Οι άγιοι δισμύριοι μάρτυρες οι εν Νικομηδείακαέντες
Του Πρωτοπρεσβυτέρου Γεωργίου Δορμπαράκη
«Όταν ο βασιλιάς Μαξιμιανός επέστρεψενικητής από τον πόλεμο κατά των Αιθιόπων, θέλησε για επινίκια να θυσιάσει σταείδωλα. Στάλθηκαν λοιπόν γράμματα παντού που προέτρεπαν να έλθουν όλοι στηΝικομήδεια, προκειμένου να προσκυνήσουν τους θεούς τους δικούς του. Ο άγιοςΆνθιμος τότε, που ήταν επίσκοπος της Νικομήδειας, συνάθροισε στην Εκκλησία τονλαό του Χριστού (διότι ήταν η εορτή της Γεννήσεως του Χριστού) και συνεόρταζεμαζί τους και τους δίδασκε την αληθινή πίστη. Μόλις το έμαθε ο Μαξιμιανός,πρόσταξε να βάλουν φρύγανα γύρω από την Εκκλησία και να αναφτούν, ώστε νακατακαούν οι ευρισκόμενοι μέσα Χριστιανοί. Το έμαθε ο επίσκοπος και έσπευσε ναβαπτίσει του κατηχουμένους, επιτέλεσε έπειτα τη θεία Λειτουργία και μετέδωσε σεόλους τους Χριστιανούς τα θεία και άχραντα μυστήρια. Έτσι από τα αναμμέναφρύγανα κάηκαν και τελειώθηκαν όλοι. Ο δε άγιος Άνθιμος διαφυλάχτηκε με τη χάρητου Θεού, ώστε αφού ωφελήσει και άλλους και με το άγιο βάπτισμα να τουςοδηγήσει στον Χριστό, με πολλά βάσανα να μετασταθεί προς Αυτόν, για νααπολαύσει τη βασιλεία των ουρανών».
Ο άγιος υμνογράφος Ιωσήφ αξιοποιεί απότο συναξάρι των αγίων δυσμυρίων μαρτύρων κυρίως το μέσο του μαρτυρίου τους: τηφωτιά, ώστε και να προβάλει την αγιότητά τους και να εποικοδομήσει τουςπιστούς. Τη φωτιά, διά της οποίας οδηγήθηκαν στη Βασιλεία του Θεού, τηναντιμετωπίζει καταρχάς - σαν να εισέρχεται στη σκέψη των αγίων - ως αδελφήαυτών, μπροστά στην οποία οι άγιοι δεν νιώθουν κάποια δειλία. Κτίσμα και αυτήτου Θεού, υπακούουσα συνεπώς στα κελεύσματα του Δημιουργού της, λειτουργεί μέσαστο σχέδιο Εκείνου για τη σωτηρία των ανθρώπων. «Ου δειλιώμεν πυρομόδουλον, οι γενναίοι άμα εκραύγαζον» (Δεν δειλιάζουμε μπροστά στη φωτιά, πουκαι αυτή είναι δούλη του Θεού σαν κι εμάς, κραύγαζαν οι γενναίοι μάρτυρες). Κιείναι μία αντιμετώπιση που φανερώνει την απόλυτη πεποίθηση των αγίων στηνΠρόνοια του Θεού, ότι δηλαδή τίποτε δεν γίνεται αν ο ίδιος ο Κυβερνήτης του παντόςδεν επιτρέψει να γίνει.
Την υπέρβαση του φόβου για τη φωτιάόμως ερμηνεύει ο υμνογράφος και με άλλον τρόπο. Δεν την φοβούνταν οι άγιοι,διότι δρούσε μέσα στην καρδιά τους μία άλλη φωτιά, πιο δυνατή και πυρωμένη απότην αισθητή φωτιά. Κι αυτή ήταν η αγάπη του Χριστού. «Ωραιοτάτωςεκπυρούμενοι τη Χριστού αγάπη Πανεύφημοι, υφαπτομένης της πυράς, ουδαμώςεπτοήθητε» (Πυρακτωμένοι κατά ωραιότατο τρόπο από την αγάπη του Χριστού,πανεύφημοι μάρτυρες, καθόλου δεν φοβηθήκατε τη φωτιά που αναβόταν). Κι είναιτούτο μία από τις σημαντικότερες αλήθειες: εκεί που η αγάπη του Χριστούκατακαίει την ανθρώπινη καρδιά, όλα τα οχληρά του βίου, όλες οι θεωρούμενεςδοκιμασίες ούτε καν σχεδόν γίνονται αντιληπτά. Ό,τι συνέβη και με τους αγίουςτρεις παίδες στη Βαβυλώνα, που εξίσου τους είχαν ρίξει στην καμμένη κάμινοπυρός, κι όμως η πίστη και η αγάπη τους στον Θεό τους έκανε να είναι υπέρτεροιαυτού («ώσπερ οι τρεις εν Βυβυλώνι θείοι παίδες, του πυρός ανώτεροι ώφθητε,θείω φωτί καταλαμπόμενοι», δηλαδή: όπως τα τρία θεϊκά παιδιά στη Βυβυλώνα, έτσικι εσείς φανήκατε ανώτεροι από τη φωτιά, γιατί λάμπατε εντελώς από το θεϊκόφως). Το σημειώνει και ο απόστολος Παύλος στην προς Ρωμαίουςεπιστολή: «Τις ημάς χωρίσει από της αγάπης του Χριστού; Θλίψις ή στενοχωρία ήδιωγμός ή κίνδυνος ή μάχαιρα; Πέπεισμαι γαρ ότι ουδεν ημάς χωρίσει από τηςαγάπης του Θεού της εν Χριστώ Ιησού» (Ποιος θα μας χωρίσει από την αγάπητου Χριστού; Θλίψη ή στενοχώρια ή διωγμός ή κίνδυνος ή μαχαίρι; Είμαιπεπεισμένος βεβαίως ότι τίποτε δεν μπορεί να μας χωρίσει από την αγάπη τουΘεού, όπως φανερώθηκε στον Ιησού Χριστό).
Ο άγιος Ιωσήφ όμως, ως μέγας ποιητήςκαι ευφυέστατος άνθρωπος, αξιοποιεί κατά εποικοδομητικό τρόπο και τον αριθμότων μαρτύρων. Το πλήθος τους τον παραπέμπει στο πλήθος των αμαρτιών του, καιβεβαίως εννοείται και στις αμαρτίες του καθενός πιστού. Και τι λέει; Όπως είστετόσοι πολλοί, παρακαλέστε τον Κύριο να εξαλείψει το πλήθος των αμαρτιών μου καινα μου δώσετε λόγο για να ανυμνήσω το πανηγύρι σας. «Πληθύς πολυάριθμε σεπτώνμαρτύρων, τα πλήθη εξάλειψον των πολλών πταισμάτων μου, τη μεσιτεία σου, καιδίδου λόγον ανυμνείν την σήν πανήγυριν». Η επισήμανση αυτή του αγίου υμνογράφουαποτελεί βεβαίως φανέρωση και του δικού του ύψους αγιότητας. Μόνον ένας συνεπήςκαι εν επιγνώσει πιστός μπορεί να βλέπει τον εαυτό του αληθινά, με πλήθοςαμαρτιών. Όσο με άλλα λόγια στέκεται κανείς σωστά απέναντι στον Θεό, τόσο καιφωτίζεται να βλέπει το βάθος του εαυτού του. Κι αυτό δυστυχώς δεν είναι ό,τικαλύτερο: εκεί λειτουργούν οι αιτίες των αμαρτιών, οπότε ο πιστός κινητοποιείταιστην αληθινή μετάνοια.
Και πέραν τούτων: ο άγιος Ιωσήφ, οκατανυκτικός και θεολόγος ποιητής, αξιοποιεί από το μαρτύριο των αγίων και τοντόπο του μαρτυρίου τους: τον ναό του Κυρίου. Οι άγιοι μαρτύρησαν από τη φωτιάμέσα σε μία Εκκλησία. Και κάνει τριπλή αναφορά στην έννοια του ναού: οι άγιοιλόγω του αγίου βαπτίσματός τους έγιναν ως μέλη Χριστού πια ναός Θεού. Δέχτηκαντο μαρτυρικό τέλος τους μέσα στον επίγειο ναό, και οδηγήθηκαν έτσι στονεπουράνιο Ναό, τη Βασιλεία του Θεού, την «πρόσωπον προς πρόσωπον» πια σχέσητους με τον ίδιον τον Κύριο. «Ναοί Θεού υπάρχοντες άγιοι, διά βαπτίσματος,τέλος άγιον ομού εδέξασθε εν οίκω θείω, και προς επουράνιον Ναόν ανηνέχθητε».Μακάρι ως ναοί του Θεού και εμείς λόγω του βαπτίσματός μας, να έχουμε αυτήν τησυναίσθηση: ότι ο φυσικός χώρος μας στη ζωή αυτή είναι ο οίκος του Θεού, οναός, και ότι πορευόμαστε με τον τρόπο αυτό προς ένταξή μας στον επουράνιο Ναό,την Εκκλησία των πρωτοτόκων αδελφών.