῾Η θεραπεία τῆς συγκύπτουσας (13,10-17)
Μόνον ἀπό τόν εὐαγγελιστή Λουκᾶ ἐξιστορεῖται ἡ θεραπεία τῆς συγκύπτουσας, ἕνα πραγματικό γεγονός, στό ὁποῖο βλέπουμε καί μία πολύ παραστατική εἰκόνα τῆς ἱστορίας τῆς ἀνθρωπότητος· Κυρτωμένη ἀπό τό βάρος τῆς ἁμαρτίας ἡ ἀνθρωπότητα, μέ τό βλέμμα στηλωμένο μόνο στά γήινα, ἀνορθώθηκε καί ἀνέβλεψε πρός τόν οὐρανό μέ τήν ἐνανθρώπηση τοῦ Κυρίου . ῾Η ᾿Εκκλησία ὅρισε αὐτή ἡ περικοπή νά διαβάζεται σταθερά κάθε χρόνο τήν τρίτη Κυριακή πρό τῶν Χριστουγέννων.
13,10. ῏Ην δὲ διδάσκων ἐν μιᾷ τῶν συναγωγῶν ἐν τοῖς σάββασι.
Σέ ὅποια πόλη καί ἄν βρισκόταν ὁ Κύριος κατά τήν ἡμέρα τοῦ Σαββάτου πήγαινε στήν συναγωγή καί δίδασκε (πρβλ. Λκ 4,15. 16· 6,6). ᾿Εδῶ εἶναι ἡ τελευταία φορά πρίν ἀπό τό Πάθος κατά τήν ὁποία ἀναφέρεται ὁ ᾿Ιησοῦς διδάσκων ἐν μιᾷ τῶν συναγωγῶν, νά ἐπισκέπτεται καί νά διδάσκει σέ κάποια συναγωγή. ῾Η εὐαγγελική διήγηση δέν προσδιορίζει τόν τόπο.
᾿Επειδή ὅμως ἡ ὅλη συνάφεια ἀναφέρεται στήν πορεία πρός τά ᾿Ιεροσόλυμα, πρόκειται μᾶλλον γιά κάποια συναγωγή τῆς Γαλιλαίας ἤ τῆς Περαίας . Συχνά στήν ἁγία Γραφή χρησιμοποιεῖται ὁ πληθυντικός «σάββατα» γιά νά δηλώσει ἕνα μόνο Σάββατο (βλ. Λκ 4,16.31· 6,2.9· 24,1).
13,11. Καὶ ἰδοὺ γυνὴ ἦν πνεῦμα ἔχουσα ἀσθενείας ἔτη δέκα καὶ ὀκτώ, καὶ ἦν συγκύπτουσα καὶ μὴ δυναμένη ἀνακῦψαι εἰς τὸ παντελές.
Μέ συντομία ἀλλά καί ἀκρίβεια πού προσιδιάζει σέ ἕναν γιατρό, ὁ Λουκᾶς περιγράφει τήν ἀρρώστια τῆς συγκύπτουσας, τήν αἰτία καί τά συμπτώματά της.
῾Η γυναίκα δέν ἔπασχε ἁπλῶς ἀπό ἕνα συνηθισμένο νόσημα. ῾Η ἀσθένειά της προερχόταν ἀπό σατανική ἐπήρεια, ὅπως δηλώνει ἡ ἔκφραση ἦν πνεῦμα ἔχουσα ἀσθενείας, καί ἐπιβεβαιώνει παρακάτω (στ. 16) ὁ ἴδιος ὁ Κύριος. ῾Ο σατανάς, πού στάθηκε ἡ αἰτία νά χάσει ὁ ἄνθρωπος τήν ἀφθαρσία του καί νά ἀποκτήσει σῶμα ὑποκείμενο στίς ἀρρώστιες καί στόν θάνατο, εὐθύνεται γιά ὅλες τίς ἀνθρώπινες δυσχέρειες, μέ τήν παραχώρηση βέβαια τοῦ Θεοῦ . Αὐτός, λοιπόν, ἐκμεταλλευόμενος ἴσως κάποιες ἁμαρτίες τῆς γυναίκας πού τήν ἀπομάκρυναν ἀπό τήν θεία χάρη, τήν ὁδήγησε σέ μία κατάσταση οἰκτρή καί δέν τήν ἄφηνε νά θεραπευθεῖ ἐπί ἔτη δέκα καὶ ὀκτώ, δεκοκτώ ὁλόκληρα χρόνια.
