Ἡ θεραπεία τοῦ τυφλοῦ τῆς Ἰεριχοῦς (Λκ 18,35-43)
Ἡ θεραπεία τυφλῶν ἦταν ἕνα ἀπό τά κατεξοχήν μεσσιακά σημεῖα (βλ. Ἠσ 9,2· 29,18· 35,5· 42,67· 61,1· Μθ 4,16· 11,45). Οἱ προφητεῖες, βέβαια, ἀναφέρονταν κυρίως στόν πνευματικό φωτισμό τόν ὁποῖο ἐπρόκειτο νά φέρει ὁ Μεσσίας στόν κόσμο, πού ζοῦσε στό σκοτάδι τῆς πλάνης καί τῆς ἁμαρτίας. Προαναγγέλλουν ὅμως καί τήν διάνοιξη τῶν σωματικῶν ὀφθαλμῶν, ἡ ὁποία ἀποτελεῖ μία χειροπιαστή ἔνδειξη τοῦ πνευματικοῦ φωτισμοῦ. Θεραπεία τυφλοῦ ἤ τυφλῶν στήν Ἰεριχώ ἀναφέρουν καί οἱ εὐαγγελιστές Mατθαῖος καί Mᾶρκος. Tίς τοποθετοῦν καί οἱ τρεῖς συνοπτικοί στήν ἴδια συνάφεια, λίγο πρίν ἀπό τήν θριαμβευτική εἴσοδο στά Ἰεροσόλυμα (πρβλ. Μθ 20,29-34· Μρ 10,46-52). Ἡ ἐξιστόρηση τοῦ περιστατικοῦ διαβάζεται ὡς εὐαγγελικό ἀνάγνωσμα τήν ΙΔ´ Κυριακή τοῦ Λουκᾶ.
18,35.Ἐγένετο δὲ ἐν τῷ ἐγγίζειν αὐτὸν εἰς Ἰεριχὼ τυφλός τις ἐκάθητο παρὰ τὴν ὁδὸν προσαιτῶν.
Τά Εὐαγγέλια μνημονεύουν μόνον αὐτή τήν ἐπίσκεψη τοῦ Ἰησοῦ στήν Ἰεριχὼ. Ἦταν ἡ δεύτερη σέ πληθυσμό πόλη τῆς Ἰουδαίας, πολύ πλούσια καί ἀριστοκρατική. Χτισμένη δύο χιλιόμετρα βορειότερα ἀπό τήν παλιά Ἰεριχώ πού γκρέμισε ὁ Ἰησοῦς τοῦ Ναυῆ, βρισκόταν σέ κοντινή ἀπόσταση ἀπό τά Ἰεροσόλυμα. Εἶχε πλούσια παραγωγή μελιοῦ, βάλσαμου, ρόδων καί ἄλλων ἀρωματικῶν εἰδῶν. Ἰδιαίτερη λαμπρότητα τῆς ἔδιναν τά ἑλληνιστικοῦ τύπου κτίσματα, μέ τά ὁποῖα τήν εἶχε στολίσει ὁ Ἡρώδης A´: ἀμφιθέατρο, ἱπποδρόμιο, πολυτελέστατα ἀνάκτορα καί μεγάλες δεξαμενές. Σήμερα ὀνομάζεται Ρίχα καί εἶναι ἕνα ἄσημο χωριουδάκι μέ λίγους κατοίκους.
Χιλιάδες προσκυνητές διέρχονταν ἀπό τήν Ἰεριχώ πορευόμενοι πρός τά Ἰεροσόλυμα γιά τήν γιορτή τοῦ Πάσχα. Τέτοιες ἡμέρες οἱ δρόμοι της ἦταν γεμάτοι ἀπό προσκυνητές καί καραβάνια. Ἑβραῖοι τῆς Παλαιστίνης καί τῆς διασπορᾶς, προσήλυτοι, λαός, φαρισαῖοι, φτωχοί, πλούσιοι, στρατιῶτες, ἔμποροι, ποικίλοι ἄνθρωποι συνέρρεαν. Ὅπως συμβαίνει συνήθως σέ παρόμοιες περιπτώσεις, πολλοί ζητιάνοι τυφλοί καί ἀνήμποροι, κάθονταν ἀπ’ τήν μιά καί τήν ἄλλη πλευρά τῶν εἰσόδων τῆς πόλεως καί ἐκλιπαροῦσαν τήν ἐλεημοσύνη τῶν εὐσεβῶν προσκυνητῶν. Κάπου ἐκεῖ παρὰ τὴν ὁδόν, κοντά στόν δρόμο, καθόταν καί ὁ τυφλός τῆς περικοπῆς προσαιτῶν, ζητιανεύοντας.
