ΤΟ ΠΡΟΣΩΠΟ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ ΚΑΙ ΟΙ ΑΙΡΕΣΕΙΣ
Γ'. ΣΥΓΧΡΟΝΕΣ ΜΟΡΦΕΣ ΑΡΕΙΑΝΙΣΜΟΥ
π.Σωτήριος Αθανασούλιας,Εφημέριος Μητροπολιτικού Ιερού Ναού Αγίου Βασιλείου Τριπόλεως («Ὀρθοδοξία καί αἵρεσις» τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Μαντινείας καί Κυνουρίας, τεῦχ. 35, Νοέμβριος -Δεκέμβριος 2004).
Εἰσαγωγικά
Συνεχίζοντας τό ἀφιέρωμά μας στό πρόσωπο τοῦ Κυρίου, στό κέντρο τῆς πίστεώς μας, καί στίς αἱρετικές παρανοήσεις γύρω ἀπ' αὐτό, θά ἀσχοληθοῦμε στό παρόν τεῦχος μέ κάποιες νέες μορφές ἀρειανισμοῦ πού ἐμφανίζονται στήν ἐποχή μας. Στό τεῦχος 33 δείξαμε τί ἀκριβῶς ἦταν ὁ ἀρχαῖος ἀρειανισμός, ἡ αἱρετική πίστη καί διδασκαλία τοῦ δ' μ.Χ. αἰῶνος πού δεχόταν σέ γενικές γραμμές ὅτι ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ, τό δεύτερο πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδος, δέν εἶναι ἀληθινός Θεός, ἀλλά ἔχει φύση ὅμοια μέ αὐτή τῶν κτισμάτων (τῶν δημιουργημάτων τοῦ Θεοῦ). Μέ τήν εὐρύτερη ἔννοια, ἀρειανισμό συνιστᾶ κάθε πίστη καί διδασκαλία πού ὑποτιμᾶ τό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ. Τέτοιες αἱρετικές διδασκαλίες ἐμφανίζονται πολλές στήν ἐποχή μας, ἐκφραζόμενες εἴτε ἀπό συγκεκριμένες αἱρετικές ὁμάδες εἴτε ἀπό εὐρύτερα θρησκευτικά ἤ «πνευματικά» (=ἀποκρυφιστικά) κινήματα, ὅπως τό κίνημα τῆς Νέας Ἐποχῆς. Θά ἀναφέρουμε μερικές συγκεκριμένες περιπτώσεις.
Προκαταβολικά, ὅμως, πρέπει καί πάλι νά τονίσουμε ὅτι τό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ εἶναι τό κέντρο τῆς πίστεως καί τῆς ζωῆς μας (ὀνομαζόμεθα Χριστιανοί, ἐπειδή ἀκριβῶς πιστεύουμε στόν Χριστό), εἶναι τό πρόσωπο διά τοῦ ὁποίου σωζόμεθα. Αὐτό σημαίνει ὅτι κάθε ἀλλοίωση τῆς ἀλήθειας γιά τό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ ὁδηγεῖ σέ ἕναν ἄλλο «χριστό», διαφορετικό ἀπό τόν ἕνα καί ἀληθινό Χριστό στόν ὁποῖο πιστεύουμε, σέ ἕναν «χριστό» πού δέν σώζει. Ὅλες οἱ αἱρέσεις γύρω ἀπό τό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ εἶναι, κατά συνέπειαν, δρόμοι πού ἀπομακρύνουν ἀπο τόν ἀληθινό Θεάνθρωπο Χριστό πού σώζει καί ὁδηγοῦν σέ ἄλλους «χριστούς» πού δέν σώζουν. Ὅλες οἱ αἱρέσεις δηλ. ἀποκλείουν τόν ἄνθρωπο ἀπό τή σωτηρία.
