ΠΡΥΤΑΝΙΚΟΣ ΛΟΓΟΣ Ἀκαδημαϊκοῦἔτους 1981-1982
Τοῦ Καθηγητοῦ τοῦ Ἀστικοῦ Δικαίου τῆς Νομικῆς Σχολῆς τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν,ἀειμνήστου ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ Ι. ΒΟΥΖΙΚΑ.
ΟΙ ΤΡΕΙΣ ΙΕΡΑΡΧΑΙ ΩΣ ΝΟΜΙΚΟΙ
Ἤδη ἀπὸ τὸ 1837, ὁπότε ἱδρύθη τὸ πρῶτο ἀνώτατο ἐκπαιδευτικὸ ἵδρυμα τῆς χώρας, τὸ Πανεπιστήμιο Ἀθηνῶν, ἡ ἀνάληψις τῶν πρυτανικῶν καθηκόντων γίνεται διὰ πνευματικῆς προσφορᾶς πρὸς τὸ κοινόν.
Ἡ πνευματικὴ αὐτὴ προσφορὰ πραγματοποιεῖται κατὰ μακρὰν παράδοσιν διὰ τῆς ὑπό τοῦ Πρυτάνεως ἐκφωνήσεως λόγου, ἀναγομένου σὲ θέμα τῆς ὑπ' αὐτοῦ καλλιεργουμένης ἐπιστήμης.
Καὶ τοῦτο γιὰ νὰ πληρωθῇ ἡ βούλησις τοῦ νομοθέτου, ὁ ὁποῖος ἠθέλησε τὸ Πανεπιστήμιο νὰ ἐκτίθεται στὴ παρακολούθησι τῆς κοινῆς γνώμης, ἐνῷ διὰ τῆς λογοδοσίας τοῦ Προπρυτάνεως νὰ ὑπόκειται στὴν κρίσι τοῦ κοινοῦ καὶ ὄχι μόνον τῆς ἐποπτευούσης ἀρχῆς, δηλαδὴ τοῦ Ὑπουργείου Παιδείας.
Νομίζω δὲ ὅτι ἡ προσφορὰ αὐτὴ πρὸς τὸ κοινὸν πραγματοποιεῖται πληρέστερα, ὅταν ὁ πρυτανικὸς λόγος ἀφορᾶ σὲ θέμα, γιὰ τὸ ὁποῖο τὸ κοινὸ ἔχει τοὐλάχιστον προσλαμβάνουσες παραστάσεις.
Γι᾿ αὐτὸ ὡς θέμα τῆς σημερινῆς ὁμιλίας μου ἐδιάλεξα: «Οἱ Τρεῖς Ἱεράρχαι ὡς νομικοί».
Πράγματι τὸ θέμα αὐτό, ἐκτὸς ἀπὸ τὸ μεγάλο ἐπιστημονικό του ἐνδιαφέρον καὶ τὸ ἰδιαίτερον ἐνδιαφέρον γιὰ τὸ Πανεπιστήμιό μας, τοῦ ὁποίου οἱ Τρεῖς Ἱεράρχαι ἀποτελοῦν τὸ ἕνα ἀπὸ τὰ δύο σύμβολά του, ἅπτεται καὶ τῆς θρησκείας καὶ ἑπομένως πληροῦται ἡ προϋπόθεσις τῆς ὑπάρξεως πρόσλαμβανουσῶν παραστάσεων τοῦ κοινοῦ.
Τὸ ἐπιστημονικὸ ἐνδιαφέρον τοῦ θέματος ἔγκειται στὸ ὅτι, ἐνῷ εἶναι βέβαιον ὅτι οἱ Τρεῖς Ἱεράρχαι ἄρχισαν τὴ σταδιοδρομία των ὡς δ ι κ η γ ό ρ ο ι — ὡς «συνήγοροι» ἤ «ρήτορες, ὅπως ἐλέγοντο τότε οἱ δικηγόροι — καὶ ἄσκησαν πράγματι ἐπὶ ὡρισμένο χρονικὸ διάστημα τὴν δικηγορία,ἐν τούτοις κατὰ τὴν κρατοῦσαν σήμερα στὴν ἐπιστήμη ἄποψιν οὗτοι δὲν εἶχαν νομικὴ παιδεία καὶ εἰδικώτερα ὄχι μόνον δὲν ἦσαν ἐγκρατεῖς τοῦ τότε ἰσχύοντος ρωμαϊκοῦ δικαίου, ἀλλὰ καὶ δὲν ἐγνώριζαν κἄν τὴ λατινικὴ γλώσσα. Ἐνῷ, ὅπως θὰ ἀποδείξωμε ἐν συνεχείᾳ, ὄχι μόνον οὗτοι εἶχαν ἑδραία νομικὴ παιδεία, ἀλλὰ εἶναι τεράστια ἡ συμβολὴ των στὸ θεμελιῶδες γιὰ τὴ νομικὴ ἐπιστήμη πρόβλημα τῆς ὀρθῆς μεθόδου ἑρμηνείας τοῦ δικαίου, καθὼς καὶ στὴν ἀναμόρφωσι τοῦ δικαίου.
Ὁ μόνος Ἕλληνας νομικός, ὁ ὁποῖος ἀσχολήθηκε μὲ τὸ θέμα αὐτό, εἶναι, καθ᾿ὅσον γνωρίζω, ὁ ἀείμνηστος κορυφαῖος νομοδιδάσκαλος καὶ διδάσκαλός μου Κ ω ν σ τ α ν τ ῖ ν ο ς Τ ρ ι α ν τ α φ υ λ λ ό π ο υ λ ο ς.
Οὗτος ἀπὸ τὸ 1953 ἐπεσήμανε ὅτι, γιὰ τὸ σχηματισμὸ ἀσφαλοῦς κρίσεως ἐπὶ τοῦ θέματος αὐτοῦ, θὰ ἔπρεπε νὰ γίνῃ συστηματικὴ ἔρευνα τῶν ἔργων τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν καὶ γενικώτερα τῶν Ἀνατολικῶν Πατέρων. Ἕρευνα, ἡ ὁποία, ὅπως παρατηρεῖ, δὲν εἶχε γίνει μέχρι τότε.
Ἐπιδοθεὶς ἀπὸ πολλοῦ χρόνου στὴν ἔρευνα αὐτή, κατέληξα στὸ συμπέρασμα, ὅτι ἀπὸ τὴ μελέτη τῶν ἔργων τοῦ Χ ρ υ σ ο σ τ ό μ ο υπροκύπτει ὅτι οὗτος εἶχε ἀρτία νομικὴ μόρφωσι καὶ συνεπῶς δὲν εἶναι ὀρθὴ ἡ ἄποψις τοῦ Β a u r —ὁ ὁποῖος μέχρι σήμερα θεωρεῖται «ὁ καλύτερος βιογράφος τοῦ Χρυσοστόμου» —, κατὰ τὴν ὁποία ὄχι μόνον δὲν ἐδιδάχθη ποτὲ τὴ λατινικὴ γλώσσα ὁ Χ ρ υ σ ό σ τ ο μ ο ς, ἀλλὰ καὶ «σὲ κανένα ἀπὸ τὰ ἔργα του δὲν προδίδεται εἰδικὴ νομικὴ μόρφωσις».
Στὸ ἴδιο δὲ πόρισμα κατέληξα ἐπίσης καὶ γιὰ τὴ νομικὴ παιδεία Βασιλείου τοῦ Μεγάλου καὶ Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου ἔπειτα ἀπὸ συστηματικὴἔρευνα τῶν ἔργων αὐτῶν.
Ἀπὸ τὴν ἔρευνα αὐτὴ συνάγεται ὅτι ἡ ἑδραία νομικὴ παιδεία τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν προκύπτει, ἐκτὸς τῶν ἄλλων, ἀπὸ τὴν τεράστια συμβολὴ καὶ τῶν Τριῶν στὸ θεμελιῶδες γιὰ τὴ νομικὴ ἐπιστήμη πρόβλημα τῆς ὀρθῆς μεθόδου ἑρμηνείας τοῦ δικαίου. Εἶναι πράγματι ἐκπληκτικὸ κάτι ποὺ δὲν ἔχει ἐπισημανθῆ μέχρι σήμερα: ὅτὶ δηλαδὴ ἐπὶ τοῦ θέματος αὐτοῦ οἱ Τρεῖς Ἱεράρχαι πρὸ δέκα ἕξ ἤδη αἰώνων ἔχουν εἰπεῖ τὴν τελευταία λέξιν τῆς συγχρόνου νομικῆς ἐπιστήμης.
Γιὰ πρώτη, καθ' ὅσον γνωρίζομεν, φορὰ στὴν ἱστορία τῆς ἑρμηνείας τοῦ δικαίου, ἐτόνισαν ρητώςὅτι ἡ λογικὴ ἑρμηνεία τοῦ δικαίου, τῆς ὁποίας τὰ θεμέλια εἶχαν θέσει οἱ Ἀρχαῖοι Ἕλληνες, πρέπει νὰ εἶναι πρὸ παντὸς τ ε λ ο λ ο γ ι κ η. Δηλαδὴὅτι προέχον στοιχεῖον τῆς λογικῆς ἑρμηνείας τοῦ δικαίου πρέπει νὰ εἶναι ὁ σκοπὸς («τὸ τέλος») τοῦ νόμου. Ἀποκάλυψις πολὺ σημαντικὴ ἐν ὄψει τοῦ ὅτι ὑποστηρίζεται συνήθως ὅτι ἡ τελολογικὴ μέθοδος ἑρμηνείας τοῦ δικαίου εἶναι ἐφεύρημα τῆς νεωτέρας ἐποχῆς.
