Quantcast
Channel: ΑΚΤΙΝΕΣ
Viewing all articles
Browse latest Browse all 35855

Πρωτοπρ. Θεόδωρος Ζήσης, Η χρήση των αποδείξεων στη Θεολογία

$
0
0

ΠρωτοπρεσβύτεροςΘεόδωρος Ζήσης
Η ΧΡΗΣΗ ΤΩΝ ΑΠΟΔΕΙΞΕΩΝ ΣΤΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΑΓΙΟ ΓΡΗΓΟΡΙΟ ΠΑΛΑΜΑ
1. Ενδιαφέρον και βασικό θέμα της Πατερικής παραδόσεως
Είναι εις όλους πλέον γνωστόν ότι η σπουδή και η έρευνα τηςδιδασκαλίας του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά εσημείωσε τις τελευταίες δεκαετίεςεκπληκτική πρόοδο. Αυτό που επεδίωξαν να πράξουν τον 18ο αιώνα οι εκπρόσωποιτου φιλοκαλικού ησυχαστικού κινήματος, οι λεγόμενοι «Κολλυβάδες», με τηνσχεδιασθείσα από τότε έκδοση των έργων του μεγάλου πατρός και διδασκάλου,πραγματοποιήθηκε στις ημέρες μας. Η έκδοση των έργων έχει σχεδόν ολοκληρωθή,κυκλοφορεί μάλιστα και σε νεοελληνική μετάφραση· πλήθος επίσης μελετών έχουνγραφή γύρω από τα βασικά θέματα της διδασκαλίας του. Οι «Κολλυβά­δες» ΆγιοιΜακάριος Νοταράς, Νικόδημος Αγιορείτης και Αθανάσι­ος Πάριος διέβλεπαν εμφανήτον κίνδυνο να εισέλθουν λάθρα με τον Ευρωπαϊκό Διαφωτισμό στο χώρο τηςΘεολογίας ο ορθολογισμός και ο σχολαστικισμός, και να αγνοηθεί η ορθόδοξηπατερική παράδοση στη μέθοδο της θεολογήσεως, να μετατραπεί η Θεολογία σεδιαλεκτική και φιλοσοφία. Αυτό δεν αποφεύχθηκε εν πολλοίς, όπως ήδη διαπιστώ­θηκεαπό πολλούς εισηγητάς στο πρώτο συνέδριο Ορθοδόξου Θεολο­γίας που έγινε στηνΑθήνα το 1936, όπου επισημάνθηκαν πολλές δυτι­κές επιδράσεις και τονίσθηκε ηανάγκη απανόδου εις τον οίκον των Πατέρων της Εκκλησίας. 

Η διδασκαλία του Αγίου Γρηγορίου Παλαμά τροφοδοτεί τώραικανοποιητικά όλους σχεδόν τους κλάδους της Θεολογίας, την οποία επαναφέρει επίτης παραδοσιακής γραμμής, αφού άλλωστε ο Άγιος Γρηγόριος ούτε εκαινοτόμησε ούτεδικό του σύστημα θεολογίας οικοδόμησε, αλλά απλώς εκωδικοποίησε και συνήρμοσεσε ενότητα όσα οι προηγούμενοι Πατέρες εδίδαξαν γύρω από τα ζητήματα πουπροκάλε­σε ο ουμανιστής μοναχός Βαρλαάμ Καλαβρός, μεταφέροντας στηνΚωνσταντινούπολη και στην Θεσσαλονίκη δυτική νοοτροπία και προβληματική. Γι'αυτό, όπως έχουμε τονίσει, δεν δικαιολογείται η χρή­ση από τους Ορθοδόξους τουόρου «Παλαμισμός» ή «Παλαμική Θε­ολογία», όπως πράττουν οι Δυτικοί, οι οποίοιθεωρούν ως αιρετικές τις απόψεις του, γι' αυτό μαζί με τον Αρειανισμό, τονΝεστοριανισμό και άλλες αιρέσεις τοποθετούν και τον Παλαμισμό ως προσωπικήκαινοτομία του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά. Ας μνημονεύσω απλώς εδώ διά τουλόγου το αληθές, ότι στους Indices του Cavallera, τη γνω­στή κλείδα πουχρησιμοποιούμε όλοι για την Patrologia Graeca του Αββά Migne, ο Ησυχασμόςτοποθετείται μεταξύ των αιρέσεων[1]. 