Ἡ μασωνική ἀντίληψη περί τοῦ Χριστοῦ
Ἡ Μασωνία εἶναι μυστική καί θρησκευτική ὀργάνωση μέ δική της λατρεία. (βλ. τεῦχ. 13 τοῦ ἐντύπου μας). Ὅσο καί ἄν ἐπιχειρεῖ ἡ ὀργάνωση νά ἐμφανίζεται μέ διδασκαλία δῆθεν σύμφωνη μέ αὐτήν τῆς Ἐκκλησίας μας, ἠ ἀλήθεια εἶναι ὅτι ἀποδέχεται μιά ἀντιλήψη γιά τό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ ριζικά ἀντίθετη ἀπό τήν χριστιανική. Ἄς δοῦμε πῶς ἐκφράζεται ἡ ἀντίληψη αὐτή σέ κείμενα κορυφαίων διδασκάλων τοῦ Τεκτονισμοῦ (Μασωνίας) ἤ σέ τεκτονικά τελετουργικά τυπικά. Τό Τυπικό μυήσεως στόν 18 μασωνικό βαθμό ἐπισημαίνει: «εἴτε παραδέχεσθε αὐτό [τό πρόσωπο τοῦ Λόγου] ὡς ἱστορικόν, εἴτε ὡς ἀλληγορικόν, εἴτε ὡς θεῖον, πάντως ὅμως θέλετε παραδεχθῆ αὐτό ὡς τήν προσωποποίηση τῆς Ἀγάπης, τῆς Πραότητος καί τῆς Ἐγκαρτερήσεως» (Β. Γιαννοπούλου, Σύγχρονες αἱρέσεις. τ. Β' Τεκτονισμός ἤ Μασωνία, Ἀθήνα 1994, σ. 53-54). Τόν Λόγο (ὁ Λόγος εἶναι ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ, ὁ Χριστός, τό δεύτερο πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδος κατά τήν χριστιανική πίστη) ὁ Λ. Λιναρᾶς ὁρίζει «ὡς τό σύνολο τῶν κατηγορημάτων τοῦ "ὄντος" ἤ ἐπί τό ἁπλούστερον ὡς τήν καθόλου δραστηριότητα, τήν κανονικήν δημιουργικήν δύναμιν καί λειτουργίαν τοῦ ὑπερβατικοῦ Νοῦ, δηλαδή τοῦ "Θεοῦ". Αὐτόν τόν ὁποῖον ἡμεῖς οἱ Τέκτονες συνηθίζομεν νά προσονομάζωμεν Μ.Α.Τ.Σ.» (αὐτόθι, σ. 53) Τά παραπάνω συνιστοῦν ἀποδοχή τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ μέ συμβολική μόνο ἔννοια καί μᾶς μεταφέρουν στόν φιλοσοφικό χῶρο τοῦ Νεοπλατωνισμοῦ, ἀποτελοῦν δέ στήν οὐσία ἄρνηση ἀκόμη καί τῆς ὑπάρξεως τοῦ Χριστοῦ.
Σέ ἄλλα κείμενα ἡ ἱστορική ὕπαρξη τοῦ Χριστοῦ γίνεται ἀποδεκτή. Μέ ποιό τρόπο ὅμως; Οἱ γνωστότεροι σέ μᾶς Μυσταγωγοί, γράφει ὁ Ἰω. Βασιλής, «εἶναι ὁ Πυθαγόρας καί ὁ Ἰησοῦς. Καί οἱ δύο θεωροῦνται ὡς διδάσκαλοι τῆς ἀνθρωπότητος καί υἱοί θεοῦ. Καί ὄντως κατά τήν Ἑλληνικήν παράδοσι ὁ Πυθαγόρας θεωρεῖται ὅτι εἶναι τέκνον τοῦ Ἀπόλλωνος, τοῦ Θεοῦ τοῦ φωτός ... ὁ δέ Ἰησοῦς ἀπεκάλεσε ἐαυτόν υἱόν τοῦ Θεοῦ» (αὐτόθι, σ. 54). Καί ὁ Τιμ. Βρατσάνος ἀναφέρει: «ὁ σημερινός τέκτων γνωρίζει καλά ὅτι ἡ μύησίς του στά τεκτονικά μυστήρια τόν ἔκαμε τέκτονα ὅμοιο μέ τόν Ποσειδῶνα καί τόν Ἀπόλλωνα καί τόν Ἀμφίωνα καί τόν Χριστό» (αὐτόθι). Ἐδῶ διατυπώνεται μιά πλήρης ἄρνηση τῆς θεότητος τοῦ Χριστοῦ. Ὁ Χριστός δέν θεωρεῖται ὡς ὁ μόνος καί ἀληθινός Θεός, ἀλλ' ὡς ἕνας ἁπλός ἄνθρωπος (ὅπως ὁ Πυθαγόρας), ἤ ἐξισώνεται μέ διάφορα ἀνύπαρκτα πρόσωπα τῆς ἀρχαίας θρησκείας (ὅπως ὁ Ποσειδώνας καί ὁ Ἀπόλλωνας). Ὁ Ἰησοῦς κατά τή μασωνική ἀντίληψη δέν ἦταν τίποτε περισσότερο ἀπό ἕναν «τέλειο μύστη», ἕναν μεγάλο μασῶνο, τόν ὁποῖο μπορεῖ νά φθάσει (καί νά ξεπεράσει!) κάθε μυημένος στίς «ἀλήθειες» τοῦ Τεκτονισμοῦ.
