ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ ΑΠΟΚΡΕΩ
Εἰς τὸ Ὡρολόγιον τῆς Ἐκκλησίας μας γράφονται περὶ τῆς Κυριακῆς τῆς Ἀποκρέω τὰ ἑξῆς:«Αἱ προηγούμεναι δύο παραβολαὶ καὶ μάλιστα ἡ τοῦ Ἀσώτου παρέστησαν εἰς ἡμᾶς τὴν ἄκραν τοῦ Θεοῦ φιλανθρωπίαν καὶ ἀγαθότητα. Ἀλλὰ διὰ νὰ μὴ μερικοί,ἔχοντες θάρρος εἰς αὐτὴν μόνην,περνοῦν τὴν ζωήν τους μὲ ἀμέλειαν καὶ ἐπιμένουν εἰς τὴν ἁμαρτίαν καὶ ἔτσι τοὺς ἁρπάση αἰφνιδίως ὁ θάνατος, διὰ τοῦτο οἱ θειότατοι Πατέρες ἔταξαν σήμερον τὴν ἑορτὴν καὶ ἀνάμνησιν τῆς ἀδεκάστου Δευτέρας Παρουσίας τοῦ Χριστοῦ, ἐνθυμίζοντες μὲ αὐτὴν εἰς τοὺς τοιούτους ὅτι ὄχι μόνον εἶναι φιλάνθρωπος ὁ Θεός, ἀλλὰ καὶ κριτὴς δικαιότατος καὶ ἀποδίδει εἰς τὸν καθένα κατὰ τὰ ἔργα αὐτοῦ. Σκοπὸς λοιπὸν τῶν Ἁγίων Πατέρων εἶναι, διὰ νὰ ξυπνήσουν ἡμᾶς, διὰ τῆς ἐνθυμήσεως τῆς φοβερᾶς ἐκείνης ἡμέρας, ἐκ τοῦ ὕπνου τῆς ἀμελείας πρὸς ἐργασίαν τῆς ἀρετῆς καὶ νὰ μᾶς προτρέψουν εἰς φιλαδελφίαν καὶ συμπάθειαν πρὸς τὸν πλησίον.
Ἐπειδὴ δέ, τὴν ἐρχομένην Κυριακὴν τῆς Τυροφάγου, κάμνομεν ἀνάμνησιν τῆς ἐξορίας τοῦ Ἀδὰμ ἐκ τοῦ Παραδείσου τῆς τρυφῆς, ἡ ὁποία εἶναι ἡ ἀρχὴ τοῦ παρόντος βίου, εἶναι φανερὸν ὅτι ἡ ἑορτὴ τῆς Κυριακῆς τῆς Ἀπόκρεω, ἤτοι ἡ μνήμη τῆς Δευτέρας καὶ ἀδεκάστου Παρουσίας τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, λογίζεται ὡς τελευταία ὅλων. Διότι εἰς αὐτὴν τελειώνουν καὶ ὅλα τὰ ἰδικά μας καὶ ὁ κόσμος ὁ ἴδιος».
Ἐπειδὴ δέ, τὴν ἐρχομένην Κυριακὴν τῆς Τυροφάγου, κάμνομεν ἀνάμνησιν τῆς ἐξορίας τοῦ Ἀδὰμ ἐκ τοῦ Παραδείσου τῆς τρυφῆς, ἡ ὁποία εἶναι ἡ ἀρχὴ τοῦ παρόντος βίου, εἶναι φανερὸν ὅτι ἡ ἑορτὴ τῆς Κυριακῆς τῆς Ἀπόκρεω, ἤτοι ἡ μνήμη τῆς Δευτέρας καὶ ἀδεκάστου Παρουσίας τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, λογίζεται ὡς τελευταία ὅλων. Διότι εἰς αὐτὴν τελειώνουν καὶ ὅλα τὰ ἰδικά μας καὶ ὁ κόσμος ὁ ἴδιος».
