Η ζήλεια
ΓΕΝΙΚΑ:Η ζήλεια συναντάται στην ελληνική μυθολογία (ζηλοτυπία Ήρας, διαμάχη Αγαμέμνονα-Αχιλλέα για τη Βρισηίδα), στην παγκόσμια λογοτεχνία (Οθέλλος) αλλά και στην Αγία Γραφή (η ζηλεια προς τον Ιωσήφ, των αδελφών του).
Πάντως στα λεξικά της αρχαίας Ελληνικής δε συναντάμε τη λέξη ζήλεια, παρά τους τύπους: ζηλημοσύνη, ζηλοτυπία, ζήλος, ζηλοσύνη. Στη νεοελληνική, αλλά και στη βιβλική γλώσσα, όπου απαντάται η λέξη ζήλεια, η έννοιά της επικαλύπτεται από το φθόνο και τη ζηλοτυπία.
ΟΙ ΤΥΠΟΙ ΤΗΣ ΖΗΛΕΙΑΣ:Υπάρχουν πολλοί τύποι ζήλειας, όπως η ζήλεια της μη εργαζόμενης συζύγου προς την εργασία του συζύγου που του απορροφά πολύτιμο γι' αυτή χρόνο, η ζήλεια για τα ενδιαφέροντα του ενός συζύγου από τον άλλο, κ.α.
Όμως, ο τύπος ζήλειας που απασχολεί τους περισσότερους είναι εκείνος που αφορά τη συζυγική πίστη (ερωτική ζήλεια). Αυτός μάλιστα ο τύπος ζήλειας, σε νοσηρή μορφή, έχει τις χειρότερες επιπτώσεις γιατί το άτομο “διακυβεύει τα περισσότερα, μετρώντας συχνά την αυτοεκτίμησή του και την ποιότητα της σχέσης του από την ερωτική (σεξουαλική) πίστη”1. Η ζήλεια έχει την έννοια για τον πάσχοντα, ότι κατέχει κάτι πολύτιμο και ότι αυτό χρειάζεται διαρκώς την επαγρύπνισή του για να συνεχίσει να το κατέχει. Έτσι ο άνθρωπος συχνά ζηλεύει, μέχρις ενός ορίου κρίνεται φυσικό, όταν νιώθει ότι απειλούνται τα άψυχα αποκτήματά του, όπως χρήματα, εργασία, φήμη και άλλα σχετικά. Η ζήλεια γίνεται αρνητικό συναίσθημα όταν νιώθουμε ότι απειλείται η διατήρηση του ελέγχου μας πάνω σε ανθρώπινες υπάρξεις, και δη τον ερωτικό συντρόφό μας. Έτσι από τον ζηλότυπο ο σύντροφός του καταγράφεται ως κτήμα, ως αξιόλογη ιδιοκτησία του κι έτσι, φαίνεται, πως βαρύνουσα σημασία έχει το ρήμα “κατέχω” στον τρόπο με τον οποίο βιώνεται η ζήλεια. Αδελφό συναίσθημα της ζήλειας είναι και ο φθόνος προς το πραγματικό ή, συνήθως, φανταστικό πρόσωπο που παίζει το ρόλο του αντίζηλου στο θολό σκηνικό της ψυχής του πάσχοντα.
Η ΑΓΑΠΗ ΜΗΤΕΡΑ ΤΗΣ ΖΗΛΕΙΑΣ Ή ΕΧΘΡΟΣ ΤΗΣ;Ο Πλάτων στο “Συμπόσιό” του φαίνεται να διχογνωμεί αναφορικά στο ερώτημα αν η ζήλεια είναι ένδειξη αγάπης ή εγωισμού. Ο Αγ. Αυγουστίνος λέει: “όποιος δε ζηλεύει δεν αγαπά”, ο La Rochfoucaud αντιτείνει γράφοντας: “η ζήλεια αναφύεται περισσότερο από την αγάπη του εαυτού παρά από την αγάπη προς τον άλλο.” Με τη άποψη αυτή συμφωνούν οι περισσότεροι των ψυχολόγων, κοινωνιολόγων και φιλοσόφων. Ο Abr. Maslow ψάχνει τη ζήλεια στο είδος της αγάπης που υπάρχει μεταξύ δύο ανθρώπων.