Ἀλλά τό χειρότερο εἶναι ὅτι ὁ Τεκτονισμός ἀναμένει καί ἕναν ἄλλο Μύστη, τόν μεγαλύτερο Μύστη ὅλων τῶν ἐποχῶν, ἕναν ἄλλο «Μεσσία» ἀνώτερο ἀπό τόν Χριστό, τόν «Μέγα Μύστη τῆς Αὔριον», ὁ ὁποῖος θά ἑρμηνεύσει αὐθεντικά τά τεκτονικά σύμβολα καί θά ἀποκαλύψει, δῆθεν, τήν πλήρη ἀλήθεια. Τά χαρακτηριστικά τοῦ «Μεγάλου Μύστη» πού ἀναμένουν οἱ Τέκτονες μοιάζουν μέ αὐτά τοῦ Ἀντιχίστου, γιά τόν ὁποῖο κάνει λόγο ἡ Ὀρθόδοξη παράδοση, ἀφοῦ ὁ Χριστός κατά τήν Δευτέρα Παρουσία Του δέν θά ἔλθει οὔτε γιά νά ἑρμηνεύσει σύμβολα, οὔτε γιά νά ἀποκαλύψει νέες ἀλήθειες, ἀλλά γιά νά κρίνει «ζῶντας καί νεκρούς». Μέ βάση τά παραπάνω, προκαλεῖ ἐντύπωση τό ὅτι κάποιοι ἰσχυρίζονται ὅτι Χριστιανισμός καί Μασωνισμός εἶναι δύο μεγέθη πού συμβιβάζονται καί μποροῦν νά συναντηθοῦν. Προφανῶς εἶναι ἀπόλυτα ἐπιτυχής ὁ χαρακτηρισμός τῆς Ἱ. Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, πού ἀπεκάλεσε τόν Τεκτονισμό «ἀντίχριστον σύστημα» (Ἐκκλησία, τ. ΟΓ', 1996, σ. 673).
Μεσσιανικές θρησκεῖες καί αἱρέσεις
Κατά τήν χριστιανική ἀντίληψη, ὁ Χριστός εἶναι ὁ Μεσσίας πού ἀναμενόταν κατά τήν περίοδο τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ἐμφανίστηκε στόν κόσμο «ὅτε ἦλθε τό πλήρωμα τοῦ χρόνου» καί θά ἔλθει γιά δεύτερη φορά «κρίναι ζῶντας καί νεκρούς» στό τέλος αὐτοῦ τοῦ κόσμου. Στό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ ἐκπληρώθηκε μιά καί γιά πάντα κάθε γνήσια καί αὐθεντική μεσσιανική προσδοκία. Σήμερα, ὅμως, ἐμφανίζονται θρησκευτικές ὁμάδες μέ ἔντονες πολλές φορές μεσσιανικές προσδοκίες. Μόνο πού οἱ ἀρχηγοί τῶν ὁμάδων αὐτῶν στή θέση τοῦ μόνου Μεσσία τοποθετοῦν τόν ἑαυτό τους! Οἱ ἄνθρωποι αὐτοί ἐμφανίζονται εἴτε ὡς μετενσαρκώσεις τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ (μέ βάση τήν πλανημένη καί ἀπαράδεκτη ἀπό Ὀρθόδοξη ἄποψη θρησκευτική πίστη τῆς μετενσάρκωσης), εἴτε ὡς πρόσωπα μέ ἀποστολή καί ἰδιότητες παράλληλες ἤ καί ἀνώτερες ἀπ' αὐτές τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Δυστυχῶς πολλοί ἄνθρωποι τούς πιστεύουν καί τούς ἀκολουθοῦν. Ἄλλοι ἀπό αὐτούς τούς «νέους μεσσίες» κινοῦνται στόν χριστιανικό χῶρο καί ἄλλοι, οἱ περισσότεροι ἴσως, κινοῦνται ἐκτός τοῦ χριστιανισμοῦ, στόν χῶρο τῶν ἀνατολικῶν θρησκειῶν, τῆς Νέας Ἐποχῆς κ.