Εἰς δὲ τὸ “Τριώδιον” τῆς Ἐκκλησίας μας προστίθενται καὶ τὰ ἑξῆς: «Ἔβαλον οἱ ἅγιοι Πατέρες τὴν ἀνάμνησιν τῆς Δευτέρας Παρουσίας κατὰ τὴν Κυριακὴ τῆς Ἀπόκρεω, νομίζω, διὰ νὰ περιορίσουν τὴν τρυφὴν καὶ τὴν ἀφροσύνην, ἀπὸ τὸν φόβον τῆς ἑορτῆς καὶ νὰ κινήσουν τοὺς ἀνθρώπους εἰς συμπάθειαν τοῦ πλησίον».
Πράγματι, ὅπως διδάσκει ὁ ἅγιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης εἰς τὴν Κατήχησίν του τῆς Κυριακῆς τῆς Ἀπόκρεω «νόμος γενικὸς εἶναι σήμερον εἰς τοὺς κοσμικοὺς νὰ κάμνουν ἀποχὴν ἀπὸ τὸ κρέας. Καὶ βλέπει κανεὶς αὐτοὺς πὼς ἔχουν πολλὴν φροντίδα μεταξύ τους εἰς τὴν κρεοφαγίαν καὶ οἰνοποσίαν καὶ εἰς μερικὰ ἄλλα παιχνίδια καὶ ἄσχημα θεά ματα καὶ ἄτακτα, τὰ ὁποῖα αἰσχρόν ἐστί καὶ λέγειν.
Καθὼς τὸ λέγει καὶ ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, ὅλοι ἔπρεπε μὲ πολλὴν εὐλάβειαν καὶ σεμνότητα νὰ περάσουν καὶ τὴν σημερινὴ Κυριακή, δοξάζοντες καὶ εὐχαριστοῦντες τὸν Θεόν, διὰ τὰ χαρίσματα, ποὺ τοὺς χαρίζει, ἑτοιμαζόμενοι εἰς προϋπάντησιν τῆς ἁγίας τεσσαρακοστῆς. Καὶ αὐτοὶ ἐκ συνεργείας τοῦ διαβόλου κάμνουν τελείως τὰ ἀντίθετα καὶ ἄπρεπα. Καὶ τοῦτο τὸ παθαίνουν, διὰ νὰ μὴ προσέχουν εἰς τὰ λόγια καὶ τὰς παραγγελίας τῆς Ἐκκλησίας καὶ μάλιστα εἰς ἐκεῖνα, ποὺ ψάλλονται καὶ ἀναγινώσκονται εἰς αὐτὰς τὰς ἡμέρας.
* * *
Ὀνομάζεται δὲ Δευτέρα Παρουσία, κατὰ τὸ Τριώδιον, διότι προηγήθη ἡ πρώτη κατὰ τὴν ὁποίαν «σωματικῶς πρὸς ἡμᾶς ἐπεδήμησεν» ὁ Χριστὸς ἤρεμα καὶ χωρὶς δόξαν.
Ὅμως εἰς τὴν Δευτέραν δὲν θὰ ἔρθη, ὅπως εἰς τὴν πρώτην, πτωχός, ἄσημος, χωρὶς δόξαν. Θὰ ἔλθη μὲ πολλὴν δόξαν, μὲ μεγάλην λαμπρότητα καὶ μὲ θεϊκὴν μεγαλοπρέπειαν. Αὐτὸ τὸ βεβαιώνει τὸ Σύμβολον τῆς Πίστεώς μας «Καὶ πάλιν ἐρχόμενον μετὰ δόξης, κρῖναι ζῶντας καὶ νεκρούς, οὗ τῆς Βασιλείας οὐκ ἔσται τέλος». Καὶ αὐτὸ ποὺ οἱ Ἅγιοι Πατέρες ἔβαλαν ὡς ἄρθρον εἰς τὸ «Πιστεύω» τὸ στηρίζουν ἀκριβῶς εἰς τὸ Εὐαγγέλιον τῆς Κρίσεως, ποὺ λέγει:
«Ὅταν ἔλθη ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἐν τῇ δόξῃ αὐτοῦ καὶ πάντες οἱ ἅγιοι ἄγγελοι μετ᾽ αὐτοῦ, τότε καθίσει ἐπὶ θρόνου δόξης αὐτοῦ καὶ συναχθήσονται ἔμπροσθεν αὐτοῦ πάντα τὰ ἔθνη, καὶ ἀφοριεῖ αὐτοὺς ἀπ᾽ ἀλλήλων ὥσπερ ὁ ποιμὴν ἀφορίζει τὰ πρόβατα ἀπὸ τῶν ἐρίφων καὶ στήσει τὰ μὲν πρόβατα ἐκ δεξιῶν αὐτοῦ, τὰ δὲ ἐρίφια ἐξ εὐωνύμων» (Ματθ. κε´ 31–33).