Έτσι διακρίνει την Β αγάπη (being love), που αναζητεί το καλύτερο ενδιαφέρον στον άλλο και την αγάπη D (deficiency love) που είναι αγάπη εξάρτησης. Όμως επειδή οι δύο αυτές μορφές αγάπης είναι συχνά παρούσες μαζί στις σχέσεις των ανθρώπων, μπορούμε να συμπεράνουμε πως η D αγάπη ενισχύει τη ζήλεια, ενώ η αγάπη τύου B, ως πιο αλτρουιστική, αποθαρρύνει την εμφάνισή της.
ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ: 1. ΖΗΛΕΙΑ ΚΑΙ ΖΗΛΟΤΥΠΙΑ:Κατά τις ψυχικές επιστήμες, ενώ με τον όρο ζήλεια μπορούμε να εννοούμε ένα απλό συναίσθημα, μια στιγμιαία κατάσταση του θυμικού ή απλά ένα σύμπτωμα συχνό σε όλους, με τον όρο ζηλοτυπία καλύπτεται μια σύνθετη κατάσταση, μια διαταραχή των συναισθημάτων, αλλά και γενικά της ψυχής, που εμφανίζεται συχνά ή μόνιμα. Ο Σπινόζα δίνει ένα, έστω ατελή, ορισμό της ζηλοτυπίας: «Αν περάσει από το μυαλό κανενός πως το πρόσωπο που αγαπάει συνδέεται και με άλλον, με τον ίδιο ή πιο στενό ακόμα φιλικό δεσμό, τότε θα νοιώσει μίσος προς το πρόσωπο που αγαπούσε πριν και ζηλοφθονία προς τον άλλον. Το μίσος αυτό προς το αγαπώμενο πρόσωπο ονομάζεται ζηλοτυπία.»
Η ζηλοτυπία είναι εμπαθής μορφή ζήλειας που κατά τους σύγχρονους ερευνητές εμφανίζεται όλο και συχνότερα τις τελευταίες δεκαετίες. Αιτία γι΄αυτό είναι η ανάγκη των γυναικών για εργασία έξω από το σπίτι, η ανάπτυξη του φεμινισμού, αλλά και οι συχνές εναλλαγές μεταξύ των ρόλων των δύο φύλων στην οικογένεια, την εργασία, την κοινωνία. Μολαταύτα, η κλινική ψυχολογία διακρίνει ξεκάθαρα διαφορετικούς τρόπους εκδήλωσης της ζηλοτυπίας κατά φύλο. Έτσι, ο ζηλοτυπικός άνδρας αρνείται τη ζήλεια, ενώ η γυναίκα συνήθως το παραδέχεται. Η ανδρική ζηλοτυπία εκδηλώνεται συνήθως με οργή που ακραία φθάνει μέχρι τη βία, λεκτική ή σωματική. Αντίθετα η γυναίκα εκδηλώνει την οργή της πιο βουβά, μένοντας κλεισμένη στον εαυτό της, ενώ σε ακραίες περιπτώσεις φθάνει σε λεκτική βία ή κρίσεις εκτόνωσης πάνω σε αντικείμενα, με ξεσπάσματα ή σε τυπικές εκδικητικές συμπεριφορές. Ακόμη, η γυναίκα δίνει σημασία περισσότερο σε συναισθηματικού τύπου εμπλοκές του συντρόφου της με τρίτο πρόσωπο, σε αντίθεση με τον ζηλότυπο σύζυγο που εστιάζει την προσοχή του σε πιθανές σεξουαλικές δραστηριότητες της συζύγου. Ο άνδρας που ζηλεύει συχνά δείχνει ανταγωνιστική συμπεριφορά προς το τρίτο πρόσωπο, ενώ η γυναίκα παρουσιάζει πιο παθητική συμπεριφορά, προσκολλάμενη στο σύντροφό της. Η ζήλεια διακρίνεται σε τρία κλιμακούμενα στάδια: της καθαυτό ζήλειας, της ζηλοτυπίας και του ζηλοτυπικού παραληρήματος.
