Ευαγγέλιο: Λουκ. ι΄ 25-37
«Τις ουν τούτων των τριών πλησίον δοκεί σοι γεγονέναι του εμπεσόντος εις τους ληστάς;» (Λουκ. ι΄ 36)
Ιδιαίτερα και σημαντικά ερωτήματα προβάλλουν στο σημερινό ευαγγέλιο. Δυο ερωτήματα υποβάλλονται από το νομοδιδάσκαλο στον Ιησού όπως: «Τι πρέπει να κάμω για να κληρονομήσω την αιώνια ζωή»; και «τις έστι μου πλησίον;» Αντί απαντήσεως όμως ο Ιησούς θέτει άλλα δυο ερωτήματα. Στα ερωτήματα αυτά θα κληθεί να απαντήσει ο ίδιος ο νομοδιδάσκαλος. «Τι γράφει ο νόμος του Θεού;» και μετά την παρεμβολή της παραβολής του καλού Σαμαρείτη θέτει το ερώτημα «ποιος από τους τρεις αποδείχθηκε πραγματικός πλησίον στον άνθρωπο που έπεσε στα χέρια των ληστών;»
Ο νομοδιδάσκαλος μέσα από τα ερωτήματα θέλει είτε να φέρει σε δύσκολη θέση τον Ιησού, είτε να δικαιολογήσει τον εαυτό του. Αντίθετα ο Ιησούς με τις ερωτήσεις του, καθώς και με την παραβολή, θέλει να υπογραμμίσει ότι ο νόμος του Θεού δίνει απάντηση σε όλα τα ερωτήματα και ότι ο άνθρωπος όταν τον μελετά πρέπει να αναζητά την ουσία και να μη στέκει μόνο στον εξωτερικό τύπο. Σ’ αυτή την βαθύτερη κατανόηση του νόμου μπορεί να προχωρήσει και ο κάθε άνθρωπος για να διαπιστώσει ότι η ουσία του νόμου βρίσκεται στην αγάπη. Στην αγάπη, που ξεπερνά τους στεγανούς τύπους και που προσφέρεται τόσο στο Θεό όσο και στους ανθρώπους.
Η αγάπη δεν είναι στιγμιαία εκδήλωση ευσέβειας, ούτε και θεωρητική διδασκαλία. Είναι τρόπος ζωής «τούτο ποιεί και ζήσει» και «πορεύου και συ ποίει ομοίως». Η θεωρία είναι εύκολη, είναι ανέξοδη. Η πράξη είναι δύσκολη, γιατί έχει κόστος. Απαιτεί θυσίες και ξεπέρασμα του εγώ.
Ο Ιησούς απάντησε με τρόπο σαφή. Η αιώνια ζωή κερδίζεται μέσα από τη γνώση και ιδιαίτερα μέσα από την εφαρμογή του Νόμου του Θεού που συμπυκνώνεται σε μια μόνο λέξη, τη λέξη αγάπη. Και η αγάπη δεν έχει όρια. Η αγάπη είναι πάνω από θρησκευτικούς, εθνικούς και φυλετικούς διαχωρισμούς. Η αγάπη προσφέρει και υποβάλλεται σε θυσίες χωρίς να ζητά κανένα αντάλλαγμα. Η αγάπη νεκρώνει τους τύπους και θεραπεύει τις πληγές. Η αγάπη είναι το αναρρωτήριο της κάθε πληγωμένης ψυχοσωματικής ύπαρξης. Η αγάπη είναι το ιατρείο του σώματος και της ψυχής.
Η παραβολή του καλού Σαμαρείτη επιβεβαιώνει τα πιο πάνω με τον πιο σαφή και κατηγορηματικό τρόπο. Στην αρχή παρουσιάζει δυο εκπροσώπους του νόμου του Θεού. Τον ιερέα και τον Λευίτη. Και οι δυο επέδειξαν αδιαφορία έναντι του τραυματία, ιδιαίτερα όμως εκδήλωσαν και περιφρόνηση στο Νόμο του Θεού που τους συνιστούσε το «αγαπήσεις τον πλησίον σου ως σ’ εαυτόν». Προσπέρασαν αδιάφορα και Θεό και συνάνθρωπο. Αδιαφόρησαν γιατί, είτε ήσαν βιαστικοί, είτε και εκδήλωσαν υποκριτικό σεβασμό στο Νόμο του Θεού αφού πιθανόν να θεώρησαν τον τραυματία νεκρό και με βάση τον Ιουδαϊκό νόμο δεν έπρεπε να πλησιάσουν για να μη μολυνθούν! Στην πραγματικότητα όμως προσπέρασαν αδιάφορα γιατί έθεσαν την αγάπη προς τον εαυτό τους πάνω από την αγάπη προς το συνάνθρωπο.
