Μέγας Βασίλειος: κείμενο «εις αντιπελάργωσιν»
Πριν ακόμη κλείσει τα πενήντα του χρόνια, ο Κύριος τονκάλεσε κοντά του. Άρρωστος βαριά ο Άγιος, ετοιμάζεται για το ταξίδι, τοτελευταίο, που ο ίδιος το ονομάζει «τρυφή μάλλον ή κατάπληξις» (χαρά παράτρόμο», όταν τον απειλεί ένας τυχάρπαστος έπαρχος ονόματι Μόδεστος. Κόσμοςπολύς μαζεύεται γύρω απ’ την Επισκοπή, αγρυπνεί και προσεύχεται. Αγωνιά. Ηλειτουργία του όμως στη γη τελείωσε, και κλείνοντας τα μάτια του σώματος,αφήνει αυτή την λειτουργική φράση να ξεφύγει από τ΄αγιασμένα χείλη του: «Πάτερ,εις χείρας Σου παραθήσομαι το πνεύμα μου»! Ήταν τόση η θλίψη του λαού και τόσογενικό το πένθος και η συρροή πλήθους στην κηδεία του, που, κατά τον άγιοΓρηγόριο τον Θεολόγο, πολλοί άνθρωποι πέθαναν «εκ της του ωθισμού»(=συνωστισμού) βίας και συγκλονήσεως»! έτσι, με τα δάκρυα όλων των λογικώνπροβάτων, που με τόση στοργή και αγάπη εποίμανε ο Μέγας Βασίλειος έφυγε την 1ηΙανουαρίου του 379, για την άνω Ιερουσαλήμ.
Αν είχαμε όντως υπουργείο Εθνικής Παιδείας και όχι διά βίουαμάθειας και απαιδευσίας- όπως θα πρέπει να ονομάζεται ορθότερον- θααναλάμβαναν τα σχολεία, να καταστρέψουν αυτό το βλακώδες και γελοίο είδωλο πουτο «τιμήσαμε» με το όνομα ενός από τους μεγαλυτέρους αγίους της Εκκλησίας καιτου Γένους μας. Πέραν του σεβασμού που θα επιδεικνύαμε στον άγιο Ιεράρχη, θαήταν και μια μορφή αντίστασης στην πανούκλα της αμερικανοποίησης-εξαθλίωσης τωνπάντων. Ως γνωστόν, τα εργοστάσια παραγωγής του «Αη Βασίλη» και όλων τωνσυμπαρομαρτούντων εορταστικών γυαλικών, μπιχλιμπιδιών και λοιπών«πυγολαμπίδων», εδρεύουν σε χώρες Τρίτου και Τετάρτου Κόσμου. Άρα έχουμε τοεξής φαρισαϊκόν: τα λιμοκτονούντα παιδάκια της Ασίας, εργάζονται (το αρχαίορήμα ειλωτεύουν, εκ του είλωτος, είναι ικανότερο να αποδώσει το πραγματικόνόημα της «εργασίας» αυτής), εργάζονται, λοιπόν, νυχθημερόν με μισό ή έναδολάριο ημερομίσθιο, υπό τρισάθλιες συνθήκες, για να χαίρονται ταμοσχοαναθρεμμένα βουτυρόπαιδα της Δύσης. Τέλος πάντων, θα αντιτείνει κάποιος«προοδευμένος» ότι η ορθόδοξη απεικόνισητου αγίου Βασιλείου δεν είναι και «πολύ παιδική», τρομάζει τα παιδιά, ενώ οευτραφής και προγάστωρ «κοκκακόλειος» (νεολογισμός) διαφημιστής είναι πιοκοντά, πιο συναφής, πιο προσιτός στην παιδική ηλικία.
Αυτά βεβαία τα κρανιοκενή είναι σημεία (και ευρήματα) τωνκαιρών μας. Ζούμε σε κοινωνίες που προσπαθούν να αποκρύψουν, να εξαφανίσουνενοχλητικά σύμβολα. Παράδειγμα. Το ράσο.(Παραπέμπει στο θάνατο). Τις εικόνες μετα βλοσυρά και στιβαρά πρόσωπα των ηρώων από τα σχολεία. Το ίδιο και με τουςαγίους. Να μην μιλήσουμε και για τον «διωγμό» των γηρατειών. Ό,τι τα θυμίζειείναι εξοβελιστέο (Ερώτηση: παρουσιάζεται ποτέ σε κάποια εκπομπή ενόςσαχλοβοθροκάναλου γέρος ή γερόντισα όπως πραγματικά είναι; Άπαντες ψιμυθιωμένοικαι πασαλειμμένοι, ενίοτε χαζοχαρούμενοι παλίμπαιδες).
