Στο νέο του βιβλίο Going Clear: Scientology, Hollywood, and the Prison of Belief, ο συγγραφέας και αρθογράφος του New Yorker, Λόρενς Ράιτ, μπαίνει στα άδυτα της Σαϊεντολογίας και προσπαθεί να εξηγήσει τη γοητεία που ασκεί στους διάσημους. Ο James Kirchick σχολιάζει στο περιοδικό την ερευνητική εργασία, που περιέχει αποκαλύψεις για τον Τομ Κρουζ και τον Ντέιβιντ Μισκάβιτς, αλλά και ανησυχητικά ερωτήματα σχετικά με τη συμπεριφορά της Εκκλησίας.
Πριν από δύο χρόνια, ο συγγραφέας του New Yorker, Λόρενς Ράιτ, δημοσίευσε ένα εκτενές ρεπορτάζ για τον σεναριογράφο και σκηνοθέτης Πόλ Χάγκις, ο οποίος στο παρελθόν υπήρξε μέλος της Εκκλησίας της Σαϊεντολογίας. Μαζί με παγκόσμιες διασημότητες όπως ο Τομ Κρουζ και ο Τζον Τραβόλτα, ο Χάγκις (ο οποίος έχει κάνει γράψει ταινίες όπως το Million Dollar Baby και το Crash) ήταν για την Σαϊεντολογία «το αγόρι της αφίσας». Ήταν ακριβώς το είδος του σταρ από τον χώρο του θεάματος που οι ηγέτες της Εκκλησίας θα μπορούσαν να έχουν ως παράδειγμα της ικανότητας της θρησκείας τους να βοηθά τους οπαδούς της «να καθαρίζουν», σύμφωνα με τον ορισμό της Σαϊεντολογίας για την επίτευξη μιας κατάστασης Διαφωτισμού μέσω μιας μακράς και δαπανηρής διαδικασίας μαθημάτων της Εκκλησίας. Ο Ράιτ αποκάλυψε πως ο Χάγκις, ο οποίος είχε ενταχθεί στην Σαϊεντολογία σε ηλικία 20 ετών ως φέρελπις σεναριογράφος της τηλεόρασης, είχε υποστεί πρόσφατα μια οδυνηρή διάσπαση από την Εκκλησία, η οποία προκλήθηκε από την φανατική στάση της σχετικά με την ομοφυλοφιλία (ο Χάγκις έχει δύο κόρες λεσβίες). Μέσα από την ιστορία αυτού του μεμονωμένου ατόμου, ο Ράιτ φωτίζει την άκρως ανησυχητική συμπεριφορά του θρησκευτικού κινήματος που πολλοί θεωρούν ότι είναι μια επικίνδυνη ομάδα.
Ο Ράιτ εντάσσει τη Σαϊεντολογία μέσα στη σφαίρα των αμερικανικών «νέων θρησκευτικών κινημάτων» από το δεύτερο μισό του 20ου αιώνα, μια εποχή κατά την οποία αντισυμβατικές θρησκείες απέκτησαν οπαδούς που αναζητούσαν ένα είδος πνευματικής σωτηρίας που δεν πρόσφεραν οι μεγάλες εκκλησίες. Μια σημαντική και σε μεγάλο βαθμό μη επισημασμένη, διαφορά μεταξύ της Σαϊεντολογίας και, ας πούμε, του Μορμονισμού –μιας ακόμη σχετικά νέας θρησκείας που γνώρισε πολύ πιο ευρεία αποδοχή- είναι η έμφαση που δίνει η πρώτη στα χρηματικά πλούτη, τόσο τα δικά της όσο και των μελών της. Η Σαϊεντολογία, αναφέρει ο Ράιτ, έχει συγκεντρώσει περίπου 1 δισ. δολάρια σε ρευστό, περισσότερα από οποιαδήποτε άλλη από τις μεγάλες θρησκείες. Το να κάνεις τον κόσμο ένα καλύτερο μέρος, αν και είναι σίγουρα ένα χαρακτηριστικό της Σαϊεντολογίας, είναι μάλλον δευτερεύον και αποτέλεσμα της αυτο-βελτίωσης και της ανάγκης «να κερδίσεις χρήματα», όπως έγραψε κάποτε ο ιδρυτής της Λ. Ρον Χάμπαρντ, σε μια οδηγία για τους οπαδούς του.
