ΤΟ ΠΡΟΣΩΠΟ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ ΚΑΙ ΟΙ ΑΙΡΕΣΕΙΣ
Α'. Ο ΑΡΕΙΑΝΙΣΜΟΣ ΚΑΙ Η ΕΠΑΝΕΜΦΑΝΙΣΗ ΤΟΥ
π.Σωτήριος Αθανασούλιας,Εφημέριος Μητροπολιτικού Ιερού Ναού Αγίου Βασιλείου Τριπόλεως («Ὀρθοδοξία καί αἵρεσις» τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Μαντινείας καί Κυνουρίας, τεῦχ. 33, Ιούλιος - Αύγουστος 2004).
Ἡ περί τοῦ Χριστοῦ ἀλήθεια καί ἡ σημασία της
Ὅταν ὁ ἅγιος Συμεών ὁ Θεοδόχος παρέλαβε στά χέρια του τόν Ἰησοῦ Χριστό ὡς Βρέφος κατά τήν Ὑπαπαντή, προφήτευσε τά ἑξῆς χαρακτηριστικά, ἀπευθυνόμενος πρός τήν Παναγία, τήν Μητέρα τοῦ Κυρίου: «ἰδού οὗτος κεῖται εἰς πτῶσιν καί ἀνάστασιν πολλῶν ... καί εἰς σημεῖον ἀντιλεγόμενον» (Λουκ. 2, 34), δηλ. τό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ θά εἶναι τό θέμα γιά τό ὁποῖο πάντοτε θά ἐρίζουν καί θά ἀντιλέγουν οἱ ἄνθρωποι καί τό πρόσωπο τό ὁποῖο, γιά ἄλλους θά γίνεται αἰτία πτώσεως καί καταδίκης (γιά ὅσους τό ἀπορρίπτουν καί τό καταπολεμοῦν), καί γιά ἄλλους αἰτία πνευματικῆς ἀναστάσεως καί ζωῆς (γιά ὅσους τό ἀποδέχονται ὡς Θεό, σωτῆρα καί λυτρωτή τους). Πράγματι, ἀτέλειωτες συζητήσεις ἔχουν γίνει μέχρι σήμερα καί πολλές ἀπόψεις ἔχουν διατυπωθεῖ περί τοῦ Ἰησοῦ. Ἄλλοι τόν ἀπέρριψαν ἐντελῶς καί ἀρνήθηκαν τή διδασκαλία του, ἄλλοι ἰσχυρίσθηκαν ὅτι «ἐν ... τῷ ἄρχοντι τῶν δαιμονίων» «ἐκβάλλει τά δαιμόνια» (Ματθ. 12, 24), ἄλλοι ἀμφισβήτησαν τήν ἱστορικότητά του, ἄλλοι τόν εἶδαν σάν κοινωνικό ἀναμορφωτή, ἄλλοι σάν μεγάλο σοφό, ἄλλοι σάν ἅγιο καί θεοφόρο ἄνθρωπο, ἄλλοι «ὡς ἕνα τῶν προφητῶν» (Ματθ. 16, 14).