Ἡ ὀρθὴ ἑρμηνεία, λέγει ὁ Χ ρ υ σ ό σ τ ο μ ο ς, εἶναι ἀδύνατος «εἰ μὴ τὸν σκοπὸν καὶ τὴν αἰτίαν ἑκάστου τῶν γινομένων ἐξετάζειν βουλοίμεθα». Δηλαδή: Ἡ ὀρθὴ ἑρμηνεία εἶναι ἀδύνατος, ἂν δὲν ἐξετάσωμε τὸ σκοπὸ καὶ τὴν αἰτία κάθε διατάξεως. «Ὡς γὰρ ἄνευ θεμελίου σαθρὰἡ οἰκοδομή, οὕτως ἄνευ εὑρέσεως τοῦ σ κ ο π ο ῦ οὐκ ὠφελεῖ ἡ Γραφή». Δηλαδή: Ὅπως χωρὶς θεμέλια δὲν εἶναι στέρεα ἡ οἰκοδομή, ἔτσι καὶ χωρὶς νὰ εὕρωμε τὸ σκοπὸ δὲν ὠφελεῖ τὸ γράμμα τοῦ νόμου.
Ὁμοίως ὁ Βασίλειος ταυτίζει ρητῶς τὸ «θέλημα» ἢ «β ο ύ λ η μ α» τοῦ νομοθέτου πρὸς τὸν «σ κ ο π ὸ ν» τοῦ νόμου.
Ὑποδειγματικὸς δὲ εἶναι πράγματι ὁ τρόπος, μὲ τὸν ὁποῖο οἱ Τρεῖς Ἱεράρχαι ἀνευρίσκουν τὸ ἀληθὲς νόημα τοῦ νόμου, ἐφαρμόζοντες τὴν ὑπεροχὴ τοῦ πνεύματος ἔναντι τοῦ γράμματος αὐτοῦ, τὴν ὑπεροχὴ τῆς λογικῆς ἔναντι τῆς γραμματικῆς ἑρμηνείας. Ὅταν, ἀναφέρει ὁ Χ ρ υ σ ό σ τ ο μ ο ς, τὸ κείμενο τῆς Γραφῆς λέγῃ: «Σκέπασόν με, Κύριε, ὑπὸ τὴν σκέπην τῶν πτερύγων σου». Μήπως ἐννοοῦμε, ἐρωτᾷ ὁ ἴδιος, ὅτι ἡ ἀόρατος καὶ ἀκατάληπτος ἐκείνη φύσις, ὁ Θεός, ἔχει φτερά, ὅπως θὰ ἐνόμιζε κανείς, ἐὰν προσεκολλᾶτο στὸ γράμμα τοῦ κειμένου; Καὶ ἀπαντᾶ: Ἀσφαλῶς ὄχι. Ἀλλὰ ἐννοοῦμε τὴ «βοήθεια, τὴν ἀσφάλεια», πού μᾶς παρέχει ἡ Δύναμις αὐτή. Ἑρμηνεία, τὴν ὁποία, ἐὰν ἐφήρμοζαν οἱ δικασταὶ τῆς Ἱερᾶς Ἐξετάσεως, δὲν θὰ ἐκινδύνευε νὰ καταδικασθῇ εἰς θάνατον ὁ διάσημος Ἕλληνας ζωγράφος Δ ο μ ί ν ι κ ο ς Θ ε ο τ ο κ ό π ο υ λ ο ς— ὁ Εl Greco — διότι ἐζωγράφιζε τοὺς ἀγγέλους χωρὶς φτερά. Ἀλλὰ οἱ δικασταὶ τῆς Ἱερᾶς ἐξετάσεως, ὡς γνωστόν, ἐφήρμοσαν ὄχι ἁπλῶς γραμματική, ἀλλὰ πανοῦργο ἑρμηνεία, ἡ ὁποία θὰ ὡδηγοῦσε ἀσφαλῶς σὲ καταδίκη τοῦ Εl Greco, ἂν οὖτος δὲν εἶχε τὴν ἑτοιμότητα νὰ ρωτήσῃ τοὺς δικαστάς του, ἂν ὑπῆρχε κανεὶς ποὺ νὰ ἔχῃ ἰδεῖ τοὺς ἀγγέλους∙ ἡ ἀρνητικὴ δὲ ἀπάντησίς τους ἔσωσε ἀπὸ τὴν καταδίκη καὶ τὸ θάνατο τὸν Εl Greco.
Ἀλλὰ οἱ Τρεῖς Ἱεράρχαι δὲν περιωρίσθηκαν μόνον στὸ νὰ ἐξάρουν ὅτι ἡ λογικὴ ἑρμηνεία τοῦ δικαίου πρέπει νὰ εἶναι πρὸ παντὸς τελολογική. Ἐβελτίωσαν καὶ αὐτὴ τὴν ἴδια τὴ λογικὴ ἑρμηνεία κατὰ τὸ ὅτι ἐτόνισαν ἰδιαιτέρως τὴν ἀνάγκη ἐμβαθύνσεως στὸ ἀληθὲς νόημα τῶν νόμων. Γιὰ τὴν ὀρθὴ κατανόησι τῶν Γραφῶν, λέγει ὁ Χ ρ υ σ ό σ τ ο μ ο ς, πρέπει νὰ καταβῶμεν «πρὸς τὸ βάθος»αὐτῶν, ἄλλως οὐδὲν ὄφελος. Ὅπως λέγει ὁ ἴδιος, γιὰ νὰ εὕρωμεν τὸ ἀληθινὸ μαργαριτάρι πρέπει νὰ πᾶμε βαθειὰ στὴ θάλασσα, ἔτσι καὶ γιὰ νὰ εὕρωμεν τὸ ἀληθινὸ νόημα τοῦ νόμου πρέπει νὰ ἐμβαθύνωμε στὸ κείμενο αὐτοῦ.
Οἱ Τρεῖς Ἱεράρχαι ὅμως προχώρησαν ἀκόμη περισσότερο: Πρῶτοι αὐτοί, καθ' ὅσον γνωρίζομεν, ἐτόνισαν ἰδιαίτερα καὶ ἐφήρμοσαν κατὰ τρόπο ἀπαράμιλλο τὴν ἱστορικὴ καὶ τὴ συγκριτικὴ μέθοδο ἐρεύνηςσὰν ἐπικουρία τῆς τελολογικῆς μεθόδου ἐρεύνης. Εἶναι δὲ γνωστὸ ὅτι κατὰ τὴ σύγχρονο ἑρμηνευτικὴ ἀντίληψι γιὰ τὴν ἀποδοχὴ ὀρθῶν λύσεων εἶναι ἀπαραίτητο ἡ τελολογικὴ μέθοδος νὰ ἐπικουρῆται καὶ ἀπὸ τὴν ἱστορική, καθὼς καὶ ἀπὸ τὴν συγκριτικὴ μέθοδο ἐρεύνης.
Κατὰ τὴν ἑρμηνεία, λέγει ὁ Χ ρ υ σ ό σ τ ο μ ο ς, πρέπει νὰ ἐρευνᾶται, ἐὰν οἱ νόμοι ἐτέθησαν ὑπὸ τοῦ νομοθέτου τὸν «ἴδιο καιρό» («τὸν αὐτὸν καιρόν»), «γιὰ τοὺς ἴδιους ἀνθρώπους» («τοῖς αὐτοῖς ἀνθρώποις»),«γιὰ ἀνθρώπους τελοῦντες ὑπὸ τὶς ἴδιες συνθῆκες», ἤ, ἀντιθέτως, ἐτέθησαν «σὲ ἄλλο καιρό», «γιὰ ἄλλους ἀνθρώπους», «γιὰ ἀνθρώπους ποὺ ἐτέλουν ὑπὸ ἄλλες συνθῆκες».