Τελικά, η Σαϊεντολογία είναι εν μέρει ένα νέο μάντρα αυτοβοήθειας και ένα σχέδιο γρήγορου πλουτισμού, με ολίγον από «διαστημική όπερα» -όπως περιγράφει ο Χάμπαρντ το πώς η ανθρώπινη δυστυχία είναι αποτέλεσμα από τα απομεινάρια που άφησαν εξωγήινοι 75 εκατομμυρίων ετών που κατοικούσαν σε ανθρώπινα σώματα- που πλασάρεται ως ιστορία δημιουργίας. Ενώ η Σαϊεντολογία χλευάστηκε εύκολα από το South Park και τους χάκερ του Διαδικτύου Anonymous ως μια φανταστική και πονηρή απάτη, ο Ράιτ βλέπει με συμπάθεια όσους έχουν ενταχθεί σε αυτήν, εξηγώντας ότι «τη ζημιά που γίνεται στους ανθρώπους που παρασύρονται σε αυτές τις ομάδες, όχι από αδυναμία χαρακτήρα, αλλά από την επιθυμία τους να κάνουν το καλό και να δώσουν νόημα στη ζωή τους».
Στο βιβλίο, ο Ράιτ παρακολουθεί την ταραχώδη ιστορία της Σαϊεντολογίας από τη νεότητα του Χάμπαρντ ως τις κρίσεις της σημερινής Εκκλησίας, που επέφερε σε μεγάλο βαθμό η ευμετάβλητη και αυταρχική ηγεσία του διαδόχου του Χάμπαρντ, και έμπιστου του Τομ Κρουζ, Ντέιβιντ Μισκάβιτς, ο οποίος λέγεται ότι έχει μια τάση να κακοποιεί σωματικά τους υφισταμένους του και να τους βάζει να χαιρετούν τον σκύλο του. Ο Ράιτ εμπλουτίζει την αφήγηση αναπτύσσοντας διεξοδικά το προσωπικό ταξίδι του Χάγκις, από ένθερμος οπαδός σε πικραμένος αποστάτης, από το άρθρο που είχε γράψει αρχικά για το New Yorker. Όσοι ενδιαφέρονται περισσότερο για την ιστορία της Εκκλησίας και τον ιδρυτή της Λ. Ρον Χάμπαρντ –ένα συγγραφέα pulp fiction, μεγαλομανή, έμπιστο, αποτυχημένο πατέρα, δίγαμο, αλκοολικό, απαγωγέα και καταναγκαστικό ψεύτη – θα πρέπει μάλλον να διαβάσουν το Inside Scientology της Janet Reitman, η οποία παρέχει μια πιο εμπεριστατωμένη βάση για την κατανόηση ίδρυσης της Εκκλησίας, την ανάπτυξή της σε μια παγκόσμια επιχείρηση και το απόκρυφο σύστημα πεποιθήσεων και σωτηρίας της μέσα από ένα πυραμιδοειδές πρόγραμμα.
Ο Ράιτ υπερέχει ως δημοσιογράφος. Παρουσιάζει μια σειρά από καταστροφικές αποκαλύψεις που θα ακουστούν ως ειδήσεις, ακόμη και στους σκληροπυρηνικούς λάτρεις της Σαϊεντολογίας. Οι συνεντεύξεις του από δεκάδες πρώην μέλη, μερικά από τα οποία ήταν πολύ υψηλά ιστάμενα, παρέχουν γαργαλιστικές λεπτομέρειες σχετικά με ένα ευρύ φάσμα θεμάτων. Ορισμένοι λένε, για παράδειγμα, ότι η Εκκλησία κρατά ουσιαστικά τον Τζον Τραβόλτα όμηρο των ιδιοτροπιών του, εκβιάζοντάς τον με αποδείξεις της ομοφυλοφιλίας του.