Η μελέτητης διδασκαλίας του Αγίου κατόρθωσε μέχρι τώρα να παρουσιάσει πράγματι τασημαντικώτερα και βασικώτερα θέματα· ου­σία και ενέργειες, κτιστό και άκτιστο,πάθη και απάθεια, θεοπτία, θεολογία, θέωση, γνώση του Θεού, μοναχισμός, άσκηση,φως και φωτισμός, μεταμόρφωση, θεία και ανθρώπινη σοφία, Αγία Τριας και πολλάάλλα. Ειδικά συνέδρια και συλλογικοί εόρτιοι τόμοι προσέφεραν πολλά στη σπουδήτης διδασκαλίας του Αγίου Πατρός, όπως αναμφίβολα, θα προσφέρει και το παρόνλαμπρό συνέδριο που οργανώνει η Ι. Μονή Βατοπαιδίου προς τιμήν του μεγάλου αγιορείτουμονάχου, ο οποίος ξεκίνησε τους ασκητικούς του αγώνες ως υποτακτικός τουδιασήμου ασκητού Νικόδημου έξω από την τότε λαύρα του Βατοπαιδίου, όπου δέχθηκεκαι την πρώτη θεϊκή ανταπόκριση στο επίμονο μυστικό αίτη­μα της προσευχής τουπρος την Υπεραγία Θεοτόκο· «Φώτισόν μου το σκότος, φώτισόν μου τοσκότος». 
Μέσα στοπλήθος των θεμάτων της ογκώδους τώρα βιβλιογραφί­ας ελάχιστα έχουν γραφή για τοθέμα της αποδεικτικής μεθόδου που χρησιμοποίησε ο Άγιος Γρηγόριος στη θεολογίατου έναντι της διαλε­κτικής ή συλλογιστικής μεθόδου του αντιπάλου του Βαρλαάμτου Καλαβρού. Το θέμα αυτό βρίσκεται στην αφετηρία των θεολογικών του αγώνων,αφού με αυτό ξεκίνησε η σύγκρουση των δύο κόσμων, της Αγιοπνευματικής Ανατολήςκαι της Ουμανιστικής Δύσης στα πρό­σωπα των δύο αντιπάλων, αλλά και σε άμεσησυνάρτηση με το βασικό θέμα της διακρίσεως ουσίας και ενεργειών εν τη θεότητι,το οποίο γεν­νήθηκε από τη διαφορετική αντιμετώπιση του θέματος της χρήσεως τωναποδείξεων στις συζητήσεις περί του Θεού, στο θέμα δηλαδή της Θεολογίας υπόκυριολεκτική έννοια. Ο Βαρλαάμ Καλαβρός ηρνείτο παντελώς την αποδεικτική,ισχυριζόμενος βάσει του Αριστοτέλους, ότι άπαντα τα του Θεού δεν υπόκεινται σεαποδείξεις, είναι αναπόδεικτα, είναι «υπέρ απόδειξιν», υιοθετώντας έτσι έναθεολογικό αγνωστι­κισμό και μεταβάλλοντας τη θεολογία σε πιθανολογία, αφού δενέχει να στηριχθεί σε κάτι σταθερό που αποδεικνύεται αλλά σε όσα λογικά μόνο,αλλά ασταθή και ευπρόσβλητα, προκύπτουν κατά τις συζητήσεις επί θεμάτωνπίστεως. 
Ο ΆγιοςΓρηγόριος Παλαμάς, γνήσιος παραδοσιακός θεολόγος, γνωρίζει από την προηγούμενηπατερική παράδοση ότι στα συγγράμ­ματά τους οι Άγιοι Πατέρες και άλλοι θεολόγοιχρησιμοποιούν και στους τίτλους των θεμάτων, αλλά και κατά την διαπραγμάτευσητην αποδεικτική μέθοδο και ορολογία, όπως π.χ. ο Άγιος Ιωάννης Δαμα­σκηνός πουσυνόψισε την πατερική διδασκαλία στο γνωστό δογματικό του έργο Έκδοσις ακριβήςτης Ορθοδόξου πίστεως, αλλά και ο Ευθύ­μιος Ζιγαβηνός στην ΔογματικήΠανοπλία. 