2. ΤΑ ΑΙΤΙΑ ΤΗΣ ΖΗΛΟΤΥΠΙΑΣ:Υπάρχουν δύο αντικρουόμενες απόψεις γι τα αίτια εμφάνισης της ζήλειας-ζηλοτυπίας: Η μία “σχολή” πρεσβεύει ότι η ζήλεια είναι έμφυτη, και όχι αναγκαία κακή (W. James-H. Ellis), ενώ η άλλη άποψη εκτιμά ότι η ζήλεια οφείλεται σε κοινωνικοοικογενειακά ερεθίσματα (γονείς, σύντροφοί, ανθρώπινες παραδόσεις). Κυριότερος εκφραστής της δεύτερης άποψης είναι ο θεωρητικός του Μπιχεηβορισμού (Ψυχολογία της Συμπεριφοράς), J. Watson, που χαρακτήριζε τη ζήλεια “μαθημένη και καταστροφική”. Ο Άλφρεντ Άντλερ (A. Adler), τοποθετεί τις “ρίζες” της ζήλειας στον ανταγωνιστικό αγώνα για δύναμη, που μένει στην “αποθήκη” των εμπειριών του καθενός από την πρώιμη παιδική ηλικία. Η άποψη αυτή καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η ζήλεια είναι παθολογικό στοιχείο.
Φαίνεται όμως πολύ πιθανό η ζήλεια να είναι μερικώς έμφυτη και να “φουσκώνει” από υποκειμενικές παραμέτρους της ζωής του ζηλότυπου. Υπάρχει και μια Τρίτη άποψη, αυτή της ψυχοεξελικτικής θεωρίας (επηρεασμένη από το πνεύμα του Δαρβίνου). Σύμφωνα με τη θεωρία αυτή η ανδρική ζήλεια οφείλεται στην επιδίωξη ακόμη και με σωματική βία επίτευξης της αποκλειστικότητας της συζύγου- συντρόφου του για αποφυγή απογόνων εκτός σχέσης, φαινόμενο εκτεταμένο σε άλλα είδη του ζωικού βασιλείου.
3. Η ΠΑΘΟΛΟΓΙΚΗ ΖΗΛΕΙΑ:Είναι η αβάσιμη ενασχόληση του υποκειμένου με την ερωτική πίστη του συντρόφου του. Στην περίπτωση αυτή οι σκέψεις του πάσχοντος είναι αστήρικτες και αιφνιδιαστικές. Ξεπροβάλλουν από τα βάθη του νου ξαφνικά και αποσπασματικά, χωρίς ταυτόχρονη σχετική ένδειξη επιβεβαίωσης των υποψιών. Το άτομο αντιδρά ζηλότυπα, με ή χωρίς ενδείξεις υπακούοντας στα κελεύσματα της ξαφνικής σκέψης. Ο Θερβάντες έλεγε σχετικά: «Οι ζηλότυποι τα βλέπουν όλα με μεγεθυντικό φακό, που κάνει τα μικρά να φαίνονται μεγάλα, τους νέους γέροντες και τις υποψίες πραγματικότητες.» Αυτής της μορφής παθολογική ζήλεια διαταράσει συχνά την ψυχική κατάσταση του πάσχοντος και διαταράσσει τη σχέση με το αντικείμενο της ζήλειας, το σύντροφο, προξενώντας ρωγμές στη σχέση διότι τα επίπεδα κτητικότητας του πάσχοντος υπερβαίνουν κατά πολύ τα θεωρούμενα επιτρεπτά για την κοινωνία επίπεδα. Η παθολογική ζήλεια γενικά είναι ένα σύμπλεγμα του συναισθηματικού κόσμου βασιζόμενο στο φόβο απώλειας