λ.π. Ἄς δοῦμε κάποια παραδείγματα καί αὐτῆς τῆς περίπτωσης:
Ἡ ἀρχηγός τῆς αἵρεσης Σαχάτζα Γιόγκα, πού εἶχε ἐμφανισθεῖ κάποτε καί στήν Τρίπολη, ἀποκαλεῖται «Θεοτάτη Μητέρα» καί ἰσχυρίζεται τά ἑξῆς γιά τόν ἑαυτό της: «Εἶμαι ἐκείνη ἡ ὁποία θά σώσει τήν ἀνθρωπότητα ... Εἶμαι τό Ἅγιο Πνεῦμα ... ὁ Χριστός εἶμαι Ἐγώ». «Ἀνακοινῶστε σέ ὅλα τά ἔθνη τώρα ὅτι εἶμαι τό Ἅγιο Πνεῦμα». «Τώρα, ἐσεῖς οἱ ἄνθρωποι πού ἤρθατε ἀπό χριστιανικές πίστεις, πρέπει νά δεῖτε σέ μένα τό Χριστό. Ὁ Χριστός εἶμαι ἐγώ, τώρα καθισμένη μπροστά σας». «Μπροστά σας στέκεται κάποιος πού ἐλέγχει ὅλα τά κέντρα, ὅλους τούς δρόμους, δηλαδή αὐτός πού εἶναι παντοδύναμος». (Ἀντ. Ἀλεβιζοπούλου, Διαλογισμός ἤ Προσευχή; Ἀθῆναι 1997, σ. 153-154).
Ὁ κορεάτης ψευδομεσσίας Σάν Μυούνκ Μούν ἰσχυρίζεται ὅτι εἶναι ὁ τελευταῖος ἀγγελιοφόρος τοῦ Θεοῦ, ὁ «χριστός». Πιστεύει ὅτι ὁ Θεός τόν ἐξέλεξε γιά νά ὁλοκληρώσει τό ἔργο πού ἀπέτυχε, δῆθεν, νά ὁλοκληρώσει ὁ Ἰησοῦς Χριστός. Κατά τήν διδασκαλία του, κυρίαρχος τοῦ κόσμου εἶναι ὁ σατανᾶς. Ὁ Μούν ἰσχυρίζεται ὅτι θά ἀποσπάσει ἀπό τόν σατανᾶ τήν ἐξουσία καί θά ἐγκαθιδρύσει τή βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Γι' αὐτό ἀποκαλεῖται «δεύτερος μεσσίας» καί «Κύριος τῆς Δευτέρας Παρουσίας». Θεωρεῖται «ἀπεριόριστος νικητής τοῦ οὐρανοῦ καί τῆς γῆς» πού ἀναγνωρίστηκε ἀπό τόν πνευματικό κόσμο σάν «νικητής τοῦ σύμπαντος καί Κύριος τῆς δημιουργίας». Μένει μόνο νά τόν ἀναγνωρίσουν καί οἱ ἄνθρωποι σ' ὅλη τή γῆ. Πράγματι, οἱ ὁπαδοί του τόν ταυτίζουν μέ τόν ἴδιο τόν Θεό, τόν τιμοῦν σάν «Κύριο τῆς Δευτέρας Παρουσίας» καί ἀπευθύνονται σ' αὐτόν μέ λατρευτικούς ὕμνους καί προσευχές (Ἀντ. Ἀλεβιζοπούλου, Ἐγχειρίδιο αἱρέσεων καί παραθρησκευτικῶν ὁμάδων, Ἀθῆναι 1994, σ. 574-575).