Θα ήταν ευχής έργο, λοιπόν, να αποκαθάρουμε τον μέγα άγιοτης Ρωμησύνης απ΄όλες τις ακαθαρσίες και τις καταναλωτικές αηδίες με τις οποίεςσυνέδεσε το όνομά του. Δεν θα κουραστώ να επαναλαμβάνω το του ΔημήτρηΚαμπούρογλου λεχθέν ότι: «όλα τα έθνηπρέπει να βαδίσουν εμπρός, πλην του ελληνικού που πρέπει να στραφεί πίσω». Καιμια και αναφέρθηκα στα γηρατειά, μεγάλο σήμερα υπαρξιακό και κοινωνικόπρόβλημα, θα παραπέμψω σ’ ένα εξαίσιο κείμενο του Μεγάλου Βασιλείου. Γράφει στοέργο του «Εις εξαήμερον»: «Η φροντίδα των πελαργών για τους γέροντες γονείςτους είναι αρκετή να κάνει τα παιδιά μας, να αγαπούν τους πατέρες τους(γονείς), αν ήθελαν να προσέξουν. Αλλά όπωσδήποτε κανείς δεν είναι τόσο λειψόςστο μυαλό, ώστε να μην καταλαβαίνει ότι είναι άξιο ντροπής να φαίνεται στηναρετή κατώτερος από τα εντελώς άλογα πτηνά. Οι πελαργοί, όταν οι γέροι γονιοίτους γυμνωθούν τελείως από το πέσιμο των φτερών που γίνεται στα γεράματα, τουςπερικυκλώνουν και τους ζεσταίνουν με τα φτερά τους, τους ετοιμάζουν άφθονητροφή και τους βοηθούν, όσο είναι δυνατόν, στην πτήση, σηκώνοντάς τους απαλά μετο φτερό και από τις δύο μεριές. Και αυτό είναι τόσο πολύ γνωστό, ώστε μερικοίκαι την ανταπόδοση των ευεργεσιών να την ονομάζουν αντιπελάργωσιν». (ΕΠΕ 4,318). Για να αντιληφθούμε την λεπταισθησία και ευγένεια του αγίου, παραθέτω καιτον σπαραγμό του, όταν χάνει την αγαπημένη του μητέρα, την αγία Εμμέλεια: «Νυνδε και η μόνην είχον του βίου παραμυθίαν, την μητέρα, και ταύτην αφηρέθην. Καιμη καταγελάσης μου ως εν τούτω της ηλικίας ορφανίαν αποδυρομένου, αλλά συγγνωθίμε ψυχής χωρισμόν ανεκτόν μη φέροντι». Δηλαδή, γράφει στον φίλο του Ευσέβιο,«τώρα και την μοναδική παρηγοριά που είχα στη ζωή μου, την μητέρα μου, τηνέχασα κι αυτή. Και μη με κοροϊδέψεις, που σε τέτοια ηλικία θρηνώ για ορφάνια, αλλάσυμπάθησέ με, που δεν μπορώ να υποφέρω έναν τέτοιο πόνο ψυχής σε μια τόσοπροχωρημένη ηλικία». Είναι αυτός οάγιος, ο ευαίσθητος και ταπεινός, που κλαίει και οδύρεται σαν παιδί,αποκρουστικός στην όψη ασυμπαθής στα παιδιά; «Άπαγε της βλασφημίας». Τα περισσότερατάχα και παιδικά παιχνίδια, με τα οποία μπουκώνουμε τα βλαστάρια μας αυτές τιςμέρες, περιέχουν δολοφονικά τερατουργήματα, υπερήρωες εγκληματίες, σκυλόφατσεςκαι αγριόφατσες του αμερικανικού υπόκοσμου. Αυτά δεν είναι επικίνδυνα γιαπαιδιά; Δεν ενοφθαλμίζουν απάνθρωπη συμπεριφορά, το «ουαί τοις ηττημένοις», μετο οποίο λειαίνει τα μυαλά και την κρίση της δυτικής αγέλης η προτεσταντική καιλοιπή θρησκοληπτική μπουρδολογία;
Στο εξαιρετικό «το βλογημένο το μαντρί» του Κόντογλου, οάγιος Βασίλειος βρίσκει κατάλυμα, το βράδυ της Πρωτοχρονιάς στο ταπεινό μαντρίτου Γιάννη- που δεν τον αναγνώρισε- ανθρώπου αθώου σαν τα πρόβατα που βόσκαε,αγράμματος εντελώς. Αφού όλα έγιναν τα της εορτής «ευσχημόνως και κατά τάξιν»,ετοιμάζονται να πλαγιάσουν. Ρωτά ο Γιάννης: «Εσύ, γέροντα, που ξέρεις γράμματαπες μας σε ποια παλάτια άραγες πήγε απόψε ο Αη Βασίλης; Οι αρχόντοι κι οιβασιλιάδες τι αμαρτίες μπορεί να ‘χουνε; Εμείς οι φτωχοί είμαστεν αμαρτωλοί καικακορίζικοι, επειδή η φτώχεια μας κάνει να κολαζόμαστε». Ο Άγιος δάκρυσε. (Αυτήείναι η Ορθοδοξία αντάμα και ο Ελληνισμός, το συναμφότερον). Είπε αλλιώς τηνευχή που έπρεπε να διαβάσει: «Κύριε ο Θεός μου οίδας ότι ο δούλος σου Ιωάννης οαπλούς έστιν άξιος και ικανός ίνα υπό την στέγην αυτού εισέλθης, ότι νήπιος υπάρχει,και των τοιούτων εστίν η βασιλεία των ουρανών…».Να! δικό μας, ο Ρωμιός Αη-Βασίλης, ο απλούς και ταπεινός και όχι το αχώνευτο ξωτικό, που μας πλάσαραν τα«περικαθάρματα του κόσμου», οι έμποροι των εθνών, που, κατά τον Παπαδιαμάντη,«πωλούν τον Χριστόν και αγοράζουν τον Μωάμεθ».
Και μία που σήμερα η κρίση μουχλιάζει τις ψυχές μας,οφείλουμε, εμείς οι δάσκαλοι «μη μικρόψυχοι περί τους παίδας γενώμεθα», αλλά«δει τους προεστώτας του λόγου ελεήμονας και εύσπλαγχνους είναι και μάλιστα επίτων κεκακωμένων τας ψυχάς» (εθνικά, ο ΒΕΠ, 53). Πολλοί μαθητές μας, έρχονταιστο σχολείο κεκακωμένοι και ταλαιπωρημένοι. Ας τους περιμένουμε στην τάξη «ενπολλή φιλοποργία και αγάπην οίαν ο Κύριος έδειξε και εδίδαξεν».