του συντρόφου. Στην Ψυχολογία η παθολογική ζήλεια θεωρείται περισσότερο ως σύμπτωμα παρά ψυχιατρική κατάσταση, αν και τη δεκαετία του '80, στην Αμερική εισήχθη ως ξεχωριστή υποκατηγορία στις παραληρητικές διαταραχές. Τα χαρακτηριστικά αυτής της μορφής ζήλειας κατά τους ειδικούς είναι: η ενασχόληση με το αντικείμενο ζηλοτυπίας (σκέψεις-φαντασιώσεις), η συμπεριφορά που τείνει στην επιβεβαίωση των υποψιών (ανάκριση, έλεγχος στη δουλειά παρακολουθήσεις, έρευνες σε ρούχα, κ.α), η αποφυγή ως αντίδραση (οι ζηλότυποι προσπαθούν να αποφύγουν καταστάσεις που πυροδοτούν το πάθος, όπως αποφυγή εικόνων και θεαμάτων με πρόσωπα του αντιθέτου από το σύντροφο φύλο, αλλά και της παρέας με άτομα που μπορεί ο σύντροφος να “προκληθεί”), η προσωπική δυσφορία (άγχος, αυτοκτονικές σκέψεις), η βιαιοπραγία (λεκτική ή σωματική, ακόμη και ακραίας μορφής κυρίως από ζηλότυπους άνδρες), η επιθετικότητα σε πρόσωπα που “φαίνονται” αντίζηλα, η ανασφάλεια συνδυαζόμενη με χαμηλή αυτοεκτίμηση και τέλος το παραλήρημα, που εντάσσεται κατά την ψυχιατρική ως σύμπτωμα στις παρανοειδείς καταστάσεις. Συμπερασματικά, κατά τους ψυχολόγους οι έννοιες ζήλεια, ζηλοτυπία και ζηλοτυπικό παραλήρημα είναι η αύξουσα κλίμακα του πάθους, δίνοντας επιστημονικό ενδιαφέρον στο δεύτερο (μερικώς) και κυρίως στο τρίτο σκαλί.
4. Η ΖΗΛΟΦΘΟΝΊΑ - ΔΙΑΦΟΡΑ ΖΗΛΕΙΑΣ ΚΑΙ ΦΘΟΝΟΥ:Φαίνεται πως φθόνος και ζήλεια είναι αντίθετες καταστάσεις, γιατί φθόνος σημαίνει την επιθυμία κάποιου να αποκτήσει κάτι που έχει κάποιος άλλος, ενώ η ζήλεια ουσιαστικά σημαίνει το φόβο κάποιου μην χάσει κάτι το οποίο ήδη έχει (ορίζει). Κι ενώ αυτά τα συναισθήματα ή πάθη είναι τουλάχιστον διαφορετικά, αν όχι αντίρροπα, στην πράξη συνυπάρχουν. Ζηλοφθονία λέμε την ενόχληση που δεχόμαστε από την πρόοδο ή τις επιτυχίες των άλλων. O συνήθης τρόπος έκφρασής της είναι η αποστροφή. O ζηλόφθονος δηλαδή από ένα σημείο και πέρα διαφοροποιεί τη συμπεριφορά του προς τον μέχρι χθες φίλο ή συγγενή του, επειδή βλέπει να του έρχονται όλα ευνοϊκά! Aπό κάποια λοιπόν στιγμή και μετά αρχίζει να απομακρύνεται και να φέρεται ψυχρά μαζί του. Δεν λείπουν μάλιστα και οι περιπτώσεις κατά τις οποίες εκφράζεται με υπονοούμενα, αλλά και με κατηγορίες! «Πόσο πικρό είναι να κοιτάς την ευτυχία με τα μάτια ενός άλλου», έλεγε ο Σαίξπηρ.