Ὅμως, ὅλες αὐτές οἱ ἀπόψεις εἶναι ἀνθρώπινα ἐπινοήματα, πού ὁδηγοῦν μᾶλλον «εἰς πτώσιν», παρά «εἰς ἀνάστασιν». Διαμετρικά ἀντίθετη εἶναι ἡ ὁμολογία τοῦ ἀποστόλου Πέτρου, στήν περίπτωση πού ὁ Κύριος ζήτησε νά τοῦ ποῦν ποιός νομίζουν ὅτι εἶναι. Ὁ Ἀπόστολος τότε ἀπάντησε χαρακτηριστικά: «σύ εἶ ὁ Χριστός ὁ υἱός τοῦ Θεοῦ τοῦ ζῶντος» (Ματθ. 16, 16). Οἱ πρῶτες ἀπόψεις προϋποθέτουν ὅτι ὁ Ἰησοῦς ἦταν μόνο ἄνθρωπος, μεγάλος ἴσως καί σπουδαῖος, ἀλλά τίποτε παραπάνω ἀπό ἄνθρωπος. Γιά τόν ἀπ. Πέτρο, ὅμως, ὁ Χριστός εἶναι ὁ Θεός, ὁ Υἱός τοῦ ζῶντος Θεοῦ. Καί ἡ ἀλήθεια αὐτή δέν τοῦ φανερώθηκε ἀπό «σάρκα καί αἷμα», δηλ. ἀπό κάποιον ἄνθρωπο, ἀλλά τοῦ τήν ἀποκάλυψε ὁ Πατήρ, «ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς». Ἡ ἀλήθεια αὐτή εἶναι τό θεμέλιο τῆς Ἐκκλησίας. Εἶναι ἡ πέτρα πάνω στήν ὁποία στηρίζεται ἡ Ἐκκλησία καί παραμένει στόν αἰῶνα. Αὐτήν διδάσκει καί ὁ εὐαγγελιστής Ἰωάννης: σᾶς τά γράφω αὐτά, ἀναφέρει, «ἵνα πιστεύσητε ὅτι Ἰησοῦς ἐστιν ὁ Χριστός ὁ υἱός τοῦ Θεοῦ, καί ἵνα πιστεύοντες ζωήν ἔχητε ἐν τῷ ὀνόματι αὐτοῦ» (Ἰω. 20, 31). Τό ἴδιο συμβαίνει καί μέ τόν ἀπ. Παῦλο: τό περιεχόμενο τοῦ κηρύγματός του εἶναι «Χριστός ἑσταυρωμένος» (Α' Κορ. 1, 23), ὁ Χριστός εἶναι ὁ «Θεός», ὁ Ὁποῖος «ἐφανερώθη ἐν σαρκί» (Α' Τιμ. 3, 16) καί ἡ διδασκαλία περί τοῦ Χριστοῦ ἀποκαλεῖται «εὐαγγέλιον» (Α' Κορ. 15, 1), δηλ. χαρμόσυνη ἀγγελία γιά τή σωτηρία μας.
Γιά νά εἶναι, ὅμως, ἡ ἀλήθεια αὐτή «εὐαγγέλιον», γιά νά ὁδηγεῖ στή σωτηρία, πρέπει νά διατηρεῖται αὐθεντική καί ἀνόθευτη, ὅπως ἀκριβῶς τήν φανέρωσε ὁ Θεός στούς Ἀποστόλους καί στούς Ἁγίους του. Αὐτό ἀπαιτεῖ ἰδιαίτερη προσοχή καί φροντίδα. Πολλές φορές «οἱ ἄνθρωποι δέν ἐθεώρησαν σπουδαῖο τό νά ἔχουν ὀρθή καί ἀκριβῆ γνώση περί τοῦ Θεοῦ, γι' αὐτό παραδόθηκαν ἀπό τόν Θεό σέ νοῦ ἀνίκανο, ὥστε νά πράττουν ἐκεῖνα πού δέν πρέπει» (Ρωμ. 1, 28). Ὅποιος ἀλλοιώνει τή διδασκαλία γιά τό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ, εἰσάγει στήν οὐσία ἕνα ἄλλο εὐαγγέλιο, καί εἶναι, κατά τόν ἀπ. Παῦλο, ἀναθεματισμένος (Γαλ. 1, 8), ἀκόμη κι ἄν εἶναι ἄγγελος ἀπό τόν οὐρανό! Νά γιατί ἡ Ἐκκλησία ἀγωνίστηκε τόσο πολύ γιά νά διαφυλάξει ἀνόθευτη κάθε πτυχή τῆς ἀλήθειας περί τοῦ Χριστοῦ. Ἡ ἀλλοίωση αὐτῆς τῆς ἀλήθειας ἀποκλείει ἀπό τήν σωτηρία, καί ἡ σωτηρία προέρχεται μόνο ἀπό τόν Χριστό καί ἀπό κανέναν ἄλλο (Πραξ. 4, 12-13).