Χιλιάδες προσκυνητές διέρχονταν ἀπό τήν Ἰεριχώ πορευόμενοι πρός τά Ἰεροσόλυμα γιά τήν γιορτή τοῦ Πάσχα. Τέτοιες ἡμέρες οἱ δρόμοι της ἦταν γεμάτοι ἀπό προσκυνητές καί καραβάνια. Ἑβραῖοι τῆς Παλαιστίνης καί τῆς διασπορᾶς, προσήλυτοι, λαός, φαρισαῖοι, φτωχοί, πλούσιοι, στρατιῶτες, ἔμποροι, ποικίλοι ἄνθρωποι συνέρρεαν. Ὅπως συμβαίνει συνήθως σέ παρόμοιες περιπτώσεις, πολλοί ζητιάνοι τυφλοί καί ἀνήμποροι, κάθονταν ἀπ’ τήν μιά καί τήν ἄλλη πλευρά τῶν εἰσόδων τῆς πόλεως καί ἐκλιπαροῦσαν τήν ἐλεημοσύνη τῶν εὐσεβῶν προσκυνητῶν. Κάπου ἐκεῖ παρὰ τὴν ὁδόν, κοντά στόν δρόμο, καθόταν καί ὁ τυφλός τῆς περικοπῆς προσαιτῶν, ζητιανεύοντας.
Ὁ εὐαγγελιστής Ματθαῖος ἀναφέρει τήν θεραπεία δύο τυφλῶν κατά τήν ἔξοδο τοῦ Ἰησοῦ ἀπό τήν Ἰεριχώ (βλ. 20,30), ἐνῶ ὁ εὐαγγελιστής Μᾶρκος κάνει λόγο γιά ἕναν, τόν ὁποῖο κατονομάζει· «υἱὸς Τιμαίου Βαρτιμαῖος» (10,46). Ἡ ἀναφορά τοῦ ὀνόματός του δείχνει ὅτι ἦταν γνωστός στούς ἀναγνῶστες τοῦ Εὐαγγελίου, πιθανόν μέλος τῆς πρώτης Ἐκκλησίας. Ἴσως αὐτός νά ἦταν ὁ ἕνας ἀπό τούς δύο πού ἀναφέρει ὁ Ματθαῖος. Ὁ εὐαγγελιστής Λουκᾶς διηγεῖται τήν θεραπεία ἑνός τυφλοῦ, ἡ ὁποία συνέβη ἐν τῷ ἐγγίζειν αὐτὸν εἰς Ἰεριχώ, ὅταν ὁ Ἰησοῦς βρισκόταν κοντά στήν εἴσοδο τῆς πόλεως. Στήν συνέχεια ἐξιστορεῖ τήν συνάντηση τοῦ Ἰησοῦ μέ τόν Ζακχαῖο μέσα στήν Ἰεριχώ (βλ. 19,110). Οἱ ἀφηγήσεις τῶν τριῶν εὐαγγελιστῶν ἔχουν κοινά σημεῖα, ἀλλά δέν ἀποκλείεται νά ἀναφέρονται σέ διαφορετικά γεγονότα. Ὁ Ἰησοῦς βρέθηκε κατ’ ἐπανάληψη μπροστά σέ πολλούς τυφλούς καί εἶναι πολύ φυσικό νά ἔδειξε κατ’ ἐπανάληψη στόν λαό τό κατεξοχήν μεσσιακό σημεῖο, νά θεράπευσε δηλαδή πολλούς τυφλούς. Ἀπό τούς πολλούς οἱ εὐαγγελιστές ἀναφέρουν ὁρισμένους.
