ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ ΙΔ´ (14)
Μνήμη τοῦ Ἁγίου ἐνδόξου Νεομάρτυρος ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ τοῦ Ὑδραίου, τοῦ ἐν Ῥόδῳ ἀθλήσαντος ἐν ἔτει 1800.
Στίχοι.
Ὁ Κωνσταντῖνος ὑψωθεὶς τῇ ἀγχόνῃ.
Ὁ Κωνσταντῖνος ὑψωθεὶς τῇ ἀγχόνῃ.
Πρὸς Παραδείσου πλατυσμὸν ἀνυψώθη.
Βρόχον Κωνσταντῖνος δεκάτῃ τέτληκε τετάρτῃ.
Ὁ Ἅγιος ἔνδοξος Νεομάρτυς τοῦ Χριστοῦ Κωνσταντῖνος γεννήθηκε γύρω στὰ 1770 στὴν Ὕδρα ἀπὸ πτωχοὺς γονεῖς, τὸν Μιχαὴλ Δημαμᾶ, ὁ ὁποῖος ἦταν ναυτικός, καὶ τὴ Μαρίνα. Ὅταν ἔφθασε στὴν ἡλικία τῶν 18 ἐτῶν, ἄφησε τὴ γενέτειρά του καὶ ἦλθε στὴ Ρόδο γιὰ νὰ ἐξασφαλίσει τὰ πρὸς τὸ ζῆν καὶ νὰ βοηθήσει τὴν οἰκογένειά του. Κατ̉ ἀρχὰς ἐργάστηκε στὸν Ταρσανᾶ τοῦ νησιοῦ καὶ κατόπιν στὸ κατάστημα κάποιου Νικολάου Καλόγλου, στὴ συνοικία τῶν Ἁγίων Ἀναργύρων. Ἡ συναναστροφή του μὲ τοὺς Τούρκους εἶχε ὡς ἀποτέλεσμα νὰ διωχθεῖ ἀπὸ τὴν ἐργασία του καὶ νὰ προσληφθεῖ στὴν ὑπηρεσία τοῦ Τούρκου διοικητῆ Χασὰν πασᾶ, ὁ ὁποῖος, ἐκτιμώντας τὸν χαρακτῆρά του, κατόρθωσε μὲ διάφορους τρόπους νὰ τὸν πείσει νὰ ἀρνηθεῖ τὸν Χριστὸ καὶ νὰ ἀσπασθεῖ τὴ θρησκεία τοῦ Μωάμεθ, δίνοντάς του τὸ ὄνομα Χασάν.
Ἐπὶ τρία χρόνια ὁ νεαρὸς Κωνσταντῖνος παρέμεινε στὴν πλάνη τῆς θρησκείας τῶν Ἀγαρηνῶν ἀπολαμβάνοντας μεγάλες τιμὲς ἀπὸ τοὺς Ὀθωμανούς. Ὅταν πέρασαν τὰ τρία χρόνια, θέλησε νὰ ἐπιστρέψει στὴν Ὕδρα γιὰ νὰ ἐπισκεφτεῖ τὸ πατρικὸ σπίτι. Ἡ εἴδηση τῆς ἀποστασίας του εἶχε φτάσει στὴν Ὕδρα καὶ ἡ μητέρα του ἔκλαιε ἀπαρηγόρητη γιὰ τὸ κατάντημα τοῦ παιδιοῦ της. Ὅταν ἔφτασε στὴν Ὕδρα, διαπίστωσε ὅτι ὅλοι τὸν ἀποστρέφονταν, ἡ δὲ μητέρα του ἀρνήθηκε νὰ τὸν δεχτεῖ, λέγοντάς του πίσω ἀπὸ τὴν κλειδωμένη πόρτα ὅτι δὲν ἔχει γιὸ μὲ τὸ ὄνομα Χασάν. Ἡ ἄρνηση τῆς μητέρας του τὸν συγκλόνισε καὶ τὸν ἔκανε νὰ συναισθανθεῖ τὸ σφάλμα του. Ἐπέστρεψε μετανοημένος στὴ Ρόδο καὶ βασανιζόμενος ἀπὸ τὸν ἔλεγχο τῆς συνειδήσεως ἐπισκέφτηκε ἕναν πνευματικό, ποὺ ἀσκήτευε στὶς σπηλιὲς τοῦ Ροδινίου, στὸν ὁποῖο ἐξομολογήθηκε τὴν πτώση του καὶ τὴν πρόθεσή του νὰ ἐπανορθώσει μὲ τὴν ὁμολογία καὶ τὸ μαρτύριο. Ὁ πνευματικός, φοβούμενος τὸ νεαρὸ τῆς ἡλικίας του, τὸν ἀπέτρεψε καὶ τὸν συμβούλεψε νὰ ἐγκαταλείψει τὸ νησὶ καὶ νὰ ζήσει σὲ ἄλλο τόπο, ὅπου δὲν θὰ ἦταν γνωστὴ ἡ προηγούμενη ζωή του καὶ δὲν θὰ ὑπῆρχε ὁ κίνδυνος νὰ τὸν συλλάβουν οἱ Τοῦρκοι καὶ νὰ τὸν θανατώσουν.