Ἀκριβῶς δὲ μὲ τὴν ἐπικουρία τῆς ἱστορικῆς μεθόδου ἐρεύνης οἱ Τρεῖς Ἱεράρχαι ἔδωσαν τὴ σωστὴ λύσι σὲ ἕνα θέμα, ποὺ καὶ σήμερα εἶναι ἐπίκαιρο, στὸ θέμα τοῦ ὅ ρ κ ο υ. Ἡ εὐαγγελικὴ ρῆσις «Ἐγὼ δὲ λέγω ὑμῖν μὴ ὁμόσαι ὅλως», λέγουν οἱ Τρεῖς Ἱεράρχαι, σύμφωνα μὲ τὴν ἱστορικὴ μέθοδο ἐρεύνης πρέπει νὰ ἑρμηνευθῇ συσταλτικῶς. Δὲν ἀφορᾶ, λέγουν, ἡ ρῆσις αὐτή, σὲ ὅλους τοὺς ὅρκους. Εἰδικώτερα δὲν ἀφορᾶ στοὺς ὅρκους ἐνώπιον δικαστηρίου ἢ ἄλλης δημοσίας ἀρχῆς, ποὺ ἐπιβάλλονται ἀναγκαστικὰ ὑπὸ τοῦ νόμου, ἀλλὰ ἀφορᾷ μόνον στοὺς καλουμένους «προαιρετικούς» («βολουνταρίους») ὅρκους. Ἀναφέρεται δηλαδὴ στοὺς ὅρκους οἱ ὁποῖοι ἐδίδοντο, καίτοι δὲν ὑπῆρχε πρὸς τοῦτο ὑποχρέωσις ἐκ τοῦ νόμου. Τέτοιοι ὅρκοι ἦταν οἱ ὅρκοι ποὺ ἐδίδοντο τὴν ἐποχὴ ἐκείνη γιὰ τήρησι ἰδιωτικῶν συμφωνιῶν, ὅπως εἶναι λ.χ. ὁ ὅρκος τοῦ ὀφειλέτου ὅτι θὰ ἀποδώσῃ τὸ δάνειο. Καὶ οἱ ὁποῖοι, ἅπαξ δοθέντες, ἦταν κατὰ τὴν ἐποχὴ ἐκείνη ἔγκυροι, ἐπισύροντες σὲ περίπτωσι μὴ τηρήσεως τὴν ποινὴ τῆς ἐπιορκίας. Ἐνῷ σήμερα, ὡς γνωστόν, τέτοιοι ὅρκοι εἶναι ἄκυροι. Κατὰ τῶν τοιούτων προαιρετικῶν ὅρκων καὶ μόνον κατ᾿ αὐτῶν στρέφονται μὲ δριμύτητα οἱ Τρεῖς Ἱεράρχαι, ἐπισημαίνοντες τὰ μεγάλα κακά, ποὺ ἠμποροῦν νὰ προέλθουν ἀπὸ τέτοιους ὅρκους. Καὶ ἀναφέρεται ὑπό τοῦ Χ ρ υ σ ό σ τ ο μ ο υ ἡ περίπτωσις τοῦ βασιλέως τῶν Ἰουδαίων Σαούλ, ὁ ὁποῖος, ἀφοῦ ὁ στρατὸς του ὑπὸ τὴν ἀρχηγία τοῦ υἱοῦ του Ἰωνάθαν ἐνίκησε τὸν ἐχθρό, παρεκίνησε τὸν κατάκοπο στρατὸ νὰ ὁρκισθῇ ὅτι θὰ νηστεύσῃ μέχρι πλήρους ἐξοντώσεως τοῦ ἐχθροῦ. Ἀποτέλεσμα: Ὄχι μόνον ἐξετέθη σὲ κίνδυνο ἥττας ὁ στρατός, ἀλλὰ ὁ βασιλεὺς εὑρέθη πρὸ τοῦ διλήμματος: Νὰ κατασφάξῃ τὸ γιό του, ὁὁποῖος ἔφαγε παραβαίνοντας τὸν ὅρκο, ἢ νὰ γίνη ὁἴδιος ἐπίορκος, διότι εἶχε ὁρκισθῇ νὰ κατασφάξῃ τὸν παραβάτη τοῦὅρκου; Καὶ παρέβη τὸν ὅρκο καὶ ἔσωσε τὸ γιό του.
Οἱ ὅρκοι ὅμως ποὺ ἐπισύρουν τὴν πιὸ δριμεῖα ἐπίθεσι τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν εἶναι οἱἀ ν ή θ ι κ ο ι ὅ ρ κ ο ι. Δηλαδὴ οἱ ὅρκοι περὶ τηρήσεως παρανόμων καὶ ἀνηθίκων συμφωνιῶν, οἱ ὁποῖοι τὴν ἐποχὴ ἐκείνη ἐθεωροῦντο ἔγκυροι. Ὅπως ἦταν ὁ ὅρκος τοῦ Βασιλέως Ἡρώδου πρὸς τὴν θυγατέρα τῆς Ἡρωδιάδος γιὰ τὴν κεφαλὴ τοῦ Ἰ ω ά ν ν ο υ. Ἐνῷ τέτοιοι ὅρκοι κατὰ τὸ Χ ρ υ σ ό σ τ ο μ ο ἔπρεπε νὰ μὴ τηροῦνται ὡς ἄκυροι. Καὶ ἀσφαλῶς στὸ Χ ρ υ σ ό σ τ ο μ ο ἔχει τὴν πηγή της ἡ διάταξις τῆς Νεαρᾶς 51 τοῦ Ἰουστινιανοῦ, ἡ ὁποία ἀπηγόρευσε τοὺς τοιούτους ὅρκους μὲ τὴν αἰτιολογία ὅτι «αἱ τοιαῦται (ἐννοεῖται: ὅρκων) παραβάσεις μᾶλλον ἀρέσκουσι Θεῷ παρὰ τὰς τῶν ὅρκων τηρήσεις (δηλαδὴ στὸ Θεὸ ἀρέσουν περισσότερο οἱ παραβάσεις τέτοιων ὅρκων παρὰ οἱ τηρήσεις των)· οὐ γὰρ δεῖ φυλάττεσθαι τὸν ὅρκον οὕτως αἰσχρὸν τὲ καὶ ἄτοπον καὶ εἰς ἀπώλειαν ἄγοντα...».
Ἕνα ἄλλο θέμα, στὸ ὁποῖο οἱ Τρεῖς Ἱεράρχαι δίδουν τὴν ὀρθὴ λύσι μὲ τὴν βοήθεια τῆς ἱστορικῆς μεθόδου ἐρεύνης, εἶναι, ἂν διὰ τῆς εὐαγγελικῆς ρήσεως «δανείζετε μηδὲν ἀπελπίζοντες»— δηλαδὴ δανείζετε ἔστω καὶ ἂν δὲν ὑπάρχη ἐλπὶς νὰ σᾶς ἄποδοθῇ καὶ αὐτὸ τοῦτο τὸ δανειζόμενο κεφάλαιο — ἀπηγορεύετο ἡ τοκοληψία ἐν γένει. Μὲ τὴ μέθοδο αὐτὴ καὶ μὲ τὴν γνωστὴ ἐκ τῆς λογικῆς ἀπορρέουσα ρωμαϊκὴ ἑρμηνευτικὴ ἀρχὴ «οὐ δεῖ δικάζειν ἢἀποκρίνεσθαι ἀπὸ προσκομιδῆς μέρους νόμου, ἀλλ᾿ὁλόκληρον καὶ ἀκέραιον τὸν περὶ τούτου νόμον σκοπεῖν» καταλήγουν στὴ μόνη ὀρθὴ συσταλτικὴ ἑρμηνεία τῆς ρήσεως ὑπὸ τὴν ἔννοια ὅτι αὕτη ἀφορᾷ μόνον στὰ δάνεια πρὸς τοὺς «πτωχούς» — τὰ ὁποῖα καὶ μόνον εἶχεν ὑπ' ὄψιν ὁ Ἰ η σ ο ῦ ς —, ὄχι ἑπομένως καὶ στὰ δάνεια πρὸς τοὺς οἰκονομικῶς εὐρώστους καὶ μάλιστα γιὰ σκοποὺς κερδοσκοπικούς.
Ἕνα ἄλλο θέμα, στὸ ὁποῖο οἱ Τρεῖς Ἱεράρχαι δίδουν τὴν ὀρθὴ λύσι μὲ τὴν βοήθεια τῆς ἱστορικῆς μεθόδου ἐρεύνης, εἶναι, ἂν διὰ τῆς εὐαγγελικῆς ρήσεως «δανείζετε μηδὲν ἀπελπίζοντες»— δηλαδὴ δανείζετε ἔστω καὶ ἂν δὲν ὑπάρχη ἐλπὶς νὰ σᾶς ἄποδοθῇ καὶ αὐτὸ τοῦτο τὸ δανειζόμενο κεφάλαιο — ἀπηγορεύετο ἡ τοκοληψία ἐν γένει. Μὲ τὴ μέθοδο αὐτὴ καὶ μὲ τὴν γνωστὴ ἐκ τῆς λογικῆς ἀπορρέουσα ρωμαϊκὴ ἑρμηνευτικὴ ἀρχὴ «οὐ δεῖ δικάζειν ἢἀποκρίνεσθαι ἀπὸ προσκομιδῆς μέρους νόμου, ἀλλ᾿ὁλόκληρον καὶ ἀκέραιον τὸν περὶ τούτου νόμον σκοπεῖν» καταλήγουν στὴ μόνη ὀρθὴ συσταλτικὴ ἑρμηνεία τῆς ρήσεως ὑπὸ τὴν ἔννοια ὅτι αὕτη ἀφορᾷ μόνον στὰ δάνεια πρὸς τοὺς «πτωχούς» — τὰ ὁποῖα καὶ μόνον εἶχεν ὑπ' ὄψιν ὁ Ἰ η σ ο ῦ ς —, ὄχι ἑπομένως καὶ στὰ δάνεια πρὸς τοὺς οἰκονομικῶς εὐρώστους καὶ μάλιστα γιὰ σκοποὺς κερδοσκοπικούς.