Ὁ ἀρχαῖος ἀρειανισμός
Ὅμως, παρά τίς προσπάθειες πού κατεβλήθησαν, πολλοί ἐπιχείρησαν νά ἀλλοιώσουν αὐτή τήν ἀλήθεια ἀπό τήν ἀρχαία ἐποχή μέχρι σήμερα. Κάποιοι ἦσαν καί κληρικοί τῆς Ἐκκλησίας, οἱ ὁποῖοι, ἀφοῦ πλανήθηκαν πρῶτα οἱ ἴδιοι «προσέχοντες ... διδασκαλίαις δαιμονίων» (Α' Τιμ. 4, 1), ἔγιναν στή συνέχεια ὁδηγοί πολλῶν ἄλλων στήν πλάνη καί στήν ἀπώλεια. Ἡ πρώτη μεγάλη αἵρεση γιά τό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ ἦταν ὁ ἀρειανισμός, ὁποῖος ἐμφανίστηκε στίς ἀρχές τοῦ δ' μ.Χ. αἰῶνα. Δικαίως ἔχει χαρακτηρισθεῖ ὡς «ἡ ριζοσπαστικότερη αἵρεση τοῦ χριστιανισμοῦ» καί εἶναι ἀλήθεια ὅτι ἀποτελεῖ τήν πηγή καί τή ρίζα ὅλων σχεδόν τῶν αἱρέσεων.
Ὁ Ἄρειος (266 - 336 μ.Χ.), ὁ θεμελιωτής τοῦ ἀρειανισμοῦ, ἦταν πρεσβύτερος στήν Ἀλεξάνδρεια, μέ μεγάλη μόρφωση. Χρησιμοποιοῦσε ἰδιαίτερα τή φιλοσοφία καί τή λογική, στήν ὁποία τελικά ὑπέτασσε τά πάντα, ἀκόμη καί τή ἀλήθεια περί τοῦ Θεοῦ, πού δέν περιορίζεται στά στενά ὅρια τοῦ ἀνθρώπινου λόγου. Στήν προσπάθειά του νά κατανοήσει μέ τή λογική τόν Θεό (!), ἔθετε τό ἑξῆς ἐρώτημα: ἀφοῦ ὁ Θεός εἶναι ἕνας, πῶς εἶναι δυνατόν ὁ Υἱός καί τό Ἅγιο Πνεῦμα νά ἀνήκουν στήν σφαίρα τοῦ Θεοῦ; Ἄρα, ἀπαντοῦσε, ἀπό τά τρία πρόσωπα μόνο ὁ Πατήρ εἶναι στήν πραγματικότητα Θεός. Ὁ Υἱός (καί τό Ἅγιο Πνεῦμα) καταχρηστικά ὀνομάζεται Θεός, χωρίς νά εἶναι. Στό θεμελιῶδες ἐρώτημα, ἄν ὁ Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ, τό δεύτερο πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδος, εἶναι «κτιστός» ἤ «ἄκτιστος», δηλ. ἄν εἶναι Θεός ἤ ἄν ἀνήκει στά δημιουργήματα, ὁ Ἄρειος ἀπαντοῦσε ὅτι ὁ Υἱός εἶναι «κτιστός», εἶναι δηλ. δημιούργημα τοῦ Θεοῦ. Καί ἀφοῦ ἰδιότητα τῶν δημιουργημάτων εἶναι νά ἔχουν χρονική ἀρχή (σέ ἀντίθεση μέ τόν Θεό πού δέν ἔχει), ὁ Υἱός ἔχει κι Αὐτός χρονική ἀρχή, ἄρχισε κάποτε νά ὑπάρχει, δέν ὑπῆρχε πάντοτε. «Ἦν ποτέ ὅτε οὐκ ἦν», ἔλεγε ὁ Ἄρειος, δηλ. ὑπῆρξε καιρός κατά τόν ὁποῖο ὁ Υἱός δέν ὑπῆρχε.
Ἡ αἵρεση τοῦ Ἀρείου ἀνέτρεπε κυριολοκτικά τά θεμέλια τῆς Ἐκκλησίας καί ἔφερε μεγάλη ἀναστάτωση, δεδομένου ὅτι ἡ Ὀρθόδοξη διδασκαλία γιά τό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ δέν εἶχε ἀκόμη διατυπωθεῖ ἐπίσημα. Οἱ Χριστιανοί τήν ζοῦσαν τότε στήν πράξη: στήν καθημερινή λατρεία, ὅπου ὁ Χριστός λατρευόταν ὡς Θεός, στό Βάπτισμα, πού γινόταν στό ὄνομα «τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος», καί σέ πολλές ἄλλες ἐκδηλώσεις τῆς Ἐκκλησίας. Τελικά ἡ αἵρεση καταδικάστηκε ἀπό τήν Α' Οἰκουμενική Συνόδο (Νίκαια, 325 μ.Χ), ἡ ὁποία διατύπωσε τήν Ὀρθοδοξη διδασκαλία ὅτι ὁ Υἱός εἶναι «ὁμοούσιος τῷ Πατρί» (ἔχει τήν ἴδια ἀκριβῶς οὐσία μέ τόν Πατέρα) καί τήν συμπεριέλαβε στό γνωστό Σύμβολο τῆς Πίστεως. Ἀπό τότε ἀπαραίτητη προϋπόθεση γιά νά βαπτισθεῖ κάποιος καί νά παραμένει ὡς μέλος τῆς Ἐκκλησίας εἶναι νά ἀποδέχεται αὐτή τήν ἀλήθεια, δηλ. ὅτι ὁ Υἱός εἶναι ὁμοούσιος μέ τόν Πατέρα, καθώς καί κάθε ἀλήθεια πού ἀναφέρεται στό πρόσωπο τοῦ Κυρίου.
