(ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ 161)
Πρός
τόν εὐσεβῆ Κλῆρο καί τόν Φιλόχριστο λαό
τῆς καθ΄ Ἡμᾶς Ἱερᾶς Μητροπόλεως.
Ἀγαπητοί μου ἀδελφοί.
Διά τό ὑπόλοιπον τῆς ἁγίας νηστείας τῶν Χριστουγέννων σᾶς εὔχομαι δύναμιν, ὑπομονήν καί πλουσίαν τήν ἐνίσχυσιν τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὥστε νά φθάσετε ἀξίως εἰς τά ἅγια Χριστούγεννα μέ πολυκαρπίαν ἀρετῶν καί νά ἀξιωθεῖτε νά προσκυνήσετε τόν δι΄ ἡμᾶς Νηπιάσαντα Χριστόν.
Τό θέμα τῆς παρούσης ἐπικοινωνίας μας εἶναι ποιμαντικῆς φύσεως καί ἔχει σχέσιν μέ τούς τάφους καί τά κοιμητήρια, τά ὁποῖα ὑπάρχουν σέ κάθε ἐνορία. Τόν τελευταῖο καιρό τίθεται τό πρόβλημα τῆς ἐπεκτάσεως πολλῶν ἐνοριακῶν κοιμητηρίων, ἰδίως στά μικρά χωριά, τά ὁποῖα ἔχουν γεμίσει μέ τάφους καί δέν διαθέτουν ἄλλο χῶρο διά νεωτέρους τάφους. Ἐμμένουν ὁρισμένοι χριστιανοί μας νά μή κάνουν ἐκταφή, ἤ ὅπως λέγεται στήν ἐκκλησιαστική γλῶσσα, ἀνακομιδή τοῦ κεκοιμημένου συγγενοῦς των, μέ ἀποτέλεσμα νά θεωροῦν τούς κοινούς τάφους οἰκογενειακούς καί ἰδιωτικούς.
Παράδοση στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μας εἶναι νά γίνεται ἡ ἀνακομιδή μετά τήν συμπλήρωση τριῶν ἐτῶν ἀπό τοῦ θανάτου καί νά φυλάσσωνται τά λείψανα σέ εἰδικό κυτίο εἰς τό ὀστεοφυλάκιο τοῦ κοιμητηρίου. Στή θέση τοῦ τάφου δηλαδή τοῦ προαπελθόντος ἀδελφοῦ, θάπτεται ὁ ἄρτι κοιμηθείς καί ἔτσι ὁ τάφος εἶναι κοινός. Ἡ παράδοση αὐτή διαπιστώνεται εἰς τά παλαιά κοιμητήρια, τά ὁποῖα ἦσαν συνήθως στίς αὐλές τῶν Ἱερῶν Ναῶν, ὅπου ἐκεῖ ἐθάπτοντο οἱ κεκοιμημένοι ἐνορίτες.
Στήν ἀνακομιδή τοῦ λειψάνου ὑπάρχει καί εἰδικό τυπικό, τό ὁποῖο τηρεῖ ἡ Ἐκκλησία μας. Τό πρωΐ τελεῖται Θεία Λειτουργία καί μετά ὁ Ἱερεύς ἐπί τοῦ τάφου τελεῖ τρισάγιο. Ἐάν ὁ τάφος εἶναι κτιστός, ὁ ὑπεύθυνος διά τήν ἐκταφή σηκώνει τήν πλάκα, κατέρχεται εἰς τό μνῆμα καί σιγά σιγά, μέ προσευχή καί εὐλάβεια συγκεντρώνει τά ὀστᾶ. Κατόπιν γίνεται τό πλύσιμο τῶν λειψάνων. Πρῶτα καθαρίζει τό κρανίο μέ καθαρό κρασί, τό ὁποῖο συμβολίζει τό ρεῦσαν αἷμα τοῦ Σταυρωθέντος Ἰησοῦ Χριστοῦ ἐπί τοῦ κρανίου τοῦ Πρωτοπλάστου Ἀδάμ, ὅπως εἰκονίζεται στήν εἰκόνα τῆς Σταυρώσεως τοῦ Κυρίου μας. Ἐάν ὁ τάφος εἶναι στό χῶμα, ὁ ὑπεύθυνος διά τήν ἐκταφή σχηματίζει τό σημεῖο τοῦ σταυροῦ μέ τήν ἀξίνα ἐπί τοῦ τάφου καί ἀρχίζει νά σκάβει προσεκτικά μέχρις ὅτου συγκεντρώσει ὅλα τά ὀστᾶ, τά ὁποῖα πλένει καί εὐπρεπίζει εἰς τό κυτίον. Μερικοί ἐκ τῶν συγγενῶν προσέρχονται καί ἀσπάζονται τό κρανίο τοῦ κεκοιμημένου, τό ὁποῖο προηγουμένως ὁ ὑπεύθυνος ἔχει καλύψει μέ λευκό μαντῆλι. Στή συνέχεια τό κυτίον ἐναποτίθεται στό ὀστεοφυλάκιο ὅπου καί πολλά ἄλλα κυτία λειψάνων. Παλαιότερα ὑπῆρχε ἡ συνήθεια νά ρίπτονται ὅλα τά ὀστᾶ στό χωνευτήριο, ὅπου ἦταν στήν ἄκρη τοῦ κοιμητηρίου. Ἔτσι, ἐπί αἰῶνας, μικρά κοιμητήρια ἐδέχοντο τήν ταφή ὅλων τῶν κατοίκων, χωρίς ποτέ νά δημιουργεῖται πρόβλημα χώρου.