῾Η ἄρρωστη γυναίκα ἔπασχε ἀπό ἕνα εἶδος φοβερῆς κύφωσης· ἦν συγκύπτουσα καὶ μὴ δυναμένη ἀνακῦψαι εἰς τὸ παντελές. Τό σῶμα της ἀπό τήν μέση καί πάνω ἦταν κυρτωμένο καί καμπουριασμένο πρός τά κάτω, ἐνῶ τό κεφάλι της ἦταν συνεχῶς σκυμμένο, χωρίς νά μπορεῖ νά τό σηκώσει καθόλου πρός τά πάνω. ῏Ηταν ἀναγκασμένη, δηλαδή, νά βλέπει μόνο τήν γῆ, χωρίς νά μπορεῖ νά ἀνορθώσει τό κορμί της καί νά δεῖ τόν κόσμο γύρω της, νά ἀντικρύσει τόν οὐρανό πού ἁπλωνόταν ἐπάνω της. Κατήντησε νά μοιάζει μέ τετράποδο ζῶο παρά μέ ἄνθρωπο.
13,12. ᾿Ιδὼν δὲ αὐτὴν ὁ ᾿Ιησοῦς προσεφώνησε καὶ εἶπεν αὐτῇ· γύναι, ἀπολέλυσαι τῆς ἀσθενείας σου.
῾Ο ᾿Ιησοῦς συμπόνεσε τήν συγκύπτουσα. Εἶδε μέ πόση προσοχή παρακολουθοῦσε τό κήρυγμά του. ῾Η παρουσία της στήν συναγωγή, ἐξάλλου, δήλωνε τήν πίστη της, πού τόσο σκληρά δοκιμάσθηκε μέσα στήν μακροχρόνια ἀσθένειά της. Ξεπέρασε τίς πολλές της δυσκολίες καί ἔφθασε ὡς ἐκεῖ ἀποβλέποντας στήν ὠφέλεια τῆς ψυχῆς της. ῾Ο Κύριος ὅμως τῆς χάρισε ἐπιπλέον καί τήν ὑγεία τοῦ σώματος.
᾿Απευθύνεται στήν ταλαιπωρημένη γυναίκα πρίν προλάβει ἡ ἴδια νά τοῦ ζητήσει κάποια βοήθεια. ῾Ως καρδιογνώστης διείσδυσε στά βάθη τῆς ὕπαρξής της, ὅπου διέκρινε τήν εἰλικρινῆ της διάθεση γιά μετάνοια καί τήν θερμή πίστη της. Γι᾿ αὐτό δέν τῆς ζητᾶ νά ὁμολογήσει τήν πίστη της, ὅπως συνήθιζε προκειμένου νά ἐπιτελέσει ἕνα σημεῖο· ἰδὼν αὐτήν, μόλις τήν εἶδε, προσεφώνησε καὶ εἶπεν αὐτῇ, τήν φώναξε καί τῆς εἶπε· γύναι, ἀπολέλυσαι τῆς ἀσθενείας σου, γυναίκα, εἶσαι ἐλευθερωμένη ἀπό τήν ἀσθένειά σου!
«Θεοπρεπεστάτη λίαν ἡ φωνή, ἐξουσίας γέμουσα τῆς ἀνωτάτω! νεύματι γὰρ βασιλικῷ τὴν νόσον ἐλαύνει» , θαυμάζει ὁ ἅγιος Κύριλλος ᾿Αλεξανδρείας. ᾿Απέπνεε θεϊκή μεγαλοπρέπεια ἡ φωνή τοῦ ᾿Ιησοῦ καί ἦταν ἀρκετό ἕνα νεῦμα του γιά νά διώξει τήν ἀσθένεια.