Ὑπακούοντας στοὺς λόγους τοῦ πνευματικοῦ ὁ Κωνσταντῖνος ἀναχώρησε ἀπὸ τὴ Ρόδο καὶ κατέφυγε στὴν Κριμαία, ὅπου παρέμεινε τρία χρόνια. Φεύγοντας ἀπὸ ἐκεῖ ἦλθε στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ ἀναζήτησε ἔμπειρο πνευματικὸ γιὰ τὴν θεραπεία τῆς πληγωμένης ψυχῆς του. Ἐκεῖνος, ὅταν τὸν ἄκουσε, τὸν ὁδήγησε στὸν Οἰκουμενικὸ Πατριάρχη Γρηγόριο τὸν Ε’, ὁ ὁποῖος ἀφοῦ τὸν ἐνουθέτησε κατάλληλα, τὸν ἔστειλε στὸ Ἅγιο Ὄρος γιὰ νὰ στερεωθεῖ στὴν πίστη καὶ νὰ ἀσκηθεῖ στὴν κατὰ Χριστὸν ζωὴ καὶ πολιτεία.
Μὲ τὶς εὐχὲς τοῦ Πατριάρχου ἀναχώρησε ὁ μακάριος γιὰ τὸν Ἄθωνα καὶ φτάνοντας ἐκεῖ πῆγε στὴ Μονὴ τῶν Ἰβήρων, ὅπου ἔμεινε πέντε μῆνες διακονώντας στὸ Ἀρχονταρίκι τῆς Μονῆς καὶ ἀγωνιζόμενος ἀσκητικὰ ἔχοντας ὁδηγὸ τὸν κοινὸ τῶν Πατέρων τοῦ Ὄρους πνευματικό, τὸν Παπᾶ Σέργιο. Κατὰ τὸν χρόνο τῆς ἐκεῖ παραμονῆς του συνάντησε καὶ τὸν Ὅσιο Νικόδημο τὸν Ἁγιορείτη, ὁ ὁποῖος τὸν στήριξε πνευματικὰ καὶ τὸν προετοίμασε γιὰ τὸν ἀγῶνα τοῦ μαρτυρίου. Ἀγωνιζόμενος νυχθημερὸν μὲ νηστεῖες, προσευχὲς καὶ πύρινα δάκρυα μετανοίας, ἄναψε στὴν καρδιά του ὁ πόθος τοῦ μαρτυρίου καὶ ἀποφάσισε νὰ ἐπιστρέψει στὴ Ρόδο καὶ νὰ ὁμολογήσει τὸν Χριστὸ ἐκεῖ, ὅπου τὸν ἀρνήθηκε. Ἐξομολογήθηκε στοὺς Πατέρες τὴν ἐπιθυμία του γιὰ τὸ μαρτύριο ἀλλ᾿ ἐκεῖνοι ἀρχικὰ τὸν ἀπέτρεψαν. Ὅταν ὅμως διαπίστωσαν τὴ γνησιότητα τοῦ φρονήματός του, ἔδωκαν τὴν εὐλογία τους.