Ἀπὸ τὰ ἐκτεθέντα παραδείγματα ἐφαρμογῆς τῆς ἱστορικῆς μεθόδου ἐρεύνης ὑπὸ τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν εἶναι φανερὸν ὅτι, ὑπὸ τὸ πρίσμα τῆς μεθόδου αὐτῆς, οἱ Τρεῖς Ἱεράρχαι θὰ ἐτάσσοντο σήμερα ὑπὲρ τῆς ἀρχῆς τῆς πλήρους ἰσότητος τῶν δύο φύλων ἀκόμη καὶ στὸ πεδίο τοῦ οἰκογενειακοῦ δικαίου. Εἰδικώτερα εἶναι βέβαιον ὅτι οὖτοι θὰ ἐτάσσοντο ὑπὲρ τῆς διαγραφῆς τῆς βιβλικής διατάξεως τοῦ ἀρθρ. 1387 τοῦ Ἀστικοῦ Κώδικος, κατὰ τὴν ὁποία «ὁ ἀνὴρ εἶναι ἡ κεφαλὴ τῆς οἰκογενείας». Μὲ τὴν αἰτιολογία ὅτι ἡ διάταξις αὐτὴ ἐτέθη «σὲ ἄλλο καιρό» («ἐν ἑτέρῳ καιρῷ»), «γιὰ ἄλλους ἀνθρώπους» («ἑτέροις ἀνθρώποις»), «γιὰ ἀνθρώπους, τελοῦντας ὑπὸ ἄλλας συνθήκας» («ἄλλως διακειμένοις») καὶ ὡς ἐκ τούτου ἔπαυσε πλέον ν᾿ἀνταποκρίνεται στὶς σημερινὲς κοινωνικὲς συνθῆκες.
Ἐξ ἄλλου τὴ συγκριτικὴ μέθοδο ἑρμηνείας τοῦ δικαίου ἐφαρμόζουν συχνὰ οἱ Τρεῖς Ἱεράρχαι, συγκρίνοντες τὸ «γραπτό» θεῖο δίκαιο ὄχι μόνον πρὸς τὸ ἀνθρώπινο θετικὸ δίκαιο, τὸ ὁποῖο πολλὲς φορὲς εὑρίσκουν ἄδικο, ἄλλα καὶ πρὸς τὸ «ἄγραφο» φυσικὸ δίκαιο τῶν ἀρχαίων Ἑλλήνων, τῶν Ρωμαίων καὶ τῶν ἄλλων λαῶν.
Ὡς «φυσικό» δὲ δίκαιονοοῦν οἱ Τρεῖς Ἱεράρχαι τὸὀρθὸ δίκαιοκαὶ διὰ τοῦτο χρησιμοποιοῦν πρὸς δήλωσιν αὐτοῦ τοὺς ὅρους: «ὀρθὸς λόγος», «νόμος τοῦ νοός», «νόμος τῆς φύσεως» «ἔμφυτος νόμος».
Μὲ ὅπλο ἀκριβῶς τὸ φυσικὸ δίκαιο, οἱ Τρεῖς Ἱεράρχαι ὑποσκάπτουν τὰ θεμέλια τοῦ θεσμοῦ τῆς «φοβερώτερης κοινωνικῆς ἀνισότητος τῶν αἰώνων»—γιὰ νὰ χρησιμοποιήσωμε τὴν ἔκφρασι τοῦ Τ r o p l o n g—, τoῦ θεσμοῦ τῆς δ ο υ λ ε ί α ς. Δὲν ὑπάρχει δεσπότης καὶ δοῦλος, λέγει ὁ Γ ρ η γ ό ρ ι ο ς. Δὲν «ἐ κ τ ί σ θ η» δεσπότης καὶ δοῦλος «ἀπ᾿ἀρχῆς ἐννοῶν ὅτι ἡ διάκρισις αὐτὴἀντίκειται στὸ φυσικὸ δίκαιο. Ἡ διαίρεσις αὐτὴ εἶναι φαύληκαὶ τυραννική.
Ἀλλὰ ἐκεῖ ποὺ ἡ συμβολὴ τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν στὸ πεδίο τοῦ φυσικοῦ δικαίου εἶναι ἄξια ἰδιαιτέρας ἐξάρσεως εἶναι τὸ ὅτι οὗτοι ὑποστηρίζουν ὅτι ὑπάρχουν ἀρχὲς τοῦ φυσικοῦ δικαίου — στὴ θέσι τοῦ ὁποίου ὑποκαθιστοῦν οὖτοι τὸ θεῖο δίκαιο — ποὺ εἶναι τόσον θεμελιώδεις, ὥστε κατισχύουν τῶν ἀντιθέτων πρὸς αὐτὲς διατάξεων τοῦ ἑκάστοτε ἰσχύοντος θετικοῦ δικαίου. Οἱ ἀντίθετοι τυχὸν πρὸς τὶς ἀρχὲς αὐτὲς κανόνες τοῦ θετικοῦ δικαίου εἶναι κατὰ τοὺς Τρεῖς Ἱεράρχας αὐτοδικαίως ἄκυροι.
Ἐὰν, λέγει ὁ Χ ρ υ σ ό σ τ ο μ ο ς, ὁ βασιλεὺς — ὁ ὁποῖος, ὡς γνωστόν, εἶχε τὴν ἐποχὴ ἐκείνη καὶ τὴ νομοθετικὴ ἐξουσία — ἐπιτάσσῃ, ἔστω καὶ μὲ νόμο, τὸν ἰδιώτη νὰ κάμη ἀνήθικη πράξι, ὅχι μόνον δὲν πρέπει νὰ τὸν ὑπακούσῃ ὁ ἰδιώτης, ἀλλὰ πρέπει νὰ προσπαθήσῃ νὰ μεταπείσῃ τὸν ἐπιτάσσοντά, ἔστω καὶ ἂν πρόκειται αὐτὸ νὰ τοῦ στοίχισῃ τὴ ζωή.
«Τέτοια φωνὴ— λέγει ὁ Β a u r — δὲν εἶχε ποτὲ μέχρι τότε ἀκούσει ὁ ἀρχαῖος κόσμος ἀπὸ τὸ στόμα λειτουργοῦ τῆς θρησκείας του».
Μιὰ ἀπὸ τὶς θεμελιώδεις ἀρχὲς τοῦ φυσικοῦ δικαίου, ποὺ ὑπέρκεινται κάθε θετικοῦ δικαίου καὶ ἑπομένως κατισχύουν κάθε τυχὸν ἀντιθέτου πρὸς αὐτὴν διατάξεως τοῦ θετικοῦ δικαίου, εἶναι κατὰ τὸ Χ ρ υ σ ό σ τ ο μ ο καὶ ἡ ἀρχὴ «audiatur et altera pars», εἶναι ἡ ἀρχὴ «μηδένα δικάζειν ἀνήκουστον». Ἀρχή, ποὺ ἦταν μοιραῖο νὰ παραβιασθῇ εἰς βάρος του ἀπὸ τὴ λεγομένη «ληστρική» σύνοδο τῆς Δρυός, ἡ ὁποία τὸν ἐδίκασε καί, ὅπως θὰ ἐκθέσω σὲ λίγο, τὸν καθήρεσε, χωρὶς νὰ τὸν ἀκούσῃ.
Ὄχι μόνον, λέγει ὁ Χ ρ υ σ ό σ τ ο μ ο ς, εἶναι «ἐκτὸς παντὸς νόμου» τὸ νὰ καταδικάζεται κανεὶς ἀναπολόγητος, ἀλλὰ τέτοιο πρᾶγμα δὲν ἀπετόλμησαν οὔτε καὶ αὐτὰ τὰ βαρβαρικὰ δικαστήρια, τὰ δικαστήρια τῶν Σκυθῶν καὶ Σαυροματῶν ἢ ἄλλου βαρβαρικοῦ λαοῦ.
Καὶ εἶναι ὡσὰν νὰ ἀντιγράφουν τὸ Χ ρ υ σ ό σ τ ο μ ο οἱ ὑπ' ἀριθ. 1811-1832 τοῦ 1969 ἀποφάσεις τοῦ Συμβουλίου τῆς Ἐπικρατείας, αἱ ὁποῖαι, ἀντιδρῶσαι πρὸς τὴν ἄνευ ἀπολογίας ἀπόλυσιν 21 δικαστικῶν λειτουργῶν, διεκήρυξαν ὅτι «τὸ δικαίωμα ἀκροάσεως παντὸς κρινόμενου προσώπου ἀποτελεῖ γενικωτέραν καὶ θεμελιώδη ἀρχὴν τοῦ δικαίου, διασφαλίζουσαν τὸ στοιχειῶδες δικαίωμα ὑπερασπίσεως καὶ ἐφαρμοστέαν κατ' ἀρχὴν ἐν πάσῃ εὐνομούμενῃ πολιτείᾳ».