«Θεοπρεπεστάτη λίαν ἡ φωνή, ἐξουσίας γέμουσα τῆς ἀνωτάτω! νεύματι γὰρ βασιλικῷ τὴν νόσον ἐλαύνει» , θαυμάζει ὁ ἅγιος Κύριλλος ᾿Αλεξανδρείας. ᾿Απέπνεε θεϊκή μεγαλοπρέπεια ἡ φωνή τοῦ ᾿Ιησοῦ καί ἦταν ἀρκετό ἕνα νεῦμα του γιά νά διώξει τήν ἀσθένεια.
Τό ρῆμα «λύω» πού χρησιμοποιεῖ ὁ εὐαγγελιστής Λουκᾶς εἶναι ὅρος γνωστός ἀπό τούς ἰατρούς συγγραφεῖς καί δηλώνει τήν ριζική θεραπεία μιᾶς ἀσθένειας. ᾿Ενῶ ὁ σατανᾶς κρατοῦσε δεμένη τόσα χρόνια τήν δυστυχισμένη γυναίκα, ὁ ᾿Ιησοῦς μέ τήν θεϊκή του ἐξουσία σέ μιά στιγμή λύνει τά δεσμά καί τήν ἀπελευθερώνει.
13,13. καὶ ἐπέθηκεν αὐτῇ τὰς χεῖρας· καὶ παραχρῆμα ἀνωρθώθη καὶ ἐδόξαζε τὸν Θεόν.
῎Εβαλε ἐπάνω στήν ἄρρωστη γυναίκα τά χέρια του ὁ ᾿Ιησοῦς, ἐπέθηκεν αὐτῇ τὰς χεῖρας. Εἶχε, βέβαια, τήν ἰσχύ νά τήν θεραπεύσει μέ μόνο τόν παντοδύναμο θεϊκό λόγο του. Τήν ἄγγιξε, ὡστόσο, καί μέ τό χέρι του, γιά νά ἐκφράσει τήν συμπόνια του. ῾Ο λόγος του ἀπευθύνθηκε στήν ψυχή της καί τήν ἀπελευθέρωσε ἀπό τήν τυραννία τοῦ σατανᾶ· τό χέρι του ἄγγιξε τό παραμορφωμένο σῶμα της καί τό ἴσιωσε.
Στήν κίνηση αὐτή, ἐπιπλέον, βλέπει ὁ ἅγιος Κύριλλος τήν ὑποστατική ἕνωση τῶν δύο φύσεων τοῦ Χριστοῦ. ῏Ηταν τέλειος ἄνθρωπος, διατηροῦσε ὅμως καί τήν τέλεια θεϊκή φύση. ῾Η ἀνθρώπινη σάρκα του εἶχε ἐνδυθεῖ τήν θεϊκή δύναμη καί ἐνέργεια, πού ἦταν ἀποκλειστικά δική του, ἀφοῦ αὐτός εἶναι ὁ Μονογενής Υἱός τοῦ Θεοῦ . ῎Ετσι ἀνατρέπονται οἱ κακοδοξίες τῶν Νεστοριανῶν.
Τήν ἴδια στιγμή, παραχρῆμα, ἡ γυναίκα ἀνωρθώθη, ἀπέκτησε καί πάλι τήν ὄρθια στάση τοῦ σώματός της. Δεκαοκτώ χρόνια δέν εἶχε δυνατότητα νά δεῖ πρόσωπο ἀνθρώπου· τώρα ἰσιώνοντας τό κορμί της τό πρῶτο πού ἀντίκρυσε ἦταν τό ἱλαρό πρόσωπο τοῦ ᾿Ιησοῦ, τοῦ εὐεργέτη της. Αὐθόρμητα ἐδόξαζε τὸν Θεόν, ξέσπασε σέ δοξολογία πρός τόν Θεό. ῾Η ἄμεση θεραπεία δηλώνει τήν παντοδυναμία τοῦ ᾿Ιησοῦ καί ἡ αὐθόρμητη δοξολογία τῆς συγκύπτουσας τήν εὐγνωμοσύνη τῆς ψυχῆς της γιά τήν λύτρωση ἀπό τήν ἀρρώστια ἀλλά καί ἀπό τίς ἁμαρτίες της.