Αν και γραμμένο σε ψύχραιμο τόνο, το βιβλίο προσφέρει ένα ντοκουμέντο κατά της Σαϊεντολογίας. Υπάρχουν ατελείωτες, βασανιστικές ιστορίες όσων εντάχθηκαν στην ελίτ της «Sea Org», μια ιδιότητα μέλους που απαιτεί την υπογραφή ενός «Ετήσιου Συμβολαίου Δισεκατομμυρίου», που υποβάλει τους οπαδούς σε μια μορφή μισθωμένης υπηρεσίας από την οποία πρέπει κάποιος να ξεφύγει κυριολεκτικά αν αποφασίσει ποτέ να φύγει. Υπάρχουν τα παιδιά της Σαϊεντολογίας που εργάζονται για την Εκκλησία με πλήρες ωράριο και δεν πηγαίνουν στο σχολείο, κατά σαφή παραβίαση των ομοσπονδιακών και πολιτειακών νόμων εργασίας. Υπάρχει και ένα στέλεχος της Σαϊεντολογίας που δέχθηκε σωματική επίθεση από τσιράκια του Μισκάβιτς και αναγκάστηκε να καθαρίζει πατώματα του μπάνιου με τη γλώσσα. Οι έρευνες του Ράιτ στο «The Hole», ένα κρυφό γκουλάγκ Σαϊεντολογίας στη νότια Καλιφόρνια, όπου περιπλανώμενα μέλη της Εκκλησίας αποστέλλονται για να εκτελούν δευτερεύουσες εργασίες και να συμμετέχουν σε όργια αυτοεξευτελισμού, τον οδήγησαν να αναφέρει μια ιστορία από έρευνα του FBI έρευνα -που ματαιώθηκε-για εμπορία ανθρώπων.
Παρά τις αποκαλύψεις του, ή ίσως εξαιτίας τους, ο Ράιτ προσπαθεί πάρα πολύ να ευχαριστήσει τη Σαϊεντολογία και τους οπαδούς της. Η απόφαση του Χάμπαρντ να κωδικοποιήσει τη νέα κερδοφόρα επιχείρησή του ως θρησκεία «μπορεί» να έχει κίνητρο περισσότερο «τα νομικά και φορολογικά πλεονεκτήματα που προκύπτουν για τις θρησκευτικές οργανώσεις, παρά με την πραγματική πνευματική έμπνευση». Ομοίως, εκείνοι που θα μπορούσαν να γελοιοποιήσουν την θεολογία επιστημονικής φαντασίας της Σαϊεντολογίας καλά θα κάνουν να θυμούνται ότι, «η θρησκεία είναι πάντα μια παράλογη επιχείρηση, ανεξάρτητα από το πόσο μπορεί να εξευγενίζει το ανθρώπινο πνεύμα». Γράφοντας για την εμμονή του Χάμπαρντ να δημιουργεί «μία βήμα-προς-βήμα πορεία προς την καθολική σωτηρία», ο Ράιτ αναρωτιέται: «Αν ήταν όλα κατά του, γιατί ασχολούμαστε;» Δίνει ακόμη και στον Τομ Κρουζ μια δικαιολογία για την αμφισβήτησή του στην αποτελεσματικότητα των ψυχοφαρμάκων, επικαλούμενος την απόφαση της Διαχείρισης Τροφίμων και Φαρμάκων να εκδώσει προειδοποιήσεις για αυτοκτονία στις ετικέτες δύο συνταγογραφούμενων αντικαταθλιπτικών, μόλις δυο μέρες μετά την καταστροφική εμφάνιση του Κρουζ στο τηλεοπτικό σόου Today το 2005, όπου επιτέθηκε στην Μπρουκ Σιλντς για τη θεραπεία της κατάθλιψης μετά τον τοκετό της με τα εν λόγω φάρμακα.
Ο μετρημένος τόνος του Ράιτ όμως, η χρήση ενός νυστεριού αντί ενός σφυριού για να τεμαχίσει τη Σαϊεντολογία και τις καταχρήσεις της, καθιστά τα συμπεράσματά του ακόμα πιο καταδικαστικά. Αναγνωρίζοντας ότι τα μέλη μιας θρησκείας μπορεί να «πιστεύουν ό, τι θέλουν», ο Ράιτ προσθέτει τη σημαντική προειδοποίηση ότι «είναι ένα διαφορετικό θέμα το να χρησιμοποιούν την προστασία που παρέχει σε μια θρησκεία η Πρώτη Τροπολογία για την παραποίηση της ιστορίας, τη διάδοση ψεμάτων και την κάλυψη για την καταπάτηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων». Οι επικριτές της Σαϊεντολογίας έχουν από καιρό υποστηρίξει ότι η αμερικανική κυβέρνηση θα πρέπει να ακολουθήσει το παράδειγμα άλλων χωρών και τουλάχιστον να ανακαλέσει το αφορολόγητο καθεστώς της Εκκλησίας, αν όχι να λάβει σκληρότερα μέτρα εναντίον τους για μια σειρά από εγκληματικές δραστηριότητες. Η θαρραλέα έρευνα του Ράιτ είναι ένα ένταλμα για να ενεργήσει.