Ἀλλὰ δυστυχῶς ἦταν μοιραῖ ο ὁ Χ ρ υ σ ό σ τ ο μ ο ς νὰ πληρώσῃ προώρως μὲ τὴ ζωή του — σὲ ἡλικία μόλις 59 ἐτῶν — τὸν ἀγῶνα του γιὰ τὴν ἐπικράτησι τῶν ἀρχῶν τοῦ φυσικοῦ δικαίου καὶ τὴν παρρησία του ἔναντι τοῦ τυραννικοῦ καθεστῶτος τῆς ἐποχῆς του.
Ὅπως ἱστορεῖ ὁ βιογράφος του Θ ε ό δ ω ρ ο ς , ὑπῆρχε «νόμος βασιλικός», κατὰ τὸν ὁποῖον, ἐὰν ὁ βασιλεὺς ἢ ἡ βασίλισσα εἰσήρχοντο σὲ ξένο ἀμπέλι καὶ εἴτε «ἑκουσίως» εἴτε κατὰ λάθος («ἀκουσίως») ἤγγιζαν τὸν καρπὸ («ἥπτοντο ἐκ τοῦ καρποῦ»), τὸ ἀμπέλι περιήρχετο αὐτοδικαίως στὴν κυριότητα τῶν βασιλέων. Συνέβη λοιπὸν ἡ βασίλισσα Ε ὐ δ ο ξ ί α νὰ εἰσέλθῃ κατὰ λάθος («ἐξ ἀγνοίας»), ὅπως διετείνετο, στὸ ἀμπέλι μιᾶς χήρας, συνορευόμενο μὲ τὸ δικό της καὶ νὰ κόψη σταφύλια. Κατόπιν αὐτοῦ καὶ κατ' ἐφαρμογὴ τοῦ ἀνωτέρω νόμου ἡ βασίλισσα κατέλαβε τὸ ἀμπέλι καὶ ἠρνεῖτο νὰ τὸ ἀποδώση στὴ χήρα. Ὁ Χ ρ υ σ ό σ τ ο μ ο ς κρίνει τὸ νόμο αὐτὸ ὡς αὐτοδικαίως ἄκυρο λόγῳ ἀντιθέσεώς του πρὸς τὸ φυσικὸ δίκαιο καὶ «ἐνοχλεῖ» — μὲ ἐπανειλημμένες ἐπισκέψεις του — τὴ βασίλισσα μὲ τὴ παράκλησι νὰ λυπηθῆ τὴ χήρα καὶ νά τῆς ἀποδώση τὸ ἀμπέλι. Κατὰ μία ὅμως εἰδικὴ πρὸς τοῦτο ἐπίσκεψι τοῦ Χ ρ υ σ ο σ τ ό μ ο υ ἡ βασίλισσα διατάσσει νὰ κλείσουν τὴν πόρτα γιὰ νὰ μὴ δεχθῆ τὸ Χ ρ υ σ ό σ τ ο μ ο. Ἡ ἀντίδρασις τοῦ Χ ρ υ σ ο σ τ ό μ ο υ στὴν ἰταμὴ αὐτὴ παραβίασι τοῦ φυσικοῦ δικαίου ἦταν ἄμεση καὶ ἐντονώτατη: παραγγέλλει, ὅταν ἔλθῃ ἡ Εὐδοξία γιὰ νὰ εἰσέλθῃ στὴν ἐκκλησία, νὰ κλείσουν τὴ πόρτα καὶ νὰ τῆς ἀπαγορευθῆ ἡ εἴσοδος. Ἀποτέλεσμα: Ἡ πρώτη ἐξορία τοῦ Χ ρ υ σ ο σ τ ό μ ο υ κατόπιν τῆς λεγομένης «ληστρικῆς» Ἐκκλησιαστικῆς Συνόδου τῆς Δρυός, κατὰ τὴν ὁποία ἐπεκράτησαν οἱ δουλεύοντες στὸ παλάτι ἐκκλησιαστικοὶ παράγοντες καὶἐπέβαλαν στὸ Χ ρ υ σ ό σ τ ο μ ο τὴν ποινὴ τῆς καθαιρέσεως ἀπὸ τὸ πατριαρχικὸ ἀξίωμα. Ἐξορία φοβερὴ («χαλεπωτάτη») — ὅπως ὁ ἴδιος ὁ Χ ρ υ σ ό σ τ ο μ ο ς τὴν χαρακτηρίζει —, διότι ἦταν ἐξορία στὴ νότια ἄκρη τῆς βυζαντινῆς αὐτοκρατορίας — στὴν Κουκουσὸ τῆς Ἀρμενίας — σὲ «φυλακή» μέσα σὲ φρούριο, ποὺ ἐφρουρεῖτο ἀπὸ στρατιῶτες τοῦ βασιλέως. Ἐξορία, τὴν ὁποία ἀναγκάσθηκαν τὰ ἀνάκτορα νὰ ἀνακαλέσουν γιὰ νὰ κατασιγασθῇ ἡ κατακραυγὴ τοῦ λαοῦ καὶ ἔτσι ἐπανῆλθε ὁ Χ ρ υ σ ό σ τ ο μ ο ς θριαμβευτικὰ στὸ πατριαρχικό του θρόνο.
Ἀλλὰ ὕστερα ἀπὸ λίγο ἀκολούθησε δεύτερη ἐξορία, κατὰ τὴν ὁποία καὶ ὑπέκυψε ὁ Χρυσόστομος στὸ μοιραῖο, ἀπὸ τὶς ἀφόρητες κακουχίες ποὺ ὑπέστη ἀπὸ τοὺς στρατιῶτες τοῦ βασιλέως. Διότι τὸν μετακινοῦσαν ἐπὶ τρίμηνον συνεχῶς καὶ ὑπὸ βροχήν, χωρὶς ἀνάπαυλα ἀπὸ τόπου εἰς τόπον. Καὶ αὐτὸ τὸ ἔκαναν οἱ στρατιῶτες, γιατί, ὅπως μαρτυρεῖ ὁ Π α λ λ ά δ ι ο ς, εἶχαν τὴν ὑπόσχεσι τῶν προϊσταμένων των, ὅτι, ἄν ὁ Χ ρ υ σ ό σ τ ο μ ο ς πέθαινε — ὅπως καὶ πέθανε — κατὰ τὴν μεταφορά του ἀπὸ τόπου εἰς τόπον, θὰ ἐλάμβανον ἀνώτερους βαθμούς.
Ἀλλὰ δὲν εἶναι μόνον ἡ συμβολὴ τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν στὸ θεμελιῶδες γιὰ τὴν νομικὴ ἐπιστήμη πρόβλημα τῆς ὀρθῆς μεθόδου ἑρμηνείας τοῦ δικαίου καὶ ἡ προσήλωσίς των στὴν ἐφαρμογὴ τοῦ φυσικοῦ νόμου τὰ μόνα στοιχεῖα, τὰ ὁποῖα καταδεικνύουν τὴν ἑδραίαν νομικὴν κατάρτισιν τῶν μεγάλων αὐτῶν μορφῶν. Εἰδικώτερα ἀπὸ τὴ μελέτη τῶν ἔργων τοῦ Χ ρ υ σ ο σ τ ό μ ο υ ἀποδεικνύεται ὅτι οὖτος ἦτο ἄριστος γνώστης τοῦ ρωμαϊκοῦ δικαίου καὶ μάλιστα ὅλων τῶν κλάδων αὐτοῦ: τοῦ κληρονομικοῦ, τοῦ ἐνοχικοῦ, τοῦ ἐμπραγμάτου καὶ τοῦ οἰκογενειακοῦ δικαίου.
Ὅσον ἀφορᾷ στὸ κ λ η ρ ο ν ο μ ι κ ὸ δ ί κ α ι ο ἀπὸ ἕνα παράδειγμα, ποὺ θὰ σᾶς ἀναφέρω, ἀποδεικνύεται ὅτι ὁ Χ ρ υ σ ό σ τ ο μ ο ς ἐγνώριζε κατὰ βάθος ὄχι μόνον τὸ θεσμό, ἀλλὰ καὶ τὴ λεπτὴ νομικὴ λειτουργία τῆς ἐγκαταστάσεως κληρονόμου ὑπὸ ἀναβλητικὴν ἐξουσιαστικὴν αἵρεσιν, πράγματα τὰ ὁποῖα μόνον ἄρτιος νομικὸς μπορεῖ νὰ γνωρίζῃ.
Ὅπως λέγει ὁ Χ ρ υ σ ό σ τ ο μ ο ς, ἐπὶ τῆς «διαθήκηςχρημάτων» ἢ τῆς «διαθήκης γηΐνων ἀγαθῶν», ὁ ἐγκατάστατος κληρονόμος «πᾶσαν ἐπιδείκνυται σπουδήν» νὰ ἰδῇ ὑπὸ ποὶους ὅρους τοῦ ἔχει καταλειφθῆ ἡ κληρονομία, ἔτσι καὶ ἐπὶ τῆς «πνευματικῆς διαθήκης» τοῦ Θεοῦ πρέπει νὰ ἐξετάσωμεν ὑπὸ ποὶους ὅρους ἔχει καταλειφθῆ εἰς ἡμᾶς ἡ κληρονομία τῶν «αἰωνίων ἀγαθῶν» («ἐπὶ τίσιν ὁ κλῆρος οὗτος καταλέλειπται»). Λοιπόν, λέγει, τὴν κληρονομία αὐτὴ δὲν μᾶς τὴν ἄφησε ὁ Θεὸς «ἁπλῶς», ἀλλὰ «ὑπὸ αἵρεσιν» καὶ μάλιστα ὑπὸ δύο αἱρέσεις. Ἡ πρώτη αἵρεσις εἶναι: Τήρησις καθ' ὅλην τὴν ζωήν μας τῆς ἐντολῆς «ἃ θέλετε ἵνα ποιῶσιν ὑμῖν οἱἄνθρωποι, ταῦτα καὶὑμεῖς ποιεῖτε αὐτοῖς». Ἡ δὲἡ «ἄλλη», ἡ δευτέρα «αἵρεσις»: «Τὸἀγαπᾶν τὸν πλησίον ὡς ἑαυτόν».