Πότε ὅμως θὰ γίνη ἡ Δευτέρα αὐτοῦ Παρουσία, οὐδεὶς γνωρίζει «Περὶ δὲ τῆς ἡμέρας ἐκείνης καὶ ὥρας οὐδεὶς οἶδεν, οὐδὲ οἱ Ἄγγελοι τῶν οὐρανῶν, εἰ μὴ ὁ Πατήρ μου μόνος. Γρηγορεῖτε οὖν ὅτι οὐκ οἴδατε ποίᾳ ὥρᾳ ὁ Κύριος ὑμῶν ἔρχεται… Γίνεσθε ἕτοιμοι» (Ματθ. 24: 36, 42, 44). «Οὐχ ἡμῶν ἐστι γνῶναι χρόνους ἢ καιροὺς οὕς ὁ Πατὴρ ἔθετο ἐν τῇ ἰδίᾳ ἐξουσίᾳ» (Πράξ.).
Εἶναι ἑπομένως πλάνη καὶ ἀπάτη ἡ διδασκαλία τῶν Ἰεχωβιτῶν, ποὺ «ὁρίζουν» ἡμέρες καὶ ποὺ γι᾽ αὐτὸ ἔχουν ἐπανειλημμένως διαψευσθῆ καὶ γελοιοποιηθῆ.
Διατὶ ἆραγε δὲν φανερώνει ὁ Χριστὸς τὴν ὥραν τῆς Κρίσεως καὶ ὅταν ἀκόμη τὸν ἐρωτοῦν μὲ ἀγωνία οἱ μαθηταί; Οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μὲ σοφίαν μᾶς ἀπαντοῦν: «Δίδει μόνον τὰ σημεῖα τῶν καιρῶν, ἀλλὰ τοὺς καιροὺς τοὺς παρασιωπᾶ. Διότι θέλει νὰ εἴμεθα πάντοτε ἕτοιμοι. Μὲ τὸ νὰ μὴ γνωρίζωμεν ὡρισμένως τὸ πότε, θέλει νὰ μὴ γνωρίζωμεν τίποτε, διὰ νὰ εἴμεθα ἕτοιμοι πάντοτε».
Πότε λοιπὸν θὰ γίνη ἡ Δευτέρα Παρουσία, οὐδεὶς γνωρίζει, κατὰ τὸ Τριώδιον. Πλὴν ἐδήλωσε μερικὰ σημεῖα, τὰ ὁποῖα πρόκειται νὰ προηγηθοῦν καὶ τὰ ὁποῖα μερικοὶ Ἅγιοι διεσάφησαν πλατύτερον.
Πρωτύτερα δὲ ἀπὸ τὴν Δευτέραν Παρουσίαν θὰ ἔλθη ὁ Ἀντίχριστος, ὁ ὁποῖος καθὼς λέγει ὁ Ἅγιος Ἱππόλυτος θὰ γεννηθῆ ἀπὸ γυναῖκα πόρνην, κατὰ τὸ φαινόμενον παρθένον, πλὴν Ἑβραίαν καὶ θὰ περιπατήση τὴν κατὰ Χριστὸν πολιτείαν καὶ θαύματα θὰ κάμνη, ὅσα καὶ ὁ Χριστός, καὶ νεκροὺς θὰ ἀναστήση, ὅμως ὅλα αὐτὰ θὰ τὰ κάμνη κατὰ φαντασίαν, καὶ τὴν γέννησιν καὶ τὴν σάρκα, καὶ τὰ λοιπὰ πάντα καὶ τότε θὰ ἀποκαλυφθῆ, ὡς λέγει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ὁ υἱὸς τῆς ἀπωλείας ἐν πάσῃ δυνάμει καὶ μὲ σημεῖα καὶ τέρατα ψεύδους. Πλὴν ὄχι αὐτὸς ὁ διάβολος ἔχει νὰ μεταβληθῆ εἰς σάρκα, καθὼς λέγει ὁ θεῖος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός, ἀλλὰ ἄνθρωπος ἐκ πορνείας γεννηθεὶς ἔχει νὰ δεχθῆ μέσα του ὅλην τὴν ἐνέργειαν τοῦ σατανᾶ καὶ αἴφνης «ἐπαναστήσεται».