Μνημονεύουμεεδώ προκαταρκτικώς για την καλύτερη κατανόηση του θέματος ότι ένα από τα πρώταθεολογικά κεφάλαια της Δογματικής του Αγίου Ιωάννου Δαμασκηνού φέρει τον τίτλο«Απόδειξις ότι έστι Θεός» με ανάλογο αποδεικτικό περιεχόμενο, από το οποίοπροκύπτει ότι όχι μόνον οι δεχόμενοι την Αγία Γραφή, αλλά και των Ελλήνων πλείστοι,δεν αμφιβάλλουν για την ύπαρξη του Θεού, την οποία αναγ­καστικά δέχεται ο μησκοτισμένος από την αμαρτία ανθρώπινος νους, διότι «η γνώσις του είναι Θεόνφυσικώς ημίν εγκατέσπαρται», αλλά και διότι «και αυτή η της κτίσεως συνοχή καισυντήρησις και κυβέρνησις διδάσκει ημάς, ότι έστι Θεός, ο τόδε το πανσυστησάμενος και συνε­χών και συντηρών και αεί προνοούμενος». Η απιστία και ηαθεΐα δεν οφείλονται στην αδυναμία της Θεολογίας να διατυπώσει αποδεικτικόλόγο, γιατί δεν υπάρχουν δήθεν αποδείξεις, αλλά στη μη σωστή λειτουρ­γία τουνου όσων δεν πιστεύουν, οι οποίοι πρέπει να αντιμετωπίζονται ως ασθενείς, ωςάρρωστοι. Η απιστία και η αθεΐα δεν έχουν καμμία λογική στήριξη, είναιπαραλογισμός και τρέλλα· οι άπιστοι δεν είναι λογικοί, αλλά αλογώτατοι,παράλογοι, γι' αυτό και ονειδίζονται από τον προφήτη Δαβίδ για την αφροσύνητους· «είπεν άφρων εν τη καρ­δία αυτού ουκ έστι Θεός»[2]. Δεν παραλείπουν οιΆγιοι Πατέρες να το­νίσουν επίσης ότι η απιστία στην ύπαρξη του Θεού οφείλεταιστην πο­νηρία των ανθρώπων οι οποίοι θέλουν να αμαρτάνουν ελεύθερα σαν να μηνυπάρχει Θεός που εφορά και παρακολουθεί τον βίο των ανθρώπων, δι' αυτό και όσοιαμαρτάνουν συνεχώς και εκ συνηθείας αρνούνται εν τοις πράγμασι τον Θεό, έστωκαι αν δεν το διακηρύσσουν με το στόμα τους. Ερμηνεύων π.χ. ο Άγιος ΚύριλλοςΑλεξανδρείας το μνημονευθέν ψαλμικό χωρίο «είπεν άφρων εν τη καρδία αυτού ουκέστι Θεός» γρά­φει· «Κορυφή τούτο πάσης πονηρίας εστί. Το γαρ οίεσθαι μη είναιΘεόν, αλλά από ταυτομάτου γεγενήσθαι το παν, αρχή πάσης ακολασίας και παρανόμουκαθέστηκε πράξεως. Δηλοί ουν ο λόγος ως εις τοσούτον ασεβείας το γένοςελήλακεν, ως μηδέ Θεόν εφιστάνειν τοις ούσιν, αλλ' ηγείσθαι τον σύμπαντα τούτονκόσμον, τυχαίαν και αυτόματον ειληφέναι την σύστασιν». Και συμπληρώνει· «Καιπας ο ανέδην αμαρτάνων, δι' ων οράται καταφρονών καν ει μη λέγοι φωναίς αλλ'έργοις αυτοίς και τη του βίου σκαιότητι μόνον ουχί διακέκραγε το "Ουκ έστιΘεός". Οι γαρ ούτως ζην ειωθότες, ως μη εφορώντος Θεού, πάντα τε δρώντεςαπερισκέπτως, έργοις αυτοίς και πράγμασιν αρνούνται Θεόν»[3].
2.Αγιογραφική Θεμελίωση 
Εκτός από την επίκληση της πατερικής παραδόσεως υπέρ τωναποδείξεων ο Άγιος Γρηγόριος συνιστά στον Βαρλαάμ που ισχυριζό­ταν ότι δενυπάρχει γνώση των θείων και απόδειξη, αλλά μόνον στην πίστη στηρίζεται ηΘεολογία -«ουδενός των θείων είναι γνώσιν ουδέ απόδειξιν, αλλά πίστινμόνην»[4]- να μελετήσει όσα λέγει ο Απόστολος Παύλος στο πρώτο κεφάλαιο τηςπρος Ρωμαίους επιστολής, όπου καθι­στά αναπολόγητους όχι τους πιστούςΙουδαίους, αλλά τους απίστους Έλληνες, οι οποίοι, ενώ έπρεπε με τη σοφία τουςνα οδηγηθούν στον Θεό και στην κατά Θεόν ζωή και πολιτεία, εν τούτοις κατέληξανστην ασέβεια