ώστε μάταιοι και δείλαιοι οι τοιούτοι δομήτορες.
Χριστιανοί! Η ευτυχία κείται εν ημίν αυτοίς και ευδαίμων και τρισμακάριος ο άνθρωπος, ο κατανοήσας τούτο. Εξετάσατε τήν καρδίαν υμών και μάθετε τήν ηθικήν αυτής κατάστασιν. Είδατε μη απώλεσε τήν παρρησίαν αυτής προς τον Θεόν, μή καταγινώσκει υμών επί παραβάσει νόμων ηθικών, μη ελέγχει υμάς επί αθετήσει θείων εντολών, μη διαμαρτύρεται η συνείδησις υμών διά την καταπίεσιν αυτής, μή εγκαλεί ύμας επί αδικία, επί ψεύδει, επί παραμελήσει των θείων καθηκόντων, επί αμελεία, των προς τον πλησίον υμών καθηκόντων. Ερευνήσατε μή κακίαι και πάθη επλήρωσαν τας καρδίας υμών, μη επιποθώσι τοις κακοίς, μή δουλεύωσι τοις κακοίς συγκατατιθέμεναι. Ίδωμεν μή αποκλίνει η καρδία υμών του αγαθού, ετράπη δε εις οδούς σκολιὰς, εις τρίβους αβάτους, εν οίς ελοχεύουσιν οι φίλοι της απώλειας.
Δυστυχείς οι άνθρωποι, οι την εαυτών εγκαταλείψαντες καρδίαν, καί μακαριότητα η ευδαιμονίαν η ευτυχίαν ονειρευόμενοι τα τάλαντα του Κροίσου, ό,τε υπό γην καί ο επί γης χρυσός εισίν ανίσχυρα, νά παράσχωσιν αυτώ ευτυχίαν τινά. Τί λέγω, ευτυχίαν; Αλλ’ ουδέ της κακοδαιμονίας αυτών ν’ απαλλάξωσιν δύνανται, ουδέ να μετριάσωσι τον τάραχον της εαυτού ψυχής, της ταρασσομένης, ως θαλάσσης, υπό της πληθύος των κακών, ως υπό σφοδροτάτων πνεόντων ανέμων.
Δυστυχώς, χριστιανοί αδελφοί, ο την εαυτού καρδίαν αμελήσας και μη ταχέως επιμεληθείς, ου μόνον των αγαθών πάντων εστέρηται, αλλά και εν συμφορά κακών παντοίων ενέπεσε, εξ ων ουκ έστι σωτηρία. Απέβαλε την χαράν και εισεπήδησεν εν αυτή η λύπη και η πικρία, η θλίψις και η στενοχώρια. Απέβαλε την ειρήνην και εισώρμησεν εν τη καρδία ο τάραχος και ο πόλεμος και ο θόρυβος και ο τρόμος. ΆΑπέβαλε την αγάπην, και το μίσος εισδύσαν εν αυτή, κατέστησεν αυτήν έρημον πάσης αρετής, δυναμένης να περιέπη την πάσχουσαν ψυχήν του. Απέβαλε τέλος άπαντα τα χαρίσματα και τους καρπούς του αγίου Πνεύματος, ά έλαβεν εν τω βαπτίσματι, τα καθιστώντα τον άνθρωπον μακάριον καί προσέλαβεν απάσας τας κακίας, τας καθιστώσας τον άνθρωπον κακοδαίμονα, άθλιον καί ελεεινόν. Η κόλασις καί ό Άδης προμνηστεύονται την ψυχήν αυτού.
Χριστιανοί αδελφοί ! Ο Θεός πλούσιος ων εν ελέει, πλάσας ημάς κατ’ εικόνα ιδίαν, ίνα καταστήση ημάς κοινωνούς της ιδίας αγαθότητος, θέλει, ίνα πάντες αξιωθώμεν του μακαρίου βίου έν τε τω παρόντι και τω μέλλοντι. Η βρύσις της αγίας ταύτης Εκκλησίας πρός τούτο υπό του Τριαδικού Θεού επήχθη επί γής εν μέσω ημών, όπως απολούη, αποκαθαίρη ημάς αμαρτιών ημών, αγιάζη και φιλιοί προς το θείον, χαρίζηται ημίν τήν παρρησίαν πρός τόν Θεόν καί ανοίγη τάς πύλας του Ουρανού, όπως ημάς είσαγάγη εν αυτώ, όπως χαρίζηται ημίν τάς ευλογίας του Ουρανού, όπως κατάγη έφ’ ημάς τά θεία δώρα. Η Εκκλησία ιδρύθη, ίνα τούς αμαρτωλούς αγιάζη. Τάς αγκάλας αυτής έχει άνοικτάς πρός ύποδοχήν. Δεύτε σπεύσωμεν οι βεβαρυμένην έχοντες τήν συνείδησιν, σπεύσωμεν· εστίν έτοιμη, ίνα άρη τό βαρύ φορτίον, τό βαρύνον τήν συνείδησιν ημών και χαρίσηται ημίν την προς τον Θεόν παρρησίαν, όπως πληρωθή η καρδία ημών μακαριότητος και αξιωθώμεν και της αιωνίου μακαριότητος. Αμήν.
Τοιαύτα τινα είπον· έγραψα δε προς χάριν σας, όπως σας ευχαριστήσω. Τας ευχάς μου εις την κυρίαν Ευτυχίαν, εις την Φηλιώ και εις σας. Εύχομαι υμίν υπομονήν και φρόνησιν.
Διατελώ πρός Θεόν ευχέτης
Ο Πενταπόλεως Νεκτάριος