Ὄχι δὲ μόνον τοῦ κληρονομικοῦ, ἀλλὰ καὶ τοῦ ἐ ν ο χ ι κ ο ῦ δ ι κ α ί ο υ εἶναι βαθὺς γνώστης ὁ Χ ρ υ σ ό σ τ ο - μ ο ς, ἀπὸ τὸὁποῖο ἐνοχικὸ δίκαιο ἀρύεται ἄφθονα ἐπιχειρήματα στὶς ὁμιλίες του. Οὕτω λ.χ. γνωρίζει κατὰ βάθος τὴ λεπτὴ καὶ οὐδόλως νοητὴἀπὸ κάθε μὴ νομικὸἔννοια τῆς ρωμαϊκῆς obligatio, τῆς «ἐνοχῆς» ἢ «ὀφειλῆς» (ἀπό τῆς πλευρᾶς τοῦὀφειλέτου), τὴν ὁποία καὶ χρησιμοποιεῖ κατὰ τρόπο πράγματι ἀριστοτεχνικὸ γιὰ νὰ καταστήσῃἀνάγλυφο τὴν «ὀφειλή», τὸ «χρέος» τοῦ καθενός μας νὰἀγαπῶμε τὸν πλησίον μας.
Τὸ «χρέος τῆς ἀγάπης», λέγει ὁ Χ ρ υ σ ό σ τ ο μ ο ς, εἶναι «χρέος ἀεὶ μὲν ἐκτιννύμενον— δηλαδὴ πάντοτε καταβαλλόμενον —, ἀεὶ δὲὀφειλόμενον». Δηλαδή: χρέος, τὸὁποῖον ἔχει τὴν ἑξῆς ἰδιορρυθμία: καίτοι πάντοτε καταβάλλεται, πάντοτε ὀφείλεται. Ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὰ χρέη τοῦἀνθρωπίνου δικαίου, τὰὁποῖα, ἐὰν καταβληθοῦν, ἀποσβέννυνται. Εἰδικὴἐκδήλωσι τοῦ χρέους αὐτοῦἀποτελεῖ τὸ χρέος τῆς ἐλεημοσύνης πρὸς πτωχούς, ἡὁποία ἐλεημοσύνη ἔχει χαρακτῆρα δανείου, ἀλλὰδανείου ποὺἔχει τὴν ἑξῆς ἰδιομορφία, τὴν ἑξῆς «φύσιν ξένην καὶ παράδοξον», ὅπως λέγει ὁ Χ ρ υ σ ό σ τ ο μ ο ς: ὅτι ἕτερός ἐστιν ὁ λαμβάνων (ἐννοεῖται: τὸ δάνειον) καὶἕτερος ὁ τῷ δανείῳἑαυτὸν ὑπεύθυνον καθιστάς». Δηλαδὴἄλλος λαμβάνει τὸ δάνειο — τὸ λαμβάνει ὁ πτωχὸς — καὶἄλλος καθίσταται «χρεώστης» πρὸς ἀπόδοσιν αὐτοῦ∙ χρεώστης εἶναι ὁ Θεός. Καὶ εἶναι πολὺ πιθανὸν ὅτι, λέγων τὰἀνωτέρω ὁ Χ ρ υ σ ό σ τ ο μ ο ς, ἔλαβεν ὡς πρότυπο τὴν περίφημο ρῆσι τοῦ ρωμαίου νομικοῦ Ο ὐ λ π ι α ν ο ῦ, ὁὁποῖος, γιὰ νὰ δικαιολογήσῃ παρόμοια ρωμαϊκὴ λύσι ἐπὶ θέματος, στὸὁποῖο ἄλλος ἐλάμβανε τὸ δάνειον καὶἄλλος ὤφειλε νὰ τὸἀποδώσῃ, ἀπεφάνθη ὅτι «ἐπὶ δανείου τινὰ παρὰ τὴν ἀκρίβειαν ἐδέχθησαν».
Ὁμοίως ἀπὸἀρκετὰ χωρία τῶν ἔργων τοῦ Χ ρ υ σ ο σ τ ό μ ο υ προκύπτει ὅτι οὗτος ἐγνώριζε ἄριστα τὸ θεσμὸ τόσον τῆς προσωπικῆς, ὅσον καὶ τῆς ἐμπραγμάτου ἀσφαλείας τοῦ ρωμαϊκοῦ δικαίου.. Ἐνῷ, λέγει ὁ Χ ρ υ σ ό σ τ ο μ ο ς, ὁ πτωχὸς τελεῖἐν ἀδυναμίᾳ νὰ παράσχῃ οἱανδήποτε ἀσφάλειαν, ὅταν δανείζεται, ὁἔχων χρήματα δὲν θέλει ποτὲ νὰ δανείσῃ χωρὶς ἀσφάλεια («ὁ χρήματα ἔχων μηδαμοῦ δανείζειν θέλει ἄνευ ἀσφαλείας∙ ἀπαιτεῖ γὰρ ὁ δανείζων ἢὑποθήκην ἢἐνέχυρα ἢ τὸν ἄντιφωνοῦντα ἢ καὶ διὰ τῶν τριῶν τούτων ἀσφαλειῶν ἐμπιστεύει τὰἑαυτοῦ χρήματα ἢἐγγύας δεχόμενος, ὡς ἔφθην εἰπών, ἢὑποθήκην πραγμάτων ἢἐνέχυρα»).
Ὅσον ἀφορᾷ στὸ ρωμαϊκὸ ο ἰ κ ο γ ε ν ε ι α κ ὸ δ ί κ α ι ο, εἶναι πάρα πολλὰ τὰ χωρία τῶν ἔργων τοῦ Χρυσοστόμου, ἀπὸ τὰ ὁποῖα προκύπτει, ὅτι ὁ Χ ρ υ σ ό σ τ ο μ ο ς εἶχε ἀρίστη γνῶσι αὐτοῦ. Ἔτσι λ. χ. ἐγνώριζε κατὰ βάθος ὅλα τὰ τόσον δύσκολα προβλήματα τοῦ θεσμοῦ τῆς προίκας τοῦ ρωμαϊκοῦ δικαίου καὶ ἀπεδοκίμαζε καὶ ἐπετίθετο μὲ σφοδρότητα κατὰ τῆς προίκοθηρίας καὶ γενικώτερα κατὰ τῆς ἄγρας πρὸς γάμον πλουσίων γυναικών. Ἀρκοῦμαι ἐδῶ νὰ μνημονεύσω ἕνα χωρίο, διότι, παρὰ τὴν πάροδο τόσων αἰώνων, εἶναι πάντοτε ἐπίκαιρο. «Κ α ὶ γ ὰ ρ — λέγει ὁ Χ ρ υ σ ό σ τ ο μ ο ς — π ο λ λ ῶ ν ἤ κ ο υ σ α λ ε γ ό ν τ ω ν ὁ δ ε ῖ ν α ε ὐ π ο ρ ώ τ ε ρ ο ς γ έ γ ο ν ε ἀ π ὸ τ ο ῦ γ ά μ ο υ, π έ ν η ς ὤ ν∙ ἐ π ε ι δ ὴ γ υ ν α ῖ κ α ε ὔ π ο ρ ο ν ἔ λ α β ε , π λ ο υ τ ε ῖ κ α ὶ τ ρ υ φ ᾷ ν ῦ ν. Τί λέγεις ἄνθρωπε; Ἀπὸ γυναικὸς κερδαίνειν ἐπιθυμεῖς(ἐπιθυμεῖς νὰ κερδίσῃς ἀπὸ γυναῖκα, δήλ. ἀπὸ τὸν γάμο σου) καὶ οὐκ αἰσχύνῃ(«καὶ δὲν ντρέπεσαι), οὐδὲἐρυθριᾶς (καὶ δὲν κοκκινίζεις); Οὐδὲ εἰς γῆν καταδύῃ («καὶ δὲν σὲ καταπίνει ἡ γῆ) τοιούτους κερδῶν ἐπιζητῶν τρόπους;».
Καὶ εἶναι τὸ χωρίο αὐτὸ ἐπίκαιρο γιατί, ὅσο καὶ ἂν ὁ σύγχρονος νομοθέτης προσπαθῇ νὰ βελτίωσῃ τὸ οἰκογενειακὸ δίκαιο, καταργῶν τὸ θεσμὸ τῆς προικός, ἡ ἄγρα πλουσίων γυναικῶν πρὸς γάμον θὰ ἐξακολουθῇ νὰ στιγματίζῃ τὴν κοινωνία μας καὶ δὲν θὰ ἐξαλειφθῇ παρὰ μόνον ἂν ἀνυψωθῇ τὸ ἠθικὸ καὶ πολιτιστικό μας ἐπίπεδο.