Ἔπειτα θὰ φανῆ δῆθεν καλὸς καὶ ἐπιεικὴς καὶ τότε ἔχει νὰ γίνη πεῖνα μεγάλη καὶ τρόπον τινὰ θὰ κάμη βοήθειαν εἰς τὸν λαόν. Καὶ τὰς θείας Γραφὰς θὰ μελετήση καὶ νηστείαν θὰ κάμη καὶ ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους ἔχει νὰ παρακινηθῆ διὰ τῆς βίας καὶ βασιλεὺς θὰ ἀνακηρυχθῆ καὶ εἰς τὸ γένος τῶν Ἑβραίων θὰ δείξη μεγάλην ἀγάπην καὶ εἰς τὴν Ἱερουσαλὴμ θὰ τοὺς ἀποκαταστήση καὶ τὸν ναόν του θὰ ἀνακαινίση.
Ἑπτὰ ὅμως ἔτη πρὸ τοῦ Ἀντιχρίστου, καθὼς λέγει ὁ Δανιήλ, θὰ ἔλθη ὁ Ἐνὼχ καὶ ὁ Ἠλίας κηρύττοντες εἰς τὸν λαὸν νὰ μὴ τὸν πιστεύσουν. Αὐτὸς θὰ τοὺς πιάση καὶ θὰ τοὺς τυραννήση. Ἔπειτα θὰ κόψη καὶ τὰς κεφαλάς των. Ὅσοι δὲ θὰ μείνουν εὐσεβεῖς, θὰ φύγουν μακρὰν εἰς τὰ ὄρη, τοὺς ὁποίους εὑρίσκων, διὰ δαιμόνων θὰ τοὺς μεταχειρίζεται μὲ διαφόρους τιμωρίας. Τὰ δὲ ἑπτὰ ἐκεῖνα ἔτη θὰ κολοβωθοῦν ἤτοι θὰ ἐλαττωθοῦν, διὰ χάριν τῶν ἐκλεκτῶν. Τότε θὰ γίνη καὶ πεῖνα μεγάλη καὶ στοιχεῖα θὰ μεταβληθοῦν τόσον ὥστε παρ᾽ ὀλίγον ἔχουν νὰ ἐξαφανισθοῦν ὅλοι.
Ὕστερα ἀπὸ ὅλα αὐτὰ ξαφνικὰ θὰ γίνη ἡ παρουσία τοῦ Κυρίου, ὡς ἀστραπὴ ἀπὸ τὸν οὐρανόν. Καὶ ὁ τίμιος αὐτοῦ Σταυρὸς θὰ προπορεύεται, καὶ ποταμὸς πυρὸς βράζων θὰ τρέχη ἔμπροσθεν αὐτοῦ, καθαρίζων τὴν γῆν ἀπὸ τὰς ἀκαθαρσίας καὶ τοὺς μολυσμοὺς τῶν ἀνομιῶν. Παρευθὺς δὲ ἔχει νὰ πιασθῆ ὁ Ἀντίχριστος καὶ οἱ ἰδικοί του ὑπηρέται καὶ θὰ παραδοθοῦν εἰς τὸ αἰώνιον πῦρ.
Τότε θὰ σαλπίσουν οἱ ἄγγελοι καὶ ἐν ταυτῷ ὅλον τὸ ἀνθρώπινον γένος ἀπὸ τὰ τετραπέρατα τῆς οἰκουμένης θὰ συναθροισθῆ. Ὅλοι θὰ εὑρεθοῦν μὲ τὰ ἴδια σώματά των καὶ τὰς ψυχάς, ὅλοι μεταστοιχειωμένοι εἰς ἀφθαρσίαν, ὅλοι θὰ ἔχουν μίαν μορφὴν καὶ αὐτὰ δὲ τὰ στοιχεῖα τῆς φύσεως θὰ μεταβληθοῦν εἰς καλλιτέραν κατάστασιν.
Τότε μὲ ἕνα λόγον ὁ Κύριος θὰ χωρίση τοὺς δικαίους ἀπὸ τοὺς ἁμαρτωλοὺς καὶ ὅσοι ἔπραξαν τὰ ἀγαθὰ θὰ ἀποφασισθῆ νὰ ὑπάγουν εἰς τὴν αἰώνιον ζωήν. Οἱ δὲ ἁμαρτωλοὶ θὰ κατακριθοῦν εἰς τὴν αἰώνιον βάσανον. Καὶ καθὼς βλέπομεν εἰς ἐκείνην τὴν ἡμέραν, ὁ Κριτὴς δὲν θὰ ζητήση νηστείας οὔτε σωματικὰς κακοπαθείας, ὅτι καλὰ μὲν εἶναι καὶ αὐτά, ἀλλὰ τὰ πολὺ τούτων καλύτερα, ἐλεημοσύνην καὶ συμπάθειαν.
Καθὼς φαίνεται λέγων εἰς τοὺς δικαίους καὶ εἰς τοὺς ἁμαρτωλοὺς ἕξ τινὰς ἀρετάς: ἐπείνασα καὶ ἐδώκατέ μοι φαγεῖν, ἐδίψησα καὶ ἐποτίσατέ μοι· ξένος ἤμην καὶ συνηγάγετέ με· γυμνὸς καὶ περιεβάλετέ με· ἠσθέ- νησα καὶ ἐπεσκέψασθέ με· ἐν φυλακῇ ἤμην καὶ ἤλθετε πρός με· ἐφ᾽ ὅσον γὰρ ἐποιήσατε ἑνὶ τούτων τῶν ἐλαχίστων ἐμοὶ ἐποιήσατε. Ταῦτα ἕκαστος μπορεῖ νὰ τὰ κάμνη κατὰ τὴν ἰδίαν δύναμιν. Τότε λοιπὸν κάθε γλῶσσα θὰ ὁμολογήση ὅτι Κύριος Ἰησοῦς Χριστός, εἰς δόξαν Θεοῦ Πατρὸς Ἀμήν.
Αἱ βάσανοι δὲ ὅπου εὑρίσκονται εἰς τὸ ἱερὸν Εὐαγγέλιον εἶναι αὐταί:κλαυθμὸς καὶ βρυγμὸς τῶν ὀδόντων, σκώληξ μὴ τελευτῶν, πῦρ μὴ σβηνόμενον, σκότος ἐξώτερον.
Αὐτὰ ὅλα ἡ Ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ δεχομένη, ἤτοι οἱ θεῖοι Πατέρες, τρυφὴν μὲν καὶ Βασιλείαν Οὐρανῶν ὀνομάζουν τὴν μετὰ τοῦ Θεοῦ καὶ τῶν Ἁγίων συνδιαγωγὴν καὶ τὴν ἔλλαμψιν τοῦ θείου φωτὸς καὶ τὴν παντοτεινὴν ἀνάβασιν. Βάσανον δὲ καὶ σκότος καὶ τὰ τοιαῦτα, τὸν ἀπὸ Θεοῦ χωρισμὸν καὶ μακρυσμὸν καὶ τὴν τῶν ψυχῶν διὰ τῆς συνειδήσεως δαπάνην, ἐνθυμούμενοι ὅτι ἀπὸ τὴν ἀμέλειάν των καὶ διὰ πρόσκαιρον τρυφήν, τῆς θεϊκῆς ἐλλάμψεως ἐστερήθησαν.
Τῇ ἀφάτῳ σου φιλανθρωπίᾳ Χριστὲ ὁ Θεός, τῆς εὐκταίας σου φωνῆς ἡμᾶς καταξίωσον, καὶ τοῖς ἐκ δεξιῶν σου προβάτοις ἡμᾶς ἐλεήσας συναρίθμησον. Ἀμήν.
Ορθόδοξος Τύπος, 8/03/2013