Δυστυχῶς, αὐτή ἡ παράδοση εἴτε ἀπό ἄγνοια, εἴτε ἀπό ματαιοδοξία, εἴτε ἀπό ψυχική δυσκολία, παραβιάζεται και ἀνατρέπεται. Ἔτσι, καί τά πιό μεγάλα κοιμητήρια ἔχουν γεμίσει καί χρειάζονται ἀπό καιροῦ εἰς καιρόν ἐπέκταση.
Ἡ τακτική τῆς ἀνακομιδῆς, ἐκτός ἀπό τήν ἐκκλησιαστική της ἑρμηνεία, ἔχει καί τήν πρακτική πλευρά. Μέ τόν τρόπο αὐτό ὑπάρχει χῶρος γιά ὅλους. Δέν εἶναι δυνατόν νά συνεχισθεῖ αὐτή ἡ κατάσταση, διότι θά μᾶς ὁδηγήσει κάποτε σέ ἀδιέξοδο.
Ἀγαπητοί μου ἀδελφοί.
Οἱ τά πάντα καλῶς διαταξάμενοι θεοφόροι Πατέρες ἔχουν ὁρίσει μέ Κανόνες καί Ἀποφάσεις Ἱερῶν Συνόδων, πῶς πρέπει νά χειριζόμαστε καί τά θέματα τῶν κεκοιμημένων. Ὅσο ἡ ἐκκοσμίκευση κί ἄν θέλει νά ἀλλοιώσει τά πάντα στήν ἐκκλησιαστική μας ζωή, ἐμεῖς πρέπει νά ἀκολουθοῦμε ἀπαρέγκλιτα τήν πίστη καί ζωή τῶν πατέρων μας.
Σέ συγκεκριμένες περιπτώσεις ἔχουμε ὁράματα καί ἐπεμβάσεις Ἁγίων, πού ζητοῦν τήν ἀνακομιδή τους. Ἡ ψυχή θεωρεῖ καί αὐτή τήν τελευταία πράξη τῆς ἀνακομιδῆς τοῦ λειψάνου, ὡς ἀνάπαυση.
Ἄν δέν γινόταν ἡ ἀνακομιδή, δέν θά εἴχαμε τόν πλοῦτο τῶν ἱερῶν λειψάνων τῶν Μαρτύρων, τῶν Ὁσίων καί τῶν λοιπῶν Ἁγίων τῆς Ἐκκλησίας μας. Ἀκόμα ἡ ἡμέρα τῆς ἀνακομιδῆς ἑνός Ἁγίου εἶναι ἡμέρα ἑορτῆς καί πανηγύρεως, ὅπως καί τοῦ Ἁγίου Διονυσίου τοῦ ἐν Ζακύνθῳ τήν μνήμη τοῦ ὁποίου ἑορτάζει αὔριο ἡ Ἐκκλησία μας.
Ἄς ἔχει ἐφαρμογή σέ ὅλους μας ὁ λόγος τοῦ Ἀποστόλου Παύλου:
«Ἐάν τε γάρ ζῶμεν, τῷ Κυρίῳ ζῶμεν ἐάν τε ἀποθνήσκωμεν, τῷ Κυρίῳ ἀποθνήσκωμεν ἐάν τε οὗν ζῶμεν, ἐάν τε ἀποθνήσκωμεν τοῦ Κυρίου ἐσμέν» (Ρωμ. 14,8).
Μετά πατρικῶν εὐχῶν.
Ο ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ
†Ο ΦΘΙΩΤΙΔΟΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