«Τ’ άθεα γράμματα παραμέρισαν τούς άγιους καί τούς αγωνιστές καί βάλανε στό κεφάλι τού έθνους ξένους κι άπιστους γραμματισμένους, πού πάνε νά νοθέψουνε τή ζωή μας. Τ’ άθεα γράμματα κόψανε τό δρόμο τού έθνους και τ’ αμποδάνε νά χαρεί τή λευτεριά του. Είναι ντροπή μας, ένα γένος πού μέ τό αίμα του πύργωσε τή λευτεριά του, πού πορπάτησε τή δύσκολη ανηφοριά, νά παραδεχτεί πώς δέν μπορεί νά πορπατήσει στόν ίσιο δρόμο άμα ειρήνεψε κι ότι δέν ξέρουμε μείς νά συγυρίσουμε τό σπίτι, πού μέ τό αίμα μας λευτερώσαμε, αλλά ξέρουν νά τό συγυρίσουν εκείνοι πού δέν πολέμησαν, εκείνοι πού δέν πίστεψαν στόν αγώνα, εκείνοι πού πάνε νά μάς αποκόψουνε από τό Χριστό, καί πασχίζουνε νά μάς ρίξουνε στή σκλαβιά άλλων αφεντάδων, πούναι πιό δαιμονισμένοι από τούς Τούρκους. Γιατί καί κείνα πού σεβάστηκεν ο Τούρκος, τ’ άθεα γράμματα τά πατάνε καί πάνε νά τά ξερριζώσουνε. Αφανίζουνε μοναστήρια, πομπεύουνε τούς καλογέρους καί τίς καλόγριες, κλέβουνε τ’ άγια δισκοπότηρα καί τά πουλάνε γι’ ασήμι πού θά στολίσει τίς βρωμογυναίκες. Αρπάζουνε τ’ άγια τών αγίων καί τά βάζουνε κάτω από τά πόδια τής εξουσίας τους, πού τά ορίζει κατά τά νιτερέσα της. Τ’ άθεα γράμματα υφαίνουνε τό σάβανο τού γένους. Αυτά λοιπόν τά γράμματα θά μάθουμε στά παιδιά μας;»
«Γιά τούτο ένας δρόμος μάς μένει πρός σωτηρία: Ο λόγος τού Χριστού. Τά Βαγγέλια, οι Ψαλμοί, τό Χτοήχι. Σέ τούτα τά βιβλία είναι μαζωμένη όλη η σοφία τού κόσμου, όλη η αλάθευτη γνώση, κι αυτά μονάχα μπορούν ν’ ανταποκριθούν στόν άνθρωπο, πού ρωτά καί πού διψά νά μάθει. Όξω απ’ αυτά γνώση καί αλήθεια δέν υπάρχουν. Νά τά μάθετε λοιπόν γράμματα τά παιδιά σας, αλλά νά τά μάθετε γράμματα τού Θεού κι όχι γράμματα τού διαβόλου. Υπάρχουνε δυό λογιώ γράμματα, αδέρφια μου, συνέχισε ο Παπουλάκος. Τά θεοτικά γράμματα καί τ’ άθεα γράμματα. Ο πατέρας τού Έθνους, ο Άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός μάς ορμήνεψε νά μαθαίνουμε γράμματα, αλλά μάς δίδαξε ν’ ακονίζουμε τό μυαλό μας στό ακόνι τού Χριστού.
Τ’ άθεα γράμματα είναι η ρίζα κάθε συμφοράς, Χριστιανοί μου. Σ’ αυτά έχουνε θεμελιωθεί όλου τού κόσμου οι συμφορές. Αυτά πασχίζουν νά σβύσουν από τά μάτια μας τήν άγια όψη τού Χριστού μας κι αυτά μάς μαθαίνουνε πώς χρεία μας είναι τό μίσος κι ο φτόνος κι όχι η αγάπη κι η ελεημοσύνη. Μιλλιούνια ανθρώποι πλανήθηκαν απ’ αυτή τήν ξεγελάστρα μάθηση, κι ακουμπήσαν απάνω της, γιά νά κοιμηθούν ξέγνοιαστοι. Δέν τά κατάφεραν όμως. Τούς ξύπνησαν τά ουρλιάσματα τού πολέμου καί τού αφανισμού. Τό τέλος καί τό δικό τους καί τών παιδιών τους καί τών παιδιών τών παιδιών τους, στάθηκε πιό φοβερό. Τέτοια γνώση είναι καρπός τής περηφάνειας, πού είναι τό πιό θανάσιμο κρίμα, είναι τό ψήλωμα τού νού, είναι κατάρα Θεού, πού στέλνει ολόϊσα στήν κόλαση».
Από το βιβλίο του Κωστή Μπαστιά, «Παπουλάκος» (σελ. 115-116 & 171)