της ειδωλολατρίας και σε ποικίλα πάθη και κακίες. Είναι αδι­καιολόγητοι,έστω και αν ζουν έξω από το χώρο της Π. Διαθήκης και θα αντιμετωπίσουν την οργήτου Θεού, διότι «το γνωστόν του Θεού φανερόν εστιν εν αυτοίς· ο γαρ Θεός αυτοίςεφανέρωσε». Εξηγώντας δε ο Απόστολος πώς ο Θεός φανερώνει και αποδεικνύει τηνύπαρξη και τη σοφία του λέγει την γνωστή και κλασική θέση, ότι ο αόρατος Θεόςκαθοράται μέσω των κτισμάτων, μέσω της δημιουργίας· «τα γαρ αόρατα αυτού απόκτίσεως κόσμου τοις ποιήμασι νοούμενα καθοράται, η τε αΐδιος αυτού δύναμις καιθειότης εις το είναι αυτούς αναπολο­γήτους»[5]. Αλλά και στις Πράξεις τωνΑποστόλων, ομιλών ο Παύλος προς τους ειδωλολάτρες κατοίκους των Λύστρων, οιοποίοι μετά το θαύμα της θεραπείας ενός χωλού ενόμισαν πως είναι θεοί αυτός καιο Βαρνάβας και ετοιμάζονταν να προσφέρουν θυσίες, τους εχειραγώγησε προς τηναληθινή θεογνωσία λέγοντας ότι ο Θεός άφησε τα έθνη προ Χριστού να ακολουθήσουνελεύθερα τον δρόμο της πίστεως ή της απι­στίας, μολονότι υπήρχαν μαρτυρίες καιαποδείξεις της υπάρξεως και παρουσίας του, δεν άφησε δηλαδή τον εαυτό τουαμάρτυρο και αναπόδεικτο· «ος εν ταις παρωχημέναις γενεαίς είασε πάντα τα έθνη πορεύεσθαιταις οδοίς αυτών·  καίτοι γε ουκ αμάρτυρον εαυτόν αφήκεν αγαθοποιών,ουρανόθεν υμίν υετούς διδούς και καιρούς καρποφόρους, εμπιπλών τροφής καιευφροσύνης τας καρδίας υμών»[6]. Αν λοιπόν η μόνη οδός γνώσεως του Θεού είναι ηπίστη, και δεν οδηγείται κανείς στον Θεό με αποδεικτικούς συλλογισμούς, οιοποίοι στηρίζονται στις ενέργει­ες του Θεού στον κόσμο, τότε θα έπρεπε οι εκτόςπίστεως να δικαιολο­γούνται, να μη θεωρούνται αναπολόγητοι και άξιοι της οργήςτου Θεού, όπως διδάσκει ο Απόστολος Παύλος[7].
Ας σημειώσουμε εδώ παρεμπιπτόντως ότι οι θέσεις αυτές δίδουναπάντηση και στο πολύ συχνά και από πολλούς προβαλλόμενο στις ημέρες μαςερώτημα, που βέβαια τις πιο πολλές φορές οφείλεται ή σε διάθεση συγκρητιστικήςισοπεδώσεως όλων των ανθρώπων είτε ανήκουν σε κάποια θρησκεία είτε όχι ή σεεπιθυμία ελαφρύνσεως των ευθυνών όσων εγνώρισαν τον Θεό μέσα στην Εκκλησία. Καιτο ερώτημα είναι· τι θα γίνει με όσους δεν είναι Χριστιανοί, με όσουςβρίσκονται έξω από την Εκκλησία; Έχουν και αυτοί κάποια ευθύνη και θα δώσουνλόγο για την απιστία τους, αφού δεν εγνώρισαν τον Θεό; Η απάντηση με βάση ταλεχθένα είναι εύκολη· τον Θεό πρέπει όλοι να τον γνωρίσουν και να τον δεχθούν,γιατί είναι έμφυτη σε όλους η γνώση του, αλλά και γιατί βοά και κραυγάζει οκόσμος, η κτίση, το παναρμόνιο σύμπαν για την ύπαρξη και την σοφία του· «διότι το γνωστόν του Θεού φανερόν έστιν εν αυτοίς»[8]. Εμείς απλώς που ζούμεμέσα στην Εκκλησία έχομε μεγαλύτερη ευλογία και ευεργεσία, αλλά και μεγαλύτερηευθύνη· γιατί η γνώση μας, δεν στηρίζεται μόνο σε φυσικά μέσα, δεν είναι μόνοφυσική γνώση, αλλά στηρίζεται και στα αυτόπιστα και αυταπόδεικτα λόγια τουΧριστού, των Αποστόλων και των Αγίων, στον φανερωθέντα εν τω προσώπω τουΧριστού Θεό, και φανερούμενο διαρκώς μέσα στην Εκκλησία, με τις θεοπτίες καιτις θεωτικές εμπειρίες των Αγίων.