Ἄλλη χαρακτηριστική περίπτωση αὐτοαποκαλλούμενου «μεσσία» εἶναι αὐτή τοῦ ἀρχηγοῦ τῆς αἵρεσης «Παιδιά τοῦ Θεοῦ» David Berg, ὁ ὁποῖος πιστεύει ὅτι πολλοί προφῆτες προφήτευσαν γι' αὐτόν, ὅτι ἀπό τήν κοιλιά τῆς μητέρας του ἦταν πλήρης Ἁγίου Πνεύματος, ὅπως ὁ Ἰωάννης ὁ Πρόδρομος, ὅτι δέχθηκε ἐπανειλημμένες κλήσεις τοῦ Θεοῦ καί ἄλλα παρόμοια (αὐτόθι, σ. 563-564).
Ὁ «χριστός» τῆς Νέας Ἐποχῆς
Ἡ Νέα Ἐποχή εἶναι ἕνα μεγάλο κίνημα στό ὁποῖο ἐντάσσονται ἑκατοντάδες ὀργανώσεις καί πρόσωπα σέ ὅλο τόν κόσμο. Ἔχοντας τίς ρίζες του στήν Ἀστρολογία, δέχεται ὅτι κάθε 2.000 χρόνια περίπου ὁ ἥλιος μας καί ὅλοι οἱ πλανῆτες πού τόν περιβάλλουν διέρχεται ἕνα ἀπό τά ζώδια ἑνός μεγάλου ζωδιακοῦ κύκλου. Τό διάστημα αὐτό ὀνομάζεται «Ἐποχή» καί χαρακτηρίζεται ἀπό τήν κυριαρχία μιᾶς μεγάλης προσωπικότητος, ἑνός Μεσσία. Μέχρι τώρα, ἰσχυρίζονται οἰ ὀπαδοί τοῦ κινήματος, ζούσαμε στήν ἐποχή τοῦ Ἰχθύος, ὅπου κυριαρχοῦσε ἡ προσωπικότητα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ἡ ἐποχή αὐτή περιγράφεται μέ τά πιό σκοτεινά χρώματα, ὡς ἐποχή τῆς καταπίεσης, τῶν ἐντολῶν, τῶν πολέμων καί γενικά τοῦ κακοῦ. Τώρα ὅμως μπαίνουμε, ὑποτίθεται, σέ μιά ἄλλη ἐποχή, στήν ἐποχή τοῦ Ὑδροχόου, μιά ἐποχή φωτεινή, ὅπου θά κυριαρχήσει μιά νέα προσωπικότητα, ἕνας νέος Μεσσίας ἤ Ἀβατάρ, πού θά λύσει ὅλα τά προβλήματα.
«Ἡ νέα ἀνθρωπότητα», ἰσχυρίζεται κορυφαία ἐκπρόσωπος τοῦ κινήματος τῆς Νέας Ἐποχῆς, «θά ἀναδυθεῖ μέ τήν ἐμφάνιση τοῦ "Χριστοῦ". Ἀπό τό 1945 ὁ "Χριστός" ἀνέλαβε τά καθήκοντα τοῦ Διδασκάλου τοῦ Ὑδροχόου καί οἱ "δυνάμεις ἀποκαταστάσεως" ἄρχισαν τό ἔργο τους ... Ἡ ἔλευση τοῦ Χριστοῦ τοῦ Ὑδροχόου ἀποτελεῖ ... ἕνα "πνευματικό γεγονός", πού θά φέρει "μεγάλες ἀλλαγές ἤ ἀποκαταστάσεις" καί θά ἐγκαινιάσει "ἕνα καινούγιο πολιτισμό" ... Παρ' ὅλο πού ἡ ἐμφάνιση τοῦ "Χριστοῦ" δέν ἔχει ἀκόμη γίνει γνωστή, ἡ "βασιλεία τοῦ Θεοῦ ὑπάρχει ἤδη"». Πότε θά γίνει ἡ ἐμφάνιση τοῦ νέου «χριστοῦ»; «Κάθε φορά πού οἱ καιροί ὡριμάζουν καί ἡ ἐπίκληση τῶν μαζῶν γίνεται διαπεραστική, ἔρχεται ἕνας "Ἀβατάρ - Χριστός" ... Τό ὅτι δέν ἔχει ἀκόμη ἐμφανισθεῖ ὁ νέος χριστός, τοῦτο ὀφείλεται ... στά ἐμπόδια πού παρενέβαλε ἡ Ἐκκλησία» (Ἀντ. Ἀλεβιζοπούλου, Ἀποκρυφιστικές ὁμάδες, Ἀθήνα 1996, σ. 152).