13,14. ᾿Αποκριθεὶς δὲ ὁ ἀρχισυνάγωγος, ἀγανακτῶν ὅτι τῷ σαββάτῳ ἐθεράπευσεν ὁ ᾿Ιησοῦς, ἔλεγε τῷ ὄχλῳ· ἓξ ἡμέραι εἰσὶν ἐν αἷς δεῖ ἐργάζεσθαι· ἐν ταύταις οὖν ἐρχόμενοι θεραπεύεσθε, καὶ μὴ τῇ ἡμέρᾳ τοῦ σαββάτου.
῾Ο ἀρχισυνάγωγος, δηλαδή ὁ προϊστάμενος τῆς συναγωγῆς , πῆρε μόνος του τόν λόγο ἀγανακτῶν, γεμάτος ἀγανάκτηση. ᾿Ενοχλήθηκε δῆθεν ὅτι τῷ σαββάτῳ ἐθεράπευσεν ὁ ᾿Ιησοῦς, ἐπειδή ἡ θεραπεία ἔγινε τήν ἡμέρα τοῦ σαββάτου. Στήν πραγματικότητα ὅμως τόν ἐνόχλησε τό γεγονός ὅτι ὅλοι στράφηκαν μέ θαυμασμό πρός Αὐτόν πού ἐπιτέλεσε τό σημεῖο. ᾿Αντί νά χαρεῖ γιά τήν ἀπελευθέρωση τῆς ἄρρωστης γυναίκας, κυριεύθηκε ἀπό τόν φθόνο, ἔγινε «βασκανίας ἀνδράποδον», δοῦλος καί δέσμιος τοῦ σατανᾶ.
῾Ωστόσο, ἐπειδή δέν τολμοῦσε ὁ ἀρχισυνάγωγος νά ἐπιτιμήσει ἄμεσα τόν φιλάνθρωπο καί παντοδύναμο ᾿Ιησοῦ, ἔλεγε τῷ ὄχλῳ, ἀποδοκίμαζε ἔμμεσα τήν πράξη του ἀπευθυνόμενος στά μέλη τῆς συναγωγῆς. ῎Ηθελε νά διεγείρει τόν λαό ἐναντίον τοῦ ᾿Ιησοῦ ὡς δῆθεν παραβάτη τοῦ νόμου. Νά ἐπαναλάβει τήν συκοφαντία τῶν φαρισαίων· «οὗτος ὁ ἄνθρωπος (ὁ ᾿Ιησοῦς) οὐκ ἔστι παρὰ τοῦ Θεοῦ, ὅτι τὸ Σάββατον οὐ τηρεῖ» (᾿Ιω 9,16).
᾿Επικεντρώνει, λοιπόν, τήν μομφή του στήν κατάλυση τοῦ Σαββάτου. Μέ τίς στρεβλές ἑρμηνεῖες τοῦ νόμου οἱ ραββῖνοι εἶχαν περάσει στόν λαό τήν λανθασμένη ἐντύπωση ὅτι μόνο γιά ἀργία τούς δόθηκε τό Σάββατο, ἐνῶ ἡ ἀργία καθιερώθηκε γιά νά διαθέτουν ὅλο τόν χρόνο τῆς ἡμέρας στά πνευματικά.