18,36-37. Ἀκούσας δὲ ὄχλου διαπορευομένου ἐπυνθάνετο τί εἴη ταῦτα. Ἀπήγγειλαν δὲ αὐτῷ ὅτι Ἰησοῦς ὁ Ναζωραῖος παρέρχεται.
Μέ τήν ἐξασκημένη ἀκοή του ὁ τυφλός, ἀκούσας ὄχλου διαπορευομένου, ἀντιλαμβάνεται ὅτι ὁ θόρυβος τῆς κοσμοσυρροῆς δέν εἶναι συνηθισμένος. Ρωτάει, λοιπόν, τούς διερχομένους· τί εἴη ταῦτα, τί συμβαίνει; Kαί τοῦ ἀπαντοῦν· Ἰησοῦς ὁ Ναζωραῖος παρέρχεται. Εἶχαν περάσει ἤδη τρία χρόνια ἀπό τότε πού ὁ Ἰησοῦς ἄρχισε τήν δημόσια δράση του καί ὁ ἀριθμός τῶν μαθητῶν πού τόν ἀκολουθοῦσαν αὐξήθηκε σημαντικά. Ἐπιπλέον, ἡ φήμη γιά τά σημεῖα πού ἐπιτελοῦσε εἶχε διαδοθεῖ σέ ὅλη τήν Παλαιστίνη καί ἔξω ἀπό αὐτήν. Ὅπου πήγαινε ἦταν πλέον γνωστός καί πλῆθος πολύ συνέρρεε κοντά του. Ἔτσι ἐξηγεῖται ἡ κοσμοσυρροή τήν ὁποία ἀντιλήφθηκε ὁ τυφλός. Ἰδιαίτερα κατά τήν τελευταία πορεία τοῦ Ἰησοῦ πρός τά Ἰεροσόλυμα, ὁ ὄχλος πού τόν συνόδευε ἐκδήλωνε ζωηρά τόν ἐνθουσιασμό του. Εἶχε θεριεύσει ἡ ἐλπίδα ὅτι ἴσως κατά τό Πάσχα ἐκεῖνο θά ἀναλάμβανε ὡς Μεσσίας τόν θρόνο του, καί θά τούς ἀπήλλασσε ἀπό τόν ρωμαϊκό ζυγό!
18,38. Καὶ ἐβόησε λέγων· Ἰησοῦ υἱὲ Δαυΐδ, ἐλέησόν με.
Τό πλῆθος πληροφόρησε τόν τυφλό ὅτι «Ἰησοῦς ὁ Ναζωραῖος παρέρχεται», ἀλλά ἐκεῖνος ἐβόησε, φώναξε δυνατά, Ἰησοῦ υἱὲ Δαυΐδ, ἐλέησόν με. Φαίνεται ὅτι δέν θεωροῦσε τόν Ἰησοῦ ἁπλό ἄνθρωπο, ἀλλά εἶχε «θειοτέραν περὶ αὐτοῦ ἔννοιαν». Ἄν καί ἡ τύφλωσή του ἀσφαλῶς δέν τοῦ ἐπέτρεπε νά μελετᾶ μόνος του τίς Γραφές καί σέ ὅλη τήν ζωή του ἦταν ἕνας φτωχός ζητιάνος, ὡστόσο, εἶχε ἐνημερωθεῖ γιά τά θαυμαστά σημεῖα τοῦ Ἰησοῦ, γνώριζε ἴσως καί τίς σχετικές προφητεῖες105 καί πίστευε ὅτι ἔχει μπροστά του τόν ἀναμενόμενο Μεσσία, τόν «υἱόν Δαυΐδ». Aὐτή τήν πίστη ὁμολογεῖ μέ τήν προσφώνηση καί μέ τήν ἐκζήτηση τοῦ ἐλέους, τῆς συμπόνιας τοῦ Ἰησοῦ. Ἐκεῖνος μπορεῖ νά ἐπιτελέσει τό σημεῖο πού τοῦ ζητᾶ, ἔχει τήν δύναμη νά τοῦ χαρίσει τό φῶς του.