3. Ηδιπλή μέθοδος. Ουσία και ενέργειες 
Ο Άγιος Γρηγόριος Παλαμάς πάντως γνωρίζει και αποδέχεται ότι τατου Θεού δεν είναι όλα γνωστά και αποδεδειγμένα. Δεν διαπράτ­τει το λάθος τουΒαρλαάμ να γενικεύσει, και όπως εκείνος εδίδαξε ότι όλα στο Θεό είναι άγνωστακαι αναπόδεικτα, να διδάξει αυτός αντιθέ­τως την άλλη ακρότητα ότι όλα είναιγνωστά και αποδείξιμα, και στη θέση του βαρλααμικού αγνωστικισμού να επαναφέρειτην αρειανική-ευνομιανική γνωσιαρχία, κατά την οποία ο ανθρώπινος νους μπορείνα κατανοήσει και την ουσία του Θεού, να εισέλθει και στο χώρο τον αγνώστου,του ακαταλήπτου, του κρυφίου μέρους της θεότητος. Δικαιο­λογεί τον Βαρλαάμ,όταν αυτός επικαλείται χωρία της Αγίας Γραφής, όπως το «Θεόν ουδείς εώρακε πώποτε»ή το «έθετο σκότος αποκρυφήν αυτού», και παρατηρεί ότι όντως υπάρχει η άγνωστηκαι αναπόδεικτη πλευρά του Θεού, η οποία παραμένει απρόσιτη και ακατάληπτη στονάνθρωπο. Αξιοποιεί όμως την διάκριση ουσίας και ενεργειών στην θεότητα, τηνοποία είχαν ήδη αναπτύξει οι Καππαδόκες Θεο­λόγοι, και ιδιαίτερα ο Μ.Βασίλειος, ο οποίος εδίδαξε ότι «ημείς εκ των ενεργειών γνωρίζειν λέγομεν τονΘεόν ημών, τη δε ουσία αυτή προσεγγίζειν ουχ υπισχνούμεθα. Αι μεν γαρ ενέργειαιαυτού προς ημάς καταβαίνουσιν, η δε ουσία αυτού μένει απρόσιτος»[9]. Απαντώ­νταςμάλιστα ο Καππαδόκης πατήρ στο ερώτημα αν προηγείται στη Θεολογία η γνώσις τηςπίστεως, λέγει ότι πράγματι προηγείται η γνώσις· «Ηγείται η έννοια η περί τουότι έστι Θεός, ταύτην δε εκ των δημιουργημάτων συνάγομεν. Σοφόν γαρ και δυνατόνκαι αγαθόν και πάντα τα αόρατα από της του κόσμου κτίσεως νοούντεςεπιγινώσκομεν»[10]. 
Με βάσηλοιπόν αυτή τη διάκριση ουσίας και ενεργειών ο Θεός δεν είναι ούτε μόνονάγνωστος ούτε μόνον γνωστός· είναι και τα δύο, άγνωστος και γνωστός,αναπόδεικτος και αποδεικτός, άγνωστος κα­τά την ουσία, γνωστός κατά τιςενέργειες. Έχομε εδώ την περίφημη διπλόη, την διπλή θεολογική μέθοδο τωνΠατέρων, την οποία διά πολλών αναπτύσσει ο Άγιος Γρηγόριος, εμείς όμως θαπεριορισθούμε σε ελάχιστες διατυπώσεις του. 
Απέναντιστον ισχυρισμό του Βαρλαάμ κατά τον οποίο «ουδέν γνωστόν ουδέ αποδεικτόν τωνθείων», ο Άγιος Γρηγόριος λέγει ότι «των θείων τα μεν γινώσκεται, τα δεζητείται, έστι δ' α και αποδείκνυται, έτερα δε έστιν ανεξερεύνητα πάντη καιανεξιχνίαστα[11]. Αυτό που είναι ακαταμάχητο και σύμφωνο με την Αγία Γραφήείναι ότι τα θεία είναι και δεν είναι αποδείξιμα· άλλα είναι και άλλα δενείναι· απαναλαμβάνει ότι «τα μεν των θείων γινώσκεται και αποδείκνυται, τα δεαπερινόητά εστι και ανεξιχνίαστα». Γι' αυτό είναι λάθος να ισχυ­ρίζεται κανείς«ως ουκ έστιν απόδειξις επ' ουδενός των θείων·  το θείον αποδεικτόν τέεστι και ουκ αποδεικτόν»[12]. Επικαλείται στη συνάφεια αυτή και τα αρεοπαγιτικάσυγγράμματα, τα οποία επικαλείται και ο Βαρλαάμ, μονομερώς όμως, για νακατοχυρώσει μόνον το άγνωστο και ακατάληπτο του Θεού. Του λέγει λοιπόν ότι οσυγγραφεύς «διττήν σαφώς είναι διδάσκει την θεολογίαν· την μεν μυστικήν,τελεστικήν, απόρρητον, άρρητον, η δρα και ενιδρύει τω Θεώ ταις αδιδάκτοιςμυσταγωγίαις, την δε εμφανή και φιλόσοφον και αποδεικτικήν, η πείθει καικαταδείται των λεγομένων την αλήθειαν»[13]. 
Ακόμηκαι στον ισχυρισμό που προβάλλει ο Βαρλαάμ ότι ο άνθρω­πος δεν μπορεί ναισχυρίζεται ότι έχει αποδείξεις περί του Θεού, διότι οι αποδείξειςπεριορίζονται μόνον στα αισθητά που είναι ομογενή του ανθρώπου, «Θεώ δε ουδένομογενές», ο Άγιος Γρηγόριος προβάλλει την θεοπτική εμπειρία των Αγίων, η οποίακατά χάριν και κατ' ενέργειαν τους μεταβάλλει εις ομογενές του Θεού, τουςθεώνει· «ίσασιν οι κεκαθαρμένοι την καρδίαν διά τεκμηρίου της εγγινομένης ενεαυτοίς ιεράς φωτοφανείας ότι έστι Θεός και οίον φως εστι, μάλλον δε πηγή φωτόςνοερού τε και αΰλου». Η καθαρότης της καρδίας τους καθιστά δεκτικούς καιδεικτικούς της θείας ελλάμψεως. Όσοι βέβαια δεν έχουν προχωρήσει στην θεωρίακαι στη θέωση μπορούν να ιδούν και να γνω­ρίσουν «εκ της περί πάντα προμηθείαςτον κοινόν προμηθέα, εκ των αγαθυνομένων την αυτοαγαθότητα, εκ τωνζωοποιουμένων την αυτοζωήν, εκ των σοφιζομένων την αυτοσοφίαν και απλώς εκπάντων τον τα πάντα όντα». Με όλα αυτά ως τεκμήρια σχηματίζεται αψευδήςαπόδειξις «ότι έστι τις προαγωγεύς και προμηθεύς προάναρχος απάντων,παντοδύναμος, παντεπίσκοπος, πανάγαθος, παναίτιος, υπερφυής»[14].
4. Οισύγχρονοι δογματικοί βαρλααμίζονν
Το θέμα της χρήσεως των αποδείξεων στη θεολογία έχει και άλληενδιαφέρουσα πλευρά που αναφέρεται στη σύγχρονη θεολογία, την δογματική κυρίως.Ο Άγιος Γρηγόριος Παλαμάς ισχυρίζεται ότι ο Βαρλαάμ Καλαβρός αποτελεί μοναδικήπερίπτωση θεολόγου καθ’ όλους τους αιώνες που βρήκε και εδίδαξε πρώτος ότι δενυπάρχει από­δειξη για τίποτε από τα θεία· «'Εντεύθεν μηδ' είναι απόδειξιν επ'ουδενός των θείων άρτι πρώτος των εκ του παντός αιώνος θεολόγων και εξεύρε καιαπεφήνατο»[15]. Αυτό πράγματι φαίνεται να ισχύει σε όλες τις περιόδους τηςπαραδόσεως μέχρι και του 18ου αιώνος. Αν μετά τη βυζαντινή πατερική παράδοσημελετήσει κανείς τα δύο γνωστά δογματικά εγχειρίδια των χρόνων τηςΤουρκοκρατίας, το «Θεολογικόν» του Ευγενίου Βουλγάρεως και την «Επιτομήν τωνθείων της πίστεως δογμάτων» του Αγίου Αθανασίου Παρίου, διαπιστώνει ότισυνεχίζε­ται η πατερική παράδοση ως προς την χρήση των αποδείξεων, με τηναποδοχή της διπλόης, της διπλής δηλαδή γνώσεως· ο Θεός είναι άγνω­στος κατά τηνουσία, αλλά γνωστός κατά τις ενέργειες. 
Η κατάσταση όμως αλλάζει τον 19ο αιώνα, και η αλλαγή στο θέ­μααυτό εξακολουθεί να υφίσταται μέχρι σήμερα. Η επικράτηση των ΝεοελλήνωνΔιαφωτιστών στην παιδεία με την παράλληλη στροφή προς την αρχαιολατρία και τονκλασικισμό, όπως και η μεταφορά της σχολαστικής μεθόδου θεολογήσεως στιςορθόδοξες θεολογικές σχολές από τους υποχρεωτικώς σπουδάζοντας στη Δύσηκαθηγητάς, με την σταδιακή μείωση του ενδιαφέροντος για τους Πατέρες και τηδιδασκα­λία τους, δημιούργησαν σοβαρό ρήγμα στη συνέχεια της δογματικήςπαραδόσεως, με συνέπεια τώρα ο Βαρλαάμ να μην είναι ο μόνος που ισχυρίζεται ότιεπί του Θεού δεν ισχύουν οι αποδείξεις, δεν ισχύει η αποδεικτική μέθοδος.Νεώτεροι δογματικοί θεολόγοι που αγνοούν την πατερική διάκριση ουσίας καιενεργειών αγνοούν και τη διπλή θεολογική μέθοδο. Όταν εξετάζουν στις Δογματικέςτους το θέμα των αποδείξεων βρίσκονται σε αμηχανία, γνωρίζουν ότι οι αποδείξειςωφελούν και βοηθούν, παγιδευμένοι όμως στην σχολαστική φιλοσοφική άποψη ότι οΘεός ως υπεραισθητός είναι υπέρ απόδειξιν, δέχονται ότι οι αποδείξεις δενμπορούν να οδηγήσουν στον Θεό, αλλά απλώς μπορούν να ενισχύσουν τηνπροϋπάρχουσα πίστη, που μένει έτσι η μό­νη οδός θεογνωσίας, ενώ, όπως ήδηείδαμε, η γνώση προηγείται της πίστεως και συνάγεται αποδεικτικώς μέσω τωνκτισμάτων.