Φτάνοντας ὁ Κωνσταντῖνος στὴ Ρόδο παρουσιάστηκε στὸν Χασὰν Πασᾶ φορώντας τὸ μαῦρο ράσο καὶ τὸν σκοῦφο τῶν Μοναχῶν καὶ ὁμολόγησε τὴν πίστη του, δηλώνοντας ὅτι μετάνοιωσε γιὰ τὸ σφάλμα του καὶ ἐλέγχοντας τὸν πρώην ἀφέντη του γιὰ τὸ κακὸ ποὺ προκάλεσε στὴν ψυχή του. Ὁ Πασᾶς προσπάθησε κατ᾿ ἀρχὰς μὲ ὑποσχέσεις καὶ κολακεῖες νὰ τὸν μεταπείσει, ὅταν ὅμως διαπίστωσε τὸ ἀμετάπειστο τοῦ φρονήματός του διέταξε νὰ τὸν φυλακίσουν. Μετὰ ἀπὸ μερικὲς μέρες διέταξε νὰ τὸν φέρουν μπροστὰ ἀλλὰ πάλι ἄκουσε τὰ ἴδια ἀπὸ τὸ στόμα του. Τότε διέταξε νὰ τὸν μαστιγώσουν ἀλύπητα, νά τὸν σύρουν στοὺς δρόμους, νὰ ξεσχίσουν μὲ ἄγκιστρα τὶς σάρκες του καὶ νὰ θραύσουν τὴ σιαγόνα του. Ὅλα αὐτὰ τὰ ὑπέμεινε μὲ καρτερία ὁ ἀνδρεῖος ἀθλητὴς τοῦ Χριστοῦ φωνάζοντας, ὅπως ὁ εὐγνώμων ληστής· «Μνήσθητί μου Κύριε, ὅταν ἔλθῃς ἐν τῇ βασιλείᾳ σου». Ὅταν οἱ ἀλιτήριοι κουράστηκαν νὰ τὸν βασανίζουν, τὸν ὁδήγησαν στὴ φυλακή. Τὴν ἐπαύριο τὸν ὁδήγησαν καὶ πάλι μπροστὰ στὸν διοικητή, ὁ ὁποῖος διέταξε νὰ τὸν δείρουν ἀλύπητα. Αἱμόφυρτο καὶ ἡμιθανῆ τὸν ἔριξαν ἐκ νέου στὴ φυλακή, ὅπου τοῦ παρουσιάστηκε μέσα σὲ φωτεινὴ δόξα ὁ Χριστὸς καὶ θεράπευσε τὶς πληγές του.
Μετὰ τρεῖς μέρες ὁ διοικητὴς διέταξε νὰ τὸν ξαναφέρουν μπροστά του. Ὅταν τὸν εἶδε νὰ ἔχει θαυματουργικὰ θεραπευθεῖ ἀπὸ τὶς πληγὲς καὶ νὰ εἶναι σῶος καὶ ἀβλαβής, διέταξε νὰ τὸν κλείσουν καὶ πάλι στὴ φυλακὴ καὶ νὰ δεσμεύσουν τὰ πόδια του στὸ τιμωρητικὸ ξύλο. Τὴ νύκτα ὅμως φωτίστηκε ὅλη ἡ φυλακὴ καὶ ὁ Μάρτυς λύθηκε ἀπὸ τὰ δεσμά του. Ὁ Διοικητὴς μετὰ ἀπὸ αὐτὸ τὸ γεγονὸς διέταξε νὰ τὸν βασανίζουν καθημερινὰ μὲ φρικτὰ βασανιστήρια. Ἕνας Χριστιανὸς τὸν ἐπισκεπτόταν κατὰ διαστήματα μεταφέροντάς του κρυφὰ τὴν Θεία Κοινωνία καὶ ἐμψυχώνοντάς τον νὰ παραμείνει πιστὸς μέχρι θανάτου.
Ὕστερα ἀπὸ πέντε μῆνες ἐγκλεισμοῦ τοῦ Μάρτυρος στὴ φυλακή, βλέποντας ὁ διοικητὴς ὅτι τὰ βασανιστήρια δὲν μπόρεσαν νὰ φέρουν τὸ ἀποτέλεσμα ποὺ προσδοκοῦσε, διέταξε τὴν καταδίκη του σὲ θάνατο. Προηγουμένως ὅμως, ἐπειδὴ φοβόταν τὴν ἀντίδραση τῶν Ὑδραίων ποὺ εἶχαν ἰσχυρὲς προσβάσεις στὴν Ὑψηλὴ Πύλη, ἔγραψε στὸν Ὑδραῖο καπετὰν Γιώργη τὸν Βούλγαρη καὶ ζητοῦσε τὴ γνώμη του. Ὁ Κωνσταντῖνος, ὅταν τὸ πληροφορήθηκε, ἔγραψε καὶ αὐτὸς στὸν Ὑδραῖο καπετάνιο καὶ τὸν παρακαλοῦσε νὰ μὴν ἐμποδίσει τὸ μαρτύριό του. Πράγματι ἐκεῖνος σεβάστηκε τὴν ἐπιθυμία του καὶ ἀπάντησε στὸν Πασᾶ νὰ πράξει κατὰ τὴν κρίση του. Ὁ Μάρτυς τρεῖς ἡμέρες πρὶν προεῖδε τὴν ἡμέρα τοῦ μαρτυρίου του καὶ ζήτησε νὰ κοινωνήσει τῶν Ἀχράντων μυστηρίων. Τὰ χαράματα τῆς Τετάρτης 14 Νοεμβρίου, οἱ δήμιοι τὸν ὁδήγησαν στὸ Μανδράκι, ὅπου τὸν ἀπαγχόνισαν πάνω σὲ ἕνα πλάτανο καὶ ἔτσι ἔλαβε ὁ μακάριος τὸ ἀμάραντο στεφάνι τοῦ μαρτυρίου.