Ἤδη γίνεται φανερό ὅτι ἡ Νέα Ἐποχή πρεσβεύει τήν πλήρη ἄρνηση τοῦ προσώπου τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ καί τῆς σχετικῆς Ὀρθόδοξης διδασκαλίας. Πρεσβεύει τήν ἀντικατάσταση τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ μέ ἕναν ἄλλο Μεσσία. Ἡ Νέα Ἐποχή κάνει, βέβαια, λόγο περί «χριστοῦ», ἀλλά ὁ «χριστός» αὐτός δέν εἶναι ὁ Ἰησοῦς Χριστός τῆς χριστιανικῆς πίστεως, εἶναι ἕνας ἄλλος «χριστός». Ποιός εἶναι αὐτός ὁ ἄλλος «χριστός», ὁ νέος Μεσσίας, πού ἀναμένει ἡ Νέα Ἐποχή; Κάθε ὁμάδα πού ἐντάσσεται σ' αὐτό τό κίνημα ἀναμένει συνήθως τόν Μεσσία μέ τόν δικό της τρόπο, ἤ θεωρεῖ τόν δικό της Μεσσία ὡς Μεσσία τῆς Νέας Ἐποχῆς.
Ἀποδέχονται οἱ ὁμάδες καί οἱ ὀργανώσεις τῆς Νέας Ἐποχῆς τήν ἱστορική ὕπαρξη τοῦ Ἱησοῦ Χριστοῦ, καί μέ ποιό τρόπο; Γιά νά ἀπαντήσουμε σ' αὐτό τό ἐρώτημα, πρέπει νά ἔχουμε ὑπ' ὄψιν ὅτι γιά τήν Νέα Ἐποχή ὁ «χριστός» εἶναι πάνω ἀπ' ὅλα μιά «κατάσταση» μέσα στόν ἄνθρωπο καί ὄχι ἕνα πρόσωπο. Ἡ κατάσταση αὐτή ὀνομάζεται «χριστική κατάσταση» ἤ «κατάσταση τοῦ χριστοῦ» ἤ ἀκόμη μπορεῖ νά ὀνομάζεται «κατάσταση τοῦ Βούδα» κ.ἄ. Κατά τήν Νέα ἐποχή, ἡ οὐσία τοῦ ἀνθρώπου εἶναι θεϊκή. Ὁ ἄνθρωπος καλεῖται νά ἀνακαλύψει καί νά λατρεύσει τόν «θεό» πού βρίσκεται μέσα του, δηλ. νά λατρεύσει τόν ἴδιο τόν ἑαυτό του. Πρόκειται γιά μηχανισμό αὐτολατρείας καί αὐτοθεοποίησης τοῦ ἀνθρώπου. Οἱ ὁμάδες τῆς Νέας ἑποχῆς διατυπώνουν διάφορα συστήματα αὐτοσωτηρίας καί αὐτοεξέλιξης, σύμφωνα μέ τά ὁποῖα ὁ ἄνθρωπος πρέπει νά καλλιεργήσει καί νά ἀναπτύξει τίς «θεϊκές» δυνάμεις, πού δῆθεν βρίσκονται μέσα του, προκειμένου νά ἀνέλθει σέ ἀνώτερα ἐπίπεδα ὕπαρξης. Ἀνερχόμενος αὐτά τά ἐπίπεδα, καθίσταται κατά κάποιον τρόπο «ὑπεράνθρωπος», γίνεται «μύστης» καί γνωρίζει τά μυστικά τῆς ζωῆς, πού παραμένουν ἀπόκρυφα γιά τούς ἀμυήτους. Ἕνας μεγάλος μύστης ἦταν καί ὁ Ἰησοῦς Χριστός, καθώς καί ὅλοι οἱ ἀρχηγοί τῶν γνωστῶν θρησκειῶν.