Ὁ ἀρειανισμός τῶν Μαρτύρων τοῦ Ἰεχωβᾶ
Ἀπό τήν ἐποχή τῆς Β' Οἰκουμενικῆς Συνόδου (Κων/πολη, 382 μ.Χ.), ἡ ὁποία καταδίκασε τά ὑπολείματα τοῦ ἀρειανισμοῦ, ἡ αἵρεση δέν ξαναεμφανίστηκε στήν Ἐκκλησία, τουλάχιστον μέ τή γνωστή της μορφή. Ἐμφανίζεται, βέβαια, σέ περιπτώσεις μεμονωμένων ἀτόμων πού ἀπορρίπτουν τόν Χριστό καί τήν θεότητά Του, ἐνῶ στήν ἐποχή μας ἐμφανίζεται καί μέ τή μορφή κάποιων αἱρέσεων μέ διδασκαλία ὑποτιμητική γιά τό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ. Ἄς δοῦμε ἕνα χαρακτηριστικό παράδειγμα: τήν αἵρεση τῶν Μαρτύρων τοῦ Ἰεχωβᾶ.
Ἡ παραπάνω αἵρεση δέν φαίνεται νά ἔχει σαφή καί ξεκάθαρη διδασκαλία γιά τό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ. Ἴσως νά ἐκφράζει ὅσους «δέν θεωροῦν σπουδαῖο τό νά ἔχει κανείς ὀρθή γνώση περί τοῦ Θεοῦ» (Ρωμ. 1, 28). Ἄλλοτε διδάσκει ὅτι ὁ Χριστός ἦταν ἄνθρωπος, καί ἄλλοτε ὅτι εἶναι Θεός. Στή δεύτερη περίπτωση ὅμως, ἡ θεότητα τοῦ Χριστοῦ (τοῦ Υἱοῦ) κατανοεῖται ὅπως ἀκριβῶς τήν κατανοοῦσε καί ὁ Ἄρειος. Ὁ Χριστός δηλ. δέν θεωρεῖται ὡς ὁ κατ' ἐξοχήν Θεός, ὁ μόνος καί ἀληθινός Θεός, ἀλλ' ὡς ἕνας ἀπό τούς πολλούς θεούς, πού καταχρηστικά ὀνομάζεται ἔτσι, ὅπως ἀκριβῶς καί ὁ ἄνθρωπος πού ἔφθασε κοντά στόν Θεό ὀνομάζεται καταχρηστικά θεός (θεός «κατά Χάριν», ἀλλά ὄχι θεός «κατά φύσιν»). Ἡ ὁμοιότητα τῆς διδασκαλίας τῶν Μαρτύρων τοῦ Ἱεχωβᾶ μέ αὐτήν τοῦ Ἀρείου εἶναι χαρακτηριστική, ἀκόμη καί στά ἐπιμέρους. Ἄλλωστε δέν ἀποκρύπτεται, ἀφοῦ στήν ἀγγλική ἔκδοση τοῦ Ζ' τόμου τῶν Γραφικῶν Μελετῶν (ἔκδ. 1918 τῆς αἵρεσης, σ. 64) ὁ ἱδρυτής τῶν Μαρτύρων τοῦ Ἰεχωβᾶ Κάρολος Ρῶσελ εἰκονίζεται δίπλα στόν εὐαγγελιστή Ἰωάννη, στόν ἀπόστολο Παῦλο, ἀλλά καί στόν Ἄρειο!