18,39. Καὶ οἱ προάγοντες ἐπετίμων αὐτῷ ἵνα σιωπήσῃ· αὐτὸς δὲ πολλῷ μᾶλλον ἔκραζεν· υἱὲ Δαυΐδ, ἐλέησόν με.
Oἱ προάγοντες, ὅσοι βάδιζαν στήν ἀρχή τῆς πορείας, πρίν ἀπό τόν Ἰησοῦ, ἐπετίμων αὐτῷ, ἐπέπλητταν τόν τυφλό γιά νά σιωπήσει. Θεωροῦσαν ἀπρεπές νά παρουσιασθεῖ μπροστά σέ ἕνα τόσο ὑψηλό πρόσωπο ἕνας ἀνάπηρος, γιά νά ζητήσει ἐλεημοσύνη. Ἦταν, κατά τήν γνώμη τους, θρασύτατη ἡ ἀπαίτηση τοῦ τυφλοῦ νά διακόψει ὁ Ἰησοῦς τήν πορεία του, ἴσως καί τήν διδασκαλία του, προκειμένου νά ἀσχοληθεῖ μαζί του.
Ὁ τυφλός, ὡστόσο, ἐκφράζει τόν πόνο καί τόν πόθο του. Δέν ἀποθαρρύνεται ἀπό τήν ἀντιμετώπιση τοῦ πλήθους. Ἡ ἐπίπληξη τῶν ἀνθρώπων λειτουργεῖ σ’ αὐτόν σάν τόν ὑδατοφράχτη, πού κάνει τόν χείμαρρο νά φουσκώνει ὁλοένα καί περισσότερο. Μέ ἐμπιστοσύνη στά φιλάνθρωπα αἰσθήματα τοῦ Ἰησοῦ δυναμώνει τήν ἔνταση τῆς φωνῆς του· μᾶλλον ἔκραζεν. Δέν ἦταν κραυγή ἀπόγνωσης, ἀλλά θερμῆς πίστεως. Ἡ πίστη ξέρει νά παλεύει μέ κάθε ἐμπόδιο καί νά νικᾶ. Δυνατά, καρδιόβγαλτα καί ἐπίμονα, ὅπως δηλώνει ὁ χρόνος τοῦ ρήματος, ἐπαναλάμβανε· υἱὲ Δαυΐδ, ἐλέησόν με.
Ὁ τυφλός, ὡστόσο, ἐκφράζει τόν πόνο καί τόν πόθο του. Δέν ἀποθαρρύνεται ἀπό τήν ἀντιμετώπιση τοῦ πλήθους. Ἡ ἐπίπληξη τῶν ἀνθρώπων λειτουργεῖ σ’ αὐτόν σάν τόν ὑδατοφράχτη, πού κάνει τόν χείμαρρο νά φουσκώνει ὁλοένα καί περισσότερο. Μέ ἐμπιστοσύνη στά φιλάνθρωπα αἰσθήματα τοῦ Ἰησοῦ δυναμώνει τήν ἔνταση τῆς φωνῆς του· μᾶλλον ἔκραζεν. Δέν ἦταν κραυγή ἀπόγνωσης, ἀλλά θερμῆς πίστεως. Ἡ πίστη ξέρει νά παλεύει μέ κάθε ἐμπόδιο καί νά νικᾶ. Δυνατά, καρδιόβγαλτα καί ἐπίμονα, ὅπως δηλώνει ὁ χρόνος τοῦ ρήματος, ἐπαναλάμβανε· υἱὲ Δαυΐδ, ἐλέησόν με.
18,40. Σταθεὶς δὲ ὁ Ἰησοῦς ἐκέλευσεν αὐτὸν ἀχθῆναι πρὸς αὐτόν.