Η ζηλοφθονία διαποτίζει την ψυχή μας με χαιρέκακα αισθήματα: Mε ζήλεια, με φθόνο, με μίσος, ή με χαρά για τον πόνο του άλλου! Ο Αισχύλος έλεγε: «Λίγοι άνθρωποι το έχουν στη φύση τους αυτό, να τιμούν χωρίς ζηλοφθονία τον ευτυχισμένο φίλο τους». Φυτώριό της ζηλοφθονίας είναι το ίδιο το οικογενειακό μας περιβάλλον, μιας κι εκεί πρωτοεκδηλώνεται. Tα μικρά παιδιά της ίδιας οικογένειας λόγου χάρη ζηλοφθονούν το ένα το άλλο όταν βλέπουν να γίνεται διάκριση ανάμεσά τους. Mια κουβέντα παραπάνω στο ένα, ένα χαμόγελο περισσότερο στο άλλο, ή και κάποια ιδιαίτερη προσοχή στο μωρό, γίνονται τις περισσότερες φορές αιτία για την εμφάνιση της ζήλειας. Tο ίδιο όμως φαινόμενο παρατηρείται ακόμη και στα αδέρφια προπάντων όταν κάποιο πάει να ξεχωρίσει από τ’ άλλα σε επιτυχίες ή σε προβολή! Aν και ο υγιής ανταγωνισμός και η ευγενής άμιλλα παρουσιάζονται ως αθώες καταστάσεις, εντούτοις δεν παύουν να υποκρύπτουν ψήγματα ζήλειας ή και ζηλοφθονίας. Όμως, όταν κανείς αμιλλάται δεν σημαίνει ότι ζηλεύει ή ζηλοφθονεί, αφού στηρίζεται τις πιο πολλές φορές στις προσωπικές του δυνατότητες για να προσεγγίσει τις επιδόσεις των άλλων, αν όχι να τις υπερβεί. Aμιλλώμαι εξάλλου σημαίνει παραδειγματίζομαι και προσπαθώ ανάλογα. O κάθε είδους ανταγωνισμός επομένως, η ευγενής άμιλλα και το “ευ αγωνίζεσθαι”, μπορεί μεν να εμπεριέχουν και κάποια δόση ζηλοφθονίας, αλλά ποτέ τους δεν έχουν ως βασικό κίνητρο τα ταπεινά ελατήριά της. H ζήλεια και η ζηλοφθονία εξάλλου προσδιορίζουν τον απαίδευτο άνθρωπο και ουδέποτε τον ανώτερο.
Η ΖΗΛΕΙΑ ΣΤΑ ΠΑΙΔΙΑ:Όταν η μητρότητα εμφανίζεται για δεύτερη ή και παραπέρα φορά, εισέρχεται συχνά η ζήλεια, δηλαδή το δυσάρεστο συναίσθημα των μεγαλύτερων ή πρώτων αδελφών προς τα νεότερα. Ο πρωτότοκος μέχρι πρότινος ήξερε ότι είχε δύο γονείς και ξαφνικά νοιώθει ότι έχει «μισή» μαμά και «μισό» μπαμπά. Το μωρό κλέβει όλη την προσοχή και το μεγαλύτερο παιδί αισθάνεται μόνο, παραμελημένο και φοβάται για το μέλλον του. Θα πρέπει πλέον να μοιράζεται παιχνίδια, χώρους , χρόνο αλλά και το ενδιαφέρον των δικών του. Πως μπορεί να πάρει πίσω όσα του ανήκουν; Πως πρέπει να αντιδράσει; Πως μπορεί να αντιμετωπίσει αυτό τον «εισβολέα»; Η ψυχολογία αναφέρεται συχνά στον εγωκεντρισμό της παιδικής προσχολικής ηλικίας. Τα παιδιά έχουν στο επίκεντρο της σκέψης του στον εαυτό τους, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι είναι εγωιστές. Σύμφωνα με την Ψυχολογία, τα μικρά παιδιά αδυνατούν να συνειδητοποιήσουν οτιδήποτε ξεφεύγει από την άμεση εμπειρία ή αντίληψή τους, ενώ έχουν μια παιδική-αφελή αντίληψη γύρω από την ιεραρχία της οικογένειας κρατώντας μια σταθερή στάση απέναντι στους κανόνες της. Ο καθορισμός των ρόλων, αλλά και ο επαναπροσδιορισμός τους, με την εμφάνιση του νέου αδελφού, είναι σημαντικός. Άλλωστε τα πρώτα παιδιά γεννιούνται και μεγαλώνουν μόνα τους μαζί με τους γονείς τους απολαμβάνοντας αποκλειστικά τη φροντίδα και το ενδιαφέρον τους, ενώ τα δεύτερα παιδιά έρχονται σε μια ήδη διαμορφωμένη οικογένεια. Έτσι, οι ρόλοι αλλάζουν και στο πρώτο παιδί πρέπει να δοθεί χρόνος προσαρμογής. Αν οι γονείς δεν κατανοήσουν τη θέση και την ψυχολογία του πρώτου παιδιού, τότε είναι πιθανό εκείνο να νοιώθει ζήλεια, που συχνά καταλήγει σε θυμό, σε επιθετικότητα και εκδίκηση. Συχνά η συμπεριφορά του αλλάζει ξαφνικά στρεφόμενο εναντίον του εαυτού του ή εναντίον άλλων μελών της οικογένειας και του περιβάλλοντος.