Γιά νά κάνει μάλιστα βαρύτερη τήν ἐπίπληξη ὁ ἀρχισυνάγωγος, τήν ἐπενδύει μέ τόν λόγο τῆς Γραφῆς (βλ. ῎Εξ 20,9· Δε 5,13). Λέγει σέ τόνο αὐστηρό· ἓξ ἡμέραι εἰσὶν ἐν αἷς δεῖ ἐργάζεσθαι, ὑπάρχουν ἕξι ἡμέρες κατά τίς ὁποῖες ἐπιτρέπεται ἡ ἐργασία. ᾿Εν ταύταις οὖν ἐρχόμενοι θεραπεύεσθε, καὶ μὴ τῇ ἡμέρᾳ τοῦ σαββάτου, αὐτές τίς ἐργάσιμες ἡμέρες νά ἔρχεσθε καί νά θεραπεύεσθε καί ὄχι τήν ἡμέρα τοῦ σαββάτου.
Πόσο ἀδικαιολόγητη καί ἀβάσιμη εἶναι ἡ μομφή πού διατυπώνει ὁ θιγμένος ἄρχοντας τῆς συναγωγῆς! Μήπως ἡ συγκύπτουσα δέν ἐρχόταν καθημερινά στήν συναγωγή; Γιατί δέν τήν θεράπευσε -ἄν μποροῦσε- ὁ ἴδιος μία ἐργάσιμη ἡμέρα, ὥστε νά προλάβει τήν... κατάλυση τοῦ Σαββάτου; ῎Επειτα σέ τί ἔφταιγαν οἱ ἄνθρωποι, στούς ὁποίους ἀπευθύνεται; Δέν ζήτησαν αὐτοί τήν θεραπεία, οὔτε κἄν γνώριζαν ὅτι ἐπρόκειτο νά συντελεσθεῖ. Οὔτε καί ἡ ἴδια ἡ ἄρρωστη γυναίκα εἶχε ἔλθει στήν συναγωγή ἀποβλέποντας στήν θεραπεία της, ἀφοῦ δέν ἐξέφρασε κἄν τέτοια ἐπιθυμία καί παράκληση.
῎Αν δέν εἶχε τυφλωθεῖ ἀπό τόν φθόνο ὁ ἀρχισυνάγωγος, θά μποροῦσε νά σκεφθεῖ ὅτι τό νά θεραπευθεῖ κάποιος δέν εἶναι ἐργασία οὔτε ἀδικεῖται ὁ νόμος τοῦ Θεοῦ, ὅταν ἡ εὐσπλαγχνία Του ἐκδηλώνεται ἡμέρα Σάββατο.
Εὔστοχα, ἐξάλλου, ρωτᾶ τόν ἀρχισυνάγωγο ὁ ἅγιος Κύριλλος· «Σέ ποιόν ἔδωσε ὁ Θεός τήν ἐντολή τῆς ἀργίας κατά τό Σάββατο; Στόν ἑαυτό του ἤ σέ σένα; ῎Αν τήν ἔδωσε στόν ἑαυτό του, ἄς μήν κυβερνᾶ τήν ζωή μας κατά τό Σάββατο. ῎Ας τηρηθεῖ ἀργία καί στήν πορεία τοῦ ἡλίου· νά μήν πέφτουν βροχές, νά στερέψουν οἱ πηγές, νά σταματήσει ἡ ἀκατάπαυστη ροή τῶν ποταμῶν καί τῶν ἀνέμων ἡ χρεία...» . Τελικά, ἀποδεικνύει ὁ ἅγιος ὅτι καταλυτής τοῦ Σαββάτου εἶναι ὁ ἀρχισυνάγωγος· «῞Οταν ὁ Θεός ἀναπαύει κάποιους ἀπελευθερώνοντάς τους ἀπό τήν ἀσθένεια καί σύ τούς ἐμποδίζεις, ὁλοφάνερα λύνεις τόν νόμο τοῦ Σαββάτου, διότι δέν ἀφήνεις νά ἀναπαυθοῦν κατά τό Σάββατο ἐκεῖνοι πού βρίσκονται μέσα στούς πόνους καί στά νοσήματα, ἐκεῖνοι τούς ὁποίους ἔδεσε ὁ σατανάς» .