Ἔτσι, τό ἄν ὑπῆρξε ἱστορικά ὁ Ἰησοῦς Χριστός καί τί ἀκριβῶς ἦταν αὐτός φαίνεται νά ἔχει ἐντελῶς δευτερεύουσα σημασία. Θά μποροῦσε ὁ Ἰησοῦς Χριστός καί νά μήν εἶχε ὑπάρχει ποτέ ὡς ἱστορικό πρόσωπο. Ἄν ὑπῆρξε, αὐτό πού ἔχει σημασία δέν εἶναι τό ἴδιο τό πρόσωπό του, ἀλλά ἡ κατάσταση στήν ὁποία βρισκόταν. Ἄν πάλι δέν ὑπῆρξε ὡς ἱστορικό πρόσωπο, ὑπῆρξε ὡς «προσωποποιημένη ἰδέα» ἤ ὑπάρχει ὡς κατάσταση («χριστική κατάσταση»), τήν ὁποία ἐντοπίζουν σέ διάφορα ἄλλα πρόσωπα, στόν Βούδα στόν Κρίσνα, ἀλλά καί σέ νεότερους αἱρεσιάρχες - «μεσσίες», ὅπως στόν Σάμαελ Ἄουν Βεόρ, στόν Σάϊ Μπάμπα, στόν Διονύσιο Δώριζα κ.ἄ. Στό ἴδιο πλαίσιο «ἀντικειμενικῆς» πληροφόρησης ἀπό σκοτεινούς δημοσιογραφικούς κύκλους ἐντάσσεται καί ἡ συχνή στίς μέρες μας εἰδησεογραφία σχετικά μέ τήν ἀμφισβήτηση τῶν ἱστορικῶν μαρτυριῶν γιά τόν Ἰησοῦ, τόν Πρόδρομο καί ἄλλα πρόσωπα τῆς Κ. Διαθήκης, ὥστε νά παρουσιαστοῦν ὡς πρόσωπα ἀμφίβολα ἤ μέλη αἱρέσεων τοῦ Ἰουδαϊσμοῦ (Ἐσσαῖοι κ.λ.π.).
Τό χειρότερο εἶναι ὅτι ἡ κατάσταση αὐτή τοῦ Χριστοῦ θεωρεῖται προσβάσιμη (ἀλλά καί ὑπερβάσιμη!) γιά τόν καθένα. Ὁποιοσδήποτε μπορεῖ ὄχι μόνο νά τήν φθάσει, ἀλλά καί νά τήν ξεπεράσει! Ὁποιοσδήποτε δηλ. μπορεῖ νά γίνει ἀνώτερος ἀπό τόν Χριστό! Γιατί ὁ Χριστός, τελικά, εἶναι μιά κατάσταση πού βρίσκεται μέσα μας καί λατρεύοντας τόν Χριστό ὁ ἄνθρωπος τῆς Νέας Ἐποχῆς, λατρεύει, ὅπως προαναφέραμε, τόν ἑαυτό του. Ἔτσι π.χ. ἑλληνική ὀργάνωση τοῦ κινήματος συνιστᾶ νά ἀπευθυνόμεθα στόν ἑαυτό μας μέ τά ἑξῆς λόγια: «Ὑπέροχε Ἕνα, Σύμβουλέ μου, Πρίγκιπα τῆς Εἰρήνης μου, Χριστέ Ἑαυτέ μου... Σκέψου ὅλη τήν ἡμέρα ὅτι εἶσαι ὁ Χριστός τοῦ Θεοῦ καί ζῆσε μέ αὐτή τή σκέψη. Μετά σκέψου πώς αἰσθάνεται ὁ Χριστός. Πώς μιλᾶ ὁ Χριστός, πώς εὐλογεῖ ὁ Χριστός, καί τέλος, θυμήσου ὅτι εἶσαι ὁ Χριστός τοῦ Θεοῦ» (Χρ. Τσιάκκα, Ἡ «Νέα Ἐποχή», Λεμεσός 1998, σ. 26). Ὁ ἄνθρωπος τῆς Ν. Ἐποχῆς ἀνταποκρίνεται πλήρως στήν προσφορά τοῦ διαβόλου πρός τούς πρωτοπλάστους: «ἔσεσθε ὡς θεοί». Καί πιστεύει ὅτι εἶναι ὁ Θεός.