Συνήθεις αντιδράσεις του ζηλότυπου παιδιού είναι: Επιθετικότητα, δυσκολία στην προσαρμογή του, άρνηση συμμετοχής σε οικογενειακές εκδηλώσεις, άρνηση του σχολείου, του φαγητού (συχνά αδυνατίζει), νεοφανείς ιδιοτροπίες, διαταραχές ύπνου, (διακεκομμένος ύπνος, ενούρηση, απαίτηση να κοιμηθεί με τους γονείς του), μίμηση
του μικρού αδελφού του (κλαίγοντας, μιλώντας σαν μωρό, μπουσουλώντας, λερώνοντας το εσώρουχο). Ο γονέας, για να βοηθήσει το παιδί του: Πρέπει να του μιλήσει. Να το ρωτήσει τι ακριβώς νιώθει κατανοώντας τα συναισθήματά του. Να μην το μειώσει σε ό,τι κι αν του πει, σεβόμενος την άποψη του μικρού. Μπορεί να ρωτήσει το παιδί ποια επιθυμία έχει ικανοποιώντας την στα πλαίσια της λογικής και χωρίς τη μορφή δωροδοκίας. Πρέπει να ενθαρρυνθεί να φερθεί φιλικά απέναντι στο αδελφάκι του, εξηγώντας ότι πλέον θα έχει έναν φίλο για να παίζει και αργότερα να συζητάει. Στην κατεύθυνση αυτή θα βοηθήσει η ανάθεση σ' αυτό ανάληψης ευθυνών απέναντι στο μικρό του αδελφό, όπως να το προσέξει, να παίξει μαζί του, να το ταϊσει, να το αγκαλιάζει όταν κλαίει, κ.α., κάνοντάς τον έτσι υπερήφανο για τα κατορθώματα που θα επιτύχει. Μπορούμε να του εξηγήσουμε τις ανάγκες του μωρού αντιπαραβάλλοντας την ίδια προσοχή που δείχναμε και σ' αυτό όταν ήταν μωρό.
Γενικά πρέπει έμπρακτα να δίνουμε να καταλάβουν τα μεγαλύτερα παιδιά μας ότι η αγάπη μας προς αυτά είναι ίση απέναντι σ' αυτα και στο μικρότερο παιδί, καθώς οι ανάγκες των μεγαλύτερων παιδιών είναι, ίσως τώρα, πολύ περισσότερο αυξημένες.
Γενικότερα πρέπει να ενθαρρύνουμε τα παιδιά μας να μάθουν να αντιμετωπίζουν τους άλλους ισότιμα και δίκαια και όχι να επιδιώκουν να κυριαρχούν απέναντί τους.
1Ν. Βαιδάκης, Ζήλεια και ζηλοτυπία, από τη φιλολογική στην επιστημονική θεώρηση, Ψυχιατρική, τ. 15, 2004.
- Εμ. Κοντογιαννη: H ζηλοφθονία κι εμείς.
-Ν. Βαιδάκης, Ζήλεια και ζηλοτυπία, από τη φιλολογική στην επιστημονική θεώρηση, Ψυχιατρική, τ. 15, 2004.