(Λουκ. ιε΄11-32) (Α’ Κορ. στ΄12-20)
Τα φιλάνθρωπα σπλάχνα
«Νεκρός ήν και ανέζησε…»
Η γνωστή και τόσο ζωντανή παραβολή του Ασώτου Υιού αναδεικνύει μέσα από το περιεχόμενό της τα φιλάνθρωπα σπλάχνα του Θεού, στα οποία μπορεί ν’ αναπαυθεί ο άνθρωπος όσο κι αν έχει ξεπέσει όσο χαμηλά κι αν έχει βρεθεί. Η στάση του νεώτερου υιού αλλά κυρίως του Πατέρα, θα είναι στο επίκεντρο της πιο κάτω προσέγγισής μας.
Το σκηνικό που φανερώνει την ανταρσία του νεώτερου γιου κινείται στο επίπεδο μιας λογικής, στη βάση της οποίας ο άνθρωπος αναζητεί και ψάχνει την ελευθερία του σε καταστάσεις που ο ίδιος δεν υποπτεύεται ότι μπορούν να τον εκβάλουν στην πιο φοβερή δουλεία και ανυπόφορη σκλαβιά. Δεν υπολόγισε ο νεώτερος γιος ότι η ουσία των πραγμάτων δεν βρίσκεται στην όποια περιουσία απαιτούσε, αλλά στην ίδια την κοινωνία που βρισκόταν με τον πατέρα του και την οποία τόσο αυθαίρετα επιθυμούσε να διακόψει.
Στην πραγματικότητα, ο νέος αυτός δεν βίωνε την αληθινή σχέση αγάπης με τον πατέρα του, αλλά στο βάθος της έβαζε το υλικό συμφέρον. Αν ήταν ειλικρινής, στην παρούσα φάση της ζωής του, από τη στιγμή που ζητούσε να απομακρυνθεί από τη ζεστή αγκαλιά του πατέρα του, δεν θα έπρεπε να αποβλέπει στην περιουσία του. Βλέπουμε ακριβώς εδώ ότι ο άνθρωπος όταν προσκολλάται στα υλικά αγαθά, πόσο αναποδογυρίζει ως ύπαρξη τον εαυτό του και κατ’ επέκταση διαταράσσει την αληθινή σχέση που θα μπορούσε να έχει με τους γύρω του. Τρέφει την ψευδαίσθηση ότι το νόημα της ζωής μπορεί να το ανακαλύψει μέσα από μια αυτονόμηση του εαυτού του, η οποία στο τέλος, δυστυχώς, τον απανθρωπίζει.
Η αγάπη ως υπέρβαση
Είναι εκπληκτικό το γεγονός ότι παρά τις ανθρώπινες παρενέργειες, οι οποίες εκδηλώνονται σ’ όλο το φάσμα της ανθρώπινης ζωής, αυτές σε καμιά περίπτωση δεν είναι ικανές να ακυρώσουν ή να αναστρέψουν το μεγαλείο της θείας αγάπης.
Η αγάπη του Πατέρα απλώνεται με ένα μοναδικό μεγαλείο, ακόμα και στη φάση που αποκαλύπτεται το έσχατο σημείο κατάπτωσης του άσωτου υιού. Πάντα υπομένει, πάντα περιμένει, πάντα προσκαλεί. Και μάλιστα με ολάνοικτες τις αγκάλες. Η αγάπη του Πατέρα προσφέρει κοινωνία στον νεώτερο υιό και μάλιστα στις χειρότερες στιγμές της ζωής του και τη στιγμή που όλοι τον είχαν εγκαταλείψει ασπλάχνως και τον άφησαν να βιώνει την πιο οδυνηρή μοναξιά. Ποτέ ο Πατέρας δεν είχε χάσει την αίσθηση της υιοθεσίας. Όσο κι αν η ανταρσία του υιού την ανατίνασσε, ο Πατέρας εξακολουθούσε το ίδιο και ακόμα περισσότερο να τον αισθάνεται παιδί του. Γι’ αυτό πάντοτε προσδοκούσε και προσέβλεπε στην ευλογημένη ώρα της μεγάλης επιστροφής του. Και όταν επιστρέφει, τον αγκαλιάζει και τον καταφιλεί. Τα οποιαδήποτε λόγια δεν είναι ικανά να φανερώσουν την άβυσσο της αγάπης του Πατέρα. Το ίδιο το παιδί μπροστά σ’ αυτό το μεγαλείο της αγάπης, αισθάνεται τη δική του αναξιότητα. Κατάλαβε τι είχε χάσει με την ανταρσία του και πόσα κερδίζει με την επιστροφή του. Περιορίζεται να ζητήσει μια θέση «ως εις των μισθίων» του Πατέρα. Δεν θέλει να ζητήσει τίποτε για τον εαυτό του. Γι’ αυτό και ο Πατέρας του τα δίνει όλα. Το μεγάλο πανηγύρι της ζωής στήνεται πάντοτε στο ισχυρό βάθρο της αγάπης, της θεϊκής συγγνώμης, της αληθινής κοινωνίας των προσώπων. Ο μόσχος ο σιτευτός γίνεται η εν Χριστώ σωτηρία για όλους τους ανθρώπους.
Αγαπητοί αδελφοί, τα μηνύματα της ωραιότατης αυτής παραβολής που ξεδιπλώνει μπροστά μας η μητέρα μας Εκκλησία, μπορούν να διαπερνούν την ύπαρξη του ανθρώπου και να τον προσανατολίζουν στις πιο ασφαλείς σταθερές στη ζωή του. Ιδιαίτερα η αίσθηση ότι η θεϊκή συγγνώμη και αγάπη, αφήνει ανοικτές τις αγκάλες του Θεού για να μας δέχεται πάντοτε σε όποια θέση κι αν βρεθούμε, όσο κι αν έχουμε εκπέσει. Μπορούμε και εμείς, όπως ο μικρότερος υιός, να έλθουμε «εις εαυτόν» και να γυρίσουμε εκεί όπου η αγάπη του Θεού θα σκεπάζει όλη τη ζωή μας.
Χριστάκης Ευσταθίου, Θεολόγος – Εκκλησία Κύπρου