Τί δέχεται, λοιπόν, ἡ αἵρεση περί τοῦ Χριστοῦ; Στό περιοδικό Σκοπιά (ἔτ. 1961, σ. 725) ἐρωτᾶ; «Τί διδάσκει ἡ Βίβλος γιά τήν θεότητα τοῦ Χριστοῦ; Εἶναι ὁ Χριστός Θεός; Ἤ δέν ἦταν ποτέ κάτι περισσότερο ἀπό ἁπλός ἄνθρωπος;» Μετά ἀπό σειρά παρερμηνειῶν σέ χωρία τῆς Ἁγ. Γραφῆς, καταλήγει στό συμπέρασμα ὅτι ὁ Χριστός ἦταν ἕνα πνευματικό πλάσμα πού ἔγινε ἄνθρωπος καί δέν ἦταν οὔτε περισσότερο οὔτε λιγότερο ἀπό τόν τέλειο Ἀδάμ. Σέ ἄλλη ἔκδοση τῆς αἵρεσης (Μπορεῖτε νά ζεῖτε γιά πάντα..., σ. 62-63) ὑπάρχει εἰκόνα μιᾶς ζυγαριᾶς πού ἰσορροπεῖ καί ἔχει στή μία πλευρά τόν Ἀδάμ καί στήν ἄλλη τόν Ἰησοῦ, μέ τήν λεζάντα «Ὁ Ἰησοῦς ἦταν τό ἰσοδύναμο τοῦ τέλειου ἀνθρώπου Ἀδάμ». Αὐτά σημαίνουν ὅτι ὁ Χριστός δέν ταυτίζεται σέ καμία περίπτωση μέ τόν Θεό (τόν «Ἰεχωβᾶ», σύμφωνα μέ τήν ὁρολογία τῆς αἵρεσης) καί δέν εἶναι ἕνα ἀπό τά πρόσωπα τῆς Ἁγίας Τριάδος. Ἡ διδασκαλία γιά τήν Ἁγ. Τριάδα ἀπορρίπεται ἀπό τούς Μάρτυρες τοῦ Ἰεχωβᾶ, θεωρεῖται μάλιστα ἐπινόηση τοῦ διαβόλου! (Ἔστω ὁ Θεός ἀληθής, 1946, σ. 80, Σκοπιά, 1948, σ. 309). Ὁ Υἱός ἐκλαμβάνεται ὡς «τό πρῶτο δημιούργημα τοῦ Θεοῦ» (Σκοπιά, 1916, σ. 289) καί ὡς «ὄργανον ὑπό τοῦ Θεοῦ χρησιμοποιηθέν ἐν τῇ δημιουργίᾳ τῶν πάντων» (Καταλλαγή, σ. 113), ὅπως ἀκριβῶς πίστευε καί ὁ Ἄρειος.
Σέ πολλά ἔντυπα τῆς αἵρεσης (Σκοπιά, 15/4/1985, σ. 26, Μπορεῖτε νά ζεῖτε..., σ. 21, Ἀπό τόν ἀπωλεσθέντα παράδεισο..., σ. 176, 221 κ.ἄ.) συναντᾶμε τήν περίεργη διδασκαλία ὅτι ὁ Χριστός ταυτίζεται μέ τόν Ἀρχάγγελο Μιχαήλ, κάτι πού ἔρχεται σέ πλήρη ἀντίθεση μέ τή σχετική διδασκαλία τοῦ ἀπ. Παῦλου στήν πρός Ἑβραίους ἐπιστολή (1,4 - 2,4).