13,15-16. ᾿Απεκρίθη οὖν αὐτῷ ὁ Κύριος καὶ εἶπεν· ὑποκριτά, ἕκαστος ὑμῶν τῷ σαββάτῳ οὐ λύει τὸν βοῦν αὐτοῦ ἢ τὸν ὄνον ἀπὸ τῆς φάτνης καὶ ἀπαγαγὼν ποτίζει; ταύτην δέ, θυγατέρα ᾿Αβραὰμ οὖσαν, ἣν ἔδησεν ὁ σατανᾶς ἰδοὺ δέκα καὶ ὀκτὼ ἔτη, οὐκ ἔδει λυθῆναι ἀπὸ τοῦ δεσμοῦ τούτου τῇ ἡμέρᾳ τοῦ σαββάτου;
῾Η ὑπερβολική εὐλάβεια γιά τήν τήρηση τοῦ νόμου, τήν ὁποία ἐπικαλεῖται ὁ ἀρχισυνάγωγος ὡς αἰτία τῆς διαμαρτυρίας του γιά τήν κατάλυση τοῦ Σαββάτου, εἶναι στήν πραγματικότητα μία μάσκα κάτω ἀπό τήν ὁποία μάταια προσπαθεῖ νά κρύψει τόν φθόνο καί τήν κακία του. Δέν μπορεῖ ὅμως νά ἐξαπατήσει τόν καρδιογνώστη Θεραπευτή, γιά τόν ὁποῖο σκόπιμα ὁ Λουκᾶς χρησιμοποιεῖ ἐδῶ τό ὄνομα Κύριος ἀντί τοῦ συνηθισμένου «᾿Ιησοῦς».
Τόν ἀποκαλύπτει, λοιπόν, ὁ Κύριος μέ τήν προσφώνηση ὑποκριτά καί στιγματίζει τήν ἀνειλικρινῆ συμπεριφορά του μέ τό ἐλεγκτικό ἐρώτημα· ἕκαστος ὑμῶν τῷ σαββάτῳ οὐ λύει τὸν βοῦν αὐτοῦ ἢ τὸν ὄνον ἀπὸ τῆς φάτνης καὶ ἀπαγαγὼν ποτίζει; ῾Η ἀπάντηση εἶναι προφανής. ᾿Ασφαλῶς, καθένας ἀπό τούς παρευρισκομένους στήν συναγωγή καί ὁ ἴδιος ὁ ἀρχισυνάγωγος λύνει τό βόδι ἤ τόν ὄνο του καί πηγαίνει νά τά ποτίσει, καταλύοντας ἔτσι τήν ἀργία τοῦ Σαββάτου. ῾Ο νόμος, βέβαια, ἀπαγόρευε στούς ᾿Ιουδαίους νά δέσουν ἤ νά λύσουν ἕνα κόμπο σέ σχοινί κατά τήν ἡμέρα τοῦ Σαββάτου. Δέν ἐπιτρεπόταν οὔτε νά κρατοῦν ἕνα «κεσιέρ», μιά κλωστή δεμένη σέ κόμπο, μέ τήν ὁποία σημάδευαν οἱ τελῶνες τά φορολογούμενα ἀντικείμενα. ᾿Εντούτοις, στήν πράξη, ὅταν ἐπρόκειτο γιά τήν συντήρηση τῶν οἰκιακῶν ζώων, παραβλεπόταν ὁ νόμος .
