«Της μετανοίας άνοιξόν μοι πύλας ζωοδότα…».
Από την τελευταία Κυριακή του Φεβρουαρίου, την Κυριακή του Τελώνου και Φαρισαίου, η Εκκλησία, μάς εισάγει σε μιά νέα περίοδο του εορτολογίου της, την περίοδο του κατανυκτικού Τριωδίου.Μας δίδει έτσι την αφορμή να στρέψουμε και πάλι την προσοχή μας προς το νόημακαι το περιεχόμενό της, προκειμένου να εμβαθύνουμε και βιώσουμε κάπως το μυστήριο της μετανοίας, που αποτελεί το κεντρικότερο και κυρίαρχο χαρακτηριστικό γνώρισμα της περιόδου αυτής.Στην παρούσα αναφορά μας θα στρέψουμε την προσοχή μας στην πλούσια και θεοφώτιστη υμνογραφία της, και πιό συγκεκριμένα, θα προσπαθήσουμε, συν Θεώ να προσεγγίσουμε ερμηνευτικά κάποια ιδιόμελα κατανυκτικά τροπάρια, τρία τον αριθμό, που ψάλλονται σ’ όλες τις Κυριακές του Τριωδίου μέχρι και την Πέμπτη Κυριακή των Νηστειών, μετά το εωθινό ευαγγέλιο και τον 50ο Ψαλμό.
Το πρώτο αρχίζει με την φράση: «Της μετανοίας άνοιξόν μοι πύλας ζωοδότα…».Παρακαλεί ο υμνογράφος, και διά μέσου αυτού όλη η Εκκλησία, να μας ανοίξη ο ζωοδότης Χριστός τις πύλες της μετανοίας. Παρουσιάζει την μετάνοια, να έχει κάποιες πύλες, μέσα από τις οποίες πρέπει να περάσουμε, προκειμένου να βαδί-σουμε κατόπιν στον δρόμο, που ανοίγεται μετά τις πύλες, που είναι ο δρόμος της μετανοίας, ο δρόμος της επιστροφής προς τον Θεόν. Παρακαλούμε τον Θεόν να μας ανοίξη αυτές τις πύλες, διότι μόνοι μας δεν έχουμε την δύναμη να περάσουμε μέσα απ’ αυτές. Η μετάνοια είναι χάρισμα, είναι δωρεά, που την δίδει ο Θεός. Δεν είναι κατόρθωμα, που εξαρτάται από τις δυνάμεις του ανθρώπου. Ωστόσο η δωρεά αυτή χαρίζεται μόνον σε εκείνους, που εκτιμούν την αξία της και ζητούν με ταπείνωση να την λάβουν. Εν όσω λοιπόν ζούμε σ’ αυτήν την ζωή, ας παρακαλούμε τον Χριστόν, να μας χαρίσει το πολύτιμο αυτό δώρο και να μας ανοίξει τις πύλες της μετανοίας, πριν μας τις κλείσει ο θάνατος, διότι τότε θα είναι πλέον αργά, αφού δεν είναι δυνατόν να ανοίξουν μετά θάνατον. «Έως μεν γαρ άνώμεν εν τη παρούση ζωή», λέγει ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, «δυνατόν μεταγνόντας του εντεύθεν απόνασθαι κέρδους», δηλαδή εν όσω ακόμη βρισκόμαστε στην παρούσα ζωή, είναι δυνατόν, αφού μετανοήσωμε, να επωφεληθούμε το κέρδος, που προέρχεται από την μετάνοια. Εάν όμως φύγουμε από την ζωή αυτή αμετανόητοι, τότε «ουδείς έσται εκεί λοιπόν ο εξαιρούμενος τον υπό της οικείας ραθυμίας προδεδομένον», δηλαδή κανένας δεν θα μπορέσει να σώσει εκείνον, που έχει προδοθή από την αδιαφορίαν του.
«Της σωτηρίας εύθυνόν μοι τρίβους Θεοτόκε…».Κατόπιν ο υμνογράφος στρέ- φεται προς την Θεοτόκον, διότι αυτή έχει παρρησία περισσότερη από όλους τους αγίους και ζητά από αυτήν να τον οδηγήσει στους δρόμους της σωτηρίας. Ο δρόμος της σωτηρίας δεν είναι άλλος από τον δρόμο της μετανοίας. Ζητά δε να τον καθοδηγήσει στον δρόμο αυτόν, ώστε να βαδίσει με ασφάλεια και σταθερότητα και να μην ξεφύγει και πλανηθή σε άλλους δρόμους, στους δρόμους της αμαρτίας και της ασωτείας, που οδηγούν στην απώλεια. Πράγματι, όταν ένας οδοιπόρος βαδίζει έναν δρόμο, που δεν τον ξέρει, για πρώτη φορά, έχει ανάγκη από έναν οδηγό, διότι αλλοιώς θα πλανηθή και δεν θα φθάσει ποτέ στον προορισμό του. Έτσι και εμείς. Δεν είναι αρκετό να μπούμε στο δρόμο της μετανοίας, αλλά να φθάσουμε και στο τέρμα αυτού του δρόμου, που είναι η κάθαρσις της ψυχής και η σωτηρία. Επειδή λοιπόν και εμείς υπάρχει κίνδυνος κατά την διάρκεια της πορείας μας στο δρόμο αυτόν να ξεφύγουμε σε άλλους δρόμους και να χαθούμε, γι’ αυτό έχουμε ανάγκη από την βοήθεια της Θεοτόκου. Τον κίνδυνο αυτόν της αποπλανήσεως επισημαίνει και ο ψαλμωδός: «Τα διαβηματά μου κατεύθυνον κατά το λόγιόν σου και μη κατακυριευσάτω μου πάσα ανομία» (ψαλμ.118,133). Δηλαδή κατεύθυνε την πορεία της ζωής μου κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να μην με κυριεύσει και αιχμαλωτίσει οποιαδήποτε αμαρτία. Επίσης ο θεόπνευστος λόγος από το βιβλίο των Παροιμιών επισημαίνει: «Ορθάς τροχιάς ποίεισοιςποσί και τας οδούς σου κατεύθυνε. Μη εκκλίνης εις τα δεξιά μηδέ εις τα αριστερά, απόστρεψον δε σον πόδα από οδού κακής» (4,26-27). Δηλαδή οι πόδες σου ας βαδίζουν ευθείς δρόμους. Μη παρεκκλίνης ούτε στα δεξιά, ούτε στα αριστερά, αλλά βάδιζε την ευθείαν μέσηνοδόν. Αυτή δε η ευθεία μέση οδός είναι η οδός των εντολών του Χριστού, η οδός της μετανοίας. Ο κίνδυνος είναι μεγάλος, αν αναλογιστεί κανείς, ότι πολλοί ήταν εκείνοι, που ξεκίνησαν και προχώρησαν για ένα διάστημα ορθά στον δρόμο της χριστιανικής ζωής, στη συνέχεια όμως παρασύρθηκαν σε μιά κοσμική ζωή,επιδιώκοντες τις ηδονές, την δόξα και το χρήμα, ή έπεσαν θύματα αιρέσεων και παραθρησκευτικών ομάδων.
«Αισχραίς γαρ κατερρύπωσα την ψυχήν αμαρτίαις…».Ο υμνογράφος ζητά την καθοδήγηση της Θεοτόκου στον δρόμο της μετανοίας και της καθάρσεως, διότι αισθάνεται την ψυχή του μολυσμένη και ακάθαρτη από κάθε είδος αισχράςαμαρ-τίας. Αισθάνεται υποδουλωμένος στα σαρκικά πάθη. Η ζωή του υπήρξε άσωτη και ακόλαστη. Εδώ μας υπενθυμίζει τον άσωτο υιό της παραβολής, ο οποίος, αφού προηγουμένως παραδόθηκε στην ικανοποίηση των σαρκικών του επιθυμιών, κατάντησε τελικά ένας ακάθαρτος χοιροβοσκός. Αισθάνεται όλο αυτό το ελεεινό κατάντημά του και πονάει βαθειά η ψυχή του. Βλέπει την ακαθαρσία των παθών του και υποφέρει. Στενάζει και κλαίει και ζητάει το έλεος του Θεού και την βοή- θεια της Θεοτόκου. Μοιάζει με εκείνον, που από απροσεξία κατάπιε δηλητήριο και αισθάνεται φρικτούς πόνους στο στομάχι. Μόνον ψυχές, που αισθάνονται την πνευματική ερήμωσή τους, μόνον αυτές ήδη άρχισαν να βαδίζουν πραγματικά τον δρόμο της μετανοίας. Η συναίσθησις των αμαρτιών μας και της πνευματικής μας καταστάσεως είναι το πρώτο βήμα στο δρόμο της μετανοίας. Μόνο ένας άρρω- στος, που συναισθάνεται και υποφέρει από την αρρώστια του, θα καταφύγει στο γιατρό. Ένας όμως που δεν γνωρίζει, ότι είναι άρρωστος, πώς είναι δυνατόν να καταφύγει στο γιατρό και να ζητήσει θεραπεία; Έτσι λοιπόν δεν είναι δυνατόν να βιώσει κανείς την μετάνοια, όταν δεν συναισθάνεται την πνευματική του ερήμωση και αθλιότητα. Όταν ο Θεός αρχίζει να κατεργάζεται σε μιά ψυχή την μετάνοια και την κάθαρσή της, τότε την φωτίζει κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να έλθη σε επίγνωση του εαυτού της, να αποκτήσει αυτογνωσία. Την βοηθά να συναισθανθή την αμαρτωλότητά της, την αδυναμία της, τα δεσμά των παθών, στα οποία είναι δεμένη. Ο άσωτος υιός της παραβολής τότε μόνον πήρε τον δρόμο της επιστροφής προς τον πατέρα, δηλαδή τον δρόμο της μετανοίας, όταν ήρθε σε μια συναίσθηση της καταστάσεώς του: «Εις εαυτόν δε ελθών είπε. Πόσοι μίσθιοι του πατρός μου περισσεύουσιν άρτων, εγώ δε λιμώ απόλλυμαι» (Λουκ.15,17). Το ίδιο βλέπουμε και στην άλλη παραβολή, του Τελώνου και Φαρισαίου. Ο Τελώνης τότε μόνον άρχισε, να βιώνει την μετάνοια, χτυπώντας το στήθος κατά την ώρα της προσευχής και λέγοντας «ο Θεός ιλάσθητίμοι τω αμαρτωλώ», Θεέ μου εσπλαγχνίσου με τον αμαρτωλό, όταν προηγουμένως ήρθε σε συναίσθηση της αμαρτωλότητός του.
«Ως ραθύμως τον βίον μου όλον εκδαπανήσας…».Όλο αυτό το ελεεινό κατάντημα, στο οποίο έφθασα, λέγει ο υμνογράφος, δεν οφείλεται σε κανέναν άλλον, παρά μόνον στον εαυτόν μου, στην ιδική μου αμέλεια και ραθυμία. Στο γεγονός δηλαδή, ότι εξόδευσα όλες τις ημέρες της ζωής μου, ζώντας μέσα στην ασωτεία. Βασικό χαρακτηριστικό γνώρισμα του αμαρτωλού, που αληθινά μετα- νοεί, είναι, ότι δεν προσπαθεί να δικαιολογήσει τον εαυτό του, να επιρρίψει το βάρος της ευθύνης των αμαρτημάτων του σε άλλους, ή στον Θεόν. Μέμφεται και κατηγορεί τον εαυτόν του ως τον μόνον αίτιο και υπεύθυνο της αθλιότητός του. Αυτή η αναγνώρισις της ενοχής μας, που στη γλώσσα της Εκκλησίας ονομάζεται αυτομεμψία, είναι ένα ακόμη δεύτερο, μετά την αυτογνωσία και συναίσθηση της καταστάσεώς μας, βήμα στο δρόμο της αληθινής μετανοίας. «Οι κατακρίνοντες εαυτούς εφ’ οίςαμαρτάνουσι, προλαμβάνοντες αποκρούονται την παρά του Θεού ψήφον», παρατηρεί ο ιερός Χρυσόστομος. Δηλαδή εκείνοι, οι οποίοι καταδικά- ζουν τους εαυτούς των για τα αμαρτήματά τους, προλαμβάνουν και αποτρέπουν την καταδικαστική απόφαση του θεού.
Η ραθυμία και αμέλεια είναι πάθος βαρύ και θανάσιμο, που παραλύει όλες τις δυνάμεις της ψυχής και την παραδίδει τελικά στον πνευματικό θάνατο. Οι ημέρες και τα χρόνια της ζωής φεύγουν χωρίς πνευματική πρόοδο. Τα πάθη ριζώνουν βαθειά μέσα στην ψυχή και γίνονται δευτέρα φύσις. Ένας τέτοιος θανάσιμος ύπνος της ψυχής έρχεται σιγά-σιγά, χωρίς να το καταλάβουμε, όταν μας απορροφήσουν τελείως οι βιοτικές μέριμνες και φροντίδες. Τότε αρχίζουμε και παραμελούμε, προβάλλοντες διάφορες προφάσεις και δικαιολογίες, τα πνευματικά μας καθήκοντα και το έργο του πνευματικού αγώνος για τον αγιασμό της ψυχής μας γίνεται πάρεργο. Από αυτόν τον θανάσιμο κίνδυνο θέλοντας να μας προφυλάξει ο Κύριος, λέγει: «Προσέχετε δε εαυτοίςμήποτεβαρηνθώσιν υμών αι καρδίαι εν κραιπάλη και μέθη και μερίμναιςβιοτικαίς και αιφνίδιος εφ’ υμάς επιστή η ημέρα εκείνη» (Λουκ.21,34). Δηλαδή προσέχετε στους εαυτούς σας μήπως οι ψυχές σας γίνουν βαρειές και ανίκανες να προσέχουν και να αγρυπνούν. Τούτο δε μπορεί να συμβή από την ασωτεία και την μέθη και τις αγωνιώδεις και βασανιστικές φροντίδες και μέριμνες της παρούσης ζωής. «Έδωκέ σοι βίου προθεσμίαν ο Θεός εις το θεραπεύειν αυτόν, συ δε μάτην αναλίσκεις σαυτόν. Ερεί και ο Θεός: Χρόνονυμίνδέδωκα προς το μαθείν την τέχνην της ευλαβείας, τίνος ένεκεν μάτην ανηλώσατε τούτον;», επισημαίνει ο άγιος Χρυσόστομος. Δηλαδή ο Θεός σού έδωκε προθεσμίαν χρόνου την παρούσα ζωή, για να θεραπεύσης τον εαυτόν σου από τα πάθη. Εσύ δε σπαταλάς τον χρόνον σου στην ματαιότητα. Τότε λοιπόν θα πεί και ο Θεός: Σας έδωσα τον πολύτιμο χρόνο της ζωής, για να μάθετε την τέχνη του πνευματικού αγώνος, γιατί λοιπόν τον σπαταλήσατε άσκοπα;
«Τα πλήθη των πεπραγμένων μοι δεινών εννοών ο τάλας…».Όταν συνει- δητοποιήσω βαθειά, όταν έλθω σε αίσθηση του πλήθους των αμαρτιών μου, αλλά και το φοβερό δικαστήριο, που με περιμένει την ημέρα της κρίσεως, με κατά- λαμβάνει φόβος και τρόμος. Ο υμνογράφος ζεί αυτή την ώρα σ’ όλη του την έκταση και δραματικότητα δύο φοβερές πραγματικότητες. Η μία πραγματικότης: Τα πλήθη των αμαρτιών, το καταθλιπτικό βάρος των οποίων πιέζει την συνείδησή του. Η άλλη: Η φοβερά ημέρα της κρίσεως, κατά την οποία θα στηθή το παγκόσμιο δικαστήριο, όπου θα γίνει λεπτομερής εξέτασις και απολογία για όλες τις πράξεις του. Τα μέν έργα του, τα πλήθη των αμαρτιών του, θα γίνουν φανερά, ώστε να μην μπορεί να κρύψει τίποτε. Ο δε δικαστής δίκαιος και απροσωπόληπτος, ώστε να είναι αδύνατον να τον εξαπατήσει κανείς. Αυτό λοιπόν το μελλοντικό δικαστήριο το έχει στήσει από τώρα και έχει γίνει ο ίδιος δικαστής του εαυτού του. Έχει βγάλει μόνος του την απόφαση, η οποία είναι καταδικαστική. Δεν έχει να προβάλει καμμιά δικαιολογία, είναι τελείως αναπολόγητος. Του αξίζει η αιώνιος κόλασις. Ψυχή, που έχει πάντα μπροστά της τα αμαρτήματά της, ποτέ δεν θα υπερηφανευθή, ούτε ποτέ θα κρίνει τα αμαρτήματα των άλλων. Ψυχή η οποία έχει πάντα μέσα της την μνήμη της ημέρας της κρίσεως, ποτέ δεν θα επιθυμήσει γλέντια και διασκεδάσεις και την δόξα του κόσμου.
«Αλλά θαρρών εις το έλεος της ευσπλαγχνίας σου…».Η βαθειά επίγνωσις του πλήθους των αμαρτημάτων του και του φοβερού δικαστηρίου συγκλονίζουν βέβαια τον υμνογράφο, ωστόσο όμως δεν παραλύουν την ψυχή του και δεν τον ρίχνουν σε απόγνωση. Μπορεί βέβαια οι αμαρτίες του να είναι πολλές και μεγάλες, αλλά το έλεος του Θεού είναι πέλαγος ασύγκριτα μεγαλύτερο, μέσα στο οποίο σβήνουν όλες οι αμαρτίες του, όσο πολλές και μεγάλες και αν είναι. Η ευσπλαγχνία του Θεού τον αναπτερώνει, του δίδει θάρρος, τον ωθεί προς τον Θεόν. Όπως ένας ναυαγός, που κινδυνεύει να πνιγεί μέσα στο πέλαγος, βρίσκει ξαφνικά μιά σανίδα σωτηρίας και αρπάζεται από αυτήν και σώζεται, έτσι και αυτός. Μοναδική σανίδα σωτηρίας γι’ αυτόν είναι το έλεος του Θεού. Ότι δηλαδή ο Θεός δεν θα τον αποστραφεί, εφ’ όσον μετανοήσει ριζικά και οριστικά. Είναι βέβαιος, ότι θα τύχει του θείου ελέους, διότι έχει υπ’ όψιν του πλείστα όσα παραδείγματα ανθρώπων, οι οποίοι, αν και έπεσαν σε πολλές και μεγάλες αμαρτίες, εν τούτοις όμως τους εδέχθη ο Θεός, όταν μετανόησαν: Ο ληστής επί του σταυρού, η πόρνη που άλειψε με μύρο τα πόδια του Χριστού, ο Πέτρος που τον αρνήθηκε τρείς φορές, ο Ζακχαίος που τον υποδέχθηκε στο σπίτι του, ο Παύλος που καταδίωκε την Εκκλησία του Χριστού κ.α.
«Ως ο Δαυΐδ βοώ σοι, ελέησόν με ο Θεός…».Έχοντας πλήρη την επίγνωση του πλήθους των αμαρτιών του, ο υμνογράφος, και της αθλιότητος, στην οποία κατήν- τησε, δεν χάνει την ελπίδα της σωτηρίας του. Ενθυμείται αυτή την ώρα τον Δαυΐδ, στον οποίον ο πλούτος της ευσπλαγχνίας του Θεού αποδείχθηκε μιά χειροπιαστή πραγματικότης και όχι ένας απλός κενός λόγος. Ο Δαυΐδ, αν και αμάρτησε με θανάσιμες αμαρτίες, ωστόσο όμως κατόπιν εβίωσε όλο το μυστήριο της μετανοίας μέχρι τέλους της ζωής του. Όπως λοιπόν τότε εδέχθηκε την μετάνοια του Δαυΐδ, έτσι τώρα ζητά να δεχθή και αυτόν. Παίρνει στο στόμα του τα ίδια τα λόγια του Δαυΐδ και μ’ αυτά ικετεύει την ευσπλαγχνία του. Ζητεί δε να φανή και σ’ αυτόν το έλεος του Θεού τόσο μεγάλο, όσο φάνηκε και στον Δαυΐδ. Να είναι το έλεός του αντάξιο της ευσπλαγχνίας του. Και τούτο θα γίνει όταν, όχι μόνον καθαρίσει την ψυχήν του από τον ρύπο της αμαρτίας, αλλά τον καταστήσει επί πλέον υιόν και κληρονόμον της Βασιλείας του.