Αντίθετα με τους δυο ιερωμένους που θεώρησαν ίσως την ιερατική τους ιδιότητα ως επάγγελμα και όχι ως αποστολή, ο Σαμαρείτης προχωρεί σε μια υπέρβαση. Επειδή δεν έψαχνε για δικαιολογίες δεν επικαλέσθηκε ούτε τις θρησκευτικές, ούτε τις φυλετικές διαφορές με τον τραυματία. Δεν επικαλέσθηκε ακόμα το επείγον της εργασίας του, αλλά ούτε και τον σοβαρό κίνδυνο που διέτρεχε η ζωή του.
Τα παραμέρισε όλα και παράλληλα προχώρησε διαδοχικά σε διάφορες θυσίες. Έπλυνε τις πληγές του τραυματία με λάδι και κρασί. Έδεσε τις πληγές. Τον ανέβασε στο ζώο του ενώ ο ίδιος αναγκάστηκε να περπατήσει. Τον οδήγησε σε πανδοχείο συνεχίζοντας την περιποίηση. Διανυκτέρευσε και την επομένη πλήρωσε τον πανδοχέα με δυο δηνάρια. Τέλος δεσμεύτηκε με επιστροφή και πληρωμή άλλων πιθανών εξόδων. Αν και αλλογενής στάθηκε ως πραγματικός «πλησίον» στον τραυματία συνάνθρωπο του. Παράλληλα υπέδειξε με τη στάση του, πέραν από την αγάπη, ότι τα όποια τραύματα, σωματικά ή ψυχικά, χρειάζονται το αναγκαίο «πανδοχείο» για την πλήρη αποθεραπεία. Και αυτό το Παν-δοχείο είναι η Εκκλησία.
Με την προσφορά των δηναρίων έδωσε στην Εκκλησία τα πάντα, που ήταν απαραίτητα για την αποθεραπεία. Με εφόδια τα δυο δηνάρια, την αλήθεια και τη Θεία Χάρη, δηλαδή το γραπτό λόγο του Θεού όπως προσφέρθηκε μέσα από την Παλαιά και την Καινή Διαθήκη, καθώς και τα μυστήρια της Εκκλησίας θα συνεχίζει τη θεραπεία ως την ώρα της επιστροφής του Ιησού κατά την Δευτέρα Παρουσία.
Μέσα στο χώρο της Εκκλησίας προσφέρεται στον καθένα η δυνατότητα να σωθεί μέσα από την αληθινή ιεροσύνη που έφερε ο Ιησούς. Για τούτο υπόλογοι για την εισαγωγή, παραμονή και περίθαλψη στο πανδοχείο – ιατρείο της Εκκλησίας είμαστε όλοι. Πρώτιστα οι κληρικοί και ύστερα οι λαϊκοί. Γιατί, αν ο λαϊκός θα κάνει απολογισμό για τη δική του αποθεραπεία, οι κληρικοί, πέραν από τον εαυτό τους θα κάνουν απολογισμό και για όλες τις ψυχές που τους εμπιστεύτηκε η Εκκλησία, που τους εμπιστεύθηκε ο Θεός.
Αδελφοί μου, τώρα είναι η ώρα του απολογισμού. Βρισκόμαστε στο πανδοχείο της Εκκλησίας και σε πιο βαθμό γινόμαστε μέτοχοι των δυο δηναρίων; Πόσο γνωρίζουμε και ιδιαίτερα πόσο εφαρμόζουμε το Νόμο του Θεού; Το σημερινό ευαγγέλιο μας δίνει τη δυνατότητα για σωστές απαντήσεις. Ιδιαίτερα όμως μας προσφέρεται η δυνατότητα για σωστή εφαρμογή του νόμου του Θεού. Γιατί, μόνο η γνώση του Νόμου του Θεού δεν είναι αρκετή. Το Νόμο του Θεού τον γνώριζαν τέλεια ο νομικός, ο ιερέας και ο λευίτης, αλλά όλοι τους έμειναν στη γνώση. Την ώρα της πράξης προσπέρασαν αδιάφορα. Για τούτο και ο Ιησούς υπέδειξε σήμερα στο νομικό «πορεύου και συ ποίει ομοίως». Πήγαινε και γίνου και συ ένας καλός Σαμαρείτης. Στο πρόσωπο του συνανθρώπου σου, ανεξάρτητα από φυλετική ή θρησκευτική καταγωγή βρίσκεται ως «πλησίον» ο Χριστός. Ας τον αναζητήσουμε, λοιπόν, ή τουλάχιστον ας μην τον αγνοήσουμε. Αμήν.
Θεόδωρος Αντωνιάδης –Μητρόπολη Πάφου