῎Ασπλαγχνος καί ἄδικος θά χαρακτηριζόταν, ἀναμφίβολα, ὅποιος ἐπί μία ὁλόκληρη ἡμέρα ἄφηνε τό ζῶο πού τόν ὑπηρετεῖ νά ὑποφέρει ἀπό τήν δίψα (πρβλ. Πρμ 12,10). ῏Ηταν ἄραγε μικρότερη ἡ ἀσπλαγχνία καί ἡ ἀδικία τοῦ ἀρχισυναγώγου, πού δέν ἐνέκρινε τήν ἀπελευθέρωση τῆς δεμένης ἀπό τήν κύφωση γυναίκας; ῾Η ἀντιπαράθεση πού ἀκολουθεῖ ἀποκαλύπτει τό μέγεθος τῆς μοχθηρίας του ἀλλά καί τῆς ἀντιθέσεώς του πρός τόν νόμο·
α) ῎Αν ἐπιτρέπεται κατά τήν ἡμέρα τοῦ σαββάτου ἡ περιποίηση τῶν ζώων, εἶναι κατακριτέα ἡ φροντίδα γιά ἕναν ἄνθρωπο;
β) Δέν ἀντιπαρατίθεται μάλιστα τό ζῶο σέ ἕναν ἄνθρωπο ἁπλῶς, δέν ὀνομάζεται ἡ γυναίκα «θυγατέρα ᾿Αδάμ», ἀλλά θυγατέρα ᾿Αβραάμ. ῾Ο χαρακτηρισμός αὐτός ἀποτελοῦσε τίτλο τιμῆς γιά τούς ᾿Ιουδαίους. Σήμαινε οὐσιαστικά «παιδί τοῦ Θεοῦ».
γ) Γιά τό πότισμα τῶν ζώων ἀπαιτοῦνταν πολύ περισσότερος κόπος. Τήν γυναίκα τήν θεράπευσε ὁ Κύριος μέ ἕνα του λόγο καί μ᾿ ἕνα ἄγγιγμα τοῦ χεριοῦ του.
δ) Οἱ ᾿Ιουδαῖοι δέν ἄφηναν τά ζῶα τους νά ὑποφέρουν δεμένα στήν φάτνη· ὁ ᾿Ιησοῦς θά ἔπρεπε νά ἀδιαφορήσει γιά τήν συγκύπτουσα θυγατέρα του, ἣν ἔδησεν ὁ σατανᾶς;
ε) Δέν θεωροῦνταν σωστό νά μείνουν διψασμένα τά ζῶα οὔτε μία ἡμέρα. ᾿Ιδού, τονίζει ὁ Κύριος, δέκα καὶ ὀκτὼ ἔτη ἡ δύστυχη γυναίκα ἦταν δεμένη ἀπό τόν σατανᾶ. ῾Ως παντογνώστης ὁ Κύριος γνώριζε τόν ἀριθμό τῶν ἐτῶν, παρότι κανείς δέν τοῦ τόν ἀνέφερε.
῾Η θεραπεία τῆς κυρτωμένης γυναίκας ὄχι μόνο δέν ἀποτελοῦσε παράπτωμα, ἀλλά ἦταν ἀπολύτως ἀναγκαία καί ἐπιβεβλημένη. Αὐτό τό νόημα ἔχει ἡ ἐρώτηση τοῦ Κυρίου· οὐκ ἔδει λυθῆναι ἀπὸ τοῦ δεσμοῦ τούτου τῇ ἡμέρᾳ τοῦ σαββάτου; ῎Οχι μόνο δέν βεβηλώθηκε τό Σάββατο ἀπό τήν ἀγαθοεργία, ἀλλά ἀντίθετα, ἁγιάσθηκε, διότι καταλύθηκε ἕνα ἔργο τοῦ διαβόλου. ῎Οφειλαν νά χαροῦν ὅλα τά μέλη τῆς συναγωγῆς. Συγγένευαν, ἐξάλλου, πολύ στενά μέ τήν γυναίκα πού θεραπεύθηκε λόγῳ τῆς κοινῆς καταγωγῆς καί πίστεως, θυγατέρα ᾿Αβραὰμ οὖσαν.
Μέ τήν ἴαση τοῦ πολυχρόνιου καί ἀνίατου νοσήματος τῆς συγκύπτουσας ὁ ᾿Ιησοῦς γιά μία ἀκόμη φορά ἀπέδειξε ὄχι μόνο τήν θεϊκή του δύναμη ἀλλά καί τήν κυριαρχία του στήν ἀργία τοῦ Σαββάτου .