Ἡ διδασκαλία τῆς Ἁγίας Γραφῆς περί τοῦ Χριστοῦ
Καταφεύγουμε στή μαρτυρία τῆς Ἁγ. Γραφῆς γιά νά κατοχυρώσουμε κάθε ἀλήθεια τῆς πίστεώς μας, ὄχι ἐπειδή πιστεύουμε ὅτι ἡ Ἁγ. Γραφή εἶναι τό μόνο θεόπνευστο κείμενο πού μαρτυρεῖ γιά τήν ἀλήθεια, ἀλλά ἐπειδή τήν ἐπικαλοῦνται καί οἱ αἱρετικοί, ἐπιχειρώντας νά ἐμφανίσουν τίς ἀντιλήψεις τους ὡς σύμφωνες μέ αὐτές τῆς Ἁγ. Γραφῆς. Ὅ,τι λέγει ἡ Ἁγ. Γραφή εἶναι, βέβαια, ἀληθές καί ἀπόλυτο, πέρα ὅμως ἀπό τά κείμενά της ὑπάρχουν καί ἄλλα θεόπνευστα κείμενα, τά ὁποῖα ἔγραψαν Ἅγιοι τοῦ Θεοῦ «ὑπό Πνεύματος Ἁγίου φερόμενοι» (Β' Πέτρ. 1, 21), ὅπως τά συγγράμματα τῶν Πατέρων καί οἱ ἀποφάσεις τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων, πού ἀποτελοῦν τήν Ἱερά Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας.
Ἡ σύγχυση τῶν Μαρτύρων τοῦ Ἰεχωβᾶ καί πολλῶν ἄλλων αἱρετικῶν (ἀκόμη καί τῶν ἀρχαίων ἀρειανοφρόνων) σχετικά μέ τίς μαρτυρίες τῆς Ἁγ. Γραφῆς γιά τό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ ὀφείλεται στό ἑξῆς: Ὁ Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁμοούσιος μέ τόν Πατέρα, τό δεύτερο πρόσωπο τῆς Ἁγ. Τριάδος, ὅταν ἦλθε τό πλήρωμα τοῦ χρόνου, κατέβηκε ἀπό τόν οὐρανό καί ἔγινε ἄνθρωπος γιά τή σωτηρία μας. Ἔγινε ὅμως ἄνθρωπος, χωρίς νά πάψει νά εἶναι καί Θεός. Δηλ. ὁ Χριστός εἶχε δύο τέλειες φύσεις, τήν θεία καί τήν ἀνθρώπινη, οἱ ὁποῖες ἑνώθηκαν στενά σέ ἕνα καί μοναδικό πρόσωπο, στό πρόσωπο τοῦ Θεοῦ Λόγου. Αὐτό σημαίνει ὅτι στήν Ἁγ. Γραφή ἄλλα χωρία ἀναφέρονται στή θεία φύση τοῦ Χριστοῦ, ἄλλα στήν ἀνθρώπινη (πού εἶναι κατώτερη ἀπό τή θεία καί κτιστή, ὁμοούσια μέ τή δική μας) καί ἄλλα στό ἕνα πρόσωπό Του. Ἄν δέν κατανοηθεῖ αὐτό, ἡ Ἁγ. Γραφή ἐμφανίζεται νά ἀντιφάσκει.
Τά χωρία πού συνήθως χρησιμοποιοῦνται γιά νά ἀποδειχθεῖ ὅτι δῆθεν ὁ Χριστός δέν εἶναι Θεός εἶναι τά Ἰωάν. 14, 28: «ὁ πατήρ μου μείζων μού ἐστιν» καί Παρ. 8, 22: «Κύριος ἔκτισέ με ἀρχήν ὁδῶν αὐτοῦ». Ὅμως, τά δύο αὐτά χωρία, ὅπως καί πολλά ἄλλα παρόμοια, ἀναφέρονται στήν Οἰκονομία τοῦ Χριστοῦ, δηλ. στήν ἀνθρώπινη φύση Του, καί σημαίνουν ὅτι ὡς ἄνθρωπος ὁ Χριστός εἶναι μικρότερος ἀπό τόν Πατέρα καί ὡς ἄνθρωπος «ἐκτίσθη». Παράλληλα μέ αὐτά ὑπάρχει πλῆθος ἄλλων χωρίων πού ἀποδεικνύουν ὅτι ὁ Υἱός εἶναι Θεός, ἴσος καί ὁμοούσιος μέ τόν Πατέρα. Ἄς δοῦμε κάποιες συγκεκριμένες περιπτώσεις:
Στό κατά Ἰωάννην εὐαγγέλιο ὁ ἴδιος ὁ Κύριος λέγει σαφῶς: «ἐγώ καί ὁ πατήρ ἕν ἐσμεν» (10, 30). Ὅταν ὁ Φίλιππος τοῦ ζήτησε νά ὑποδείξει τόν Πατέρα, ὁ Κύριος ἀπάντησε: «τοσοῦτον χρόνον μεθ' ὑμῶν εἰμι, καί οὐκ ἔγνωκάς με, Φίλιππε; ὁ ἐωρακώς ἐμέ ἐώρακε τόν πατέρα· καί πῶς σύ λέγεις, δεῖξον ἡμῖν τόν πατέρα; οὐ πιστεύεις ὅτι ἐγώ ἐν τῷ πατρί καί ὁ πατήρ ἐν ἐμοί ἐστι;» (Ἰωαν. 14, 9-10). Σέ πολλές περιπτώσεις ὁ Χριστός ἀποκαλεῖται «Υἱός τοῦ Θεοῦ», ὅρος πού σημαίνει στήν Καινή Διαθήκη αὐτόν πού ἔχει τήν ἴδια ἀκριβῶς φύση μέ τόν Πατέρα, εἶναι δηλ. Θεός. Ὁ λόγος, μάλιστα, γιά τόν ὁποῖο οἱ Ἰουδαίοι ἤθελαν νά θανατώσουν τόν Ἰησοῦ ἦταν ἐπειδή «πατέρα ἴδιον ἔλεγε τόν Θεόν, ἴσον ἑαυτόν ποιῶν τῷ Θεῷ» (Ἰωάν. 5, 18). Σέ πολλές περιπτώσεις ὁ Ἰησοῦς ἀποκαλεῖται σαφῶς «Θεός» καί μάλιστα «μεγάλος Θεός» καί «ἀληθινός Θεός». Στό Ἰωάν. 1, 1 διαβάζουμε: «ἐν ἀρχῇ ἦν ὁ Λόγος, καί ὁ Λόγος ἦν πρός τόν Θεόν, καί Θεός ἦν ὁ Λόγος». Τό χωρίο αὐτό διδάσκει ἀκόμη ὅτι ὁ Λόγος (ὁ Υἱός) ὑπῆρχε ἀνέκαθεν μαζί μέ τόν Πατέρα καί δέν ἔχει χρονική ἀρχή. Στήν αἰωνιότητα τοῦ Υἱοῦ ἀναφέρονται καί τά χωρία Ἀποκ. 1, 8 καί 22, 13, στά ὁποῖα ὁ Κύριος χαρακτηρίζεται «τό Α καί τό Ω», «ὁ πρῶτος καί ὁ ἔσχατος», ἡ «ἀρχή» καἰ τό «τέλος». Ὅταν ὁ Θωμᾶς ψηλάφησε τόν Κύριο μετά τήν Ἀνάσταση, ἀναφώνησε «ὁ Κύριός μου καί ὁ Θεός μου» (Ἰωάν. 20, 28). Ὁ ἀπ. Παῦλος λέγει περί τοῦ Χριστοῦ: «προσδεχόμενοι τήν μακαρίαν ἐλπίδα καί ἐπιφάνειαν τῆς δόξης τοῦ μεγάλου Θεοῦ καί σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ» (Τιτ. 2, 13) καί ὁ εὐαγ. Ἰωάννης: «οὖτός ἐστιν ὁ ἀληθινός Θεός καί ζωή αἰώνιος» (Α' Ἰω. 5, 20).
Σύμφωνα μέ τούς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, μιά ἀπό τίς ἰσχυρότερες ἀποδείξεις ὅτι ὁ Χριστός εἶναι Θεός, εἶναι ὅτι ἔχει τίς ἴδιες ἀκριβῶς ἐνέργειες καί ἰδιότητες μέ τόν Πατέρα. Οἱ ἴδιες ἐνέργειες καί ἰδιότητες πηγάζουν ἀπό τήν ἴδια φύση. Πράγματι, στό Ἰωάν 5, 21 ἀναφέρεται: «ὥσπερ γάρ ὁ πατήρ ἐγείρει τούς νεκρούς καί ζωοποιεῖ, οὕτω καί ὁ υἱός, οὕς θέλει ζωοποιεῖ». Ἡ Ἁγ. Γραφή εἶναι γεμάτη ἀπό μαρτυρίες γιά τίς ἴδιες ἐνέργειες καί ἰδιότητες τοῦ Υἱοῦ μέ τόν Πατέρα, ὅπως τό «ἀφιέναι ἁμαρτίας» (Μάρκ. 2, 10 καί 2, 5-10, Λουκ. 7, 48-49), ἡ ἀθανασία (Α' Τιμ. 6, 16, Ἀποκ. 1, 18), ἡ παντογνωσία (Ἰωάν. 2, 24, Ἀποκ. 2, 23), ἡ ἰδιότητα τοῦ «Βασιλέως τῶν βασιλέων καί Κυρίου τῶν κυρίων» (Α' Τιμ. 6, 15, Ἀποκ. 17, 14 καί 19, 16) κ.ἄ.