Ὁ διοικητὴς διέταξε νὰ πετάξουν τὸ σῶμα τοῦ Μάρτυρος πάνω σὲ ἕνα σωρὸ ἀπὸ ξύλα, ποὺ βρισκόταν δίπλα στὸν τόπο τοῦ μαρτυρίου. Τὸ πρωΐ, προτοῦ ἀκόμα πληροφορηθοῦν οἱ Τοῦρκοι τὸ γεγονός, ἔδωσε τὴν ἄδεια στοὺς Χριστιανοὺς νὰ τὸ πάρουν καὶ ἐκεῖνοι, μὲ προεξάρχοντα τὸν τότε Μητροπολίτη Ρόδου Ἀγάπιο, τὸ μετέφεραν στὸ Ναὸ τῶν Εἰσοδίων τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου Νεοχωρίου, ὅπου καὶ τὸ ἐνταφίασαν πίσω ἀπὸ τὸ ἱερὸ Βῆμα.
Τρία χρόνια ἀργότερα ἦλθε στὴ Ρόδο ἡ μητέρα του, ἔχοντας συστατικὲς ἐπιστολὲς ἀπὸ τὸν καπετὰν Γιώργη Βούλγαρη, καὶ ζήτησε νὰ τῆς ἐπιτραπεῖ νὰ πάρει τὸ τίμιο λείψανο στὴν Ὕδρα. Ὁ Μητροπολίτης Ἀγάπιος τὴν ἐφοδίασε μὲ ἐπιστολὴ πρὸς τὸν Ἀρχιερέα καὶ τοὺς προκρίτους τῆς Ὕδρας, ὅπου ἐξιστοροῦσε τὰ γεγονότα τοῦ μαρτυρίου τοῦ Νεομάρτυρος καὶ τὰ γενόμενα διὰ τῆς χάριτός του θαύματα. Κατὰ τὴν ἀνακομιδὴ ὁ ἐφημέριος τοῦ Ναοῦ παπᾶ Ἰωάννης κράτησε τὴν ὠλένη τῆς χειρὸς τοῦ Μάρτυρος, ἡ ὁποία βρίσκεται μέχρι σήμερα στὸν ἱερὸ Ναὸ τῆς Θεοτόκου, ὅπου καὶ ἡ μνήμη του κατ᾿ ἔτος ἐπιτελεῖται.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος πλ. α΄. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Εὐσεβείας τὸ ῥόδον, τὸ εὐωδέστατον, τὸ μέγα κλέος τῆς Ῥόδου, καὶ πολιοῦχον στεῤῥόν, Κωνσταντῖνον οἱ πιστοὶ ἀνευφημήσωμεν, ὅτι Μαρτύρων τὴν ὁδόν, διανύσας ἐπὶ γῆς, ἐν οὐρανοῖς ἐδοξάσθη, καὶ πρεσβεύει νῦν τῇ Τριάδι, ἐν παῤῥησίᾳ ὑπὲρ πάντων ἡμῶν.
Κοντάκιον. Ἦχος γ΄. Ἡ Παρθένος σήμερον.
῾Εορτάζει σήμερον, τὴν παναγίαν σου μνήμην, Κωνσταντῖνε ἔνδοξε, ἀγαλλομένη ἡ Ῥόδος, ἄθλοις σου, τοῖς ὑπὲρ φύσιν ἁγιασθεῖσα, μέγαν δέ, ἀπολαβοῦσά σε πολιοῦχον, καὶ πιστῶς σοι ἀνακράζει· Χαίροις ὁ θεῖος προστάτης καὶ φύλαξ μου.
Μεγαλυνάριον.
Χαίροις Κωνσταντῖνε Μάρτυς Χριστοῦ, τῆς ὁμολογίας, ὁ οὐράνιος θησαυρός· χαίροις ὁ ἐν Ῥόδῳ, ἀνδρείως μαρτυρήσας, καὶ ταύτης πολιοῦχος, ὑπάρχων μέγιστος.