Ὁ Ἰησοῦς στάθηκε. Δέν θεωρεῖ ἀνάξιο τῆς ἀποστολῆς του νά ἀσχοληθεῖ μέ τόν ἄνθρωπο πού ζητάει τήν βοήθειά του. Στά μάτια τοῦ πλήθους, βέβαια, ὁ τυφλός δέν εἶναι παρά ἕνας ἐπαίτης. Ὁ Kύριος ὅμως γνωρίζει ὅτι ἔχει κοντά του ἕναν ἄνθρωπο μεγάλης πίστεως. Γι’ αὐτό, δίνει ἐντολή νά τόν ὁδηγήσουν μπροστά του· ἐκέλευσεν αὐτὸν ἀχθῆναι πρὸς αὐτόν. Μόνος του ὁ τυφλός δέν μποροῦσε νά προσδιορίσει τό σημεῖο πρός τό ὁποῖο ἔπρεπε νά κατευθυνθεῖ. Ὁ Ἰησοῦς τοῦ δείχνει τήν φιλοστοργία του. Ταυτόχρονα, δίνει περισσότερη δημοσιότητα στό σημεῖο, καθώς ὅλοι βλέπουν τόν μετακινούμενο τυφλό, πού ἀμέσως μετά θεραπεύεται, παραδίδει δέ καί ἕνα μάθημα στόν ὄχλο πού τόν ἀκολουθεῖ: Ὁ Μεσσίας δέν εὐαρεστεῖται στούς ἄκριτους καί ἐπιφανειακούς ἐνθουσιασμούς τῶν πολλῶν. Ἀναπαύεται στήν ὑγιῆ πίστη τῶν ταπεινῶν ἀνθρώπων.
18,41. Ἐγγίσαντος δὲ αὐτοῦ ἐπηρώτησεν αὐτὸν λέγων· τί σοι θέλεις ποιήσω; Ὁ δὲ εἶπε· Κύριε, ἵνα ἀναβλέψω.
Ὁ Ἰησοῦς ὡς Θεός, ἀναμφίβολα, γνωρίζει τί ἐπιθυμεῖ ὁ τυφλός. Ἐντούτοις, τόν ρωτᾶ· τί σοι θέλεις ποιήσω; Στόχος του εἶναι νά ἀκούσουν τά πλήθη τήν συγκεκριμένη ἀπάντηση τοῦ τυφλοῦ· ἵνα ἀναβλέψω. Διαλύεται ἔτσι ἡ ὑποψία πολλῶν ὅτι ὁ τυφλός ζητοῦσε ἐλεημοσύνη καί ἀποκαλύπτεται ἡ μεγάλη του πίστη.
18,42.Καὶ ὁ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτῷ· ἀνάβλεψον· ἡ πίστις σου σέσωκέ σε.
Μέ τήν θεϊκή του δύναμη καί ἐξουσία ὁ Ἰησοῦς χαρίζει στόν τυφλό τήν χαμένη του ὅραση. Ἡ προσταγή του, ἀνάβλεψον, θυμίζει τόν λόγο τοῦ Δημιουργοῦ «γενηθήτω φῶς» (Γέ 1,3). Ποιός ἀπό τούς προφῆτες, θαυμάζει ὁ ἅγιος Θεοφύλακτος, θεράπευσε μέ τέτοια ἐξουσία; Ἡ φωνή ἔγινε ἀμέσως φῶς στόν ἄρρωστο, διότι βγῆκε «ἐκ τοῦ φωτὸς τοῦ ἀληθινοῦ».
Ὁ Κύριος θέλοντας νά προβάλει τήν δύναμη τῆς πίστεως καί νά διδάξει πώς τό θαῦμα πού θά ἀκολουθήσει ἀποτελεῖ βραβεῖο γιά τήν πίστη τοῦ τυφλοῦ λέγει· ἡ πίστις σου σέσωκέ σε. «Πίστιν εἶχε, οὐχ ὅτι ἐστὶ Θεός, ἀλλ’ ὅτι δύναται ἰάσασθαι αὐτόν», διευκρινίζει ὁ Ζιγαβηνός. Δέν μποροῦσε ἀσφαλῶς νά συλλάβει ὅτι μπροστά του εἶχε τόν Θεό. Πίστευε ὅμως ἀκράδαντα, ὅπως φανερώνει ἡ ἐπίμονη κραυγή του, στήν δύναμη τοῦ Ἰησοῦ νά θεραπεύσει τήν ἀνίατη ἀσθένειά του.
Ὁ Κύριος θέλοντας νά προβάλει τήν δύναμη τῆς πίστεως καί νά διδάξει πώς τό θαῦμα πού θά ἀκολουθήσει ἀποτελεῖ βραβεῖο γιά τήν πίστη τοῦ τυφλοῦ λέγει· ἡ πίστις σου σέσωκέ σε. «Πίστιν εἶχε, οὐχ ὅτι ἐστὶ Θεός, ἀλλ’ ὅτι δύναται ἰάσασθαι αὐτόν», διευκρινίζει ὁ Ζιγαβηνός. Δέν μποροῦσε ἀσφαλῶς νά συλλάβει ὅτι μπροστά του εἶχε τόν Θεό. Πίστευε ὅμως ἀκράδαντα, ὅπως φανερώνει ἡ ἐπίμονη κραυγή του, στήν δύναμη τοῦ Ἰησοῦ νά θεραπεύσει τήν ἀνίατη ἀσθένειά του.
18,43. Καὶ παραχρῆμα ἀνέβλεψε, καὶ ἠκολούθει αὐτῷ δοξάζων τὸν Θεόν· καὶ πᾶς ὁ λαὸς ἰδὼν ἔδωκεν αἶνον τῷ Θεῷ.
Ὁ παντοδύναμος λόγος τοῦ Κυρίου ἐπιτέλεσε ἄμεσα τό σημεῖο. Ὁ τυφλός παραχρῆμα ἀνέβλεψε. Ἐκφράζοντας τήν ἀπέραντη εὐγνωμοσύνη του, προστέθηκε στήν συνοδεία τοῦ Ἰησοῦ, ἠκολούθει αὐτῷ. Εὐγνώμονα, ἐπίσης, διακήρυττε παντοῦ τήν εὐεργεσία πού δέχθηκε δοξάζων τὸν Θεόν, διότι ἀπήλαυσε διπλῆς εὐεργεσίας. Ἐλευθερώθηκε ἀπό τήν τύφλωση καί τοῦ σώματος καί τῆς καρδιᾶς.
Ὁ Ἰησοῦς κατά τήν διάρκεια τῆς τριετοῦς δράσεώς του ἀπαγόρευε αὐστηρά στούς εὐεργετημένους νά μιλοῦν γιά τήν θεραπεία τους. Κάποιες φορές δέν τούς ἐπέτρεπε οὔτε νά τόν ἀκολουθοῦν (βλ. Μρ 5,18-19· Λκ 8,38-39). Λάμβανε τά μέτρα του, ὥστε νά προκαλοῦνται ὅσο τό δυνατόν λιγώτερο οἱ ἐχθροί του. Καθώς ὅμως πλησίαζε ἡ ὥρα τοῦ Πάθους, δέν ὑπῆρχε λόγος νά μένει περιορισμένος ὁ κύκλος τῶν μαθητῶν του οὔτε νά καταστέλλονται πλέον οἱ ἐπευφημίες τοῦ λαοῦ.
Στήν γενικώτερη συνάφεια πρέπει ἰδιαίτερα νά προσέξουμε τίς συνεχεῖς κλήσεις πού ἀπευθύνει ὁ Ἰησοῦς. Εἴτε μέ λόγους εἴτε μέ σημεῖα καλεῖ ὅλους ὅσους τόν πλησιάζουν, ὅσους τόν ρωτοῦν, ὅσους θεραπεύει. Αὐτές οἱ τελευταῖες κλήσεις εἶναι κλήσεις μαθητῶν. Ἕνα μήνα περίπου μετά ἀπό τή θεραπεία τοῦ τυφλοῦ στήν Ἰεριχώ, ἐμφανίζεται ἀναστημένος σέ πεντακόσιους μαθητές στήν Γαλιλαία. Ποῦ βρέθηκαν τόσοι; Τήν ἀπάντηση τήν δίνει ὁ τελευταῖος στίχος αὐτῆς τῆς περικοπῆς καί τῶν παραλλήλων τοῦ Ματθαίου καί τοῦ Μάρκου. Eἶναι αὐτοί πού τόν εἶχαν θαυμάσει καί τόν εἶχαν ἐμπιστευθεῖ ὡς Mεσσία.
Στεργίου Σάκκου, Ἑρμηνεία στό κατά Λουκᾶν Εὐαγγέλιο, τόμ. Γ΄, σελ. 82-89