Μνήμητων αγίων νηπίων των υπο του Ηρώδου αναιρεθέντων
Του Πρωτοπρεσβυτέρου Γεωργίου Δορμπαράκη
«Όταν ο βασιλιάς των Ιουδαίων Ηρώδηςπρόσταξε τους μάγους να γυρίσουν πίσω και του αναφέρουν τα σχετικά με τονβασιλιά που γεννήθηκε, τον οποίο φανέρωνε ο αστέρας που ακολουθούσαν,προκειμένου τάχα μαζί με εκείνους να τον προσκυνήσει και αυτός, κι αφού ο άγγελοςείπε στους μάγους να μη γυρίσουν στον Ηρώδη αλλά από άλλη οδό να αναχωρήσουνγια τη χώρα τους, κάτι που το έκαναν, είδε λοιπόν ο Ηρώδης ότι εμπαίχθηκε απόαυτούς και οργίστηκε πολύ. Κι αφού ερεύνησε ακριβώς για τον χρόνο του αστέροςπου φάνηκε και έστειλε στρατιώτες, φόνευσε όλα τα παιδιά στη Βηθλεέμ και σταόριά της, από δύο χρονών και κάτω, γιατί σκέφτηκε ότι αν φονεύσει όλα ταπαιδιά, οπωσδήποτε θα πεθάνει και ο μελλοντικός βασιλιάς και δεν θα καταστείαπειλή γι’ αυτόν. Ματαίως όμως κόπιασε ο παράφρων, διότι δεν γνώριζε ότι κανείςάνθρωπος δεν μπορεί να εμποδίσει τη βουλή του Θεού. Οπότε στα μεν παιδιάπροξένησε τη βασιλεία των Ουρανών, στον δε εαυτό του την αιώνια κόλαση».
Το κύριο πρόβλημα που θέτει η σημερινήημέρα, της μνήμης των σφαγιασθέντων νηπίων από τον Ηρώδη, είναι η εξώφθαλμηαδικία που διαπράχθηκε τότε, γεγονός που οδηγεί στο πάντα επίκαιρο και ουδέποτεαποδεκτό από την ανθρώπινη λογική πρόβλημα της θεοδικίας: γιατί βρέφη καινήπια, πριν καν ξεκινήσουν τη ζωή τους, την έχασαν και μάλιστα με τέτοιοτραγικό τρόπο; Και πού βρίσκεται η δικαιοσύνη του Θεού; Πώς ανέχτηκε ο δίκαιοςΘεός μία τέτοια αδικία; Δεν φαίνεται έτσι ότι ο Θεός απουσιάζει ή τέλος πάντωνείναι κρυμμένος, ενώ παρουσιάζεται ως κυρίαρχος ο δαίμονας με τα όργανά του,τύπου Ηρώδη; Και με βάση τον προβληματισμό για ό,τι άδικο συνέβη τότε, ηανθρώπινη σκέψη ανοίγεται και σε όλη τη διαδρομή του ανθρωπίνου γένους,καταγράφοντας παρόμοια και σκληρότερα ίσως περιστατικά: εξανδραποδισμούςολόκληρων λαών, πείνες, πολέμους, εξαθλίωση ανθρώπων, ανέχεια, ανεργία,φτώχεια. Σε όλα αυτά το κυρίαρχο ερώτημα είναι το γιατί; Και το πώς ο Θεόςανέχεται τέτοιες καταστάσεις;
Δεν είναι εύκολα ερωτήματα. Δεν μπορείκανείς χρησιμοποιώντας την ανθρώπινη λογική να δώσει μία πειστική απάντηση.Πρόκειται για ένα μόνιμο αγκάθι στην ανθρώπινη σκέψη. Γι’ αυτό και το ερώτημααυτό, το πρόβλημα της θεοδικίας, της δικαιοσύνης του Θεού μέσα σε έναν κόσμοαπανθρωπίας και παραλογισμού, είναι ερώτημα που απασχόλησε από παλιά τονάνθρωπο και ασφαλώς θα τον απασχολεί πάντοτε. Την πρώτη από πλευράς θεολογικήςαντιμετώπιση του προβλήματος έχουμε ήδη στην Παλαιά Διαθήκη στο βιβλίο του Ιώβ.Πάσχει ο Ιώβ, ο πιο δίκαιος άνθρωπος της εποχής του, και μάλιστα με τρόπο πουδεν είναι εύκολο να ακούσει κανείς τα πάθια του, χωρίς να κινδυνεύει νακλονιστεί η ισορροπία του μυαλού του: πεθαίνουν με τρόπο τραγικό όλα τα παιδιάτου, χάνει όλη την περιουσία του, γεμίζει ο ίδιος από παντός είδουςμολυσματικές αρρώστιες και γι’ αυτό δεν μπορεί να σταθεί σε κατοικημένηπεριοχή, η γυναίκα του τον κατηγορεί, οι φίλοι του τον αντιμετωπίζουν μεσκληρότητα… Το «γιατί μου συμβαίνουν όλα αυτά, ενώ είμαι δίκαιος άνθρωπος;» φτάνειστα χείλη ακόμη και του ίδιου του Ιώβ, ο οποίος σε ό,τι του συνέβαινε έλεγε: «ΟΚύριος μου τα έδωσε, ο Κύριος μου τα πήρε. Ας είναι ευλογημένο το όνομά Του».