Έτσι οΧρ. Ανδρούτσος γράφει ότι «αι αποδείξεις της υπάρξεως του υψίστου όντος δενπορίζουν λοιπόν τω ανθρώπω την έννοιαν του Θεού, την άλλοθεν προϊούσαν, αλλά,argumenta ad hominem ούσαι, διασαφούσιν αυτήν προϋπάρχουσαν… Εν δε τωΧριστιανισμώ αποβαίνουσι μεν περιτταί παντί πιστώ, ζέον έχοντι το της πίστεωςσυναίσθημα και υπό του φωτός της θείας Αποκαλύψεως ελλαμπομένω (και εκ τοιαύτηςεπόψεως απέκλεισαν πολλοί αυτάς της Δογματικής) προσφέρουσι δ' έρεισμα τωασθενεί έχοντι την πίστιν και προς στιγμήν κυμαινομένω Χριστιανώ». Ο ίδιοςσυμπεραίνει ότι απλώς «δύνανται να αξιώνται μνείας εν τη Δογματική», ενώ ωςπραγματικές αποδείξεις δεν έχουν ισχύ[16]. Ο Π. Τρεμπέλας ακολουθεί το ίδιοδρόμο, δεχόμενος ότι πράγμα­τι οι αποδείξεις δεν είναι πραγματικές καιαληθινές, δεν είναι argumenta ad veritatem, αλλά argumenta ad hominem, διότι ανήσαν αληθινές, «θα ήσαν λογικώς αναγκαίαι, ήτοι ουδέ ο ορθώς διανοούμενος είναιδυ­νατόν να μη αποδεχθή ό,τι αύται αποδεικνύουσι». Αυτό όμως διδάσκουν η ΑγίαΓραφή και οι Πατέρες, ότι ο ορθώς διανοούμενος οδηγείται στον Θεό· ο άθεοςείναι άφρων, σκοτισμένος και ασθενής. Διορθώνει πάντως την άποψη του Ανδρούτσουότι απλώς ενισχύουν την προϋπάρχουσαν πίστη, που προέρχεται άλλοθεν· για τουςκαλής διαθέσεως ανθρώπους που δεν έχουν τυφλωθή από αμαρτωλές και ένοχες προκα­ταλήψειςέχουν ισχύ οι αποδείξεις, διότι διαφορετικά ο Παύλος κακώς αποδίδει ευθύνη καιενοχή στους εθνικούς, που τους χαρακτηρίζει ως αναπολόγητους, διότι, ενώ «τογνωστόν του Θεού φανερόν ην εν αυτοίς», αυτοί εσεβάσθησαν και ελάτρευσαν «τηκτίσει παρά τον κτίσαντα»[17]. Πιστεύει πάντως και ο Τρεμπέλας ότι ησυστηματική διαπρα­γμάτευση των αποδείξεων δεν ανήκει στη Δογματική αλλά στηνΑπολο­γητική[18]. Νεώτερος δογματικός θεολόγος απαντώντας στο ερώτημα ανυπάρχουν λογικά επιχειρήματα που αποδεικνύουν την ύπαρξη του Θεού λέγει ότιτέτοιου είδους επιχειρήματα δεν υπάρχουν. Την ύπαρξη του Θεού κανένας δενμπορεί να την αποδείξει λογικά, όπως αποδει­κνύει τις φυσικές αλήθειες...Τιςφυσικές αλήθειες ο άνθρωπος αποδει­κνύει επιστημονικά, ώστε αυτοί που τιςαρνούνται να είναι παράλογοι. Την ύπαρξη όμως του Θεού κανένας δεν μπορεί νατην αποδείξει με επιχειρήματα λογικά, ώστε, αυτός που την αρνείται ναπαραλογίζεται. Καταλήγει λέγοντας ότι δεν πρόκειται περί αποδείξεων, αλλά περίενδείξεων είναι επιχειρήματα λογικοφανή, δείκτες που προσαναλίζουν τη σκέψηπρος το δυνατό της υπάρξεως του Θεού. Δεν αποδεικνύουν αναγκαίως αυτήν, αλλ'υπάρχουσαν την καθιστούν λογικοφανή ή του­λάχιστον όχι παράλογη[19]. 
