Quantcast
Channel: ΑΚΤΙΝΕΣ
Viewing all articles
Browse latest Browse all 35913

Η Ιερά Μητρόπολις Πειραιώς απαντά στον π. Ευθύμιο Τρικαμηνά

$
0
0

logo imp
ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΓΡΑΦΕΙΟ ΕΠΙ ΤΩΝ ΑΙΡΕΣΕΩΝ ΚΑΙ ΠΑΡΑΘΡΗΣΚΕΙΩΝ
Ἐν Πειραιεῖ τῇ 13ῃ Μαρτίου 2013.
«Ἕτοιμοι πρὸς ἀπολογίαν παντὶ τῷ αἰτούντι» (Α΄Πετρ.3,15).
Ἀπάντηση σὲ δημοσίευμα τοῦ ὀσιολογιωτάτου π. Εὐθυμίου Τρικαμηνᾶ μὲ τίτλο: «Ἀπάντηση στὴν κριτικὴ μελέτη Ι. Μητρ. Πειραιῶς ἀπὸ τὸν Ἱερομόναχο π. Εὐθύμιο Τρικαμηνά».
Στὶς 22 Φεβρουαρίου 2013 παρέλαβε ἡ Ἱερὰ Μητρόπολίς μας κείμενο μὲ τὸν ὡς ἄνω ἀναγραφόμενο τίτλο. Συγγραφέας ὁ π. Εὐθύμιος Τρικαμηνᾶς, ὁ ὁποῖος ἐπιχειρεῖ νὰ ἀπαντήσει σὲ κριτικὴ μελέτη τοῦ Γραφείου μας μὲ τίτλο «15ος Κανὼν Πρωτοδευτέρας Συνόδου καὶ Ἀποτείχισις», δημοσιευθεῖσα τὸν Νοέμβριο τοῦ 2012, ἡ ὁποία ἀναφέρεται σὲ πρόσφατο σύγγραμμα τοῦ ἰδίου συγγραφέως μὲ τίτλο «Ἡ Διαχρονικὴ Συμφωνία τῶν Ἁγίων Πατέρων γιὰ τὸ Ὑποχρεωτικό του 15ου Κανόνος τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου περὶ Διακοπῆς Μνημονεύσεως Ἐπισκόπου Κηρὺσσοντος ἐπ’ Ἐκκλησίας Αἵρεσιν». Ἐπειδὴ ὁ ἀπόστολος λέγει «Ἕτοιμοι πρὸς ἀπολογίαν παντὶ τῷ αἰτούντι» (Ἃ΄Πετρ.3,15) καὶ ἐπειδὴ ὁ Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης μας κ. Σεραφείμ, μᾶς παρεκάλεσε νὰ ἀπαντήσουμε στὸ κείμενο αὐτό, πρὸχωρήσαμε στὸ ἔργο αὐτὸ σὺν Θεῶ, ἐπικαλούμενοι τὶς ἅγιες εὐχές του.

Κατ’ ἀρχὴν τὸ πρῶτο, τὸ ὁποῖο θὰ θέλαμε νὰ ἐπισημάνουμε ἀδελφικὰ στὸν π. Εὐθύμιο (στὸ ἑξῆς π.Ε.) εἶναι, ὅτι τὸ κείμενο, τὸ ὁποῖο μᾶς ἀπέστειλε, μὲ κανένα τρόπο δὲν εἶναι δυνατόν, νὰ ἀποτελεῖ «ἀπάντηση» στὴν κριτικὴ μελέτη μας. Καὶ τοῦτο διότι ὁ π.Ε ἀγνοεῖ καὶ προσπερνᾶ χωρὶς κανένα σχολιασμὸ ὅλο το κύριο μέρος τοῦ βιβλίου (55 σελίδων) καὶ περιορίζεται, νὰ ἀσκήσει κριτικὴ σὲ ὁρισμένες μόνον φράσεις τῆς εἰσαγωγῆς. Αὐτὸ σημαίνει δύο τινά:  Ἢ ὅτι ἀποδέχεται ὅλα ὅσα ἀναγράφονται ἐκεῖ, ἢ ὅτι δὲν τὰ ἀποδέχεται μέν, ἀδυνατεῖ ὅμως νὰ τὰ ἀνατρέψει, μὲ βάση πάντοτε τὴν ἁγία Γραφή, τοὺς Ἱεροὺς Κανόνες καὶ τοὺς ἁγίους Πατέρες. Εἶναι πέρα γιὰ πέρα ἀντιδεοντολογικὸ καὶ δημοσιογραφικὰ ἀπαράδεκτο, νὰ κρίνεται μιὰ ἐργασία μὲ βάση μόνο τα ἀναγραφόμενα στὴν εἰσαγωγή. Ἡ εἰσαγωγή, (γι’ αὐτὸ λὲ- γεται ἄλλωστε καὶ εἰσαγωγή), ἁπλῶς μᾶς εἰσάγει στὸ κύριο μέρος τοῦ βιβλίου καὶ ὡς ἐκ τούτου περιλαμβάνει γενικὲς παρατηρήσεις καὶ συμπεράσματα, τὰ ὁποῖα θὰ ἀποδειχθοῦν στὴ συνέχεια. Ἐὰν ὁ π.Ε. μελετοῦσε μὲ προσοχὴ ὅλο το βιβλίο θὰ ἔβρισκε τὶς ἀπαντήσεις στὰ ἐρωτήματα, τὰ ὁποῖα θέτει στὴν «ἀπάντησή» του.
Μετὰ ἀπὸ τὰ παρὰ πάνω εἰσαγωγικά, προχωροῦμε στὸν ἐπὶ μέρους σχολιασμὸ  τῆς «ἀπαντήσεώς» του. Γράφει ὅτι «ἡ προσπάθειά σας, σὲ ὅλη τὴν κριτικὴ μελέτη στρέφεται εἰς τὸ νὰ στηρίξετε τὸν Συνοδικὸ Θεσμὸ εἰς τὰ θέματα τῆς ἀντιμετωπίσεως τῶν αἱρετικῶν…» (σελ.3). Δὲν προσπαθοῦμε ἐμεῖς νὰ στηρὶξουμε τὸν Συνοδικὸ Θεσμό. Τὸν Συνοδικὸ Θεσμὸ τὸν ἐστήριξαν καὶ τὸν ἐθεμελίωσαν οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι μὲ τὴν Ἀποστολικὴ Σύνοδο (49 μ.Χ) καὶ στὴ συνέχεια οἱ ἅγιοι Πατέρες, μὲ τὶς Οἰκουμενικὲς καὶ Τοπικὲς Συνόδους, τὶς ὁποῖες συγκροτοῦσαν. Ὁ Συνοδικὸς Θεσμὸς εἶναι βασικὸς καὶ θεμελιώδης ἐκκλησιαστικὸς θεσμὸς στὴν λειτουργία τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ ὀργανισμοῦ, γιὰ τὴν ἐπίλυση καὶ ρύθμιση τῶν πάσης φύσεως ἐκκλησιαστικῶν ζητημάτων καί, βεβαίως καὶ πρωτίστως, γιὰ τὴν ἀντιμετώπιση καὶ ἐξουδετέρωση τῶν αἱρέσεων. Μιὰ ἁπλὴ φυλλομέτρηση τοῦ Πηδαλίου καὶ τῆς Ἐκκλησιαστικῆς Ἱστορίας βεβαιώνει τοῦ λόγου τὸ ἀσφαλές. Τὸ γεγονὸς δηλαδή, ὅτι αἳ Σύνοδοι (Οἰκουμενικὲς καὶ Τοπικές), ἀρχῆς γενομένης ἀπὸ τὴν Ἀποστολική, ἔπαιξαν πρωτεύοντα καὶ κυρίαρχο ρόλο στὴν ἀντιμετώπιση τῶν αἱρέσεων. Καὶ ὅτι κυρία καὶ πρωταρχικὴ ἐπιδίωξη τῶν ἁγίων Πατέρων, ὅταν ἀντιμετώπιζαν κάποια αἵρεση, ἦταν ἡ φροντίδα καὶ ἡ μέριμνά τους, νὰ συγκαλοῦν Σύνοδο, σὲ πρώτη φάση Τοπικὴ καὶ κατόπιν Οἰκουμενική. Μόνον τότε ὁ ἀντιαιρετικὸς ἀγώνας των ἀπο- κτοῦσε στέρεα βάση, πάνω στὴν ὁποία ἐθεμελίωναν τὴν ἀποκοπὴ τῶν αἱρετικῶν, ἢ τὴν ἀποτείχισή τους ἀπὸ αἱρετικοὺς ἐπισκόπους. Τὴν συγκρότηση τῶν Τοπικῶν αὐτῶν Συνόδων ἀμέσως ἢ λίγο μετὰ τὴν ἐμφάνιση τῆς αἱρέσεως ἐπισημαίνουμε παντοῦ σ’ ὅλη τὴν μελέτη μας στὴν κάθε μιὰ συγκεκριμένη περίπτωση αἱρέσεως, κατὰ περίεργο δὲ τρόπο τὶς ἀγνοεῖ, ἢ θέλει νὰ τὶς ἀγνοεῖ ὁ π.Ε. Ἀκόμη καὶ αὐτὸς ὁ 15ος Κανὼν τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου, ποὺ μὲ τόσο σθένος καὶ μαχητικότητα ἐπικαλεῖται, γιὰ νὰ στηρίξει τὴν ἀποτείχισή του, εἶναι προϊὸν Συνόδου, εἶναι καρπὸς Συνοδικῆς ἀποφάσεως.
Ἃς πάρουμε ἕνα παράδειγμα γιὰ νὰ γίνουμε σαφέστεροι. Τὴν περίπτωση τῆς ἀποτειχίσεως τοῦ μεγάλου Πατρὸς τῆς Ἐκκλησίας ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολο- γητοῦ, ὁ ὁποῖος ὑπῆρξε ἡ ψυχὴ τοῦ ἀγῶνος κατὰ τῆς αἱρέσεως τοῦ Μονοθελητισμοῦ καὶ ὁ κύριος συντελεστὴς τῆς τελικῆς ἀνατροπῆς καὶ καταδίκης της. Μετὰ τὶς τοπικὲς Συνόδους τῶν Ἱεροσολύμων, τῆς Ἀφρικῆς καὶ τοῦ Λατερανοῦ, συλλαμβάνεται ἀπὸ τοὺς ἀπεσταλμένους τοῦ αὐτοκράτορα, δικάζεται καὶ ἐξορὶζεται στὴ Βιζύη τῆς Θράκης. Κατόπιν ἀνακαλεῖται στὴν Κωνσταντινούπολη γιὰ νέες ἀνακρίσεις, στὶς ὁποῖες οἱ αὐτοκρατορικοὶ ἀπεσταλμένοι, προκειμένου νὰ τὸν πείσουν νὰ δεχθῆ τὰ αἱρετικὰ δόγματα, τοῦ ἔθεσαν τὸ ἑξῆς ἐρώτημα: «Κοινωνεῖς τὴ Ἐκκλησία τῶν ὧδε ἢ οὐ κοινωνεῖς; -Ἀπεκρίθη καὶ εἶπε: οὐ κοινωνῶ. -Λέγει αὐτῶ διὰ τί; -Ἀπεκρίθη: Ὅτι ἔξω ἔβαλε τὰς Συνόδους».[1]Δηλαδὴ δὲν κοινωνεῖ ἐκκλησιαστικά, ὄχι γιατί ὁ ἴδιος ἀπὸ τὴν ἰδικὴ τοῦ προσωπικὴ κρίση ἔβγαλε τὸ συμπέρασμα, ὅτι ἡ Ἐκκλησία τῆς Κωνσταντινουπόλεως βρίσκεται στὴν αἵρεση, ἀλλὰ διότι «ἔξω ἔβαλε τὰς Συνόδους», διότι ἀπέρριψε τὶς Τοπικὲς Συνόδους, πού ἀναφέραμε παρὰ πάνω. Εἶναι δὲ μεγάλο λάθος αὐτό, πού ἀναφέρει στὸ βιβλίο τοῦ ὁ π.Ε., ὅτι «ἡ ἀποτείχισις αὐτὴ τοῦ Ὁσίου ἐγίνετο πρὸ συνοδικῆς κρίσεως, δηλαδὴ πρὶν καταδικαστοῦν οἱ αἱρετικοὶ πατριάρχες καὶ ἐπίσκοποι ἀπὸ Σύνοδο» (σελ.116). Τὴν ἴδια αὐτὴ τακτική, ποὺ ἀκολούθησε ἐδῶ ὁ ἅγιος, ἀκολουθοῦσαν ὅλοι οἱ ἅγιοι Πατέρες. Δὲν ἔσπευδαν δηλαδὴ νὰ διακόψουν τὴν ἐκκλησιαστικὴ κοινωνία καὶ νὰ ἀπο- τειχιστοῦν ἀπὸ τοὺς αἱρετικοὺς ἐπισκόπους κατόπιν ἰδικὴς τοὺς προσωπικῆς κρίσεως καὶ ἀποφάσεως, παρὰ μόνον μετὰ ἀπὸ συνοδικὴ κρίση καὶ καταδίκη της αἱρέσεως καὶ τῶν αἱρετικῶν.
Παρὰ κάτω γράφει: «Πιστεύετε ὅτι ὁ 15ος ἱερὸς Κανόνας τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου εἶναι δυνητικὸς καὶ ὄχι ὑποχρεωτικὸς καί, ὡς ἐκ τούτου, δὲν δημιουργεῖ ὑποχρέωση σὲ κάθε ὀρθόδοξο νὰ ἀπομακρυνθῆ ἐκκλησιαστικὰ ἀπὸ τοὺς αἱρετι- κούς, ἀλλὰ δύναται νὰ τοὺς ἀκολουθὴ καὶ νὰ τοὺς ἀναγνωρίζη ὡς μέλη τῆς Ἐκκλησίας, καὶ μάλιστα ἡγετικὰ καὶ βεβαίως νὰ συμμετέχη σὲ ὅ,τι αὐτοὶ πρὰττουν καὶ στὸν βαθμὸ ποὺ τὰ ἐπιτελοῦν, ἔστω καὶ ἂν ἔχει διαφορετικὴ ἄποψη καὶ πίστη ἀπὸ αὐτὰ» (σελ.3). Τὸ ὅτι ὁ 15ος Κανόνας τῆς ΑΒ΄ ἔχει προαιρετικὸ χαρακτήρα τὸ ἀποδείξαμε στὸ ἀνάλογο κεφάλαιο τῆς μελέτης μᾶς (σελ.15-16). Ἐκεῖ ἐπισημαί- νουμε, ὅτι ἂν ὁ Κανόνας ὑποχρέωνε τοὺς πιστοὺς νὰ ἀποτειχιστοῦν ἀπὸ τὸν αἱ- ρετικὸ ἐπίσκοπο, θὰ ἦταν περιττὴ ἡ συνοδικὴ κρίσις καὶ ἀποκοπή του ἀπὸ τὸ Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, ἀφοῦ τὴν κρίση καὶ τὴν ἀποκοπὴ θὰ τὴν εἶχε κάνει ἤδη ὁ λαός, ἀποτειχιζόμενος ἀπὸ αὐτόν. Ἐπίσης ἐπισημαίνουμε, ὅτι ὁ Κανὼν αὐτός, ἐνῶ ἐπαινεῖ μὲν ἐκείνους, πού ἀποτειχίζονται ἀπὸ τὸν αἱρετικὸ ἐπίσκοπο «πρὸ συνοδικῆς διαγνώσεως», δὲν ἐπιβάλλει ὅμως κάποια ποινὴ σ’ ἐκείνους, πού χωρὶς νὰ ἀποδέ- χονται τὶς διδασκαλίες τοῦ ἐν λόγω ἐπισκόπου, ἐξακολουθοῦν νὰ τὸν μνημονεύουν, ἀναμένοντες συνοδικὴ διάγνωση καὶ καταδίκη καὶ ἀνταγωνιζόμενοι μὲ κάθε τρόπο πρὸς τὴν αἵρεση. Ἐὰν ὁ Κανόνας εἶχε ὑποχρεωτικὸ χαρακτήρα, θὰ ἔπρεπε νὰ ὑπάρχει ὁπωσδήποτε μία ἀνάλογη διατύπωση γιὰ ὅλους ἐκείνους, πού ἐξακο- λουθοῦν νὰ ἔχουν ἐκκλησιαστικὴ κοινωνία μὲ τὸν αἱρετικὸ ἐπίσκοπο πρὶν ἀπὸ τὴν συνοδικὴ καταδίκη του καὶ στὴ διατύπωση αὐτὴ θὰ ὑπῆρχε ἡ προβλεπόμενη ποινή, ἀφοῦ μάλιστα πρόκειται γιὰ ἕνα τόσο σοβαρὸ θέμα, ὅπως εἶναι ἡ αἵρεση. Θὰ ἔπρεπε δηλαδὴ ὁ Κανόνας, μετὰ τὴν φράση: «Οἱ γάρ…ἑαυτούς της πρὸς τὸν καλούμενον ἐπίσκοπον κοινωνίας ἀποτειχίζοντες…τῆς πρεπούσης τιμῆς τοῖς Ὀρθοδόξοις ἀξιωθήσονται», νὰ περιλαμβάνει τὴν ἀκόλουθη φράση: «Οἱ δὲ τῆς πρὸς τὸν καλούμενον ἐπίσκοπον πρὸ συνοδικῆς διαγνώσεως μὴ ἑαυτοὺς ἀποτειχίζοντες καθαιρείσθωσαν καὶ ἀφοριζέσθωσαν». Τέτοια ὅμως φράση δὲν ὑπάρχει. Ὅπως πολὺ εὔστοχα παρατηρεῖ ὁ ἀείμνηστος ἀρχιμ. π. Ἐπιφάνιος Θεοδωρόπουλος, ὁ Κανόνας αὐτὸς «δὲν νομοθετεῖ ὑποχρέωσιν, ἀλλ’ ἁπλῶς παρέχει δικαίωμα. Οὐδαμοῦ λέγει, ὀφείλουν οἱ κληρικοὶ νὰ ἀποχωρίζονται ἀπὸ τοιούτου ἐπισκόπου πρὸ τῆς καταδίκης αὐτοῦ  οὐδὲ ὁμιλεῖ  περὶ τιμωρίας τινὸς ἢ καὶ ἁπλῶς ἔστω μέμψεως, κατὰ τῶν μὴ ἀποχωριζομένων, καίτοι εἶναι συνήθη εἰς τοὺς Ἱεροὺς Κανόνες τὰ  «καθαιρείσθω» προκειμένου περὶ κληρικῶν μὴ ἐκπληρούντων εἰς τὸ ἀκέραιον τὰς ἑαυτῶν ὑποχρεώσεις. Ἁπλῶς λέγει, ὅτι οἱ ἀποκοπτόμενοι ἀπὸ τοιούτου Ἐπισκόπου Κλη- ρικοὶ δὲν εἶναι κατακριτέοι. Ὅτι τοῦτο εἶναι ἀληθὲς πείθει καὶ τὸ γεγονὸς ὅτι, ἐνῶ ἐν τῇ μακρὰ ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας καθηρέθησαν ἀμέτρητοι ἐπίσκοποι ἐπὶ αἱρέσει, οὐδέποτε ἐτιμωρήθη κληρικὸς τὶς ἢ καὶ ἁπλῶς ἐπετιμήθη διὰ τὸν λόγον, ὅτι δὲν ἔσπευσε νὰ ἀποσχισθῆ πάραυτα ἀπὸ τοῦ αἱρετικοῦ ἐπισκόπου, ἀλλ’ ἀνέμενε τὴν ὑπὸ συνόδου καταδίκην αὐτοῦ».[2]Σὲ ἄλλο σημεῖο  πάλι σημειώνει ὅτι «ἐὰν ἡ Ἐκ- κλησία ἐθεώρει ὀφειλὴν τοῦ κληρικοῦ τὴν ἄμεσον ἀπόσχισιν αὐτοῦ ἀπὸ ἐπισκόπου πεσόντος εἰς αἵρεσιν, θὰ εἶχε θεσπίσει εἰδικοὺς κανόνας ἐπὶ τοῦ θεμελιώδους αὐτοῦ  ζητήματος καὶ μάλιστα αὐστηροτάτους. Δὲν θὰ ἠρκεῖτο νὰ ὁμιλήσει περὶ τοῦ ζητήματος αὐτοῦ οἰονεῖ ἐν παρενθέσει, δηλαδὴ δὲν θὰ ἠρκεῖτο νὰ παρεμβάλη ἁπλῶς μίαν ἐξαίρεσιν εἰς κανόνας θεσπισθέντας πρὸς ἀποθάρρυνσιν ἀκριβῶς καὶ τιμωρίαν τῶν σχισμάτων».[3]Ἡ μνημόνευση λοιπὸν τοῦ αἱρετικοῦ ἐπισκόπου ἄχρι καιροῦ δὲν σημαίνει ἀποδοχὴ τῶν αἱρετικῶν του διδασκαλιῶν, δὲν σημαίνει συμπό- ρευση μαζί του σὲ ὅ,τι αὐτοὶ πράττουν καὶ στὸ βαθμὸ ποὺ τὰ πράττουν. Καὶ γιὰ νὰ ἔρθουμε στὴν σύγχρονη αἵρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ: Πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ ἀποδε- χόμεθα τὶς αἱρετικὲς καὶ βλάσφημες διδασκαλίες τῶν Οἰκουμενιστῶν καὶ πὼς εἶναι δυνατὸν νὰ συμπορευόμεθα μαζί των, καθ’ ὃν χρὸνον καυτηριάζουμε τὶς αἱρετικὲς καὶ βλάσφημες δηλώσεις των δημοσίως σὲ ἐφημερίδες, περιοδικὰ καὶ διαδίκτυο, διοργανώνουμε πανορθόδοξα συνέδρια καὶ ἡμερίδες, συντάσσουμε «Ὁμολογίες Πί- στεως» καὶ συγκεντρώνουμε ὑπογραφὲς γιὰ τὴν ἀφύπνιση τοῦ ποιμνίου καὶ τὴν δη- μιουργία ἀντιαιρετικοῦ μετώπου, ὑφιστάμεθα διωγμοὺς καὶ ὕβρεις ἀπὸ τοὺς οἰκου- μενιστὲς καὶ πολλὰ ἄλλα, τὰ ὁποῖα δὲν εἶναι τοῦ παρόντος νὰ παραθέσουμε, καὶ ἐπιζητοῦντες συνεχῶς καὶ ἐπιμόνως τὴν συνοδικὴ καταδίκη της αἱρέσεως καὶ τὴν μετάνοια τῶν αἱρετιζόντων ἐπισκὸπων, ἢ σὲ περίπτωση ἀμετανοησίας, τὴν ἀποκο- πήν των ἀπὸ τὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας;
Παραθέτουμε καὶ ἄλλο σύγχρονο παράδειγμα, παίρνοντας ἀφορμὴ ἀπὸ πρόσφατο δημοσίευμα τοῦ «Ὀρθοδόξου Τύπου». Πρόκειται γιὰ τὸ ἄρθρο μὲ τίτλο «Ἡ πραγ- ματικὴ ‘ντροπὴ τῆς Ὀρθοδοξίας’ καὶ ‘βλασφημία τοῦ Θεοῦ’», (ἀριθ. φύλλου 1965), τὸ ὁποῖο δημοσιεύουν τρεῖς Ὀρθόδοξες Ἱεραποστολικὲς ἀδελφότητες ἀπὸ τὸν Καναδά, οἱ ἀδελφότητες «Μ. Ἀθανάσιος», «Απ. Παῦλος» καὶ «Ὀρθόδοξος Φωνή». Οἱ συντάκτες τοῦ ἄρθρου ἀπαντοῦν σὲ δημοσίευμα τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Το- ρόντο μὲ τίτλο «Ὑποκρισία φανατικῶν», μὲ τὸ ὁποῖο ἡ ἐν λόγω Μητρόπολις «ἐπι- τίθεται ἐναντίον τριῶν Ἑλληνορθοδόξων Ἱεραποστολικῶν ἀδελφοτήτων τοῦ Τορόντο καὶ τοῦ Μόντρεαλ, ἐξ’ αἰτίας τοῦ δικαίου καὶ τεκμηριωμένου ἐλέγχου, ποὺ αὐτὲς ἄσκησαν μὲ δύο πρόσφατα δημοσιεύματά τους, γιὰ ἀντικανονικές, ἀντιεκ- κλησιαστικὲς καὶ ἀντορθόδοξες ἐνέργειες τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Τορόντο». Στὴν παροῦσα δημοσίευση οἱ τρεῖς ἀδελφότητες, καθοδηγούμενες ἀπὸ τὸν ἅγιο Γέροντα Ἐφραίμ, πρώην ἡγούμενο τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Φιλοθέου Ἁγίου Ὅρους, ἐξαπολύουν γιὰ μιὰ ἀκόμη φορά ἕνα δριμύτατο καὶ ἐλεγκτικότατο κείμενο πρὸς τὸν οἰκουμε- νιστὴ Μητροπολίτη Τορόντο κ. Σωτὴριο, στὸ ὁποῖο κονιορτοποιοῦν κυριολεκτικά τά προβαλλόμενα ἀπὸ αὐτὸν ἐπιχειρήματα, μὲ τὰ ὁποῖα προσπαθεῖ νὰ δικαιολο- γήσει τὰ αἱρετικὰ φρονήματά του καὶ τὶς ἀντικανονικές του ἐνέργειες. Τὸ συμπέρασμα εἶναι, ὅτι ἐδῶ ἔχουμε νὰ κάνουμε μὲ μιὰ Μητρόπολη, στὴν ὁποία ποιμένας καὶ ποίμνιο βρίσκονται σὲ ὀξὺτατη διαμάχη καὶ ἀντιπαράθεση μεταξύ των. Στὴν διαμάχη αὐτὴ τὸ ποίμνιο ὄχι μόνον ἔχει ἀφυπνισθῆ κατὰ τῆς αἱρέσεως τοῦ Οἰκου- μενισμοῦ, ὄχι μόνον δὲν ἀποδέχεται τὰ αἱρετικὰ φρονήματα τοῦ ποιμένος, ὄχι μόνον δὲν συμπορεύεται καὶ δὲν συμμετέχει σ’ αὐτὰ ποὺ αὐτὸς φρονεῖ καὶ πράττει, ἀλλὰ ἀσκεῖ ἐπὶ πλέον καὶ δριμύτατο ἔλεγχο πρὸς αὐτόν. Ποῦ εἶναι λοιπὸν τὰ περὶ «συμπορεύσεως», «ἀκολουθήσεως» καὶ «συμμετοχῆς» τοῦ π.Ε, πού ἀναφέρει στὴν «ἀπάντησή» του;
Ἐπίσης γράφει: «Σὲ ὅλα αὐτά, τὰ ὁποῖα ὑποστηρίζετε, (δηλαδὴ τὰ περὶ τοῦ δυνη- τικοῦ χαρακτῆρος τοῦ 15ου Κανόνος τῆς ΑΒ΄ Συνόδου κ.λ.π.) πρέπει νὰ ἀνα- φερθῆ, ὅτι δὲν προσκομίζετε τὴν παραμικρὴ ἀπόδειξη ἀπὸ πλευρᾶς ἁγίας Γραφῆς, ἱερῶν Κανόνων, καὶ διδασκαλίας τῶν ἁγίων, ἀλλὰ προσπαθεῖτε μὲ τὴν λογικὴ καὶ τὸν ὀρθολογισμό, νὰ στηρίξετε αὐτὰ ποὺ πιστεύετε» (σελ.3). Καὶ παρὰ κάτω: «Θὰ ἔπρεπε, γιὰ νὰ στηρίξετε τὶς ἀπόψεις σας, νὰ προσκομίσετε τὶς ἀποδείξεις ἀπὸ τὴν ἁγία Γραφή, τοὺς ἱεροὺς Κανόνες καὶ τὴν διδασκαλία τῶν ἁγίων Πατέρων» (σελ.3). Αὐτὰ τὰ ἴδια χωρία ἀπὸ τὴν ἁγία Γραφή, τοὺς Ἱεροὺς Κανόνες καὶ τοὺς ἁγίους Πατέρες, ποὺ προσκομίζει ὁ π.Ε., προσκομίζουμε καὶ ἐμεῖς, δίδοντας ὅμως τὴν ὀρ- θὴ ἑρμηνεία των, δηλαδὴ ἐναρμονίζοντες αὐτὰ, καὶ ὄχι  ἀποκόπτοντες καὶ ἀπομο- νώνοντες, ὅπως αὐτὸς ἐπιχειρεῖ, πρὸς τὴν  Κανονικὴ καὶ Συνοδικὴ Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας. Δὲν εἶναι δυνατὸν ἡ ἁγία Γραφὴ (καὶ φυσικὰ καὶ οἱ ἅγιοι Πατέρες) νὰ  ἀκυρώνουν τὴν Κανονικὴ Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας, διότι τὰ δύο αὐτὰ μεγέθη, Γραφὴ καὶ Παράδοση, ὡς ἰσόκυρα, ἀλληλοσυμπληρώνονται μεταξύ τους, ὥστε νὰ ἀποτελοῦν ἕνα ἑνιαῖο σύνολο. Ὀφείλουν λοιπὸν νὰ ἐναρμονίζονται μεταξύ τους. Ἃς ἀναφέρουμε ἕνα παράδειγμα ἀπὸ τὴν ἁγία Γραφή, τὸ ὁποῖο ἄλλωστε καὶ ὁ π.Ε. χρησιμοποιεῖ στὸ βιβλίο του, γιὰ νὰ γίνουμε σαφέστεροι. Πρόκειται γιὰ τὰ χωρία Γαλ.1,8 «ἀλλὰ καὶ ἂν ἠμεῖς ἢ ἄγγελος ἐξ οὐρανοῦ εὐαγγελίζεται ὑμὶν παρ’ ὃ εὐηγγελισάμεθα ὑμίν, ἀνάθεμα ἔστω. Εἰ τὶς ὑμᾶς εὐαγγελίζηται παρ’ ὃ παρελάβετε, ἀνά- θεμα ἔστω», καὶ Τίτ. 3,10 «αἱρετικὸν ἄνθρωπον μετὰ μίαν καὶ δευτέραν νουθεσίαν παραιτού, εἰδώς ὅτι ἐξέστραπται ὁ τοιοῦτος καὶ ἁμαρτάνει ὧν αὐτοκατάκριτος». Μὲ βάση τὸ πρῶτο μὲν χωρίο ὁ π.Ε βγάζει τὸ συμπέρασμα, ὅτι «δὲν χρειάζεται ἄλλη ἀπόφαση Συνόδου παρὰ μόνο πρὸς κατοχύρωση τῶν Ὀρθοδόξων» (σελ.77), μὲ βάση δὲ τὸ δεύτερο, ὅτι ἡ λέξη «αὐτοκατάκριτος» σημαίνει «τὴν αὐτόματη ἀπο- κοπὴ τοῦ αἱρετικοῦ ἀπὸ τὸ Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, χωρὶς ἀπόφαση Συνόδου» (σελ.77). Τὸ ὅτι τὰ συμπεράσματα αὐτὰ εἶναι λανθασμένα καὶ αὐθαίρετα, μόλις εἶναι ἀνάγκη νὰ ὑπογραμμιστῆ, γιὰ τοὺς λόγους, πού ἐξηγήσαμε παρὰ πάνω. Οἱ ἅγιοι Πατέρες, οἱ ὁποῖοι εἶχαν ὑπ’ ὄψιν τους τὰ παρὰ πάνω χωρία (ὅπως καὶ τὰ ἄλλα, πού ἀναφέρει παρὰ κάτω στὸ βιβλίο του), καὶ μὲ βάση αὐτὰ ἐρύθμιζαν τὴν διαγωγὴ τους ἀπέναντι στὶς αἱρέσεις καὶ στοὺς αἱρετικούς, δὲν κατενόησαν καὶ δὲν ἑρμήνευσαν τὰ χωρία αὐτά, ὅπως τὰ ἑρμηνεύει ὁ π.Ε. Δὲν ἔβγαλαν δηλαδὴ τὸ συμπέρασμα, ὅτι δὲν εἶναι ἀναγκαία ἡ συγκρότηση Συνόδου, ἡ ὁποία θὰ καταδικάση τὴν αἵρεση καὶ θὰ ἀναθεματίση τοὺς αἱρετικούς, ἐπειδὴ εἶναι ἀρκετό το «ἀνάθεμα» ἢ ἡ λέξη «αὐτοκατάκριτος», γιὰ τὴν «αὐτόματη ἀποκοπὴ τοῦ αἱρετικοῦ ἀπὸ τὸ Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας», πού ἀναφέρει στὰ χωρία αὐτὰ ὁ Απ. Παῦλος. Ἀπεναντίας ἐθεώρησαν χρέος τους, νὰ συγκροτήσουν Συνόδους καὶ συνοδικὰ νὰ ἐξουδετερώσουν τὶς πλάνες τῶν αἱρετικῶν καὶ ἔτσι νὰ ἐφαρμόσουν στὴν πράξη τὸ «ἀνάθεμα» τοῦ Απ. Παύλου, ἀναθεματίζοντες καὶ αὐτοὶ ἐν Συνόδω μὲ τὴν σειρὰ τους τοὺς αἱρετικούς.
Κατὰ παρόμοιο τρόπο στὴ συνέχεια ὁ π.Ε. ἐπιστρατεύει χωρία ἀπὸ τοὺς ἀποστολικοὺς Πατέρες καὶ ἀπὸ ἄλλους μεταγενεστέρους Πατέρες ἀπὸ τὸν 4ο ἕως τὸν 15ο αἰώνα καὶ φθάνει μέχρι τὸν ἅγιο Μάρκο τὸν Εὐγενικό. Ὡστόσο ἡ ἔρμη- νεία, τὴν ὁποία δίδει σ’ ὅλα αὐτὰ τὰ χωρία τῶν Πατέρων εἶναι λανθασμένη, διότι ἀδυνατεῖ νὰ τὰ ἐναρμονίση μὲ τὴν Συνοδικὴ καὶ Κανονικὴ Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας. Οὔτε κατὰ διάνοιαν, ὅτι οἱ ἅγιοι Πατέρες ἔγραψαν αὐτὰ τὰ χωρία γιὰ νὰ περιθωριοποιήσουν, ἢ νὰ περιφρονήσουν Συνόδους καὶ Κανόνες. Πῶς εἶναι δυνα- τὸν νὰ ἐννοήσουμε κάτι τέτοιο, ἀφοῦ αὐτοὶ οἱ ἴδιοι ἤσαν, ποὺ συγκροτοῦσαν Συνό- δους καὶ ἐθέσπιζαν Κανόνες; Γιὰ τοὺς ἴδιους λόγους ποὺ ἀναφέραμε παρὰ πάνω, δὲν εὐσταθοῦν αὐτά, ποὺ παραθέτει στὴ συνέχεια, ὅτι «μὲ τὴν μέθοδο αὐτὴ ποὺ ἐχρησιμοποιήσατε, ἀλλάζετε κατ’ οὐσίαν ὁλόκληρη τὴν ἁγία Γραφὴ καὶ τὴν διδα- σκαλία τῶν ἁγίων, εἰσάγετε ἄλλη διδασκαλία γιὰ τὴν ἐν καιρῶ αἱρέσεως στάση καὶ γραμμὴ τῶν μελῶν τῆς Ἐκκλησίας…» (σελ.4).
Ἐπίσης εἰς ὅ,τι ἀφορᾶ τὴν ἑρμηνεία τοῦ 15ου Κανόνος τῆς ΑΒ΄, προσθέτουμε τὰ ἑξῆς: Οἱ συντάκτες τοῦ ἐν λόγω Κανόνος, προκειμένου νὰ νομοθετήσουν τὸ ἐνδεχόμενο ἀποτειχίσεως ἀπὸ τὸν αἱρετικὸ ἐπίσκοπο, ὁριοθετοῦν σαφέστατα αὐτὸ τὸ ἐνδεχόμενο καὶ τὸ τοποθετοῦν μέσα σὲ ὁρισμένα πλαίσια. Ἐπιτρέπουν δηλαδὴ τὴν ἀποτείχιση μόνον ὑπὸ τὴν προϋπόθεση, ὅτι ἡ αἵρεση ἔχει καταγνωστὴ ἀπὸ τὶς ἅγιες Συνόδους, ἢ τοὺς ἁγίους Πατέρες. Τὴν ὁριοθέτηση αὐτὴ ὡστόσο φαίνεται νὰ ἀγνοεῖ ὁ π.Ε., διότι στὴν προσπάθειά του νὰ ἑρμηνεύσει τὸν Κανόνα λέγει: «Ἡ ἔκφρασις αὐτὴ ἐπίσης τοῦ παρόντος Κανόνος ‘κατεγνωσμένη παρὰ τῶν ἁγίων Πατέρων ἢ Συνόδων’ δὲν σημαίνει, ὅτι διὰ μία ‘μὴ κατεγνωσμένη’ αἵρεση ὀφείλουμε ὑπακοὴ εἰς τοὺς ἐπισκόπους καὶ τοὺς φορεῖς τῆς αἱρέσεως…» (σελ.27-28). Ἐδῶ ὁ π.Ε. προεκτείνει αὐθαίρετα τὴν ἑρμηνεία τοῦ Κανόνος, πέρα ἀπὸ τὴν σα- φέστατη αὐτὴ ὁριοθέτηση. Διότι, ὁ Κανόνας δὲν κάνει λόγο γιὰ μὴ κατεγνωσμένη, ἀλλὰ γιὰ κατεγνωσμένη αἵρεση. Ἀπὸ τὴν στιγμὴ ποὺ ἡ αἵρεση δὲν ἔχει ἐπισημανθῆ καὶ καταγνωστὴ ἀπὸ τοὺς μόνους ἁρμοδίους γι’  αὐτὸ τὸ ἔργο, δηλαδὴ τοὺς ἁγίους Πατέρες καὶ τὶς Συνόδους, δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ γίνεται λόγος γιὰ ὑπακοὴ σὲ ἐπι- σκόπους-φορεῖς αἱρέσεως. Πρέπει πρῶτα ἡ αἵρεση νὰ γίνει ἀπὸ μὴ κατεγνωσμένη, κατεγνωσμένη καὶ στὴ συνέχεια νὰ ἐπισημανθοῦν οἱ φορεῖς της αἱρετικοὶ ἐπίσκοποι. Ἀλλοιῶς ὁμιλοῦμε γιὰ ἐπισκόπους-φορεῖς αἱρέσεως, ἡ ὁποία ὡς μὴ κατεγνω- σμένη, ἀποτελεῖ αἵρεση-φάντασμα. Τὸ ἴδιο γίνεται καὶ στὴν ἰατρικὴ ἐπιστήμη. Πρῶτα ἐπισημαίνεται τὸ αἴτιο μιᾶς ἐπιδημίας καὶ στὴ συνέχεια προσδιορίζονται αὐτοί, ποὺ προσεβλήθησαν ἀπὸ τὴν ἐπιδημία.
Πέραν αὐτῶν ἐρωτοῦμε καὶ ἐμεῖς τὸν π.Ε: Ποιὸς Κανόνας τῆς Ἐκκλησίας, ἢ ποιὸ χωρίο τῆς ἁγίας Γραφῆς διδάσκει τὴν «ἐξ’ ἐνστίκτου ἀποτείχιση», γιὰ τὴν ὁποία κατὰ κόρον κάνει λόγον στὸ βιβλίο του; (βλέπε σελίδες 84, 85,200,212). Ἡ ἀντίλη- ψη αὐτή, σύμφωνα μὲ τὴν ὁποία τὸ ἔνστικτό τοῦ κάθε πιστοῦ καὶ ὄχι οἱ συνοδικὲς ἀποφάσεις τῆς Ἐκκλησίας, ἢ ἔστω, ἡ γνώμη καὶ ἡ κρίσις πνευματικῶν ἀνδρῶν καὶ θεοφόρων Πατέρων, καλεῖται νὰ γίνει κριτὴς καὶ ὁδηγὸς στὴν ἀποτείχιση καὶ ἀπομάκρυνσή του ἀπὸ τὸν αἱρετικὸ ἐπίσκοπο, εἶναι καινοφανὴς καὶ ξένη πρὸς τὴν Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας, διότι οὐδεὶς Ἱερὸς Κανὼν ὁμιλεῖ περὶ «ἐξ ἐνστίκτου ἀποτειχίσεως». Μιὰ τέτοια θεώρηση καὶ ἀντιμετώπιση, πού βασίζεται στὸ ἔνστικτο, οὐσιαστικὰ καταργεῖ τοὺς Ἱεροὺς Κανόνες, τὸ Πηδάλιο καὶ τὶς Ἅγιες Συνόδους, ὁδηγεῖ σὲ προτεσταντικὲς νοοτροπίες, ὅπου ὁ κάθε πιστὸς γίνεται ὁ ἴδιος ἡ Πα- ράδοση, ἡ Ἐκκλησία. Κάθε πιστὸς γίνεται ἕνας Πάπας, ὁ ὁποῖος μπορεῖ νὰ ἀπο- φασίζει σὲ θέματα πίστεως, χωρὶς νὰ δεσμεύεται ἀπὸ κανένα καὶ ἀπὸ πουθενά.
Στὴ συνέχεια ἀναφέρει, ὅτι «γιὰ νὰ καταδικαστῆ ἡ αἵρεσις τῆς ἐποχῆς μας χρειάζεται ἀπαραιτήτως νὰ ἀλλάξουν, κατὰ τὸ δὴ λεγόμενο, μυαλὰ ὄχι φυσικὰ οἱ Οἰκουμενιστές, ὡς ἀρχηγοὶ τῆς αἱρέσεως, ἀλλὰ οἱ λεγόμενοι ἀντι-οἰκουμενιστὲς καὶ πολέμιοι τῆς αἱρέσεως καὶ νὰ καταλάβουν, ὅτι μὲ χαρτοπόλεμο καὶ ἄσφαιρα πυρὰ δὲν θανατώνονται ποτὲ οἱ ἐχθροί της πίστεως, ἀλλὰ χρειάζεται μαρτυρικὸ φρόνημα καὶ ὁμολογία ἐν τῇ πράξει» (σελ.4). Ἔχουμε τὴν ταπεινὴ γνώμη, ὅτι πολὺ ἀνθρώ- πινα καὶ πολὺ ὀρθολογιστικὰ βλέπει τὸ θέμα τῆς ἀντιμετωπίσεως τῆς αἱρέσεως ὁ π.Ε. Ὁ Θεὸς δὲν ἔχει ἀνάγκη οὔτε ἀπὸ ἐκείνους, ποὺ ἀποτειχίστηκαν, οὔτε ἀπὸ ἐκείνους, ποὺ δὲν ἀποτειχίστηκαν, γιὰ νὰ ἐξουδετερώσει τὴν αἵρεση. Δὲν ἀποτελεῖ γιὰ τὸν Θεὸ ἀναγκαία προϋπόθεση γιὰ τὴν καταδίκη της αἱρέσεως τὸ πλῆθος τῶν ἀποτειχισμένων. Ὁ Θεὸς ἔχει τὴν δύναμη καὶ μὲ ἕναν ἀκόμη πιστό, θείω ζήλω πε- πυρωμένον, νὰ φέρη τὸ ἔργο του εἰς πέρας κατὰ ἕνα θαυμαστὸ τρόπο, σύμφωνα μὲ τὸν λόγο τῆς Γραφῆς «Πὼς διώξεται εἷς χιλίους καὶ δύο μετακινήσουσι μυριάδας, εἰ μὴ ὁ Θεὸς ἀπέδοτο αὐτοὺς καὶ Κύριος παρέδωκεν  αὐτούς;» (Δευτερ.32,30). Καὶ ἀλλοῦ πάλιν λέγει: «καὶ διώξονται ἐξ’ ὑμῶν πέντε ἑκατὸν καὶ ἑκατὸν ὑμῶν διώ- ξονται μυριάδας καὶ πεσοῦνται οἱ ἐχθροὶ ὑμῶν μαχαίρα» (Λευϊτ.26,8). Ἰσχυρίζεσθε, ὅτι ὁ ἀγώνας μας ἰσοδυναμεῖ μὲ «χαρτοπόλεμο καὶ ἄσφαιρα πυρά». Σύμφωνοι. Τὰ ἰδικὰ σας λοιπὸν πυρά, πού δὲν εἶναι ἄσφαιρα, ἀλλὰ θανατηφόρα, ποιὸ ἀποτέλεσμα ἔφεραν; Θανατώθηκαν οἱ ἐχθροί της πίστεως μὲ τὰ πυρὰ τῆς ἀποτειχίσεώς σας; Μήπως λοιπὸν οἱ Οἰκουμενιστές, ὅταν διαπίστωσαν τὴν ἀποτείχισή σας τρομοκρα- τήθηκαν, τοὺς ἔπιασε πανικός, καὶ ἔντρομοι ὁμολόγησαν τὴν ἥττα τους;  Ὄχι βέβαια, ἀφοῦ παρὰ τὴν ἀποτείχισή σας ἡ αἵρεση ἐξακολουθεῖ νὰ ἐπεκτείνεται καλπά- ζοντας. Μήπως λοιπὸν καὶ τὰ πυρὰ τῆς ἀποτειχίσεως ἀποδεικνύονται «βέλη νηπίων»; Μήπως σὲ τελικὴ ἀνάλυση ἀποδεικνύεται, ὅτι τὰ μόνα θανατηφόρα πυρὰ εἶναι ἡ συνοδικὴ καταδίκη της αἱρέσεως; Ἀφοῦ λοιπὸν ἀδυνατεῖτε νὰ ἐννοήσετε τὴν παρὰ πάνω ἀλήθεια ἀπὸ τὸ ἴδιο το ἀποτέλεσμα τῆς ἀποτειχίσεως, μήπως θὰ ἦταν καλύτερο νὰ συνεχίσετε τὸν ἀγώνα σας, στρέφοντας τὰ πυρὰ σας ὄχι ἐναντίον μας, ἀλλὰ πρὸς τοὺς Οἰκουμενιστὲς καὶ νὰ μᾶς ἀφήσετε ἥσυχους, νὰ κάνουμε καὶ ἐμεῖς τὸν ἀγώνα μας κατὰ τὸ μέτρο τῶν πτωχῶν μας δυνάμεων; 
Στὴ συνέχεια ἀναφέρει, ὅτι  «ἐσεῖς λοιπὸν Πατέρες μὲ τὸ ὀρθόδοξο φρόνημά σας εἶστε μέλη τοῦ Π.Σ.Ε., ἐφ’ ὅσον μάλιστα ὑπεραμύνεσθε τοῦ Συνοδικοῦ Θεσμοῦ. Διότι συνοδικῶς ἔχει ἀποφασισθῆ ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος νὰ ἀνήκη στὸ Π.Σ.Ε. Ἂν ἰσχυρισθῆτε, ὅτι δὲν ἀνήκετε στὸ παναιρετικὸ αὐτὸ συνοθύλευμα, αὐτὸ σημαίνει, ὅτι δὲν σέβεσθε τὸν Συνοδικὸ Θεσμὸ τῆς Ἐκκλησίας, τὸν ὁποῖο ὑπερασπίζεσθε ἀπὸ τὴν ἀρχὴ μέχρι τὸ τέλος τῆς κριτικῆς σας μελέτης καὶ ἀκόμη σημαίνει, ὅτι εἶστε ἀποτειχισμένοι ἀπὸ τὴν τοπικὴ αὐτὴ Ἐκκλησία γιὰ θέματα πίστεως…Ἂν ἐκ τοῦ ἀντιθέτου ἰσχυρισθῆτε, ὅτι κατ’ ἀνάγκην ἀνήκετε καὶ ἐσεῖς, ἐφ’ ὅσον ἡ τοπικὴ Ἐκ- κλησία, στὴν ὁποία ὑπάγεσθε, εἶναι ὀργανικὸ μέλος τοῦ Π.Σ.Ε., τότε αὐτὸ πρέπει νὰ τὸ ἐναρμονίσετε μὲ τοὺς ἱεροὺς Κανόνες καὶ τὴν ἁγία Γραφή, διότι ἀναφέρατε πιὸ πάνω, ὅτι αὐτὰ ἀποτελοῦν τὸν ὑπέρτατο ὁδηγὸ καὶ κανόνα πλεύσεως στὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας» (σελ.5). Συμφωνοῦμε ἀπόλυτα, ὅτι δὲν θὰ ἔπρεπε ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος νὰ ἐνταχθῆ στὸ Π.Σ.Ε., διότι ἡ ἔνταξίς της στὸ παναιρετικὸ αὐτὸ συνοθύ- λευμα καὶ ἡ συνύπαρξη καὶ συνεργασία της μὲ τὴν αἵρεση συνιστᾶ παραβίαση τῆς κανονικῆς τάξεώς της καὶ ἀθέτηση τῆς ἐκκλησιολογικῆς της αὐτοσυνειδησίας. Πάνω στὸ θέμα αὐτὸ ὁ ἐσχάτως ἀνακηρυχθείς ἅγιος Ἰουστῖνος Πὸποβιτς παρατη- ρεῖ: «Ἦτο ἄραγε ἀπαραίτητον ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία, αὐτὸ τὸ πανάχραντον Θεαν- θρώπινον σῶμα καὶ ὀργανισμὸς τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ, νὰ ταπεινωθεῖ τόσον τερατωδῶς, ὥστε οἱ ἀντιπρόσωποί της θεολόγοι, ἀκόμη καὶ Ἱεράρχαι, νὰ ἐπιζητοῦν τὴν ὀργανικὴν μετοχὴν καὶ συμπερίληψιν εἰς τὸ Π.Σ.Ε.; Ἀλλοίμονον, ἀνήκουστος προδοσία».[4]Στὸ ἴδιο θέμα ὁ ἀείμνηστος καθηγητὴς τοῦ Κανονικοῦ Δικαίου κυρός Κωνσταντῖνος Μουρατιδης ἐπισημαίνει: «Ἡ ἀλλόκοτος καὶ τερατώδης καὶ κατά- λυτική της Ὀρθοδόξου κανονικῆς τάξεως καὶ Ἱερᾶς Παραδόσεως συμμετοχὴ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας εἰς τὸ Παγκόσμιον Συνοθύλευμα τῶν Αἱρέσεων συνιστᾶ τὴν μεγίστην παγίδα τοῦ Ἀντικειμένου ἐν τῇ ἱστορία τῆς στρατευομένης Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ, πρὸς διάβρωσιν καὶ ἀποσύνθεσιν τοῦ ἀπολυτρωτικοῦ ἔργου τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας…Αὐτὸ καθ’ ἑαυτὸ τὸ γεγονὸς τῆς συμμετοχῆς τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας εἰς τὸ συνοθύλευμα τῶν αἱρέσεων τοῦ Π.Σ.Ε. προσκρούει «ἃ πριόρι» καὶ ἐξ’ ἀπὸψεως ἀρχῆς εἰς τεράστια καὶ τουτ’ αὐτὸ ἀνυπέρβλητα ἐμπόδια, προερχόμενα ἐξ’ αὐτῆς τῆς φύσεως καὶ τοῦ χαρακτῆρος τῆς Ἐκκλησίας, ὡς τῆς Μιᾶς, Ἁγίας Καθολικῆς καὶ Ἀποστολικῆς του Χριστοῦ Ἐκ- κλησίας».[5]Κατὰ παρόμοιο τρόπο ἐκφράζει τὴν ἀντίθεσή του στὸ θλιβερὸ αὐτὸ γεγονὸς σύσσωμο τό ἅγιον Ὅρος σὲ ὑπόμνημά του πρὸς τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο: «Οἱ Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες μὲ τὴν συμμετοχή τους στὸ Π.Σ.Ε. δείχνουν στὴν πράξη, ὅτι παραιτοῦνται ἀπὸ τὴν ἐκκλησιολογική τους ταυτότητα. Στὸ σημεῖο αὐτὸ οἱ Ρωμαιοκαθολικοί, ἀπέχοντες τυπικὰ ἀπὸ τὸ Π.Σ.Ε. εἶναι συνεπέστεροι στὴν Ἐκκλησιολογία τους, ἀπὸ ὅ,τι εἴμαστε οἱ Ὀρθόδοξοι στὴν ἰδική μας».[6]  Ὡστόσο οὔτε ὁ ἅγιος Ἰουστῖνος Πόποβιτς, οὔτε οἱ ἁγιορεῖτες Πατέρες, οὔτε ἄλλοι σύγχρονοι καὶ παλαιότεροι Γέροντες ἐγνωσμένης ἁγιότητος, ἐθεώρησαν ἀναγκαῖο, νὰ ἀποτειχιστοῦν ἀπὸ τὴν προϊσταμένη τοὺς ἐκκλησιαστικὴ ἀρχὴ (Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο, Πατριαρχεῖο Σερβίας, Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος) ἐξ’ αἰτίας τοῦ γεγονότος αὐτοῦ, παρὰ τὴν ἀντίθεσή τους καὶ παρὰ τοὺς ἀγῶνες τους νὰ ἀποτρέψουν τὶς ἄστο- χες αὐτὲς συνοδικὲς ἀποφάσεις. Εἶναι δυνατὸν νὰ μὴν ζήτησαν καὶ νὰ μὴν ἔλαβαν ἀπὸ τὸν Θεὸν κάποια πληροφορία γιὰ τὴν στάση, τὴν ὁποία ἔπρεπε νὰ τηρήσουν ἀπέναντι στὸ τόσο μεγάλης σημασίας αὐτὸ θέμα οἱ σύγχρονοι ἅγιοι Πατέρες μας; Δὲν νομίζουμε. Ἑπομένως ἢ προχωροῦμε «ἑπόμενοι τοῖς ἁγίοις πατράσι», ἡ προχω- ροῦμε κατὰ τὸ δοκοῦν. «Οὐκ ἐσμὲν τῶν Πατέρων σοφώτεροι, οὐκ ἐσμὲν τῶν διδασκάλων ἀκριβέστεροι».[7]
Πέραν αὐτῶν, ἂς μᾶς ἐπιτρέψει ὁ π.Ε, νὰ τοῦ θέσουμε τὸ ἐρώτημα: Ἐσεῖς λοιπὸν π.Ε. καὶ ὅσοι σᾶς ἀκολουθοῦν, μὲ τὸ Ὀρθόδοξο φρονημά σας, προφανῶς ἀποτει- χιστήκατε ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος, διότι ἔπαυσε πλέον νὰ εἶναι ὀρθόδοξη ἐξ’ αἰτίας τῆς προσχωρήσεως καὶ κοινωνίας της μὲ τὸ Π.Σ.Ε. Ὡς μέλη λοιπὸν τῆς ἀληθινῆς καὶ γνησίας Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, σὲ ποιὸν ἐπίσκοπο ὑπάγεσθε καὶ ποιὸν ἐπίσκοπο μνημονεύετε; Καὶ κατ’ ἐπέκτασιν ὁ ἐπίσκοπός σας αὐτός σε ποιὰ ἐπαρχιακὴ Σύνοδο ἀνήκει; Τὴν ἐκκλησιαστικὴ κοινότητα, τὴν ὁποία δημιουρ- γήσατε, θὰ πρέπει νὰ τὴν ἐναρμονίσετε μὲ τοὺς ἱεροὺς Κανόνες καὶ τὴν ἁγία Γρα- φή, προσκομίζοντας τὶς σχετικὲς ἀποδείξεις. Δηλαδὴ νὰ μᾶς πληροφορήσετε ποιὸς ἱερὸς Κανόνας, ἢ ποιὸ χωρίο τῆς ἁγίας Γραφῆς, ἢ τῶν ἁγίων Πατέρων διδάσκουν καὶ νομοθετοῦν τὴν δυνατότητα ὑπάρξεως τοπικῆς Ἐκκλησίας, χωρὶς ἐπίσκοπο καὶ ἐπαρχιακὴ Σύνοδο. Δημοσιεύθηκε επίσης, ὅτι μνημονεύετε λειτουρ- γῶν καὶ μὴ ἀναγνωρίζων τὴν καθαίρεσίν σας, «ὑπὲρ πάσης ἐπισκοπῆς Ὀρθοδόξων». Προβλέ- πεται δι’ ἕναν πρεσβύτερο της Ἐκκλησίας κανονικῶς τέτοια μνημόνευση;Ἂν λοιπὸν ἰσχυρισθῆτε, ὅτι δὲν ἔχουμε Ἐπίσκοπο καὶ Σύνοδο, τότε δὲν μπορεῖτε, νὰ ἀποτελεῖτε ὀρθόδοξη τοπικὴ Ἐκκλησία, διότι εἶναι ἀδιανόητη καὶ ἄγνωστη στὴν Ὀρθόδοξη Κανονικὴ καὶ Πατερικὴ Παράδοση ἡ ὕπαρξη ἐκκλησιαστικῆς κοι- νότητος, χωρὶς ἐπίσκοπο καὶ τοπικὴ Σύνοδο. Σημαίνει ἀκόμη, ὅτι δὲν σέβεσθε τὸ Πηδάλιο καὶ τοὺς ἱεροὺς Κανόνες, οἱ ὁποῖοι πουθενὰ δὲν προβλέπουν τὸ ἐκκλη- σιαστικὸ σχῆμα, στὸ ὁποῖο ἐσεῖς ἀνήκετε. Αὐτὸ τὸ ἴδιο ὅμως Πηδάλιο, τὸ ὁποῖο τώρα περιφρονεῖτε, τὸ ἐπικαλεῖστε (διὰ τοῦ 15ου Κανὸνος τῆς ΑΒ΄), ὅταν πρόκειται νὰ κατοχυρώσετε τὴν ἀποτείχισή σας. Ἐπίσης εἶναι ἀδιανόητο γιὰ μᾶς τὸ ἐνδεχόμενο, νὰ κατεστράφη τὸ συνοδικὸ πολίτευμα τῆς Ἐκκλησίας. Ἂν ἑπομένως π.Ε. ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία δὲν βρίσκεται στὴν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος, οὔτε σὲ ἄλλα Πατριαρχεῖα ἢ Αὐτοκέφαλες Ἐκκλησίες, ἀφοῦ ὅλες συμπορεύονται μὲ τὴν αἵρεση, οὔτε ἐπίσης στοὺς Παλαιοημερολογῆτες, μὲ τοὺς ὁποίους δὲν ἔχετε καμία ἐκκλησιαστικὴ κοινωνία, οὔτε ἐπίσης στὴν ἐκκλησιαστικὴ σας κοινότητα, τότε ποῦ βρίσκεται; Δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ἔσβησε ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ἀφοῦ «πύλαι ἅδου οὐ κατισχύσουσιν αὐτῆς» (Ματθ.16,18). Ἐκτὸς κι ἂν πιστεύετε, ὅτι ἡ  Ἐκκλησία εἶναι ἀόρατη, κατὰ τὴν προτεσταντικὴ ἐκκλησιολογία, ὁπότε ψάχνουμε νὰ τὴν βροῦμε.
Ἐπίσης τὸ ἐπιχείρημα, τὸ ὁποῖο προβάλλετε στὸ βιβλίο σας (σελ.310), ὅτι «εἶναι μάταιο νὰ περιμένωμε ἀπόφαση Συνόδου (ἡ ὁποία θὰ καταδικάσει τὸν Οἰκου- μενισμὸ) καὶ ἐπαναφορὰ συνοδικὴ εἰς τὴν Ὀρθοδοξία, ἐφ’ ὅσον κατὰ κοινὴν ὁμολογία καὶ διδασκαλία τῆς Ἀποκαλύψεως καὶ τῶν Πατέρων περὶ τῶν ἐσχάτων, ὅλα θὰ βαδίζουν πρὸς τὸ χειρότερο, ἡ Ἐκκλησία διὰ τῶν ἐκπροσώπων της θὰ συμβιβασθεῖ καὶ θὰ προδώσει, οἱ Ἅγιοι θὰ ἡττηθοῦν, οἱ Ὀρθόδοξοι θὰ διαβιώνουν στὶς ἐρήμους καὶ στὰ βουνά, ἡ Ἐκκλησία θὰ διασωθεῖ εἰς τὴν ἔρημο, οἱ πλεῖστοι των Ὀρθοδόξων κληρικῶν καὶ λαϊκῶν θὰ σφραγιστοῦν καὶ ἐπισήμως θὰ προσκυ- νήσουν τὸν Ἀντίχριστο», θὰ πρέπει νὰ τὰ ἐναρμονίσετε μὲ τὶς μαρτυρὶες μεγάλων ἁγιορειτικῶν μορφῶν τῆς ἐποχῆς μας, ὅπως τοῦ Γέροντος Παϊσίου, τοῦ Γέροντος Ἐφραὶμ τοῦ Φιλοθεΐτου κ.α., οἱ ὁποῖοι, ἔχοντες ὑπ’ ὄψιν τους τὶς προφητεῖες τοῦ ἁγίου Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ, ποὺ δὲν πραγματοποιήθηκαν ἀκόμη, μᾶς πληροφοροῦν, ὅτι δὲν ἔχουμε ἀκόμη φθάσει στὴν ἐποχὴ τοῦ Ἀντιχρίστου.
Σχετικὰ μὲ τὴν περίπτωση τῆς ἀδίκου ἀφορισμοῦ τοῦ κ. Σωτηροπούλου, ἔχουμε νὰ παρατηρήσουμε τὰ ἑξῆς: Κατὰ τὴν ταπεινή μας γνώμη, μέσα στὰ πλαίσια  τοῦ ἀγῶνος κατὰ τῆς αἱρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ πρέπει νὰ ἐνταχθῆ καὶ ὁ ἀγώνας γιὰ τὴν τελικὴ δικαίωση καὶ ἀθώωσή του, ὅπως ἐπίσης γιὰ τὴν δικαίωση καὶ ἀθώωση τοῦ Σέρβου ἐπισκόπου Ράτσκας Ἀρτεμίου. Ἡ ἀντίθεσή μας μὲ ἄδικες συνοδικὲς ἀπο- φάσεις δὲν σημαίνει, ὅτι δὲν σεβόμαστε τὸν Συνοδικὸ Θεσμό. Μὲσα στὴν ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας ὑπῆρξαν πλεῖστες ὅσες ληστρικὲς Σύνοδοι καὶ παράνομες συνοδικὲς ἀποφάσεις, μὲ τὶς ὁποῖες ἦρθαν σὲ ἀντίθεση οἱ ἅγιοι Πατέρες καὶ δὲν τὶς ἀπο- δέχθηκαν, χωρὶς αὐτὸ νὰ σημαίνει, ὅτι δὲν ἐσέβοντο τὸν Συνοδικὸ Θεσμό. Ποτὲ ὅμως δὲν διενοοῦντο οἱ ἅγιοι Πατέρες, νὰ ἀποτειχιστοῦν ἐξ’ αἰτίας μιᾶς ἄδικης συνοδικῆς ἀποφάσεως. Στὴν ἀποτείχιση προχωροῦσαν μόνο ὑπὸ ὁρισμένες προϋ- ποθέσεις, γιὰ τὶς ὁποῖες ἔγινε ἤδη λόγος στὴν κριτικὴ μας μελέτη. Θυμίζουμε ἐδῶ μία ἐξ’ αὐτῶν, τὴν ληστρικὴ Σύνοδο τῆς Δρυὸς (404), ἡ ὁποία καθήρεσε ἀδίκως τὸν ἅγιο Ἰωάννη τὸν Χρυσόστομο. Οἱ ἐπίσκοποι–φίλοι του ἁγίου, ἐνῶ δὲν ὑπέγραψαν τὴν συνοδική του καταδίκη, ὡστόσο ἐξακολουθοῦσαν νὰ μνημονεύουν τὸν διάδοχό του Ἀρσάκιο. Πέραν αὐτῶν τὸ γεγονός, ὅτι ὁ κ. Σωτηρόπουλος, παρὰ τὸν ἀφορισμό του δὲν ἀποτειχίστηκε ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος, πρέπει νομίζω, νὰ προβλη- ματίσει ἐκείνους, ποὺ χωρὶς νὰ ἀφορισθοῦν, ἀποτειχίστηκαν.
Στὴ συνέχεια ὁ π.Ε. θέτει τὸ ἐρώτημα: «Πότε ὅμως ἡ αἵρεσις χαρακτηρίζεται ὡς ‘αἵρεσις ἀπωλείας’ μετὰ τὴν καταδίκη της ἀπὸ τὴν Σύνοδο, ἢ καὶ πρίν; Πιστεύω, ὅτι δὲν θὰ εὕρετε κάποιο χωρίο, οὔτε ἱερὸ Κανόνα, οὔτε διδασκαλία τῶν ἁγίων, ποὺ ὄχι νὰ διδάσκη, ἀλλὰ ἁπλῶς νὰ ὑπαινίσσεται, ὅτι μετὰ τὴν καταδίκη της ἡ αἵρεσις καθίσταται αἵρεσι ἀπωλείας. Ὅπως ἀκριβῶς ἕνα δηλητήριο δὲν καθὶσταται θανατη- φόρο μετὰ τὴν χημική του ἀνάλυση ἀπὸ τοὺς εἰδικοὺς καὶ ἕνας λύκος δὲν ἀρχίζει νὰ κατασπαράσση τὰ πρόβατα μετὰ τὴν ἀναγνώρισί  του καὶ τὴν ἐπίσημη ἐντολὴ τῆς ἀπομακρύνσεως τῶν προβάτων ἀπὸ αὐτὸν» (σελ.7). Πολὺ εὔστοχα χρησιμοποιεῖ ἐδῶ ὁ π.Ε. τὴν εἰκόνα τοῦ δηλητηρίου, διότι ἡ εἰκόνα αὐτὴ μας βοηθάει, νὰ κατα- νοήσουμε πιὸ εὔκολα, πότε μιὰ αἵρεση καθίσταται αἵρεση ἀπωλείας. Ἔχομε λοιπὸν τὸ δηλητήριο, ποὺ εἰκονίζει τὴν αἵρεση, τὸν κομπογιανίτη γιατρό, ποὺ προσφέρει στοὺς ἀσθενεῖς του ἀντὶ γιὰ φάρμακο δηλητήριο, ποὺ εἰκονίζει τὸν αἱρετικὸ καὶ τὴν πολιτεία, ἡ ὁποία μέσω τοῦ χημικοῦ ἐργαστηρίου τοῦ κράτους θὰ κάνη τὴν χημικὴ ἀνάλυση καὶ θὰ ἐκδώση τὴν ἐπίσημη ἀπόφαση γιὰ τὴν καταστροφὴ τοῦ δηλητηρίου καὶ τὴν καταδίκη του κομπογιανίτη γιατροῦ, ποὺ εἰκονίζει τὴν Σύνοδο, ἡ ὁποία θὰ διαγνώση καὶ καταδικάση τὴν αἵρεση καὶ θὰ καθαιρέση τὸν αἱρετικὸ ἐπίσκοπο. Κα- νένας δὲν ἀντιλέγει, ὅτι τὸ δηλητήριο ἀσκεῖ τὴν θανατηφόρο του δράση ἀμέσως μόλις εἰσέλθει στὸν ἀνθρώπινο ὀργανισμό, προτοῦ δηλαδὴ ἀκόμη γίνει ἡ ἐπίσημη χημική του ἀνάλυση. Μέχρις ὅτου ὅμως τὸ δηλητήριο πάει στὸ Χημεῖο καὶ ἀρχίσει ἡ χρονοβόρα διαδικασία τῆς ἀναλύσεώς του, ὑπάρχει ἡ ἐπείγουσα ἀνάγκη κάποιοι ἄλλοι γιατροί, ἀληθινοὶ ἐπιστήμονες καὶ ὄχι κομπογιανίτες (δηλαδὴ ἅγιοι καὶ θεοφόροι Πατέρες), νὰ ταυτοποιήσουν τὸ δηλητήριο, νὰ ἐπισημάνουν τὴν θανα- τηφόρα δράση του καὶ νὰ ἐντοπίσουν τὸν κομπογιανίτη γιατρό, τὸν ὁποῖο θὰ κα- ταγγείλουν στὸ κράτος γιὰ νὰ δικαστῆ καὶ νὰ πάει στὴ φυλακή. Βέβαια δὲν εἶναι ἁρμόδιος ὁ κάθε ἀσθενὴς γιὰ νὰ ἀποφανθῆ γιὰ τὴν θανατηφόρα δράση τοῦ δηλη- τηρίου, ἀλλὰ μόνον οἱ ἐπιστήμονες γιατροί. Ὅταν λοιπὸν οἱ ἀληθινοὶ αὐτοὶ ἰατροὶ κάνουν εὐσυνείδητα το ἔργο τους, τότε πολὺ σύντομα ὅλοι οἱ ἀσθενεῖς (ἐννοεῖται βέβαια ἐκεῖνοι, ποὺ ἐνδιαφέρονται γιὰ τὴν ὑγεία τους, διότι ὑπάρχουν καὶ ἀδιά- φοροι, ποὺ παίρνουν μὲ πολλὴ εὐκολία ὅποιο δηλητήριο βροῦν μπροστά τους), θὰ ἐνημερωθοῦν γιὰ τὸ συγκεκριμένο δηλητήριο καὶ δὲν θὰ τὸ πάρουν. Καὶ ἂν τύχει νὰ τοὺς τὸ προσφέρει ὁ κομπογιανίτης γιατρός, αὐτοὶ ἁπλούστατα, θὰ τὸ ἀπορρίψουν, καθὼς εἶναι ἤδη ἐνημερωμένοι γιὰ τὸ δηλητήριο αὐτό. Ἐρωτῶμεν: Πότε θανατώ- νονται οἱ ἀσθενεῖς ἀπὸ τὸ δηλητήριο, ὅταν ἔρθει ὁ κομπογιανίτης καὶ τοὺς προσφέρει τὸ δηλητήριο, ἢ ὅταν τὸ καταπιούν; Ἀσφαλῶς ὅταν τὸ καταπιούν. Εἶναι λοιπὸν δυνατὸν νὰ μὴν πεθάνουν οἱ ἀσθενεῖς, παρ’ ὅλο ποὺ τὸ δηλητήριο κυκλο- φορεῖ στὴν ἀγορὰ καὶ ὁ κομπογιανίτης γιατρὸς δὲν ἔχει ἀκόμη κλειστῆ στὴ φυλακὴ καὶ συνεχίζει νὰ τὸ προσφέρει, ἀρκεῖ νὰ μὴν τὸ καταπιούν. Βέβαια οἱ ἀσθενεῖς δὲν ἀναγνωρίζουν τὸν κομπογιανίτη ὡς ἀληθινὸ ἰατρὸ καὶ παύουν νὰ ἔχουν ὁποια- δήποτε σχέση μαζί του, ἐνῶ παράλληλα πιέζουν ἐπίμονα τὴν πολιτεία νὰ ἀποσύρει τὸ δηλητήριο ἀπὸ τὴν ἀγορά, νὰ  δικάση τὸν κομπογιανίτη καὶ νὰ τὸν βάλη στὴ φυλακή. Ἐπίσης γνωρίζουν καλὰ οἱ ἀσθενεῖς, ὅτι δὲν εἶναι αὐτοὶ οἱ ἁρμόδιοι νὰ ὑποκαταστήσουν τὸ ἔργο τῆς πολιτείας, δηλαδὴ νὰ τὸν δικάσουν καὶ νὰ τὸν βάλουν στὴν φυλακή, διότι ἂν ἐπιχειρήσουν ἕνα τέτοιο ἔργο, καταλύουν τὸ σύνταγμα καὶ τοὺς νόμους τοῦ κράτους. Ἀπὸ ὅσα εἴπαμε παρὰ πάνω μποροῦμε, νομίζω, νὰ ἀντιληφθοῦμε ὅλοι μας, πότε μιὰ αἵρεσις γίνεται «αἵρεσις ἀπωλείας» (Β΄Πετρ.2,1), ἐνῶ παράλληλα ἀπαντοῦμε σὲ ὅλα τα συναφῆ ἐπιχειρήματα, ποὺ διατυπώνει ὁ π.Ε. στὴν παράγραφο αὐτή.
Στὴ συνέχεια ἀναφέρει ὅτι: «Ἀσφαλῶς θὰ γνωρίζετε, ὅτι εἰς τὴν Ὀρθοδοξία ὑπάρ- χει μία μόνον ἑνότης, ἡ ἑνότης τῆς πίστεως. Αὐτὸ σημαίνει, ὅτι γιὰ νὰ εἴμεθα ἑνω- μένοι, πρέπει νὰ εἴμεθα ὁμόπιστοι. Σὲ ὅλες λοιπὸν τὶς αἱρέσεις τῆς ἱστορίας τῆς Ἐκκλησίας, προκειμένου νὰ διαφυλαχθῆ ἡ ἑνότης τῆς πίστεως, διασαλεύτηκε ἡ ἐκκλησιαστικὴ τάξις, σὲ σημεῖο ποὺ οἱ Ὀρθόδοξοι, πολλὲς φορὲς νὰ ἐγκαταλείπουν ἀκόμη καὶ τοὺς ναοὺς καὶ τοὺς αἱρετικοὺς ποιμένες καὶ νὰ συναθροίζωνται στὴν ὕπαιθρο, προκειμένου νὰ ἐπιτελέσουν τὰ λατρευτικά τους καθήκοντα…Πῶς ὅμως θὰ ὑπάρχη ἑνότης Ὀρθοδόξου πίστεως μὲ ἐπικαφαλεῖς αἱρετικοὺς Ἐπισκόπους;…» (σελ.8). Κανεὶς δὲν ἀντιλέγει, ὅτι δὲν μπορεῖ νὰ ὑπάρξει ἑνότητα πίστεως μὲ τοὺς αἱρετικοὺς παρὰ μόνον μὲ τοὺς ὁμοπίστους. Ὅπως ἀναφέραμε παρὰ πάνω, μὲ τοὺς αἱρετικοὺς ἐπισκόπους οὔτε συμπορευόμεθα, οὔτε τοὺς ἀκολουθοῦμε, οὔτε δεχόμα- στε τὶς αἱρετικές των διδασκαλίες, ἔστω καὶ ἂν αὐτοὶ εἶναι πατριάρχες ἢ ἀρχιεπί- σκοποι. Ἀπεναντίας μάλιστα ἐλὲγχομε καὶ ἀποδοκιμάζομε τὶς αἱρετικές των δι- δασκαλίες, ἐνῶ παράλληλα ζητοῦμε συνεχῶς καὶ ἐπιμόνως τὴν Συνοδικὴ καταδίκη της αἱρέσεως καὶ τῶν ἀμετανοήτων αἱρετικῶν. Ἡ ἄχρι καιροῦ μνημόνευσίς των καθόλου δὲν σημαίνει συμμετοχὴ στὰ αἱρετικά των φρονήματα. Ἐπίσης εἶναι πράγ- ματι ἀληθές το γεγονός, ὅτι στοὺς ἀγῶνες τῆς Ἐκκλησίας γιὰ τὴν διαφύλαξη τῆς ἑνότητος τῆς πίστεως διασαλεύτηκε ἡ ἐκκλησιαστικὴ τάξις, μέχρι σημείου οἱ Ὀρθόδοξοι, νὰ ἐγκαταλείπουν τοὺς ναούς των, οὐδέποτε ὅμως διεσαλεύθη ὁ Συ- νοδικὸς Θεσμὸς καὶ ἡ Κανονικὴ καὶ Συνοδικὴ Παράδοσις τῆς Ἐκκλησίας. Οἱ Ὀρθό- δοξοι ἐγκατὲλειπαν τοὺς Ναούς των καὶ τελοῦσαν τὰ λατρευτικά των καθήκοντα στὴν ὕπαιθρο, ἐπειδὴ εἶχε προηγηθῆ ἡ Συνοδικὴ καταδίκη της αἱρέσεως καὶ ἔπαυαν  νὰ μνημονεύουν τοὺς αἱρετικοὺς ἐπισκόπους, ἐπειδὴ αὐτοὶ προηγουμένως εἶχαν καταδικαστῆ ἀπὸ Σύνοδο, τουλάχιστον τοπική.
Γιὰ νὰ κατανοήσουμε καλύτερα, πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ ὑπάρχει ἑνότητα πίστεως παρὰ τὴν συνύπαρξη αἱρετικῶν, ἀκόμη καὶ πατριαρχῶν, μέσα στοὺς κόλπους τῆς Ἐκκλησίας, ἃς θυμηθοῦμε μιὰ ἀπὸ τὶς παραβολὲς τοῦ Κυρίου, τὴν παραβολὴ τῶν ζιζανίων, (Ματθ.13,24-30). Ἀναφέρουμε δὲ τὴν παραβολὴ αὐτή, ἐπειδὴ ἀκριβῶς ὁ Ἱερὸς Χρυσόστομος ἐφαρμόζει τὴν ἑρμηνεία της κατ’ ἐξοχὴν πάνω στοὺς αἱρετι- κούς: «Ἐνταύθα δὲ τῶν αἱρετικῶν λέγει τὰ συστήματα…Καὶ γὰρ καὶ τοῦτο τῆς τοῦ διαβόλου μεθοδείας, τὴ ἀληθεία ἀεὶ παρεισάγειν τὴν πλάνην, πολλὰ ἐπιχρωνύντα αὐτὴ τὰ ὁμοιώματα, ὥστε εὐκόλως κλέψαι τοὺς εὐεξαπατήτους. Διὰ τοῦτο οὐκ ἄλ- λο τί σπέρμα, ἀλλὰ ζιζάνια καλεῖ, ὃ κατὰ τὴν ὄψιν ἔοικε πὼς τῷ σίτω»[8]. Παρὰ κάτω δὲ ἐρμηνεύοντας τὴν φράση «ἦλθεν αὐτοῦ ὁ ἐχθρὸς καὶ ἔσπειρε ζιζάνια ἀνὰ μέσον του σίτου καὶ ἀπῆλθεν» (στίχ.25), παρατηρεῖ: «Καθάπερ καὶ οἱ αἱρετικοὶ ποιούσιν, οἳ δι’ οὐδὲν ἕτερον ἢ διὰ κενοδοξίαν ἐμβάλουσιν τὸν ἐαυτὸν ἰόν…Παρὰ μὲν γὰρ τὴν ἀρχὴν συκιάζουσιν ἑαυτούς, ἐπειδᾶν δὲ πολλὴν λάβωσιν τὴν παρρησίαν καὶ λόγου τὶς αὐτοῖς μεταδῶ, τότε τὸν ἰὸν ἐκχέουσιν»[9]. Τὸ γεγονὸς λοιπὸν ὅτι ἐδῶ ὁ Κύριος ἐμποδίζει τὸ ξερίζωμα τῶν ζιζανίων καὶ ἀνέχεται στὴν παροῦσα ζωὴ νὰ συνυπάρχουν καὶ νὰ συναυξάνουν μέσα στὴν Ἐκκλησία του μαζὶ μὲ τὸ σιτάρι (τοὺς πιστοὺς) καὶ τὰ ζιζάνια (οἱ αἱρετικοὶ) καὶ ὅτι τὸ τελικὸ ξεχώρισμα θὰ γίνει μόνον  κατὰ τὴν ὥρα τοῦ θερισμοῦ, δηλαδὴ κατὰ τὴν Δευτέραν του Παρουσίαν, δείχνει, ὅτι ἀφ’ ἑνὸς μὲν τὸ κακὸ αὐτὸ τῆς παρουσίας τῶν αἱρετικῶν εἶναι ἀναπόφευκτο, ἀφ’ ἑτέρου δέ, ὅτι δὲν παραβλάπτεται ἡ ἑνότητα τῆς πίστεως ἀπὸ τὴν παρουσία καὶ τὴν δράση των. Βέβαια, καθὼς ἑρμηνεύει παρὰ κάτω ὁ Ι. Χρυσόστομος, μὲ τὰ λόγια του αὐτὰ ὁ Κύριος δὲν ἀπαγορεύει νὰ παρεμποδίζονται οἱ αἱρετικοί, νὰ ἀποστο- μώνονται, νὰ ἀποκόπτεται ἡ θρασύτης των καὶ νὰ διαλύονται τὰ συνέδριά των καὶ οἱ συγκεντρώσεις των, ἀλλὰ ἀπαγορεύει νὰ φονεύονται καὶ νὰ κατασφάζονται: «Οὐ τοίνυν κατέχειν αἱρετικοὺς καὶ ἐπιστομίζειν καὶ ἐκκόπτειν αὐτῶν τὴν παρρησίαν καὶ τὰς Συνόδους καὶ τὰς σπονδάς διαλύειν κωλύει, ἀλλ’ ἀναιρεῖν καὶ κατασφάττειν».[10]
Ἀναφέρει παρὰ κάτω ὅτι «Χαρακτηρίσατε, πολὺ ὀρθῶς κατὰ τὴν γνώμη μου, τὴν αἵρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ παναίρεσι, χωρὶς φυσικά, ὅπως ἀναφέρατε, συνοδικὴ καταδίκη της αἱρέσεως. Ἡ συνοδικὴ καταδίκη ἕνα καὶ μόνο νόημα θὰ εἶχε, ἂν δηλαδὴ ἡ αἵρεσις ἦτο ὑπολανθάνουσα καὶ δυσδιάκριτος καὶ ὡς ἐκ τούτου ἦτο δυνατὸν νὰ σφάλλωμε…Ἐφ’ ὅσον ὅμως τὴν διακρίναμε καὶ τὴν χαρακτηρὶσαμε προσδιορίζοντας μὲ ἀπόλυτον ἀκρίβεια τὴν φύση της καὶ τὸν σκοπόν της, καὶ ἐφ’  ὅσον περιέχονται στὴν διδασκαλία της αἱρέσεις παλαιές, ποὺ ἤδη ἔχουν καταδικαστῆ συνοδικὰ ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, τί χρειάζεται ἡ περαιτέρω ἀναγνώρισις καὶ καταδίκη της ἀπὸ τὴν Σύνοδο;» (σελ.9-10). Τὸν χαρακτηρισμὸ «παναίρεση» δὲν τὸν δώσαμε ἐμεῖς, ἀλλὰ ὁ μεγάλος σύγχρονος ἅγιος της Ἐκκλησίας μας ἅγιος Ἰουστίνος Πόποβιτς. Δὲν βασισθήκαμε στὴν ἰδικὴ μας κρίση καὶ διάγνωση σχετικὰ μὲ τὴν αἵρεση αὐτή, ἀλλὰ ἐπὶ πλέον καὶ σὲ ἄλλες μεγάλες ὀσιακὲς μορφὲς τῆς ἐποχῆς μας ὅπως τοῦ Γέροντος Παϊσίου τοῦ ἁγιορείτου, τοῦ ὁσίου Γέροντος Σωφρονίου, μεγάλου Ρώσου ἀσκητοῦ και ἰδρυτοῦ τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Τιμίου Προ- δρόμου τοῦ Ἔσσεξ Ἀγγλίας, κ.α. Δὲν θεωρήσαμε ἐμεῖς τοὺς ἑαυτοὺς μᾶς ἱκανοὺς καὶ ἁρμοδίους νὰ τὴν διακρίνουμε καὶ νὰ προσδιορίσουμε «μὲ ἀπόλυτον ἀκρίβεια τὴν φύση της καὶ τὸν σκοπόν της», ἔστω καὶ ἂν «περιέχονται στὴν διδασκαλία της αἱρέσεις παλαιές, ποὺ ἤδη ἔχουν καταδικαστῆ συνοδικὰ ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία». Ἀκριβῶς δὲ στὸ γεγονὸς αὐτὸ (τῆς ὑπάρξεως δηλαδὴ αἱρετικῶν διδασκαλιῶν παλαιῶν αἱρέσεων) βασίσθηκε ὁ Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης μας, προκειμένου νὰ ἀναθε- ματίση τὴν παναίρεση αὐτή, προτοῦ ἀκόμη αὐτὴ καταδικαστῆ συνοδικά. Αὐτὸ ὅ- μως δὲν σημαίνει, ὅτι εἶναι περιττὴ ἡ συνοδικὴ καταδίκη του Οἰκουμενισμοῦ. Ὅ- πως ἐπισημαίνουμε στὴν κριτικὴ μας μελέτη, ἡ αἵρεση αὐτὴ δὲν ταυτίζεται οὔτε μὲ τὸν Παπισμὸ οὔτε μὲ τὸν Προτεσταντισμὸ καὶ  εἶναι μεγάλο λάθος, νὰ συγχέωνται οἱ αἱρέσεις αὐτὲς μεταξύ τους, ἔστω καὶ ἂν εἶναι στενὰ συνυφασμένες καὶ ἀλληλοπεριχωρούμενες μεταξύ των. Ὁ Οἰκουμενισμὸς εἶναι ἕνα καινούργιο θρη- σκευτικὸ μόρφωμα τοῦ 20ου αἰῶνος, πού γεννήθηκε, μεγάλωσε καὶ γαλουχήθηκε μέσα σ’ ἕνα κλίμα καὶ σὲ μιὰ ἀτμόσφαιρα πνευματική, πού κυρίαρχο χαρακτη- ριστικὸ γνώρισμά της εἶναι τὸ στοιχεῖο τοῦ θρησκευτικοῦ συγκρητισμοῦ. Αὐτὸ δὲ τὸ πνεῦμα τοῦ θρησκευτικοῦ συγκρητισμοῦ, σύμφωνο κατὰ πάντα μὲ τὸ πνεῦμα καὶ τὴν κυρίαρχη ἰδεολογία τῆς Νέας Ἐποχῆς, ἦταν ἄγνωστο μέχρι περίπου τὰ τέλη τοῦ 19ου αἰῶνος στὶς αἱρετικὲς παρασυναγωγὲς τοῦ Παπισμοῦ, τοῦ Προτεσταντισμοῦ, τοῦ Μονοφυσιτισμοῦ καὶ στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησὶα. Ἐπὶ πλέον μέσα στοὺς κόλ- πους τῆς φοβερῆς αὐτῆς αἱρέσεως κυοφοροῦνται καὶ ἀναπτύσσονται καινούργιες αἱρετικὲς θεωρίες, ὅπως ἡ θεωρία τῶν κλάδων, ἡ θεωρία τοῦ δογματικοῦ μινιμα- λισμοῦ, τῆς βαπτισματικῆς ἑνότητος, τῆς μεταπατερικῆς θεολογίας κ.α., πού ἦταν ἄγνωστες μέχρι τότε σὲ κάθε μιὰ ἀπὸ τὶς παραπάνω χριστιανικὲς ὁμολογίες. Τὴν τακτικὴ αὐτὴ ἐξ’  ἄλλου, (τὴν ἐκ νέου δηλαδὴ καταδίκη αἱρέσεων, ποὺ ἡ διδασκα- λία των ἐμπεριέχει στοιχεῖα παλαιοτέρων αἱρέσεων), τὴν συναντοῦμε καὶ στὴν πατερική μας παράδοση. Γιὰ παρὰδειγμα, εἶναι σὲ ὅλους γνωστόν, ὅτι στὴν αἵρεση τοῦ Μονοθελητισμοῦ ἐμπεριέχονται στοιχεῖα τῆς αἱρέσεως τοῦ Μονοφυσιτισμοῦ καὶ ὅτι ὑπόβαθρο τῆς πρώτης αἱρέσεως ὑπῆρξε ἀκριβῶς ἡ δεύτερη. Ὡστόσο ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ ὁμολογητὴς δὲν ἐθεώρησε περιττὸ καὶ ἄσκοπο νὰ κάνη ἀγῶνες γιὰ τὴν συνοδικὴ καταδίκη καὶ τῆς αἱρέσεως αὐτῆς, παρ’ ὅλο ποὺ μέσα στοὺς κόλπους της ὑπῆρχαν στοιχεῖα τῆς παλαιοτέρας αἱρέσεως τοῦ Μονοφυσιτισμοῦ.
Παρὰ κάτω ἀναφέρει ὅτι «Οἱ ἐπίσκοποι δὲ οἱ πρῶτοι ὑπεύθυνοι καὶ φύλακες τῆς πίστεως, ἐνῶ συνάγονται κατὰ τακτὰ διαστήματα σὲ Συνόδους σὲ ὅλες τὶς τοπικὲς Ἐκκλησίες, ἀλλὰ μυστηριωδῶς θὰ λέγαμε, δὲν καταδικάζουν τὴν αἵρεσι, μολονότι θὰ ἔπρεπε νὰ εἶναι τὸ πρῶτο μέλημά των καὶ ἡ πρώτη αἰτία τῆς ὑπὰρξεώς των καὶ τῆς ὑπάρξεως τοῦ Συνοδικοῦ Θεσμοῦ…νομίζω, ὅτι αὐτὴ ἡ Σύνοδος ὄχι μόνον δὲν εἶναι ὀρθόδοξος, ἀλλὰ ἀπεναντίας εἶναι βαλτή, δηλαδὴ τοποθετημένη δι’ αὐτὸν ἀκριβῶς τὸν λόγον, νὰ συνεργῆ δηλαδὴ ὅσον ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὴν πλευρὰ της εἰς τὴν ἐπικράτησι τῆς αἱρέσεως» (σελ.11). Συμφωνοῦμε ἀπὸλυτα, ὅτι ἡ πρώτη φροντίδα τῆς τοπικῆς μας Ἐκκλησίας, τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, θὰ ἔπρεπε νὰ ἦταν κατὰ τὶς συνοδικές της συνεδριάσεις, ἡ ἐξέταση τῶν ζητημάτων τῆς πίστεως καὶ ἡ καταδίκη της αἱρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, σὺμφωνα μὲ τὸν λόγον τοῦ μεγάλου πατρὸς τῆς Ἐκκλησίας ἁγίου Ἀθανασίου: «…οὐδὲ πρέπει προκρίνεσθαι πράγματος ἐξέτασιν τῆς περὶ πίστεως ἐξετάσεως. Χρὴ γὰρ πρώτον πάσαν περὶ τῆς πίστεως διαφωνίαν ἐκκόπτεσθαι καὶ τότε τὴν περὶ τῶν πραγμάτων ἔρευναν ποιεῖσθαι»[11].Ἐξ ἄλλου τὴν ἴδια ἀκριβῶς ἀναγκαιότητα ἐπισημαίνει καὶ ὁ 37ος Ἀποστολικὸς Κανόνας: «Δεύτερον τοῦ ἔτους σύνοδος γινέσθω τῶν ἐπισκόπων καὶ ἀνακρι- νέτωσαν ἀλλήλως τὰ δόγματα τῆς εὐσεβείας καὶ τὰς ἐμπιπτούσας ἐκκλησιαστικάς ἀντιλογίας διαλυέτωσαν…». Αὐτὸς εἶναι ὁ πόνος καὶ ἡ ὀδύνη ὅλων μας, αὐτὸς εἶναι ὁ σκοπὸς ὅλου του ἀντιαιρετικοῦ μας ἀγῶνος, αὐτὴ εἶναι καὶ ἡ ἐπιδίωξη τοῦ Σε- βασμιωτάτου Μητροπολίτου μας, νὰ πεισθῆ δηλαδὴ τελικὰ ἡ Ἱεραρχία τῆς Ἑλλάδος, πιεζόμενη ἀπὸ τὸν κλῆρο καὶ τὸν πιστὸ λαό, νὰ ἀσχοληθῆ τελικὰ μὲ τὴν αἵρεση, νὰ τὴν καταδικάση, νὰ διακόψη τοὺς ἀκάρπους καὶ ἐπιβλαβεῖς διαλόγους μὲ τοὺς ἀμετανόητους Παπικούς, Προτεστάντες καὶ Μονοφυσίτες, νὰ καλέση σὲ με- τάνοια ὅσους ἐκ τῶν ἐπισκόπων ἐκφράζουν δημοσίως οἰκουμενιστικὲς ἀπόψεις καὶ σὲ περίπτωση ἀμετανοησίας, νὰ τοὺς καθαιρέση. Δὲν συμφωνοῦμε ὅμως μὲ ὅσα λέγει παρὰ κάτω ὅτι «αὐτὴ ἡ Σύνοδος ὄχι μόνον δὲν εἶναι ὀρθόδοξος, ἀλλὰ ἀπε- ναντίας εἶναι βαλτή». Δὲν εἶναι νομίζω ὀρθό, νὰ καταδικάζονται συλήβδην ὅλοι οἱ ἱεράρχες μας, ποὺ συγκροτοῦν τὴν Σύνοδο, ὡς μὴ ὀρθόδοξοι καὶ ἄρα αἱρετικοί, ἐπειδὴ ὁρισμένοι ἐξ’ αὐτῶν ἔχουν διαβρωθῆ ἀπὸ τὴν αἵρεση, ἐνῶ οἱ περισσότεροι σιωποῦν εἴτε ἀπὸ ἄγνοια, εἴτε ἀπὸ φόβο καὶ δειλία, ὅταν μάλιστα ὑπάρχει καὶ μικρή, ἔστω, μερίδα ἱεραρχῶν, ποὺ ὑψώνουν μὲ θάρρος τὸ ἀνάστημά των καὶ ἀγωνί- ζονται κατὰ τῆς αἱρέσεως στὸ μέτρο τῶν δυνάμεών των.
Παρὰ κάτω ἀναφέρει ὅτι «Ἐδῶ Πατέρες, ἄθελά σας ὁμολογεῖτε, ὅτι ὅσα ἰσχυ- ρίζεσθε μέχρι τώρα καὶ ὅσα ἀκολουθοῦν στὴ συνέχεια, εἶναι τελείως ἀνυπερὰ- σπιστα ἀπὸ τὴν ἁγία Γραφὴ καὶ τὴν διδασκαλία τῶν ἁγίων. Διότι γιὰ ποιὸ λόγο ἡ μελέτη σας ‘νὰ ἀποτελέση ἀφορμὴ γιὰ περαιτέρω ἔρευνα καὶ μελέτη’ ἂν ἐστηρίζετο ὄντως εἰς τὴν ἁγία Γραφὴ καὶ  τὴν διδασκαλία τῶν ἁγίων;» (σελ.12). Λυπούμεθα γιὰ τὴν δεινὴ παρεξήγηση τῶν λόγων μας. Ἡ «περαιτέρω ἔρευνα καὶ μελέτη», ἀγα- πητέ μας π.Ε., ἀσφαλῶς καὶ δὲν ἀφορᾶ τὴν διδασκαλία τῆς ἁγίας Γραφῆς καὶ τῶν ἁγίων, στὸ κατὰ πόσον δηλαδὴ εἶναι ὀρθὰ ὅσα λέγονται σ’ αὐτήν, ἢ στοὺς ἁγίους. Πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ ἀποτελοῦν ἀντικείμενο μελέτης καὶ ἐρεύνης αὐτά, ποὺ  μαζὶ μὲ τοὺς ἱεροὺς Κανόνες, ἀποτελοῦν τὴν ἀφετηρία καὶ τὸ θεμέλιο, πάνω στὸ ὁποῖο στηρίζουμε τὴν κριτικὴ μας μελέτη; Ὅπως πολὺ σωστὰ ἀναφέρετε, ἡ ἔρευνα ὀφείλει νὰ στραφῆ «στὸ κατὰ πόσο ἐμεῖς ἀπομακρυνθήκαμε ἀπὸ αὐτὰ καὶ στὸν τρόπο τῆς ἐπιστροφῆς μας στὴν ὀρθόδοξο παράδοση». Ἡ μελέτη μας λοιπὸν ἀπο- σκοποῦσε νὰ καταδείξει, ὅτι ἡ ἀπομάκρυνσή σας ἀπὸ τὴν ὀρθόδοξο παράδοση ὀφείλεται στὴν λανθασμένη ἑρμηνεία, τὴν ὁποία δίδετε σὲ ὅσα χωρία ἀπὸ τὴν ἁγία Γραφή, τοὺς Ἱεροὺς Κανόνες καὶ τοὺς ἁγίους Πατέρες προσκομίζετε, ἐπειδὴ ἀκρι- βῶς ἀδυνατεῖτε νὰ τὰ ἐναρμονίσετε μὲ τὴν  Κανονικὴ καὶ Συνοδικὴ Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως ἐπίσης καὶ στὴν λανθασμένη ἑρμηνεία τοῦ 15ου Κανόνος τῆς ΑΒ΄. Ὅπως ἤδη ἐτονίσθη, δὲν εἶναι δυνατὸν ἡ ἁγία Γραφὴ (καὶ φυσικὰ καὶ οἱ ἅγιοι Πατέρες) νὰ  ἀκυρώνουν τὴν Κανονικὴ Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας, διότι τὰ δύο αὐτὰ μεγέθη, Γραφὴ καὶ Παράδοση, ὡς ἰσόκυρα, ἀλληλοσυμπληρώνονται μεταξύ τους, ὥστε νὰ ἀποτελοῦν ἕνα ἑνιαῖο σύνολο. Ὀφείλουν λοιπὸν νὰ ἐναρμονίζονται μεταξύ τους. Πρὸς αὐτὴν λοιπὸν τὴν κατεύθυνση ὀφείλει νὰ στραφῆ ἡ περαιτέρω ἔρευνα καὶ μελέτη, εἰς τὸ νὰ ἐρευνήσετε δηλαδὴ γιὰ μιὰ ἀκόμη φορά, ἂν ὅσα γράψατε στὸ βιβλίο σας, ἐξασφαλίζουν αὐτὴ τὴν ἐναρμόνιση, γιὰ τὴν ὁποία ἔγινε λόγος παρὰ πάνω.
Πάντως νομίζουμε, περαίνοντες τὴν «ἀπάντησή» μας, ὅτι θὰ ἦταν ἀσφαλέστερο γιὰ τὸν π.Ε. καὶ ὅσους τὸν ἀκολουθοῦν, ἂν ἀκολουθήσουν καὶ αὐτοὶ μὲ ταπείνωση τὴν στάση καὶ τὴν διαγωγή, πού ἐτήρησαν ἀπέναντι σ’ αὐτὴν τὴν παναὶρεση μεγά- λες σύγχρονες ὀσιακὲς μορφές, ὅπως ὁ Γέρων Παΐσιος ὁ Ἁγιορείτης, ὁ ὅσιος Ἰου- στίνος ὁ Πόποβιτς, ὁ Γέρων Σωφρόνιος τοῦ Ἔσσεξ, ὁ Γέρων Ἐφραὶμ ὁ Φιλοθεΐτης, ὁ π. Πορφύριος ὁ Καυσοκαλυβίτης, ὁ Γέρων Ἰάκωβος ὁ Τσαλίκης κ.α., οἱ ὁποῖοι, ἂν καὶ ὅλοι τους καταδίκασαν τὴν αἵρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ἢ τὴν καταπο- λέμησαν μὲ διάφορους τρόπους, ὡστόσο ὅμως κανεὶς ἀπὸ αὐτοὺς δὲν ἀποτειχίστηκε ἀπὸ τὴν προϊσταμένη του ἐκκλησιαστικὴ ἀρχὴ (Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο, Πατριαρχεῖο Σερβίας, Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος). Ἐκτὸς ἂν νομίζουν, ὅτι καὶ σὲ αὐτοὺς ἰσχύει τὸ χωρίο τῆς Γραφῆς: «τυφλὸς δὲ τυφλὸν ἐὰν ὁδηγῆ ἀμφότεροι εἰς βόθυνον πεσοῦνται» (Ματθ.15,14). Πῶς ὅμως εἶναι δυνατὸν οἱ παρὰ πάνω Πατέρες νὰ ἔπεσαν στὸ βόθρο τῆς αἱρέσεως, καθ’ ὃν χρόνον ἔφθασαν στὰ ὕψη τοῦ ἁγιασμοῦ; Πῶς δὲν ἐμιάνθησαν ἀπὸ τὴν αἵρεση, μνημονεύοντες οἰκουμενιστὲς ἐπισκόπους, ἢ ἔχοντες ἐκκλησιαστικὴ κοινωνία μὲ τοπικὲς Ἐκκλησίες, ἢ Πατριαρχεῖα, πού ἔπεσαν ἐξ ὁλοκλήρου στὴν αἵρεση; Πῶς, κατ’ ἐπέκτασιν, δὲν ἔπεσαν στὸ βόθρο τῆς αἱρέσεως καὶ τὰ πνευματικά των τέκνα, (ὅπως ἀναφέραμε πιὸ πάνω στὴν περίπτωση τῆς Ι. Μητροπόλεως Τορόντο), ἀλλ’ ἀπεναντίας μάλιστα καταπολεμοῦν μὲ ὁμολογιακὸ φρόνημα τὴν αἵρεση;
Ο υπεύθυνος του Γραφείου
Αρχ. Παύλος Δημητρακόπουλος
Ο Γραμματέας
Κ. Λάμπρος Σκόντζος



[1]Φιλοκαλία 15Γ,102
[2]Αρχ. Επιφανίου Θεοδωροπούλου, Τά δύο ἄκρα˙ Οἰκουμενισμός καί Ζηλωτισμός, ἐκδ. Ἱεροῦ Ἡσυχαστηρίου  Κεχαριτωμένης Θεοτόκου 2008, σ. 95.
[3]Αρχ. Επιφανίου Θεοδωροπούλου…ο.π. σελ.140.
[4]Αγ.  Ιουστίνου Πόποβιτς, καθ. Πανεπιστημίου Βελιγραδίου, Ορθόδοξος Εκκλησία και Οικουμενισμός, Εκδ. Ιεράς Μονής Αρχαγγέλων Τσέλιε, Βάλιεβο, Σερβία, σελ. 224
[5]Κων. Μουρατίδου, Καθηγητού Θεολ. Σχολής  Πανεπιστημίου Αθηνών, Οικουμενική Κίνησις, Ο σύγχρονος μέγας πειρασμός της Ορθοδοξίας, Εκδ. «Ορθοδόξου Τύπου», Αθήναι 1972, σ. 18-19
[6]Η Επι των Δογματικών Ιεροκοινοτική Επιτροπή, Υπόμνημα περί της συμμετοχής της Ορθοδόξου Εκκλησίας στο Παγκόσμιο Συμβούλιο των Εκκλησιών, Άγιον Όρος 2007, σ. 52-53.
[7]Αγίου Γρηγορίου Νύσσης, Εις το ούτος εστίν ο Υιός μου ο αγαπητός, PG 46,1112Α
[8]Ε.Π.Ε. 11,214
[9]Ε.Π.Ε.11,218
[10]Ε.Π.Ε.11,222
[11]ΕΠΕ 9,284


........................................................................................................



Ακολουθεί το άρθρο του π. Εὐθυμίου Τρικαμηνά που έδωσε αφορμή για το δημοσίευμα «Ἀπάντηση στὴν κριτικὴ μελέτη Ι. Μητρ. Πειραιῶς ἀπὸ τὸν Ἱερομόναχο π. Εὐθύμιο Τρικαμηνά».
ΑΓΙΟΠΑΤΕΡΙΚΗ ΑΠΑΝΤΗΣΗ ΣΕ ΟΡΘΟΛΟΓΙΣΤΙΚΗ ΚΡΙΤΙΚΗ ΜΕΛΕΤΗ
ΑΠΑΝΤΗΣΗ ΣΤΗΝ ΚΡΙΤΙΚΗ ΜΕΛΕΤΗ Ι. ΜΗΤΡ. ΠΕΙΡΑΙΩΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΟ π. ΕΥΘΥΜΙΟ ΤΡΙΚΑΜΗΝΑ
    Τὸν παρελθόντα Νοέμβριο ἐκδόθηκε ἕνα μικρὸ βιβλίο ἀπὸ τὴνἹερὰ Μητρόπολη Πειραιῶς καὶ τὸ Γραφεῖο ἐπὶ τῶν Αἱρέσεων καὶ Παραθρησκειῶν, προϊστάμενοι τοῦ ὁποίου εἶναι ὁ Ἀρχιμ/της π. Παῦλος Δημητρακόπουλος καὶ ὁ Πρωτοπρεσβύτερος π. Ἄγγελος Ἀγγελακόπουλος.
 Τὸ βιβλίο ἐπιγράφεται: «15ος Κανὼν Πρωτο-δευτέρας Συνόδου καὶ Ἀποτείχισις», καὶ ἀποτελεῖ «Κριτικὴ Μελέτη» στὸ ἀνάλογο βιβλίο τοῦ Ἱερομονάχου π. Εὐθύμιου Τρικαμηνᾶ.
 Ὁ π. Εὐθύμιος μὲ κατανόηση καὶ ἀγάπη, παρουσιάζει πληθῶρα Πατερικῶν θέσεων γιὰ τὸ θέμα, ποὺ ἀποδεικνύουν ὅτι οἱ συγγραφεῖς ἔρχονται σὲ ἀντίθεση μὲ τὴν Ὀρθόδοξη Παράδοση καὶ ὅτι διαπραγματεύονται τὸ θέμα πρόχειρα, χωρὶς Πατερικὴ τεκμηρίωση καὶ μὲ σκοπιμότητα, ἐν τέλει δέ, ἡ μελέτη τους αὐτή, συμβάλλει στὴν ἀδράνεια καὶ τὸν ἐφησυχασμὸ τῶν Ὀρθοδόξων, καὶ τὴν ἀπρόσκοπτη ἐπέκταση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ.
  Ἔχουμε διαβάσει τὴν «Κριτικὴ Μελέτη» τοῦ «Γραφείου ἐπὶ τῶν Αἱρέσεων καὶ Παραθρησκειῶν» τῆς Ἱ. Μητροπόλεως Πειραιῶς καὶ ἀποροῦμε πῶς ὁ κ. Σεραφεὶμ ἐπέτρεψε νὰ κυκλοφορήσει ἕνα τέτοιο ἀστήρικτο κριτικὸ κείμενο, ποὺ μόνο Ὀρθόδοξες Πατερικὲς θέσεις δὲν περιέχει. Ἂν μάλιστα εἶναι ἀληθινὴ ἡ πληροφορία ὅτι πρωτοπρεσβύτερος καθηγητὴς τοὺς ἀπέτρεψε ἀπὸ ἕνα τέτοιο ἐγχείρημα, χάριν τῆς ἑνότητος τοῦ ἀντι-οικουμενιστικοῦ ἀγῶνος, ἀλλὰ αὐτοὶ προχώρησαν στὴν δημοσιοποίησή του, τότε ἡ ἀπορία μας μεταβάλλεται σὲ θλίψη.
 Ἀπὸ σήμερα ἀρχίζουμε νὰ δημοσιεύουμε σὲ συνέχειες τὴν ἀπάντηση τοῦ π. Εὐθύμιου.
ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΟΣ ΕΥΘΥΜΙΟΣ ΤΡΙΚΑΜΗΝΑΣ
ΠΕΡΙΟΧΗ ΑΜΠΕΛΑΚΙΩΝ ΛΑΡΙΣΗΣ
2 Φεβρουαρίου 2013
            Σεβαστοί καί ἀγαπητοί πατέρες τοῦ γραφείου ἐπί τῶν αἱρέσεων τῆς Ἱ. Μητροπόλεως Πειραιῶς,
Χαίρετε ἐν Κυρίῳ.
  Ἔφθασε, σχετικά προσφάτως στά χέρια μου, σέ φωτοαντίγραφο ἡ κριτική μελέτη πού ἐξεδόθη ἀπό τό ὡς ἄνω γραφεῖο, στό ὁποῖο εἶστε ὑπεύθυνοι, γιά τό ἐκδοθέν πρό τινος βιβλίο μου μέ τίτλο: «Ἡ διαχρονική Συμφωνία τῶν Πατέρων γιά τό Ὑποχρεωτικό τοῦ 15ου Κανόνος τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου περί Διακοπῆς Μνημονεύσεως Ἐπισκόπου Κηρύσσοντος ἐπ’ ἐκκλησίαις αἵρεσιν». Ὡς ἐκ τούτου νομίζω ὅτι εἶμαι ὑποχρεωμένος νά ἀπαντήσω στήν κριτική αὐτή μελέτη τοῦ βιβλίου μου.
      Βεβαίως ὁ κάθε ἕνας ἀπό ἐμᾶς δύναται νά διατηρῆ τίς ἀπόψεις του καί τά πιστεύω του γιά ὅλα τά σύγχρονα θέματα καί προβλήματα τῆς Ἐκκλησίας. Ἀπό τήν στιγμή ὅμως πού γίνεται προσπάθεια καί ἀπό τίς δύο πλευρές νά τοποθετήσουμε τίς ἀπόψεις μας αὐτές καί νά τίς ἐντάξωμε μέσα στήν Ὀρθόδοξο Παράδοσι, τά πράγματα εἶναι τελείως διαφορετικά. Διότι ἡ Ὀρθόδοξος Παράδοσις εἶναι ὁριοθετημένη ἀπό τήν ἁγ. Γραφή, τούς ἱερούς Κανόνες καί τήν διδασκαλία τῶν Ἁγίων, οἱ δέ δικές μας ἀπόψεις πρέπει νά συμφωνοῦν πλήρως μέ ὅλα αὐτά, εἰς τρόπον ὥστε νά εἴμεθα ἐμεῖς ἐντεταγμένοι μέσα εἰς αὐτήν. Πιστεύοντας λοιπόν ὅτι μέ τόν διάλογο αὐτόν θά συμβάλλωμε στήν ἀνίχνευσι τῆς Ὀρθοδόξου Παραδόσεως εἰς τό θέμα τῆς ἀντιμετωπίσεως τῶν αἱρετικῶν πού κινοῦνται ἐντός τοῦ χώρου τῆς Ἐκκλησίας καί βεβαίως καί τῶν ἐκτός αὐτῆς (διότι καί μέ αὐτούς ἔχει δημιουργηθῆ πρόβλημα ὡς πρός τήν ἀντιμετώπισί των) θά σᾶς παρουσιάσω τίς σκέψεις μου.
      Νομίζω ὅτι σέ παλαιότερες ἐποχές δέν ὑπῆρχε τέτοιο πρόβλημα στούς Ὀρθοδόξους, ἀλλά ἀπεναντίας ἐγνώριζον τό δέον γενέσθαι σέ κάθε δύσκολη (ἀπό πλευρᾶς αἱρέσεως) χρονική περίοδο τῆς Ἐκκλησίας. Τόν λόγο μου θά τόν ἀπευθύνω ὄχι σέ προσωπικό ἐπίπεδο, ἀλλά σέ ὑπευθύνους τοῦ γραφείου ἐπί τῶν αἱρέσεων μίας τοπικῆς Ἐκκλησίας. Ἄλλωστε φυσιολογικά ὅ,τι ἐκδίδεται ἀπό τά γραφεῖα τῆς Μητροπόλεως ἀποτελεῖ καί θέσι τοῦ Μητροπολίτου καί, ὡς ἐκ τούτου, αὐτά πού πρεσβεύετε στήν κριτική μελέτη τοῦ βιβλίου μου, θά πρέπει νά τά υἱοθετῆ καί ὁ Μητροπολίτης κ. Σεραφείμ. Εἰδ’ ἄλλως θά γράφατε προσωπικές ἀπόψεις, χρησιμοποιώντας τήν ἰδιότητά σας, ὡς ὑπευθύνων δηλαδή καί συνεργατῶν τοῦ Μητροπολίτου εἰς τά θέματα τῶν αἱρέσεων καί τῶν αἱρετικῶν, προκειμένου προφανῶς νά ἔχουν οἱ ἀπόψεις σας μεγαλυτέρα ἰσχύ καί ἐμβέλεια.
      Κατ’ ἀρχάς πρέπει νά ἀναφέρω ὅτι ἡ προσπάθειά σας, σέ ὅλη τήν κριτική μελέτη, στρέφεται εἰς τό νά στηρίξετε τόν Συνοδικό θεσμό εἰς τά θέματα τῆς ἀντιμετωπίσεων τῶν αἱρετικῶν. Ὡς ἐκ τούτου πρεσβεύετε ὅτι, γιά νά ἀποτειχισθοῦμε ἀπό κάποιον αἱρετικό, πρέπει ἀπαραιτήτως νά ἔχη ἡ Σύνοδος καταδικάσει τήν αἵρεσι καί τούς αἱρετικούς, ἐμεῖς δέ νά ἀναμένωμε τήν ἀπόφασι αὐτή καί καταδίκη καί μέχρι τότε, βεβαίως, νά εἴμεθα ἐκκλησιαστικά ἑνωμένοι μέ τούς αἱρετικούς, οἱ ὁποῖοι κινοῦνται εἰς τόν χῶρο τῆς Ἐκκλησίας, καί μέ τούς ἐκτός Ἐκκλησίας μέ τούς ὁποίους αὐτοί ἐπικοινωνοῦν ἐκκλησιαστικά (στόν βαθμό πού ἐπικοινωνοῦν), προκειμένου γιά τήν αἵρεσι τοῦ Οἰκουμενισμοῦ. 
  Ἐπίσης, πιστεύετε ὅτι ὁ ΙΕ΄ ἱερός Κανόνας τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου εἶναι δυνητικός καί ὄχι ὑποχρεωτικός καί, ὡς ἐκ τούτου, δέν δημιουργεῖ ὑποχρέωσι σέ κάθε ὀρθόδοξο νά ἀπομακρυνθῆ ἐκκλησιαστικά ἀπό τούς αἱρετικούς, ἀλλά δύναται νά τούς ἀκολουθῆ καί νά τούς ἀναγνωρίζη ὡς μέλη τῆς Ἐκκλησίας, καί μάλιστα ἡγετικά, καί βεβαίως νά συμμετέχη σέ ὅ,τι αὐτοί πράττουν καί στόν βαθμό πού τά ἐπιτελοῦν, ἔστω καί ἄν ἔχη διαφορετική ἄποψι καί πίστι ἀπό αὐτά.
Συγχρόνως ἀναγνωρίζετε ὅτι ἡ αἵρεσις τοῦ Οἰκουμενισμοῦ εἶναι ὄχι ἁπλῶς αἵρεσι, ἀλλά παναίρεσις καί ἄρα εἶστε ἐνσωματωμένοι, ὄχι ἁπλῶς μέ αἱρετικούς, ἀλλά μέ παναιρετικούς, ἀναμένοντας τήν καταδικαστική ἀπόφασι τῆς παναιρέσεως αὐτῆς ἀπό τήν Σύνοδο, δηλαδή ἀπό τούς ἰδίους τούς ἡγέτες καί ἀρχηγούς αὐτῆς.
   Σέ ὅλα αὐτά τά ὁποῖα ὑποστηρίζετε, πρέπει νά ἀναφερθῆ ὅτι δέν προσκομίζετε τήν παραμικρή ἀπόδειξι ἀπό πλευρᾶς ἁγ. Γραφῆς, ἱερῶν Κανόνων καί διδασκαλίας τῶν Ἁγίων, ἀλλά προσπαθεῖτε μέ τήν λογική καί τόν ὀρθολογισμό νά στηρίξετε αὐτά πού πιστεύετε. Εἶναι βεβαίως γεγονός ὅτι μέ τήν λογική καί τόν ὀρθολογισμό ὅλα δύνανται νά καταρριφθοῦν καί νά ὑποστηριχθοῦν τά ἀντίθετα, ἔστω καί ἄν δέν ἔχωμε νά προσκομίσωμε κανένα ἀποδεικτικό στοιχεῖο δι’ αὐτά.  Καί ἡ ἴδια ἡ ἁγ. Γραφή, κρινομένη μέ τήν λογική καί τόν ὀρθολογισμό τοῦ καθενός, δύναται νά καταρριφθῆ, ἐφ’ ὅσον δέν χωράει στήν λογική καί ἀντιστρατεύεται τόν ὀρθολογισμό π.χ. ἡ δημιουργία τοῦ κόσμου, ἡ ἐνσάρκωσις  καί ἐνανθρώπισις τοῦ Θεοῦ Λόγου, ἡ Ἀνάστασις κλπ.
       Ἀπό  τήν  στιγμή  λοιπόν,  πού θέλετε  νά  κρίνετε  τό βιβλίο κάποιου, δέν ἔπρεπε νά στηριχθῆτε στά δικά σας πιστεύω, οὔτε κἄν εἰς τοῦ Μητροπολίτου σας, ἀλλά θά ἔπρεπε, γιά νά στηρίξετε τίς ἀπόψεις σας, νά προσκομίσετε τίς ἀποδείξεις ἀπό τήν ἁγ. Γραφή, τούς ἱερούς Κανόνες καί τήν διδασκαλία τῶν ἁγίων Πατέρων. Ποῦ, δηλαδή, ἡ ἁγ. Γραφή διδάσκει τήν συμπόρευσι μέ τούς αἱρετικούς καί τούς παναιρετικούς, ποῦ οἱ ἱεροί Κανόνες διδάσκουν ἤ ἁπλῶς ἀνέχονται τήν οἱαδήποτε ἐκκλησιαστική ἐπικοινωνία μέ αὐτούς, καί ποῦ οἱ ἅγιοι Πατέρες διδάσκουν τήν ἀναμονή καί ἐξάρτησι ἀπό αὐτούς πού, εἰς τήν διδασκαλία των ἐπί τοῦ θέματος, ὀνομάζουν λύκους καί φαρμακερά φίδια.
     Ἐπειδή λοιπόν δέν εἴχατε προφανῶς τέτοια στοιχεῖα, τά ὁποῖα ὄντως θά ἀπεδείκνυαν ὅτι, αὐτά πού πρεσβεύετε, ἀποτελοῦν διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας, καταφύγατε στήν λογική καί τόν ὀρθολογισμό γιά νά ἀποδείξετε ὅτι εἶναι λάθος, ὄχι φυσικά τό βιβλίο αὐτό πού ἐξέδωσα, ἀλλά ἡ ἴδια ἡ ἁγ. Γραφή καί οἱ Ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας. Διότι μέ τήν πνευματική μέθοδο, ὅταν ἑρμηνεύετε ἕνα χωρίο π.χ. τῆς ἁγ. Γραφῆς, τό ὁποῖο ἐγώ προφανῶς παρερμήνευσα, πρέπει, προκειμένου νά στηρίξετε τίς ἀπόψεις σας, νά προσκομίσετε ἄλλα ἀνάλογα χωρία ἀπό τήν ἁγ. Γραφή καί ἀπό τήν ἑρμηνεία πού δίδουν εἰς αὐτά οἱ Ἅγιοι. Καί ὅταν σχολιάζετε ἕνα κείμενο ἀπό τήν διδασκαλία τῶν Ἁγίων, τό ὁποῖο ἐγώ διαστρέβλωσα, πρέπει ἀπαραιτήτως νά προσάγετε ἄλλα ἀνάλογα ἐπί τοῦ θέματος κείμενα, τά ὁποῖα νά ἀποδεικνύουν τοῦ λόγου σας τό ἀσφαλές. Καί ὅταν, τέλος, θέλετε νά ἀποδείξετε ὡς ἀληθῆ τήν δυνητική ἑρμηνεία τοῦ ΙΕ΄ ἱεροῦ Κανόνος τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου, πρέπει νά ἔχετε πάλι ὡς βάσι τήν ἁγ. Γραφή καί τήν διδασκαλία τῶν Ἁγίων ἐπί τοῦ θέματος τούτου, διότι μόνον ἔτσι εἶναι δυνατόν νά πεισθῆ κάποιος ὅτι ἡ μέθοδος αὐτή πού διδάσκετε μέ τήν δυνητική ἑρμηνεία ἀποτελεῖ τήν, ἐν καιρῷ αἱρέσεως, γραμμή καί στάσι τῶν μελῶν τῆς Ἐκκλησίας.
     Δι’ αὐτό σᾶς ἀνέφερα ὅτι, μέ τήν μέθοδο αὐτή πού ἐχρησιμοποιήσατε, ἀλλάζετε κατ’ οὐσίαν ὁλόκληρη τήν ἁγ. Γραφή καί τήν διδασκαλία τῶν Ἁγίων, εἰσάγετε ἄλλη διδασκαλία γιά τήν ἐν καιρῷ αἱρέσεως στάσι καί γραμμή τῶν μελῶν τῆς Ἐκκλησίας, βοηθᾶτε τά μέγιστα στόν ἐφησυχασμό, τήν ἀπραξία καί τήν ἀνάπαυσι τῆς συνειδήσεως ἑνός ἑκάστου καί ὅλων γενικῶς, παρουσιάζετε ὡς σύνεσι, διάκρισι καί ἀποφυγή σχίσματος τήν μετά τῶν αἱρετικῶν συμπόρευσι καί συνταύτησι καί, κυρίως, ἀποδεικνύετε, ὄχι μόνο γιατί μέχρι σήμερα –ἐπί ἑκατόν σχεδόν χρόνια– δέν καταδικάσθηκε αὐτή ἡ παναίρεσις, ἀλλά καί γιατί καί στό μέλλον δέν θά καταδικασθῆ.
Ἐπειδή βεβαίως, γιά νά καταδικασθῆ ἡ αἵρεσις τῆς ἐποχῆς μας, χρειάζεται ἀπαραιτήτως νά ἀλλάξουν –κατά τό δή λεγόμενο– μυαλά, ὄχι φυσικά οἱ Οἰκουμενιστές ὡς ἀρχηγοί τῆς αἱρέσεως, ἀλλά οἱ λεγόμενοι ἀντι-οικουμενιστές καί πολέμιοι τῆς αἱρέσεως καί νά καταλάβουν ὅτι, μέ χαρτοπόλεμο καί ἄσφαιρα πυρά, δέν θανατώνονται ποτέ οἱ ἐχθροί τῆς πίστεως, ἀλλά χρειάζεται μαρτυρικό φρόνημα καί ὁμολογία ἐν τῇ πράξει.
      Ἄλλωστε, πατέρες, ὅπως ἐσεῖς οἱ ἴδιοι ὁμολογεῖτε, ἡ  παναίρεσις τοῦ Οἰκουμενισμοῦ μετρᾶ ἤδη μιά ἑκατονταετία. Κατ’ αὐτήν λοιπόν τὴν ἑκατονταετία χρησιμοποιεῖται ἡ δυνητική ἑρμηνεία τοῦ ἐν λόγῳ Κανόνος, μέ ἀποτέλεσμα οἱ ἀντιοικουμενιστές νά μή ἀποτειχίζωνται ἀπό τούς οἰκουμενιστές, ἀναμένοντας τήν καταδίκη τῆς αἱρέσεως ἀπό Σύνοδο. Ἡ αἵρεσις ὅμως προοδεύει, βάσει –ὅπως ἀναφέρετε– προκαθορισμένου σχεδίου.  Εἶναι γι’ αὐτό ἀπορίας ἄξιον τό πῶς δέν σᾶς ἔπεισε ὅλη αὐτή ἡ χρονική διάρκεια τῆς αἱρέσεως, ὅτι ἡ μέθοδος αὐτή εἶναι κατά τό ἁγιογραφικόν “βέλη νηπίων” καί ὄχι μόνον δέν καταπολεμᾶ τήν αἵρεσι, ἀλλά ἀπεναντίας  βοηθᾶ εἰς τήν ἐξάπλωσί της.
       Διότι, ἄν δέν σᾶς ἔπειθε ἡ ἀπουσία ἁγιογραφικῶν καί πατερικῶν ἐρεισμάτων πρός στήριξι τῆς δυνητικῆς ἑρμηνείας τοῦ Κανόνος, θά ἔπρεπε νά σᾶς πείση ἡ μέχρι τώρα ἐφαρμογή της, τήν στιγμή κατά τήν ὁποία ὁμολογεῖτε ὅτι ἡ αἵρεσις αὐτή προχωρᾶ καί προοδεύει βάσει προκαθορισμένου σχεδίου, τό ὁποῖο ἀκολουθοῦν κατά γράμμα οἱ Οἰκουμενιστές.
       Σαφῶς βεβαίως, σκοπός τῶν Οἰκουμενιστῶν, δέν εἶναι μόνον νά ἐφαρμόσουν τὰ στάδια τοῦ προδιαγεγραμμένου σχεδίου, προκειμένου νά μήν κάνουν μία βιαστική καί ἐξ ἀνάγκης ἕνωσι τύπου Φλωρεντίας–Φερράρας πού θά προκαλoῦσε ἀντιδράσεις καί θά ματαίωνε τό σχέδιο, ἀλλά ἐξίσου στόχος τους εἶναι, κατά τήν πορεία ἐφαρμογῆς τοῦ σχεδίου, νά ἀλλοιώσουν τό φρόνημα τῶν Ὀρθοδόξων –καί δή τῶν ἀντιοικουμενιστῶν– καί νά τούς ὑποτάξουν διά τῆς ἀναμονῆς καί συνοδοιπορίας, μέχρι δῆθεν συνοδικῆς καταδίκης τῆς αἱρέσεως, ὥστε στὸ τελικό στάδιο οἱ ἀντιδράσεις νά εἶναι μηδαμινές, καί το σχέδιό τους νὰ στεφθῆ ἀπὸ πλήρη ἐπιτυχία.
      Ὅλα αὐτά, πατέρες, τά ἀνέφερα προλογικῶς κρίνοντας τήν μελέτη σας καί ἤδη εἰσέρχομαι σέ λεπτομερέστερη κριτική, προκειμένου, νά ἀποδειχθοῦν καί νά γίνουν κατανοητά  καί ἀπό αὐτούς πού πιθανῶς θά μελετήσουν τίς θέσεις καί τῶν δύο πλευρῶν καί φυσικά νά τοποθετηθοῦν ἀναλόγως.
      Στήν εἰσαγωγή τῆς μελέτης σας (σελ. 2) γράφετε τά ἑξῆς: «Οἱ ἅγιοι καί Ἱεροί Κανόνες τῆς Ἐκκλησίας μας, θεοπνεύστου κύρους καὶ διαχρονικῆς ἰσχύος, πάντοτε ἀποτελοῦσαν καὶ ἀποτελοῦν μαζί μέ τήν Ἁγία Γραφή τόν ὑπέρτατο ὁδηγό καί κανόνα πλεύσεως στή ζωή τῆς Ἐκκλησίας. Θεσπισθέντες δέ ἀπό Θεοφόρους καί Ἁγίους Πατέρες καί ἐπικυρωθέντες ἀπό τήν Ἐκκλησία σέ Οἰκουμενικές Συνόδους, ἀφ’ ἑνός μέν ἐκφράζουν τό ἀλάθητο τῆς Ἐκκλησίας, ἀφ’ ἑτέρου δέ τονίζουν τήν ἀξία τοῦ συνοδικοῦ θεσμοῦ της».
Σωστά εἶναι, πατέρες, αὐτά σάν λόγια, ἀλλά πῶς μεταφράζονται αὐτά στήν πρᾶξι; Ἐφ’ ὅσον δηλαδή, οἱ ἱεροί Κανόνες μαζί μέ τήν ἁγ. Γραφή ἀποτελοῦν τόν ὑπέρτατο ὁδηγό καί κανόνα πλεύσεως στήν ζωή τῆς Ἐκκλησίας, πρέπει, στήν προκειμένη περίπτωσι, ἡ ἑρμηνεία πού θά δώσουμε στόν ἐν λόγῳ Κανόνα νά συμφωνῆ πλήρως μέ τήν ἁγ. Γραφή.
Θά ἔπρεπε λοιπόν γιά νά ἀποδείξετε στήν πρᾶξι, αὐτά τά ὁποῖα ἰσχυρίζεσθε θεωρητικῶς, νά παρουσιάσετε ἀνάλογα ἁγιογραφικά χωρία, τά ὁποῖα νά διδάσκουν τήν παραμονή  στούς αἱρετικούς ποιμένες μέχρι καταδίκης τῆς αἱρέσεως ἀπό τήν Σύνοδο, τήν ἀναγνώρισί των ὡς εἰς τύπον καί τόπον Χριστοῦ μέχρις ἀποφάσεως τῆς Συνόδου, τήν μνημόνευσί των καί, κυρίως, νά ἀποδείξετε ἁγιογραφικῶς ὅτι, ἐφ’ ὅσον τούς ἀκολουθεῖτε καί τούς ἀναγνωρίζετε μέχρις ἀποφάσεως τῆς Συνόδου, δέν συμμετέχετε στήν αἵρεσι πού αὐτοί διά λόγων καί ἔργων κηρύττουν, ἐπειδή προφανῶς ἔχετε ὀρθόδοξο φρόνημα. Γιά νά τό κάνωμε πιό κατανοητό τό θέμα, θά ἀναφέρωμε ἕνα σύγχρονο παράδειγμα.
     Ἡ τοπική Ἐκκλησία τοῦ Πειραιῶς στήν ὁποία ἀνήκετε εἶναι ἐντεταγμένη ὡς ἰσότιμο μέλος στό Π.Σ.Ε. Ἐσεῖς τώρα, πού προφανῶς ἔχετε ὀρθόδοξο φρόνημα, δέν ἀναγνωρίζετε  τόν ἐκκλησιαστικό αὐτό θεσμό. Ὁ δέ Μητροπολίτης σας ἐμάθαμε (ὅπως εἶναι τοῖς πᾶσι γνωστόν), ὅτι τήν Κυριακή τῆς Ὀρθοδοξίας ἀναθεμάτισε τούς Προτεστάντες. Ἐσεῖς λοιπόν πατέρες, μέ τό ὀρθόδοξο φρόνημά σας εἶστε μέλη τοῦ Π.Σ.Ε., ἐφ’ ὅσον μάλιστα ὑπεραμύνεσθε τοῦ συνοδικοῦ θεσμοῦ. Διότι συνοδικῶς ἔχει ἀποφασισθῆ ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος νά ἀνήκη στό Π.Σ.Ε.
Ἄν ἰσχυρισθῆτε ὅτι δέν ἀνήκετε στό παναιρετικό αὐτό συνονθύλευμα, αὐτό σημαίνει ὅτι δέν σέβεσθε τόν συνοδικό θεσμό τῆς Ἐκκλησίας, τόν ὁποῖο ὑπερασπίζεσθε ἀπό τήν ἀρχή μέχρι τό τέλος τῆς κριτικῆς σας μελέτης καί, ἀκόμη, σημαίνει ὅτι εἶστε ἀποτειχισμένοι ἀπό τήν τοπική αὐτή Ἐκκλησία γιά θέματα πίστεως. Διότι μόνον τότε κανείς δέν συμμετέχει στήν αἱρετική γραμμή καί πορεία τοῦ Ἐπισκόπου, ὅταν ἀποκόπτεται ἀπό τόν αἱρετικό ἤ τόν κοινωνοῦντα μέ τούς αἱρετικούς Ἐπίσκοπο, σύμφωνα μέ τήν Πατερική μας Παράδοσι καί διδασκαλία.
Ἄν ἐκ τοῦ ἀντιθέτου, ἰσχυρισθῆτε ὅτι κατ’ ἀνάγκην ἀνήκετε καί ἐσεῖς, ἐφ’ ὅσον ἡ τοπική Ἐκκλησία στήν ὁποία ὑπάγεσθε εἶναι ὀργανικό μέλος τοῦ Π.Σ.Ε., τότε αὐτό πρέπει νά τό ἐναρμονίσετε μέ τούς ἱερούς Κανόνες καί τήν ἁγ. Γραφή, διότι ἀναφέρατε πιό πάνω ὅτι αὐτά ἀποτελοῦν τόν ὑπέρτατο ὁδηγό καί κανόνα πλεύσεως εἰς τήν ζωή τῆς Ἐκκλησίας. Ἐκτός ἄν ὁ συνοδικός θεσμός εἶναι ἀνώτερος ἀπό τήν ἁγ. Γραφή καί τούς ἱερούς Κανόνες, εἰδικά στά θέματα τῆς πίστεως, ὁπότε ψευδῶς ἀναφέρατε αὐτά γιά τούς ἱερούς Κανόνες καί τήν ἁγ. Γραφή, ἐνῶ θά ἔπρεπε νά πῆτε ὅτι ὁ ὑπέρτατος ὁδηγός καί κανόνας πλεύσεως εἰς τήν ζωή τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ὁ συνοδικός θεσμός.
   Ἕνα δεύτερο σύγχρονο παράδειγμα. Γνωρίζετε ἀσφαλῶς, λόγῳ καί τῆς ἰδιότητός σας, ὡς ὑπευθύνων τοῦ γραφείου ἐπί τῶν αἱρέσεων καί παραθρησκειῶν, ὅτι ὁ κ. Νικόλαος Σωτηρόπουλος, θεολόγος καί ἀγωνιστής κατά τῶν συγχρόνων αἱρέσεων, ἤλεγξε κατά πρόσωπον τόν Ἀρχιεπίσκοπο Αὐστραλίας Στυλιανό Χαλκιανάκη, διότι αὐτός ἰσχυρίσθηκε προφορικῶς καί γραπτῶς ὅτι ὁ ἄνθρωπος κατάγεται ἀπό τόν πίθηκο, ὅτι ἡ ἁγ. Γραφή εἶναι ἕνα μεγάλο παραμύθι, ὅτι ὁ Χριστός δέν ἦταν ἀναμάρτητος “ἐξ ἄκρας συλλήψεως”, ἀλλά ἀπέκτησε τήν ἀναμαρτησία μετά ἀπό ἀγῶνα ἐπάνω στόν σταυρό, καί διάφορα ἄλλα παρόμοια αἱρετικά καί βλάσφημα. Ἔγινε  ἐπισήμως γραπτή καταγγελία περί τῶν βλασφημιῶν αὐτῶν τοῦ Αὐστραλίας Στυλιανοῦ ἀπό πενήντα Ὀρθοδόξους τῆς Αὐστραλίας στό Πατριαρχεῖο Κων/πόλεως. Σέ κάποια λοιπόν Σύνοδο τοῦ Πατριαρχείου, ἡ ὁποία ὀνομάσθηκε «Μείζων καί Ὑπερτελής», διότι συμμετεῖχαν καί οἱ ἄλλοι Ὀρθόδοξοι Πατριάρχες καί Ἀρχιεπίσκοποι, συζητήθηκε καί αὐτό τό θέμα. Ἡ ἀπόφασις τοῦ συνοδικοῦ αὐτοῦ θεσμοῦ ἦταν νά δικαιωθῆ ὁ Αὐστραλίας Στυλιανός καί νά ἀφορισθῆ ὁ κ. Σωτηρόπουλος.
Ἐσεῖς τώρα, πατέρες, πού παρουσιάζεσθε ὡς ὑπερασπιστές καί ὑπέρμαχοι τοῦ συνοδικοῦ θεσμοῦ, θά πρέπει προφανῶς νά ἀναγνωρίσετε τήν ἀπόφασι αὐτή τῆς Μείζονος καί Ὑπερτελοῦς Συνόδου· καί τόν μέν Αὐστραλίας Στυλιανό νά ἐκλαμβάνετε ὡς Ὀρθόδοξο, τόν δέ κ. Σωτηρόπουλο ὡς ἀφορισμένο.
Ἄν ἔχετε ἀντίθετο γνώμη, προφανῶς δέν σέβεσθε τόν συνοδικό θεσμό, τόν ὁποῖο εἰς τήν μελέτη σας ὑπερασπίζεσθε. Ἄν δέ στήν πρᾶξι ἐπιδείξετε τήν ἀντίθεσί σας καί κοινωνεῖτε ἐκκλησιαστικῶς μέ τόν ἀφορισμένο κ. Σωτηρόπουλο, πρέπει σύμφωνα μέ τούς ἱερούς Κανόνες, νά εἶστε ὑπό τό ἐπιτίμιόν των, διότι «ὁ κοινωνῶν ἀκοινωνήτῳ ἀκοινώνητος ἔστω».
       Τελικῶς, διά νά τά συνοψίσωμε τά θέματα, ἔχει ὅρια ἡ ὑπακοή μας στόν συνοδικό θεσμό ἤ εἶναι ἀπεριόριστη; Ποῖα εἶναι αὐτά τά ὅρια καί ἀπό ἐκεῖ καί πέρα τί γίνεται; Πρέπει νά μᾶς ἀπαντήσετε μέ βάσι τόν ὑπέρτατο ὁδηγό καί κανόνα πλεύσεως, δηλαδή τήν ἁγ. Γραφή καί τούς ἱερούς Κανόνες.