13,17. Καὶ ταῦτα λέγοντος αὐτοῦ κατῃσχύνοντο πάντες οἱ ἀντικείμενοι αὐτῷ, καὶ πᾶς ὁ ὄχλος ἔχαιρεν ἐπὶ πᾶσι τοῖς ἐνδόξοις τοῖς γινομένοις ὑπ᾿ αὐτοῦ.
᾿Από τήν ἀπάντηση τοῦ ᾿Ιησοῦ ὁ ὄχλος διαφωτίσθηκε, ἡ θεραπευμένη γυναίκα ἐνθαρρύνθηκε, ἐνῶ ὁ ἀρχισυνάγωγος καί ὅσοι εἶχαν τό ἴδιο φρόνημα ἐξευτελίσθηκαν.
Ταῦτα λέγοντος αὐτοῦ, ἐνῶ ὁ ᾿Ιησοῦς ἀποκάλυπτε τήν πραγματικότητα, κατῃσχύνοντο πάντες οἱ ἀντικείμενοι αὐτῷ, καταντροπιάσθηκαν ὅλοι οἱ ἀντιφρονοῦντες. ῾Η ὑποκρισία τους ἀναντίρρητα ξεσκεπάσθηκε· κατέστη ὁλοφάνερη. Δέν μποροῦν πλέον νά καλυφθοῦν. Κατάλαβαν καί οἱ ἴδιοι ὅτι εἶναι ἀναπολόγητοι γιά τήν ἐχθρότητά τους πρός τόν Κύριο, τήν ὁποία καί ὁ λαός ἀντιλήφθηκε. Γι᾿ αὐτό νιώθουν ἐξευτελισμένοι. ᾿Εντούτοις, εἶναι τόσο κυριαρχικό μέσα τους τό πάθος τοῦ φθόνου, ὥστε δέν μποροῦν νά μετανοήσουν. ῾Η ἀποκάλυψη τῆς καταστάσεώς τους τούς ταράσσει καί ἡ ταραχή αὐξάνει τό μῖσος τους ἐναντίον τοῦ Κυρίου. Παραμένουν ἀνίατα συγκύπτοντες κάτω ἀπό τήν ἐξουσία τοῦ διαβόλου.
῾Ο ἁπλός λαός ὅμως, πᾶς ὁ ὄχλος, πού δέν συμμεριζόταν τόν φθόνο τοῦ ἀρχισυναγώγου, ἔχαιρεν, χαιρόταν ὄχι μόνο γιά τήν θεραπεία τῆς συγκύπτουσας, ἀλλά καί ἐπὶ πᾶσι τοῖς ἐνδόξοις τοῖς γινομένοις ὑπ᾿ αὐτοῦ, γιά ὅλα τά θαυμαστά σημεῖα μέ τά ὁποῖα τόν εὐεργετοῦσε ὁ ᾿Ιησοῦς. ῾Η χαρά αὐτή τοῦ λαοῦ ἐκφράζει τιμή στό πρόσωπο τοῦ Κυρίου, ἐμπιστοσύνη στήν ἐξουσία του καί ἀποδοκιμασία πρός τήν συμπεριφορά τοῦ ἀρχισυναγώγου.
῾Ο καθένας ἀπό τούς παρευρισκομένους στήν συναγωγή εἰσέπραξε τήν ἀπάντηση τοῦ ᾿Ιησοῦ ἀνάλογα μέ τίς ἐσωτερικές του διαθέσεις. ῎Ετσι ἐπιβεβαιώθηκε γιά μία ἀκόμη φορά ἡ προφητεία τοῦ Συμεών· «ἰδοὺ οὗτος κεῖται εἰς πτῶσιν καὶ ἀνάστασιν πολλῶν ἐν τῶ ᾿Ισραήλ καὶ εἰς σημεῖον ἀντιλεγόμενον» (Λκ 2,34).
Στεργίου Σάκκου, Ἑρμηνεία στό κατά Λουκᾶν Εὐαγγέλιο, τόμ. Β΄, σελ. 250-258