Ὅσον ἀφορᾷ στὸ Γ ρ η γ ό ρ ι ο, τὸἀψευδέστερο δεῖγμα τῆς ἑδραίας νομικῆς παιδείας του ἀποτελεῖἡ διασωθεῖσα διαθήκη του, ἡὁποία ἔχει διατυπωθῆ μὲ τέτοια νομικὴἀκριβολογία, ποὺ θὰ τὴν ἐζήλευε καὶὁ καλύτερος νομικός.
Ἐνδεικτικῶς ἀναφέρουμε ὅτι ἡ διαθήκη αὐτὴ μαρτυρεῖ γνῶσι τῆς λεπτῆς διακρίσεως τῆς ἐγκαταστάσεως κληρονόμου ἀπό της κληροδοσίας, καθὼς καὶ τῆς κατὰ τὸ ρωμαϊκὸ δίκαιο διακρίσεως τῆς διαθήκης ἀπὸ τοῦ κωδικέλλου. Διακρίσεων ποὺ μόνον ἐκεῖνος, ποὺ ἔχει νομικὴ παιδεία, μπορεῖ νὰ γνωρίζῃ.·
Ἐξ ἄλλου ἀρίστη νομικὴ παιδεία μαρτυροῦν καὶ τὰἔργα τοῦ Β α σ ι λ ε ί ο υ, ἀπὸ τὰὁποῖα προκύπτει βαθεῖα γνῶσις ὄχι μόνον τοῦἰδιωτικοῦ δικαίου, ἀλλὰ καὶ τοῦ δημοσίου δικαίου, ἰδίως δὲ τῶν βασικῶν προβλημάτων τοῦ ποινικοῦ δικαίου.
Ἀπαράμιλλος δὲ εἶναι πράγματι, ὁ τρόπος, μὲ τὸν ὁποῖον οἱ Τρεῖς Ἱεράρχαι λαμβάνουν θέσι ἔναντι θεμελιωδῶν προβλημάτων τοῦ π ο ι ν ι κ ο ῦ δ ι κ α ί ο υ μὲ γνώμονα τὸ σ κ ο π ὸ τ ῆ ς π ο ι ν ῆ ς.
«Τοὺς γὰρ τῳ ὁτιοῦν ἀδικοῦντας» — λέγει ὁ Β α σ ί λ ε ι ο ς— «οὐχ ὑπὲρ τῶν ἤδη γεγενημένων κολάζομεν, ἀλλ᾿ὅπως ἂν ἢ αὐτοὶ πρὸς τὸ λοιπὸν ἀμείνους γένοιντο ἢ ἑτέροις ὑπάρξαιεν τοῦ σωφρονεῖν παράδειγμα». Δηλαδή: «Τοὺς ὁπωσδήποτε ἀδικοῦντες δὲν τοὺς τιμωροῦμε ἕνεκα τοῦ διαπραχθέντος ἀδικήματος, ἀλλὰ ἢ γιὰ νὰ βελτιωθοῦν στὸ μέλλον αὐτοὶ οἱ ἴδιοι ἢ γιὰ νὰ ἀποτελέσουν παράδειγμα σωφρονισμοῦ γιὰ τοὺς ἄλλους». «Οὐδεὶς νομοθετῶν— λέγει ὁ Χ ρ υ σ ό σ τ ο μ ο ς— πρὸς ἀπειλήν λέγει μόνον, ἀλλὰ καὶ πρὸς σωφρονισμόν». Δηλαδή: Κανένας νομοθέτης δὲν νομοθετεῖ μόνον γιὰ νὰ ἀπειλήσῃ, μόνον γιὰ νὰ ἐκφοβίσῃ, ἀλλὰ καὶ γιὰ νὰ σωφρονίσῃ. Μὲ ἄλλα λόγια ἡ ποινὴ ἔχει ὡς σκοπὸ ἀφ᾿ἑνὸς μὲν τὸ «σωφρονισμό» τοῦ ἀδικήσαντος, τὴν εἰδικὴ πρόληψι, ὅπως θὰ λέγαμε σήμερα—, ἀφ᾿ἑτέρου δὲ ὅπως «τῇ τιμωρίᾳ ἐκείνου καὶ τῷ δέει τοῦ μὴ τὰ αὐτὰ παθεῖν σωφρονέστεροι γίνωσιν οἱ μετὰ ταῦτα», δηλαδὴ ὅπως μὲ τὴν τιμωρία ἐκείνου καὶ μὲ τὸ φόβο μὴ πάθουν τὰ ἴδια, οἱ ἄλλοι γίνουν σωφρονέστεροι — δηλαδὴ τὴ γενικὴ πρόληψι, ὅπως θὰ λέγαμε σήμερα.
Τὴν δὲ «μετάνοια» ὡς μέσον βελτιώσεως τοῦ ἐγκληματίου καὶ οὕτω ὡς μέσον εἰδικῆς προλήψεως μελλόντων ἐγκλημάτων χαρακτηρίζει προσφυῶς ὁ Χ ρ υ σ ό σ τ ο μ ο ς ὡς «φάρμακον ἁ μ α ρ τ η μ ά τ ω ν κωλῦον αὐτοῖς περιπεσεῖν». Ὡς φάρμακον, δηλαδή, τὸ ὁποῖον ἐμποδίζει τοὺς ἀνθρώπους νὰ διαπράξουν νέα ἐγκλήματα. Μὲ ὅπλο δὲ τὸ φάρμακο αὐτὸ ὁ Χ ρ υ σ ό σ τ ο μ ο ς δίνει καὶ κερδίζει τὴ γνωστὴ μάχη του κατὰ τοῦ αὐτοκράτορος Ἀ ρ κ α δ ί ο υ, ὁ ὁποῖος ἐθέσπισε νόμο, μὲ τὸν ὁποῖο ἐξαιροῦσε ἀπὸ τὸ ἐκκλησιαστικὸ ἄσυλο τοὺς διαπράξαντας ἐγκλήματα κατὰ τοῦ βασιλέως. Ἐγκλήματα, τιμωρούμενα μὲ τὴν ποινὴ τοῦ θανάτου. Ὁ προσφεύγων στὴν ἐκκλησία, λέγει ὁ Χ ρ υ σ ό σ τ ο μ ο ς, προσφεύγει ὄχι εἰς τοὺς «τοίχους τῆς Ἐκκλησίας», ἀλλ᾿ εἰς τοὺς «νόμους τῆς Ἐκκλησίας», κατὰ τοὺς ὁποίους ὁ μετανοῶν ἀπαλλάσσεται πάσης ποινῆς. Καὶ ἔτσι ἐπέτυχε νὰ μὴ παραδώσῃ στὸν αὐτοκράτορα Ἀρκάδιο καὶ νὰ διασώσῃ ἀπὸ βεβαία θανατικὴν ἐκτέλεσιν τὸν Ε ὐ τ ρ ό π ι ο, ποὺ εἶχε διαπράξει ἔγκλημα κατὰ τοῦ βασιλέως.
Ὅσον ἀφορᾷ στὸ μέγεθος τῆς καταγνωστέας ποινῆς, οἱ Τρεῖς Ἱεράρχαι κηρύσσουν ὅτι ἡ ποινὴ πρέπει νὰ εἶναι «σύμμετρος», δηλαδὴ πρέπει νὰ ἐπιβάλλεται μὲ γνώμονα ἀφ᾿ἑνὸς μὲν τὸ μέγεθος τοῦ προσβαλλόμενου ἀγαθοῦ, ἀφ᾿ἑτέρου δὲ τὴν προσωπικότητα τοῦ κατηγορουμένου. Ὡς πρὸς τὸ τελευταῖο αὐτὸ κριτήριο ὁ Χ ρ υ σ ό σ τ ο μ ο ς εἶναι κατηγορηματικός. Ἐὰν ἐπορνεύθη μιὰ πλούσια καὶ μιὰ πτωχή, δὲν θὰ τιμωρηθοῦν μὲ τὴν ἴδια ποινὴ.
Καὶ ἐρωτᾶται: Αὐτὲς ἀκριβῶς δὲν εἶναι καὶ οἱ σύγχρονες ἀντιλήψεις περὶ ποινῆς;
Βεβαίως τὴν βάσιν τῆς περὶ ποινῆς διδασκαλίας τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν ἀπετέλεσε ὁ Π λ ά τ ω ν. Τὸ νέον ὅμως στὴ διδασκαλία τῶν Τριῶν Ἰεραρχῶν ἔγκειται στὸ ὅτι ἐπροχώρησαν καὶ πέραν τῶν περὶ ποινῆς ἀντιλήψεων τοῦ Πλάτωνος, διότι ἔδωκαν ἰδιαίτερη ἔμφασι διὰ μὲν τὴν ἀποτροπὴ τελέσεως νέων ἐγκλημάτων, στὴ διὰ «μετανοίας» ἠθικοποίησιν τοῦ ἐγκληματίου ὡς παράγοντα τῆς εἰδικῆς προλήψεως, διὰ δὲ τὴν ἐπιμέτρησιν τῆς ποινῆς εἰς τὸν παράγοντα «προσωπικότης τοῦ ἐγκληματίου».