Η απάντηση έρχεται τελικά από τον ίδιοτον Θεό, ο Οποίος λέγοντας στον Ιώβ να μην πολυεξετάζει το γιατί, αλλά μόνο ναέχει εμπιστοσύνη στην αγάπη Του, τον επιβραβεύει αποκαθιστώντας τον έτσι,ώστε να βρίσκεται σε καλύτερη θέση από ό,τι ήταν πριν. Η απάντησηδηλαδή στο πρόβλημα της θεοδικίας δεν υπάρχει στους ανθρώπινους συλλογισμούςκαι την ανθρώπινη λογική. Η απάντηση δίνεται στο επίπεδο της πίστεως στον Θεό:έχε εμπιστοσύνη στην αγάπη μου, έστω κι αν δεν την καταλαβαίνεις. Αν κανείς δεναναχθεί σ’ αυτό το επίπεδο, πάντοτε θα προσκρούει σε αδιέξοδο και στηδιαπίστωση του παράλογου της ζωής. Κι αν μεν στην Παλαιά Διαθήκη ηαπάντηση δόθηκε στον Ιώβ με αυτόν τον τρόπο, εκεί που έχουμε την πληρότητα τηςαπαντήσεως είναι στην Καινή με τον ερχομό του Χριστού. Στο πρόσωπο του Χριστού,του ενσαρκωμένου Θεού, βλέπουμε ότι οι όποιες δοκιμασίες στη ζωή, οι όποιεςθλίψεις, οι όποιες τραγικότητες, συνιστούν δρόμο ζωής που αν κανείς τααντιμετωπίσει με πίστη και υπακοή στον Θεό, οδηγούν στη Βασιλεία του Θεού. Οίδιος ο ενανθρωπήσας Θεός είναι η απάντηση: η ζωή Του απαρχής μέχρι τέλος είναιένα πάθος. Το πάθος του Χριστού δεν σχετίζεται μόνον με τον Σταυρό, αλλά με όλητη ζωή Του. Κι απόδειξη η σημερινή ημέρα: μόλις γεννάται αντιμετωπίζει τονφονικό θυμό του παράφρονα Ηρώδη. Το ίδιο και στα μετέπειτα χρόνια Του. ΟΣταυρός Του είναι η αποκορύφωση του Πάθους Του. Και τι μας δείχνει; Ότι δενυπάρχει άλλος δρόμος που εκβάλλει στη Βασιλεία του Θεού, στην Ανάσταση, εκτόςαπό το πάθος της ζωής αυτής.
Κι αυτό γιατί; Διότι δυστυχώς οκόσμος αυτός ξέπεσε, λόγω της αμαρτίας του ανθρώπου. Ενώ απαρχής τα πράγματαήταν διαφορετικά, διότι ο Θεός δημιούργησε τον κόσμο και τον άνθρωπο, για ναείναι μέτοχος της χαράς Του, ο άνθρωπος με την επανάσταση που κήρυξε κατά τουΔημιουργού, με την εμμονή του στην ανυπακοή του προς Εκείνον, έφερε όλα ταδεινά στον κόσμο. Και ο ερχομός του Χριστού ήταν ακριβώς γι’ αυτό: να άρει τηναμαρτία του κόσμου και τις συνέπειες της αμαρτίας αυτής, προκειμένου νααποκαταστήσει τον άνθρωπο. Ο κόσμος όμως αυτός πάντοτε θα είναι και θαπαραμένει το πεδίο που θα αναμετράται η πίστη με την απιστία, με το δεδομένοότι οι θλίψεις και οι δοκιμασίες της εδώ ζωής θα έχουν πάντοτε αντίκρισμα στησυνέχειά της, την άλλη ζωή. «Ουκ άξια τα παθήματα της παρούσης ζωής προς τηνμέλλουσαν εις ημάς αποκαλυφθήναι δόξαν» που σημειώνει ο απόστολος Παύλος.Αυτά που υφιστάμεθα στη ζωή αυτή, τις θλίψεις, τις δοκιμασίες, τους πόνους, δενισοφαρίζουν τη δόξα που θα μας αποκαλυφθεί στη μέλλουσα.
Στη λογική της πίστεως αυτής, με βάσητην ίδια τη ζωή του Κυρίου, στοιχεί και η υμνογραφία της σημερινής εορτής. Τανήπια που σφαγιάστηκαν, δεκατέσσερις χιλιάδες ή απλώς δεκατέσσερα – δεν έχεισημασία ο αριθμός, αν είναι πραγματικός ή συμβολικός – ναι μεν έχασαν τη ζωήτους πριν ακόμη την ξεκινήσουν, όμως την βρήκαν ολοκληρωμένη με τη χάρη τουΘεού στους κόλπους του Αβραάμ. Ο Θεός θέλησε, κρίμασιν οις οίδεν Εκείνος, αυτάτα παιδάκια να είναι οι πρώτοι μάρτυρές Του στον κόσμο, η πρώτη προσφορά σ’Αυτόν, γι’ αυτό και θεωρούνται άγιοι με μεγάλη δύναμη παρρησίας ενώπιόν Του.Είναι κατ’ ακρίβεια τα πρώτα νεόφυτα στελέχη της Εκκλησίας, που έθρεψαν με τοπαρθενικό και αγνό αίμα τους το δέντρο της Εκκλησίας(«Εκ στελεχών νεοφύτων ητου Χριστού Εκκλησία σήμερον, ώσπερ άνθη ευθαλή, δρεψαμένη αίματα τερπνώς,εφηδύνεται αυτοίς και ωραΐζεται», δηλαδή: Η Εκκλησία του Χριστού σήμερα, αφούμάζεψε με τερπνό τρόπο τα αίματα από νεόφυτα στελέχη, όπως κόβει κανείςολοζώντανα άνθη, χαίρεται γι’ αυτά και ομορφαίνει)∙ είναι, όπως είπαμε, ηπρώτη μυστική θυσία στον ενανθρωπήσαντα Θεό («Χορός θεόλεκτος βρεφών, εν σαρκίγεννηθέντι, προσηνέχθη τω Κτίστη, ως θυσία μυστική», δηλαδή: ο θείος χορός τωνβρεφών προσφέρθηκε στον Δημιουργό που γεννήθηκε ως άνθρωπος, ωςμυστική θυσία)∙ είναι οι καθαυτό νεομάρτυρες του Κυρίου («ως βότρυεςΧριστώ προσήχθησαν, ει και μητρώων μαζών εσπάσθησαν, οι νεομάρτυρες, τον Ηρώδηνπλήξαντες», δηλαδή: σαν σταφύλια προσφέρθηκαν στον Χριστό οι νεομάρτυρες, ανκαι αποσπάσθησαν βίαια από τα μητρικά στήθη, και έπληξαν τον Ηρώδη)∙ είναιτα νήπια εκείνα που με τον σφαγιασμό τους συμβασιλεύουν πια με τον Χριστό («υπέρΑυτού γαρ σφαγέντα, συμβασιλεύουσι Τούτω»).
Η ανατροπή των ανθρωπίνων δεδομένων καιτης συμβατικής λογικής δεν έρχεται μόνον με την ενανθρώπηση του Θεού, αλλά καιμε ό,τι συνιστά τον περίγυρό της, και τότε, στα ίδια χρόνια με την επί γηςπαρουσία Του, και μετέπειτα σε όλους τους αιώνες. Η Εκκλησία και οι άγιοί της,με ό,τι υφίσταται στον κόσμο, θα διατρανώνει πάντοτε την άλλη λογική: μέσα απότα παθήματα του κόσμου τούτου θα αποκαλύπτει την οδό που εκβάλλειστην πληρότητα της Βασιλείας του Θεού. «Διά πολλών θλίψεων δει υμάς εισελθείνεις την Βασιλείαν των Ουρανών».