Πρέπειβέβαια να σημειώσουμε ότι η έρευνα των νεωτέρων δογματικών εγχειριδίων μπορείνα παρουσιάζει και άλλες παραλλαγές ενδιαφέ­ρουσες, είτε συγκλίνουσες στηναποδεικτική θεολογία του αγίου Γρηγορίου Παλαμά είτε αποκλίνουσες προς τοναγνωστικισμό του Βαρλαάμ. Δεν προλάβαμε να ολοκληρώσουμε την έρευνα, την οποίαθα συνεχίσουμε.
Επίλογος 
Ο Άγιος Γρηγόριος Παλαμάς αναπτύσσει εκτενώς το θέμα τηςαποδεικτικής μεθόδου σε πολλά του συγγράμματα. Οι δύο Αποδεικτι­κοί λόγοι περίτης εκπορεύσεως του Αγίου Πνεύματος έδωσαν αφορμή με τον τίτλο τους μόνο να αρχίσειη συζήτηση του θέματος. Το αναπτύσ­σει διά πολλών σε δύο επιστολιμαίεςπραγματείες προς τον Ακίνδυνο και σε άλλες δύο προς τον Βαρλαάμ. Εμείςεπισημάναμε απλώς το πρόβλημα στη βασική του διάσταση σε σχέση μάλιστα με τηνσύγχρονη δογματική μας γραμματεία. Αξίζει πάντως να υπογραμμίσουμε αυτό πουάλλοι έχουν σημειώσει· ότι δηλαδή η Θεολογία δεν είναι θεωρη­τική επιστήμη,αλλά θετική και εμπειρική. Όχι μόνον γιατί τα ίδια τα δημιουργήματα βοούν καικραυγάζουν και μας οδηγούν στον Θεό, η ίδια η ανθρώπινη φύση και ο παναρμόνιοςκόσμος, αλλά και η πραγμα­τική εμπειρία των Αγίων, των φίλων του Θεού, οιοποίοι αφού εκαθάρθησαν, είδαν τον Θεό, ο οποίος φανερώνεται στους καθαρούς καιαξίους. Αυτόπτες αυτοί της θείας μεγαλειότητος μας βεβαιώνουν για την ύπαρξη καιτην αγαθότητα του Θεού με αποδεικτικό και όχι με συλλογιστικό και διαλεκτικόλόγο.
[1] Βλ. σχετικώςΠρωτοπρεσβυτέρου Θεοδώρου Ζήση, Θεολόγοι της Θεσσαλονίκης, Θεσσαλονίκη 21997,6.
[2] Ιωάννου Δαμάσκηνου, Έκδοσις ακριβής της ορθοδόξου πίστεως, ΕΠΕ (=ΈλληνεςΠατέρες της Εκκλησίας) 1, 60. Ψαλμ. 13,1.
[3] Κυρίλλου Αλεξάνδρειας, Ερμηνεία εις τους Ψαλμούς, PG 69,801.
[4] Γρηγοριου Παλαμά, Προς Βαρλαάμ 2,12, ΕΠΕ 1, 526.
[5] Ρωμ. 1,18-32.
[6] Πράξ. 14,16-17.
[7] Γρηγοριου Παλαμά, Προς Βαρλαάμ 1, 31-33, ΕΠΕ 1,480 κ.ε.
[8] Ρωμ. 1,19
[9] Μ. Βασιλείου, Επιστολή 234, 1, ΕΠΕ 1, 152.
[10] Επιστολή 235,1, ΕΠΕ 1,156-158.
[11] Προς Βαρλαάμ 2, 19, ΕΠΕ 1, 530.
[12] Αυτόθι 22, ΕΠΕ 1,540.
 [13] Αυτόθι 20, ΕΠΕ 1, 538.
[14] Προς Ακίνδυνον 1,11-12, ΕΠΕ 1,422-426.
[15]Προς Βαρλαάμ 2, 9, ΕΠΕ 1, 524.
[16] Χρ. Ανδρούτσου, Δογματική της Ορθοδόξου Ανατολικής Εκκλησίας, Αθήναι21956, σ. 38-39.
[17] Π. Τρεμπέλα, Δογματική της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας, Αθήναι 1959,τομ. 1, σ. 155.
[18] Αυτόθι, σ. 157.
[19] Ανδρ. Θεοδώρου, Απαντήσεις σε ερωτήματα δογματικά, Αθήναι 1995, εκδ.Αποστ. Διακονίας, σ. 12-14.

ΘΕΟΔΡΟΜΙΑ. Τριμηνιαίαέκδοση Ορθοδόξου Διδαχής Έτος 13 - Τέυχος 1 - Ιανουάριος Μάρτιος 2011

Viewing all articles
Browse latest Browse all 35855

Trending Articles



<script src="https://jsc.adskeeper.com/r/s/rssing.com.1596347.js" async> </script>