Ἡ Ν. Ἐποχή ἀρνεῖται πλήρως τήν Ὀρθόδοξη διδασκαλία περί τοῦ Χριστοῦ κατά δύο τρόπους: α) μέ τό νά ἐκλαμβάνει τόν ἱστορικό Ἰησοῦ Χριστό ὄχι ὡς συγκεκριμένο πρόσωπο, ἀλλά ὡς ἀφηρημένη κατάσταση καί β) μέ τό νά ἀναμένει στήν θέση τοῦ ἑνός καί τοῦ αὐτοῦ Χριστοῦ, πού θά ἔλθει νά κρίνει τόν κόσμο, ἕναν ἄλλο «μεσσία». Κάτι ἀνάλογο γίνεται καί ἀπό τίς ἄλλες ὀργανώσεις πού προαναφέραμε. Ἐκθέτουμε τά βασικά σημεῖα τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως, ὄχι γιά νά ἀποδείξουμε κάτι, ἀφοῦ αὐτές οἱ ἀλήθειες προσεγγίζονται μέ τήν πίστη καί δέν ὑπόκεινται σέ λογικές ἀποδείξεις (ὅπως ἄλλωστε συμβαίνει καί μέ τίς αἱρετικές ἀντιλήψεις πού προαναφέραμε), ἀλλά νά νά δείξουμε τί συμφωνεῖ μέ τήν Ὀρθδόξη πίστη μας καί τί δέν συμφωνεῖ.
Κατά τή διδασκαλία, λοιπόν, τῆς Ἐκκλησίας μας, ὁ Χριστός δέν εἶναι ἀφηρημένη ἰδέα ἤ κατάσταση, ἀλλά συγκεκριμένο πρόσωπο. Εἶναι τό δεύτερο πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδος, πού ὑπῆρχε μαζί μέ τόν Πατέρα (καί τό Ἅγ. Πνεῦμα) προαιωνίως. Εἶναι «Θεός ἀληθινός», «ὁμοούσιος» μέ τόν Πατέρα, καί δέν ἔχει καμία ἀπολύτως σχέση (ὁμοιότητα) μέ τά «κτίσματα» (δημιουργήματα). Ὅταν ἦλθε ἡ κατάλληλη ἐποχή, τό πρόσωπο αὐτό, γιά τή δική μας σωτηρία, κατέβηκε ἀπό τόν οὐρανό στή γῆ καί ἔγινε ἄνθρωπος, χωρίς, ὅμως, νά πάψει νά εἶναι καί Θεός. Ὡς «τέλειος Θεός καί τέλειος ἄνθρωπος ὁ αὐτός», ὁ Ἰησοῦς Χριστός, ἐζησε ἀνάμεσά μας, τόν εἴδαμε, τόν ἀκούσαμε, δίδαξε, θαυματούργησε, σταυρώθηκε, ἀναστήθηκε συτρίβοντας τό κράτος τοῦ θανάτου καί ἀνέβηκε καί πάλι στούς οὐρανούς μαζί μέ τήν ἀνθρωπινη φύση πού προσέλαβε. Γιά μᾶς εἶναι ὁ μόνος Ἅγιος, ὁ μόνος Κύριος, ὁ μόνος Σωτῆρας καί Λυτρωτής. Κάποτε θά ἔλθει καί πάλι ὁ ἴδιος «μετά δόξης» γιά νά κρίνει τούς ζῶντας καί τούς νεκρούς, τούς ὁποίους θά ἀναστήσει. Καί ἄλλους μέν (ὅσους άκολουθοῦσαν τό θέλημα τοῦ διαβόλου) θά ἐξαποστείλει «εἰς τό πῦρ τό αἰώνιον τό ἡτοιμασμένον τῷ διαβόλῳ καί τοῖς ἀγγέλοις αὐτοῦ» (Ματθ. 25, 41), ἄλλους δέ θά καταστήσει κληρονόμους τῆς Βασιλείας Του, τῆς ὁποίας «οὐκ ἔσται τέλος».
Δείτε και: