Το όνομα του Θεού και οι παρερμηνείες των Μαρτύρων του Ιεχωβά
π.Σωτήριος Αθανασούλιας, Εφημέριος Μητροπολιτικού Ιερού Ναού Αγίου Βασιλείου Τριπόλεως . Κείμενο δημοσιευμένο στο «Ἐφημέριος. Μηνιαῖο Περιοδικό Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος» Ἔτος 59, τεῦχ. 6, Ιούν. 2010)
Στήν Ἁγία Γραφή ὑπάρχουν ἀναφορές στό ὄνομα τοῦ Θεοῦ (βλ. Ματθ. 6,9, Φιλ. 2, 9-10 κ.ἄ.). Γιά κάποιους συνανθρώπους μας οἱ ἀναφορές αὐτές καί γενικά τό θέμα τοῦ θείου ὀνόματος ἔχει θεμελιώδη σημασία γιά τή σωτηρία καί ἀποτελεῖ ζήτημα ζωῆς ἤ θανάτου. Πρόκειται γιά τούς ὁπαδούς τῆς αἵρεσης τῶν Μαρτύρων τοῦ Ἰεχωβᾶ, πού θεωροῦν βασική ἀποστολή τους νά «μαρτυροῦν» περί ἑνός ὀνόματος, ὡς τοῦ αἰωνίου ὀνόματος τοῦ Θεοῦ.
Ὅπως εἶναι γνωστό, ἡ αἵρεση ἐμφανίστηκε τό 1884 στίς Η.Π.Α. Ὁ ἱδρυτής της Κάρολος Ρῶσσελ δέν εἶχε θέσει ποτέ τέτοιο ζήτημα, ὅμως ὁ διάδοχός του Ἰωσήφ Ρόδελφορδ ἀπό τό ἔτος 1925 ἄρχισε νά προβάλλει τό ὄνομα «Ἰεχωβᾶ» ὡς ἕνα ἀπό τά ὀνόματα τοῦ Θεοῦ, ἐνῶ ὑποστήριζε ὅτι ὁ Θεός ἐμφανίζεται καί μέ ἄλλα ὀνόματα. Ἀπό τό 1934, μέ τήν ἔκδοση τοῦ βιβλίου μέ τίτλο «Jehova», ἡ αἵρεση ἀλλάζει τή διδασκαλία της γιά τό «σχέδιο τοῦ Θεοῦ», τό ὁποῖο δέν εἶναι πλέον ἡ σωτηρία τοῦ κόσμου, ἀλλά ἡ δικαίωση τοῦ ὀνόματος τοῦ Θεοῦ. Στό ἑξῆς δηλώνει ὅτι ἀποκλειστικό ὄνομα τοῦ Θεοῦ εἶναι τό «Ἰεχωβᾶ» καί αὐτή ἡ «μεγάλη ἀλήθεια» πρέπει νά διακηρυχθεῖ στόν κόσμο μέ τό ἔργο «ἀπό σπίτι σέ σπίτι», δηλ. μέ τή διανομή τῶν ἐντύπων τῆς αἵρεσης
Κάθε αἵρεση ἀναζητᾶ βιβλικά ἐρείσματα, ὥστε νά ἐμφανίσει τίς πλάνες της ὡς διδασκαλία τῆς Ἁγίας Γραφῆς. Οἱ Μάρτυρες τοῦ Ἰεχωβᾶ «ἀνακάλυψαν» τό χωρίο Ἐξ. 3, 13-15, ὅπου γίνεται λόγος γιά τήν ἐμφάνιση τοῦ Θεοῦ στόν Μωϋσῆ. Κατά τό χωρίο, «Ἄγγελος Κυρίου» ἐμφανίσθηκε στόν Μωϋσῆ σέ μιά φλεγόμενη ἀλλή μή καιόμενη βάτο. Πλησιάζοντας, ἄκουσε φωνή «Κυρίου» ἀπό τή βάτο νά τοῦ ἀποκαλύπει ὅτι «ἐγώ εἰμί ὁ Θεός τοῦ Πατρός σου, Θεός Ἀβραάμ καί Ἰσαάκ καί Ἰακώβ ... ἐγώ εἰμί ὁ Ὤν ... τοῦτο μου ἐστιν ὄνομα αἰώνιον». Πῶς ἑρμηνεύεται, ὅμως, τό παραπάνω χωρίο;
Στήν ἀρχαία ἑλληνική μετάφραση τῆς Π. Διαθήκης τῶν «Ἑβδομήκοντα» (Ο΄) τό ὄνομα τοῦ Θεοῦ ἔχει τή μορφή «ὁ Ὤν». Αὐτή χρονολογεῖται στά μέσα τοῦ 3ου π.Χ. αἰ. (Ἀθ. Χαστούπη, Εἰσαγωγή εἰς τήν Π. Διαθήκην, ἐν Ἀθήναις 1981, σ. 586) καί εἶναι τό κείμενο πού χρησιμοποιοῦσε ὁ Κύριος καί οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι καί πού ἀναγνωρίζει ὡς ἐπίσημο (θεόπνευστο) κείμενο ἡ Ἐκκλησία μας. Οἱ Μάρτυρες τοῦ Ἰεχωβᾶ λένε ὅτι αὐθεντικό κείμενο εἶναι τό πρωτότυπο ἑβραϊκό καί ἐκεῖ ὑπάρχει ἡ γνήσια μορφή τοῦ ὀνόματος. Εἶναι, βέβαια, ἀλήθεια ὅτι ἡ Π. Διαθήκη γράφτηκε πρωτοτύπως στήν ἑβραϊκή γλῶσσα, καθώς ἐπίσης ὅτι σώζεται ἕνα ἑβραϊκό κείμενο, πού ὀνομάζεται «Μασωρητικό» (Μ). Ὅμως, τό ἑβραϊκό αὐτό κείμενο δέν εἶναι τό πρωτότυπο τῆς Π. Διαθήκης. Εἶναι ἕνα κείμενο, πού ἐπεξεργάστηκαν πολύ ἀργότερα ἑβραῖοι λόγιοι καί πού ἔλαβε τήν τελική του μορφή τόν 14ο αἰ. μετά Χριστόν (Ἀθ. Χαστούπη, ὅ.π., σ. 577), ἐνῶ ἡ μετάφραση τῶν Ο' εἶναι τοῦ 3ου αἰ. πρό Χριστοῦ, δηλ. εἶναι ἀρχαιότερη ἀπό τό σωζόμενο ἑβραϊκό κείμενο κατά 16 τουλάχιστον αἰῶνες! Μέ ἄλλα λόγια, ἡ μετάφραση τῶν Ο' εἶναι πολύ πιό κοντά στό πρωτότυπο ἑβραϊκό, πού ἔχει χαθεῖ, ἐνῶ τό Μασωρητικό εἶναι μιά ἀλλοιωμένη μορφή τοῦ ἀρχικοῦ κειμένου. Ἡ προσφυγή, λοιπόν, στό σωζόμενο ἑβραϊκό κείμενο οὔτε στοιχεῖο γνησιότητος εἶναι, οὔτε στοιχεῖο αὐθεντικότητος, οὔτε στοιχεῖο θεοπνευστίας.
Ὅμως, τό κείμενο αὐτό παρουσιάζει καί ἄλλα ἑρμηνευτικά προβλήματα. Γνωρίζουμε ὅτι οἱ ἀρχαῖοι Ἑβραῖοι ἔγραφαν μόνο τά σύμφωνα τῶν λέξεων, ἐνῶ τά φωνήεντα τά ἐννοοῦσαν. Γνώριζαν τίς λέξεις ἀπό μνήμης καί, βλέποντας τά σύμφωνα, ἀνακαλοῦσαν ἀπό τή μνήμη τους τή λέξη καί τήν προφορά της. Πολύ ἀργότερα οἱ «μασωρῖτες» ἐπινόησαν ἕνα σύστημα μικροσκοπικῶν φωνηέντων, τά ὁποῖα πρόσθεσαν στά ἀρχικά κείμενα, ὥστε νά μή χαθεῖ ἡ προφορά τους. Τό φωνηεντισμένο αὐτό κείμενο ἀποκαλεῖται «μασωρητικό». Σ’ αὐτό τό ὄνομα τοῦ Θεοῦ στό Ἐξ. 3,13-15 καί ἀλλοῦ εἶναι «Γιαχβέ» (καί ὄχι «Ἰεχωβᾶ», ὅπως ἐσφαλμένα προφέρουν οἱ ὁπαδοί τῆς αἵρεσης). Ὑπάρχουν, ὅμως, κι ἄλλα ὀνόματα τοῦ Θεοῦ, ὅπως τά «Ἐλωχείμ», «Ἀδωνάγι» κ.ἄ. Οἱ ἀρχαῖοι Ἑβραῖοι θεωροῦσαν ὅτι τό «Γιαχβέ» ὑπερέχει τῶν ἄλλων ὀνομάτων, γι’ αὐτό, ὅταν ἐπρόκειτο νά τό προφέρουν, τό ἀντικαθιστοῦσαν μέ τά ὀνόματα «Ἐλωχείμ», «Ἀδωνάγι» κ.ἄ. Ἔγραφαν μέν τό ὄνομα «Γιαχβέ», ἀλλά ποτέ δέν τό πρόφεραν. Τί, ὅμως, ἔγραφαν; Ἔγραφαν μόνο τά τέσσερα σύμφωνα τοῦ ὀνόματος, πού ἀντιστοιχοῦν στά δικά μας ΓΧΒΧ. Ἀφοῦ, ὅμως, κανείς δέν πρόφερε αὐτό τό ὄνομα, κανείς δέν γνώριζε καί τήν ἀκριβῆ προφορά του! Γιά νά λύσουν αὐτό τό πρόβλημα οἱ μασωρῖτες, δανείστηκαν φωνήεντα ἀπό τά ἄλλα ὀνόματα τοῦ Θεοῦ καί τά πρόσθεσαν στά σύμφωνα ΓΧΒΧ. Ἔτσι προῆλθε ἡ μορφή «Γιαχβέ», πού εἶναι τύπος τοῦ ρήματος «εἶμαι» καί συμφωνεῖ μέ τήν ἤδη γνωστή τους μετάφραση τῶν Ο΄. Τί προκύπτει, ὅμως, ἀπό τά παραπάνω; Προκύπτει, προφανῶς, ὅτι δέν εἴμαστε βέβαιοι γιά τό πῶς ἀκριβῶς προφερόταν τό ὄνομα τοῦ Θεοῦ στήν ἑβραϊκή γλῶσσα. Τό σωζόμενο ἑβραϊκό κείμενο δέν μᾶς διαφωτίζει καθόλου γιά τή μορφή τοῦ ὀνόματος τοῦ Θεοῦ!
Ὅμως, ἡ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου δέν εἶναι θέμα γλώσσας, ἀλλά οὐσίας. Ἡ ἀλήθεια τοῦ Θεοῦ μεταφέρεται σέ κάθε γλῶσσα, γιά νά γίνει κτῆμα κάθε ἀνθρώπου. Ἡ ἀκριβής μετάφραση τοῦ «Γιαβέ» στήν ἑλληνική εἶναι «Ἐκεῖνος, ὁ Ὁποῖος εἶμαι». Οἱ Ο΄ μεταφράζουν «ὁ Ὤν», ἔκφραση, πού ταυτίζεται ἀπόλυτα μέ τήν ἔκφραση «Ἐκεῖνος, ὁ Ὁποῖος εἶμαι». Μέ ἄλλα λόγια, ὁ Θεός λέει στόν Μωϋσῆ: «ἐγώ εἶμαι Αὐτός πού εἶναι», «Αὐτός πού ὑπάρχει», «Αὐτός πού αἰωνίως ὑπάρχει». Αὐτή εἶναι ἡ οὐσία τοῦ ὀνόματος τοῦ Θεοῦ. Ἡ μορφή του δέν ἔχει ἰδιαίτερη σημασία, γι’ αὐτό οἱ Ο΄ μεταφράζουν συνήθως τό «Γιαχβέ» μέ τό ἑλληνικό «Κύριος» (Θεός). Ἄλλωστε, ἄν ἡ μορφή τοῦ ὀνόματος εἶχε κάποια σημασία, θά τό εἶχε ἐπισημάνει πρῶτος ὁ Ἰησοῦς. Ὁ Ἴδιος θά χρησιμοποιοῦσε τό ὄνομα Γιαχβέ, θά τό χρησιμοποιοῦσαν οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι, θά τό κατέγραφε ἡ Καινή Διαθήκη, θά τό μαρτυροῦσε ἡ ἀρχαία ἐκκλησιαστική γραμματεία. Ὅμως, καμιά τέτοια ἀναφορά δέν ὑπάρχει: ὁ Ἰησοῦς δέν ἀναφέρθηκε ποτέ στό θέμα, σέ κανένα σημεῖο τῆς Κ. Διαθήκης δέν ὑπάρχει τό ὄνομα Γιαχβέ καί ἡ Παράδοση τηρεῖ ἀπόλυτη σιγή! Μήπως, λοιπόν, οἱ Μάρτυρες τοῦ Ἰεχωβᾶ ἔχουν στρέψει ὅλη τήν προσοχή τους σέ μιά λεπτομέρεια καί, τελικά, τούς διαφεύγει ἡ οὐσία;