Ἀπὸ τὰ ἐκτεθέντα κατεδείχθη, νομίζω, πλήρως ὅτι οἱ τρεῖς Ἱεράρχαι δὲν ἦταν μόνον — ὅπως νομίζεται συνήθως — κορυφαῖοι Ἐκκλησιαστικοὶ Πατέρες καὶ γίγαντες τῆς θεολογικῆς ἐπιστήμης, ἀλλὰ ἦταν καὶ κράτιστοι νομικοί. Καὶ μάλιστα νομικοί, οἱ ὁποῖοι ὄχι μόνον ἀξιοποίησαν πλουσίως τὴν ἑδραία νομική τους παιδεία γιὰ τὸ ἀποστολικό τους ἔργο, ἀλλὰ μὲ τὴν ἐπικουρία της ἀφ᾿ἑνὸς μὲν συνέβαλαν σπουδαίως καὶ στὴν ὀρθὴ ἑρμηνεία καὶ ἀναμόρφωσι τοῦἀνθρωπίνου δικαίου, ἀφ᾿ἑτέρου δὲ διεκήρυξαν πρὸ δέκα ἕξ ἤδη αἰώνων πρωτοπορειακὲς νομικὲς ἰδέες, οἱ ὁποῖες ὄχι ὀρθῶς θεωροῦνται συνήθως ὅτι εἶναι γέννημα τῆς νεωτέρας ἐποχῆς.
Ὁ λόγος δέ, γιὰ τὸν ὁποῖο παρὰ τὴν ἄρτια νομική τους παιδεία ἐγκατέλειψαν οὗτοι τὴ δικηγορία, εἶναι ὅτι τὸ ἐπάγγελμα τοῦτο, ὅπως ἠσκεῖτο στὴν ἐποχή τους, δὲν συνεβιβάζετο πρὸς τὴν ἠθική τους εὐαισθησία καὶ τὶς περὶ δικαίου ὑγιεῖς ἀντιλήψεις τους. «Οἱ νόμοι οἱ ἀνθρώπινοι», λέγει ὁ Χ ρ υ σ ό σ τ ο μ ο ς, «οὐ πάντες τὸ δίκαιον ἔχουσι».. Δηλαδὴ οἱ ἀνθρώπινοι νόμοι δὲν εἶναι ὅλοι δίκαιοι. Μὲ ἄλλα λόγια ὑπάρχει καὶ ἀνθρώπινο δίκαιο ἄδικο (ius iniustum). Κατ᾿ἀντίθεσιν πρὸς τοὺς θείους νόμους, οἱ ὁποῖοι εἶναι ὅλοι δίκαιοι, οἱ ὁποῖοι «ἡλίου φαιδρότεροι μένουσι». Ὅπως δὲ μᾶς πληροφορεῖ ὁ ἱστορικός τῆς Ἐκκλησίας Σ ω κ ρ ά τ η ς, ὁ Χ ρ υ σ ό σ τ ο μ ο ς ἐγκατέλειψε τὴ δικηγορία, «συνιδὼν τὸν ἐν δικαστηρίοις... ἄδικον βίον».
Εἰδικῶς ὡς πρὸς τοὺς πλουσίους διαδίκους τῆς ἐποχῆς του, παρατηρεῖ ὁ Χ ρ υ σ ό σ τ ο μ ο ς, ὄχι μόνον διαφεύγουν οὗτοι τὴν τιμωρία, ἀλλὰ συμβαίνει καὶ νὰ χειροκροτοῦνται εἰς τὰ δικαστήρια («ἐν δικαστηρίοις κροτεῖσθαι»). Ἐὰν ἦταν εὔκολο, προσθέτει, νὰ δώσουν οἱ πλούσιοι λόγον τῶν πράξεών των ἐνώπιον τῶν δικαστηρίων, οἱ φυλακὲς θὰ ἦταν γεμᾶτες ἀπὸ αὐτοὺς («ἐκ τούτων ἂν εὗρες ἐμπεπλησμένα τὸ δεσμωτήρια»).
Ὅσον ἀφορᾷ στὸ Γ ρ η γ ό ρ ι ο, οὗτος ἐγκατέλειψε τὴν δικηγορία γιὰ νὰ ἀπαλλαγῆ ἀπὸ τὰς «ἀδίκους κρίσεις τῶν δικαστηρίων καὶ ἀπὸ τὰ ψεύδη τῶν δικηγόρων τῆς ἐποχῆς του», ὅπως ἀναφέρει χαρακτηριστικὰ ὁ βιογράφος του.
Ἀλλὰ ὄχι μόνον ἐγνώριζαν ἄριστα τὸ δίκαιον οἱ Τρεῖς Ἱεράρχαι, ἀλλὰ σὰν γνήσιοι μαχηταὶ εἶχαν τὸ θάρρος νὰ ἐφαρμόζουν ἔμπρακτα τὶς ἠθικονομικὲς ἀρχές τους, μὴ διστάζοντες νὰ ἀντιταχθοῦν στὰ τυραννικὰ καθεστῶτα τῆς ἐποχῆς των, ἐκθέτοντες ἄνα πᾶσαν στιγμὴν σὲ κίνδυνο καὶ αὐτὴ τὴ ζωή τους. Ἕνας μάλιστα ἀπὸ αὐτοὺς - ὁ Χ ρ υ σ ό σ τ ο μ ο ς — ἐπλήρωσε πράγματι μὲ τὴ ζωὴ του τὶς ἀρχὲς του αὐτές, ὅπως ἀνέφερα ἤδη προηγουμένως. Γεγονὸς ποὺ πρέπει νὰ τοὺς καταξιώνη ἀκόμη περισσότερο στὰ μάτια τῶν νεωτέρων.
Διότι εἶναι κοινὸς τόπος ὅτι πολλοὶ οἰκοδομοῦν θεωρίες, ποὺ προκαλοῦν ἀντιδράσεις στοὺς ἰσχυρούς, καὶ τὶς διδάσκουν, ἀλλὰ ὅταν ἔλθουν στὴ δοκιμασία τῆς ἔμπρακτης καὶ αὐτοπρόσωπου ἐφαρμογῆς των, δειλιάζουν καὶ εἴτε τὶς ἀποκηρύσσουν, εἴτε συμβιβάζονται καὶ τὶς τροποποιοῦν.
Αὐτὴ εἶναι μὲ μεγάλη συντομία ἡ σκιαγράφησις τῶν μεγάλων αὐτῶν θεολογικῶν Μορφῶν, θεωρούμενη ὑπὸ τὸ πρῖσμα τῆς νομικῆς ἐπιστήμης.
Σκιαγράφησις, ἡ ὁποία ἔχει, νομίζω, ἀξία γιὰ τὴ σημερινὴ ἐποχή, ἡ ὁποία ὄχι σπάνια βάλλει κατὰ τῶν παραδεδεγμένων αἰωνίων πνευματικῶν ἀξιῶν.
Σκιαγράφησις, ἐξ ἄλλου, ποὺ ἔχει γιὰ τὸ Πανεπιστήμιό μας καὶ τὴν ἰδιαίτερη ἀξία ὅτι ἐνισχύει τὴ θέσι ὅτι τὶς αἰώνιες ἀξίες τῆς ζωῆς ἀντιπροσωπεύει κατὰ τρόπο ἐπάξιο καὶ ἀπαράμιλλο τὸ δεξιά της ἕδρας αὐτῆς λάβαρο τοῦ Πανεπιστημίου: Τὸ λάβαρο τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν, τῶν ἀνεπανάληπτων ἐκείνων πνευματικῶν μορφῶν, οἱ ὁποῖες προσέθεσαν ὡς τρίτο στόχο τῆς παιδείας, ἐκτὸς ἀπὸ τὴν ἐπιστήμη καὶ τὴν ἀρετή, τὴ χριστιανικὴ ἀγάπη. Τὴν ἀγάπη, ἡ ὁποία, ὅπως ἐτόνισα πρὸ ἡμερῶν ἀπὸ τῆς θέσεως αὐτῆς, εἶναι ἡ μόνη δύναμις ποὺ μπορεῖ νὰ δαμάση τὸ θηρίο, ποὺ ὀνομάζεται «ἐγωισμός» στὰ ἄτομα καὶ στὰ ἔθνη, καὶ ἑπομένως νὰ ὁδηγήσῃ εἰς συνεννόησιν καὶ συναδέλφωσιν τῶν λαῶν. Μὲ ἄλλα λόγια εἶναι ὁ μόνος δρόμος ποὺ ὁδηγεῖ στὴ λεωφόρο της εἰρήνης.Ἐὰν ὑπάρχη ἀγάπη, λέγει ὁ Χ ρ υ σ ό σ τ ο μ ο ς, «πάντα ἂν ἐκποδὼν ἐγεγόνει τὰ κακά», θὰ ἐτίθεντο ἐκποδὼν ὅλα τὰ κακὰ καὶ ἑπομένως «οὔτε πόλεμοι θὰ ἐγίνοντο οὔτε μάχες».