Ἡ Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας μας, πού ἔχει τήν πηγή της στούς λόγους τοῦ Κυρίου καί τῶν ἁγίων Ἀποστόλων, γνωρίζει σαφῶς πῶς ὁ ἄνθρωπος σώζεται μέ τήν πίστη ὅτι Χριστός εἶναι ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ, ὁ Θεός. Χωρίς αὐτή τήν πίστη οὔτε σωτηρία ὑπάρχει, οὔτε αἰώνια ζωή. Ὀνομαζόμεθα «Χριστιανοί» ἐπειδή ἀκριβῶς πιστεύουμε ὅτι ὁ Χριστός εἶναι ὁ Θεός μας (σέ ἀντίθεση μέ κάποιους πού ζητοῦν νά ὀνομάζονται «Χριστιανοί», χωρίς ὅμως νά πιστεύουν ὅτι ὁ Χριστός εἶναι Θεός).
Τήν ἀλήθεια αὐτή πού ἀποτελεῖ τό κέντρο τῆς πίστεως μας, ἐπιχείρησε νά ἀρνηθεῖ ὁ ἀρειανισμός τοῦ δ' μ.Χ. καί οἱ διάφορες μορφές μέ τίς ὁποῖες ἐπιβιώνει μέχρι σήμερα. Μία ἀπό τίς μορφές αὐτές εἶναι καί οἱ αἱρέσεις πού ὑποτιμοῦν τό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ, ὅπως οἱ Μάρτυρες τοῦ Ἰεχωβᾶ, καί μιά ἄλλη εἶναι οἱ ἐσφαλμένες ἀντιλήψεις πού ἔχουν κάποιοι συνάνθρωποί μας περί τοῦ Χριστοῦ. Ὁ ἀρειανισμός ἀπεβλήθη ἀπό τήν Ἐκκλησία σάν νοσηρή κατάσταση πού ὁδηγεῖ ἀναγκαστικά στόν πνευματικό θάνατο. Ὅπως εἴδαμε, δέν ἔχει καμία σχέση μέ τή διδασκαλία τῆς Ἁγ. Γραφῆς, πού ἀποδέχονται τουλάχιστον ὅλοι οἱ Χριστιανοί. Ἡ Ἁγ. Γραφή ὑπάρχει γιά νά πιστέψουμε «ὅτι Ἰησοῦς ἐστιν ὁ Χριστός ὁ υἱός τοῦ Θεοῦ, καί ἵνα πιστεύοντες ζωήν ἔχωμεν ἐν τῷ ὀνόματι αὐτοῦ» (Ἰω. 20, 31). Αὐτό σημαίνει ὅτι γιά νά ζήσουμε αὐτή τή ζωή, γιά τήν ὁποία κάνει λόγο ἡ Ἁγ. Γραφή, εἶναι ἀπαραίτητο νά προσαρμόσουμε τίς τυχόν ἐσφαλμένες ἀντιλήψεις μας σύμφωνα μέ τή διδασκαλία της.
Ἐκτός, ὅμως, ἀπό τίς παραπάνω, ὑπάρχουν καί ἄλλες μορφές ἀρειανισμοῦ, καθώς καί ἄλλες αἱρέσεις καί πλάνες γύρω ἀπό τό πρόσωπο τοῦ Κυρίου. Ὁ περιορισμένος χῶρος τοῦ ἐντύπου μας δέν μᾶς ἐπιτρέπει νά ἀναφερθοῦμε τώρα σ' αὐτές. Ἐπειδή ὅμως τό θέμα εἶναι ἰδιαίτερα σοβαρό καί ἀφορᾶ στή σωτηρία μας καί στή σωτηρία συνανθρώπων μας «ὑπέρ ὧν Χριστός ἀπέθανε», θεωροῦμε ἀπαραίτητο νά ἐπανέλθουμε στό ἑπόμενο τεῦχος τοῦ ἐντύπου μας.