     Πρέπει ἐπίσης, ἐφ΄ ὅσον Ὀρθόδοξα θέτετε τήν ἁγ. Γραφή εἰς αὐτήν τήν θέσι, νά μᾶς ἑρμηνεύσετε πρακτικά τό χωρίο: «τυφλός δέ τυφλόν ἐάν ὁδηγῆ, ἀμφότεροι εἰς βόθυνον πεσοῦνται» (Ματθ. 15,14)· ἀλλά καί τό παρεμφερές ἐπίσης: «Εἶπε δέ παραβολήν αὐτοῖς∙ μή τι δύναται τυφλός τυφλόν ὁδηγεῖν; οὐχί ἀμφότεροι εἰς βόθυνον πεσοῦνται;» (Λουκ. 6,39). Δηλαδή θέλουμε νά μᾶς ἀναφέρετε, ἄν ὁ αἱρετικός Ἐπίσκοπος συγκαταλέγεται στούς τυφλούς πού ἀναφέρουν τά ἀνωτέρω χωρία ἤ, ἄν πρέπει νά τόν ἐντάξωμε στούς  τυφλούς, μετά ἀπό ἀπόφασι τῆς Συνόδου.
Ἐπίσης νά μᾶς πληροφορήσετε: ἄν ὁ αἱρετικός Ἐπίσκοπος εἶναι ὁδηγός τοῦ ποιμνίου μέχρι ἀποφάσεως τῆς Συνόδου, τότε τί γίνεται σύμφωνα μέ τήν ἁγ. Γραφή εἰς αὐτήν τήν περίπτωσι;  Ὁδηγεῖ δηλαδή καί τούς ὑπολοίπους στόν βόθυνο ἤ αὐτό γίνεται μετά τήν ἀπόφασι τῆς Συνόδου;
Πρέπει ἐπίσης, νά μᾶς ἀπαντήσετε, ἄν τά λογικά πρόβατα, ἐφ’ ὅσον γνωρίζουν ὅτι ὁ Ἐπίσκοπος εἶναι τυφλός, εἶναι ὑποχρεωμένα εἰς ὑπακοή καί συνοδοιπορία μέχρις ἀποφάσεως τῆς Συνόδου, δηλαδή μέχρις ἐσχάτων. Καί ἐάν ἡ ἀπόφασις τῆς Συνόδου ἑκατό χρόνια δέν εὐδοκεῖ νά παρθῆ, τότε τί γίνεται; Καί ἄν ἐπίσης ἡ ἀπόφασις τῆς Συνόδου εἶναι ὑπέρ τοῦ τυφλοῦ, ὅπως εἰς τήν περίπτωσι τοῦ κ. Σωτηρόπουλου, τότε τί γίνεται; Τήν ἀποδεχόμαστε καί τήν ἀκολουθοῦμε;
    Κοντολογίς, πρέπει πατέρες, νά ἐναρμονίσετε τήν δυνητική ἑρμηνεία τήν ὁποία δίδετε εἰς τόν ΙΕ΄ ἱερό Κανόνα τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου μέ τήν ἁγ. Γραφή, τήν ὁποία θεωρεῖτε ὑπέρτατο ὁδηγό, εἰδάλλως ὁ Κανόνας αὐτός, μέ τήν ἑρμηνεία πού ἐσεῖς τοῦ δίδετε, εἶναι ὡς μία μούμια σέ ὅλη τήν διδασκαλία τῆς ἁγ. Γραφῆς καί τῶν ἱερῶν Κανόνων ἤ ὡσάν τά σκιάχτρα πού τοποθετοῦμε στά χωράφια τό καλοκαίρι γιά νά διώχνουμε τά πουλιά.
Τελικῶς εἶναι ἀδιανόητο, πατέρες, ἀφ’ ἑνός μέν νά θεωρῆτε ὀρθοδόξως τήν ἁγ. Γραφή ὡς ὑπέρτατο ὁδηγό καί κανόνα πλεύσεως, ἀφ’ ἑτέρου δέ, στήν κριτική μελέτη σας νά μήν ἀναφέρετε τίποτε ἀπό αὐτήν, γιά νά στηρίξετε τίς ἀπόψεις σας, ἀλλά ἀπεναντίας νά στηρίζεσθε ἀποκλειστικῶς καί μόνον στόν ὀρθολογισμό.
      Στή συνέχεια τῆς εἰσαγωγῆς ἀναφέρετε τά ἑξῆς: «Ἀλλ’ ὅπως στήν ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας μας ἡ παρερμηνεία τῆς Ἁγίας Γραφῆς ἀπὸ τοὺς αἱρετικούς ὑπῆρξε αἰτία νά ἐμφανισθοῦν πάμπολλες αἱρέσεις, πού προκάλεσαν σάλο, ταραχή καί ἀναστάτωση στό ἐκκλησιαστικό Σῶμα καί ὁδήγησαν στήν ἀπώλεια πολλές ψυχές, ἔτσι καί προκειμένου περί τῶν ἱερῶν κανόνων, ἐνδεχομένη παρερμηνεία τους εἶναι δυνατόν νά ὁδηγήσει σέ περέκκληση τοῦ σκάφους τῆς Ἐκκλησίας ἀπό τήν ἀσφαλῆ πορεία της καί διασάλευση τῆς ἐκκλησιαστικῆς τάξεως καί ἑνότητά της».
Ὥστε λοιπόν πατέρες, οἱ αἱρέσεις ὡδήγησαν στήν ἀπώλεια πολλές ψυχές. Αὐτό εἶναι ἀπολύτως ὀρθό διότι συμφωνεῖ μέ τήν ἁγ. Γραφή εἰς τήν ὁποία οἱ αἱρέσεις ὀνομάζονται «αἱρέσεις ἀπωλείας» (Β΄ Πέτρ. 2,1).
Ἄς ἔλθωμε τώρα στήν σημερινή κατάστασι. Ἀσφαλῶς δέν θά ἔχετε ἀντίρρησι ὅτι μέσα στίς αἱρέσεις τῆς ἀπωλείας ἀνήκει καί ἡ αἵρεσις τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, τήν ὁποία ὀνομάσατε «παναίρεσι». Πότε ὅμως ἡ αἵρεσις χαρακτηρίζεται ὡς «αἵρεσις ἀπωλείας», μετά τήν καταδίκη της ἀπό τήν Σύνοδο ἤ καί πρίν; Πιστεύω ὅτι δέν θά εὕρετε κάποιο ἁγιογραφικό χωρίο, οὔτε ἱερό Κανόνα, οὔτε διδασκαλία τῶν Ἁγίων, πού ὄχι νά διδάσκη, ἀλλά ἁπλῶς νά ὑπαινίσσεται ὅτι μετά τήν καταδίκη της ἡ αἵρεσις καθίσταται αἵρεσι ἀπωλείας. Ὅπως ἀκριβῶς ἕνα δηλητήριο δέν καθίσταται θανατηφόρο μετά τήν χημική του ἀνάλυσι ἀπό τούς εἰδικούς, καί ἕνας λύκος δέν ἀρχίζει νά κατασπαράσση τά πρόβατα μετά τήν ἀναγνώρισί του καί τήν ἐπίσημη ἐντολή τῆς ἀπομακρύνσεως τῶν προβάτων ἀπό αὐτόν.
     Εἰς τό σημεῖο ὅμως αὐτό φαίνεσθε ἀνακόλουθοι καί στήν πρᾶξι ἀναιρεῖτε, ὅσα ὀρθῶς στήν θεωρία διδάσκετε. Διότι, ἐνῶ ἀποδέχεσθε ὅτι οἱ αἱρέσεις ὡδήγησαν στήν ἀπώλεια πολλές ψυχές, ἐνῶ χαρακτηρίζετε τήν αἵρεσι τοῦ Οἰκουμενισμοῦ ὡς παναίρεσι, συγχρόνως διδάσκετε τήν παραμονή τῶν Ὀρθοδόξων μετά τῶν αἱρετικῶν, μέχρις ἀποφάσεως τῆς Συνόδου (ἡ ὁποία βεβαίως δέν εὐδοκεῖ νά ἔλθη, οὔτε κἄν διακρίνεται μακρυά στόν ὁρίζοντα)· διδάσκετε τήν ἀναγνώρισι τῶν αἱρετικῶν ὡς ποιμένων, δηλαδή τῶν λύκων ὡς ἀρχηγῶν τῶν προβάτων, μέχρι τήν καταδίκη των ἀπό τήν Σύνοδο καί, κυρίως, διδάσκετε ὅτι τό λογικό ποίμνιο δέν βλάπτεται οὐδόλως ἀπό τά αἱρετικά φρονήματα τοῦ ποιμένος–Ἐπισκόπου. Διότι, ἄν βλάπτεται, γιατί νά περιμένη τήν ἀπόφασι τῆς Συνόδου γιά νά ἀποτειχισθῆ;
Ἐδῶ προφανῶς πατέρες, σᾶς διαφεύγει τό γεγονός, ὅτι ἡ αἵρεσις τοῦ Οἰκουμενισμοῦ δέν ἔχει μόνο θεωρητικό χαρακτῆρα, δηλαδή, νά ἀλλοιώση τά φρονήματα τῶν Ὀρθοδόξων, ἀλλά κυρίως πρακτικό. Ὁ πρακτικός χαρακτήρας αὐτῆς  τῆς αἱρέσεως συνοψίζεται στήν συνύπαρξι καί ἀλληλοπεριχώρησι τῶν Ὀρθοδόξων μετά τῶν αἱρετικῶν, τό ὁποῖο ἐν πολλοῖς ἔχει ἐπιτευχθεῖ. Δηλαδή ἡ βλάβη τοῦ ποιμνίου ἤδη ὑφίσταται καί συνεχῶς αὐξάνεται. Ἄρα ἤδη τό ποίμνιο ὁδηγεῖται στήν ἀπώλεια, σύμφωνα μέ ὅσα ἰσχυρίζεσθε. Ἐδῶ πρέπει νά τονίσωμε ὅτι εἶναι καθαρός Οἰκουμενισμός ἡ παραμονή τοῦ κάθε Ἐπισκόπου στό Π.Σ.Ε., διότι ἐνεργεῖται στήν πρᾶξι ἡ συνύπαρξις καί ἀλληλοπεριχώρησις, πρᾶγμα τό ὁποῖο ἀποτελεῖ τήν διδασκαλία καί ἐπιδίωξι τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ αὐτοῦ Ὀργανισμοῦ.
Στό σημεῖο αὐτό τῆς εἰσαγωγῆς σας θίγετε, πατέρες, καί τό θέμα τῆς παρερμηνείας τῶν ἱερῶν Κανόνων. Γεννᾶται ὅμως τό ἐρώτημα. Πότε παρερμηνεύονται οἱ ἱεροί Κανόνες, καί εἰδικά ὁ συγκεκριμένος, καί ποιός θά εἶναι ὁ ἀσφαλής ὁδηγός γιά τήν ἀποφυγή τῆς παρερμηνείας;
Οἱ Ἅγιοι ὅ,τι ἐδίδασκαν τό ἐστήριζαν πάντοτε στήν ἁγ. Γραφή. Ἄρα λοιπόν διά νά ἑρμηνεύσωμε ὀρθά τούς ἱερούς Κανόνες πρέπει ἀπαραιτήτως νά στηριζώμεθα στήν ἁγ. Γραφή καί στήν διδασκαλία τῶν Ἁγίων. Αὐτό ὅμως σέ ὅλη τήν μελέτη σας, δέν τό ἐπράξατε εἰς τό ἐλάχιστο, ἀλλά ἀπεναντίας, θεωρήσατε δεδομένο τό ζητούμενο. Δηλαδήἀποδεχθήκατε ἐξ ἀρχῆς τήν δυνητική ἑρμηνεία τοῦ Κανόνος χωρίς νά ἐρευνήσετε ἄν ἔχη ἁγιογραφικά ἐρείσματα. Ἀποδεχθήκατε ὡς ἐκ τούτου τήν παραμονή τῶν πιστῶν στούς αἱρετικούς ποιμένες, μέχρις ἀποφάσεως τῆς Συνόδου, χωρίς πάλι νά στηρίξετε τήν διδασκαλία σας, προσκομίζοντας κάποια ἁγιογραφικά χωρία. Καί βεβαίως πιστεύετε ὅτι δέν σφάλλετε στήν ἑρμηνεία τοῦ ἐν λόγῳ Κανόνος, ἀλλά ἀντιθέτως σφάλλομε ἐμεῖς πού προσκομίσαμε πλῆθος ἁγιογραφικῶν καί πατερικῶν χωρίων. Αὐτό ἄς τό κρίνη ὁ κάθε καλοπροαίρετος ἀναγνώστης ἀμφοτέρων τῶν κειμένων.
   Εἰς τό σημεῖο αὐτό, ἐπίσης, ἀναφέρεσθε καί στήν διασάλευσι τῆς ἐκκλησιαστικῆς τάξεως καί ἑνότητος. Ἀσφαλῶς θά γνωρίζετε ὅτι εἰς τήν Ὀρθοδοξία ὑπάρχει μία μόνον ἑνότης, ἡ ἑνότης τῆς πίστεως. Αὐτό σημαίνει ὅτι γιά νά εἴμεθα ἑνωμένοι πρέπει νά εἴμεθα ὁμόπιστοι. Σέ ὅλες λοιπόν τίς αἱρέσεις τῆς ἱστορίας τῆς Ἐκκλησίας, προκειμένου νά διαφυλαχθῆ ἡ ἑνότης τῆς πίστεως, διασαλεύθηκε ἡ ἐκκλησιαστική τάξις σέ σημεῖο πού οἱ Ὀρθόδοξοι, πολλές φορές, νά ἐγκαταλείπουν ἀκόμη καί τούς ναούς, καί τούς αἱρετικούς ποιμένες καί νά συναθροίζωνται στήν ὕπαιθρο, προκειμένου νά ἐπιτελέσουν τά λατρευτικά των καθήκοντα.
Ἄρα λοιπόν, ὅταν ὑπάρχει αἵρεσις, δέν ἐνδιαφερόμεθα τόσο γιά τήν διατήρησι τῆς ἐκκλησιαστικῆς τάξεως, ὅσο γιά τήν ἑνότητα τῆς πίστεως. Πῶς ὅμως θά ὑπάρχη ἑνότης ὀρθοδόξου πίστεως, μέ ἐπικεφαλεῖς αἱρετικούς Ἐπισκόπους; Πῶς θά ὑπάρχη ἑνότης πίστεως, τήν στιγμή πού οἱ ἴδιοι οἱ φύλακες τήν λυμαίνονται; Εἶναι δυνατόν πατέρες, νά συζητοῦμε γιά ἑνότητα γύρω ἀπό αἱρετικούς Ἐπισκόπους; Εἶναι δυνατόν τό πλοῖο τῆς Ἐκκλησίας στήν ἱστορική του πορεία νά ἔχει ὀρθόδοξο πορεία, ὅταν τό πηδάλιο εὑρίσκεται σέ χέρια αἱρετικά;
Εἰλικρινά θά πρέπει νά εἶστε ἐκτός πραγματικότητος, ὅταν στήν σημερινή κατάστασι τάσσεσθε ὑπέρ τῆς ἐκκλησιαστικῆς τάξεως καί ἑνότητος. Αὐτά θά μπορούσατε νά τά ἰσχυρισθῆτε, ἄν δέν ὑπῆρχε αἵρεσις καί, κυρίως, ἄν οἱ ποιμένες καί Ἐπίσκοποι ἦσαν Ὀρθόδοξοι. Τώρα μόνο ἡ ἑνότης τοῦ τύπου τῆς σάπια σταφίδας μπορεῖ νά ὑπάρξη, δεδομένου ὅτι ἀπουσιάζει ἡ ἑνότης τῆς ὀρθοδόξου πίστεως.
Ἡ δέ ἑνότης τήν ὁποία πρεσβεύει ἡ αἵρεσις τοῦ Οἰκουμενισμοῦ,δηλαδή τῆς συνυπάρξεως Ὀρθοδόξων καί αἱρετικῶν, τῆς ἀλληλοπεριχωρήσεως καί τῆς ἀλληλοαναγνωρίσεως, εἶναι τελείως διαφορετική, διότι ἡ ἑνότης τῆς ὀρθοδόξου πίστεως ἀπαιτεῖ ἐκκλησιαστική ἀπομάκρυνσι ἀπό κάθε αἵρεσι καί αἱρετικό. Ὡς ἐκ τούτου, εἶναι ἄξιον ἀπορίας γιά ποία ἑνότητα ὁμιλεῖτε.
Θά ἦταν ἄκρως λυπηρό γιά σᾶς, καί κυρίως γιά τήν ἰδιότητά σας ὡς ὑπευθύνων τοῦ ἀντιαιρετικοῦ γραφείου τῆς Μητροπόλεως, νά ὁμιλῆτε γιά ἑνότητα γύρω ἀπό τούς αἱρετικούς Ἐπισκόπους καί συγχρόνως νά χαρακτηρίζετε τόν Οἰκουμενισμό παναίρεσι. Ἐδῶ θά πρέπει νά σημειωθῆ ὅτι μία ἀπό τίς πλάνες πού διδάσκει ὁ Οἰκουμενισμός εἶναι ὅτι θεωρεῖ τήν ἑνότητα γύρω ἀπό τόν Ἐπίσκοπο (Ἐπισκοποκεντρική) καί ὄχι γύρω ἀπό τόν Χριστό (Χριστοκεντρική).
       Στήν συνέχεια τῆς εἰσαγωγῆς σας, καί προκειμένου νά τοποθετηθῆτε ἐξ ἀρχῆς ἐπί τοῦ θέματος ἄνευ ἀποδείξεως, ἀναφέρετε τά ἑξῆς: «Ὥστόσο ἕνα τέτοιο συμπέρασμα (ἐννοεῖται τό συμπέρασμα τῆς ὑποχρεωτικῆς διακοπῆς τῆς μνημονεύσεως τοῦ αἱρετικοῦ Ἐπισκόπου) δέν συνάγεται ἀπό τήν ἑρμηνεία, πού ἀποδίδουν σ’ αὐτόν πνευματικοί καί καταξιωμένοι ἄνδρες καί μελετητές τῶν Ἱερῶν Κανόνων, ὅπως ἐπίσης, κατά τήν ταπεινή μας γνώμη, οὔτε ἀπό τίς πατερικές παραθέσεις. Τό θέμα τῆς ὑποχρεωτικῆς ἤ μή ἐφαρμογῆς τοῦ Κανόνος αὐτοῦ ἀποκτᾶ μιά ἰδιαίτερη ἐπικαιρότητα καί σημασία στήν ἐποχή μας καί ἔχει γίνει ἀντικείμενο πολλῶν συζητήσεων, ἐπειδή ἔχει συνδεθεῖ ἄμεσα μέ τήν παναίρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, γιά τήν ὁποία, ὅπως εἶναι γνωστό, μέχρι σήμερα δυστυχῶς, δέν ἔχει ἐπιτευχθεῖ ἡ ἐπίσημη συνοδική καταδίκη της οὔτε ἀπό Τοπική  οὔτε ἀπό Οἰκουμενική Σύνοδο».
Ἐδῶ πατέρες, ὁμολογεῖτε ὅτι, παρ’ ὅλες τίς ἁγιογραφικές καί πατερικές παραθέσεις, δέν ἐξάγεται τό συμπέρασμα τῆς ἀποτειχίσεως ἀπό τόν αἱρετικό Ἐπίσκοπο. Τό συμπέρασμα αὐτό, προφανῶς ἐξάγεται ἀπό ἐσᾶς, χωρίς ἁγιογραφικές ἤ πατερικές παραθέσεις ἤ μέ βάσι τόν ὀρθολογισμό τόν ὁποῖο χρησιμοποιεῖτε, ἤ μέ βάσι τούς καταξιωμένους μελετητές τούς ὁποίους ἐπικαλεῖσθε, χωρίς νά μᾶς πληροφορῆτε σέ ποιούς Ἁγίους στηρίζουν τά συμπεράσματά τους. Δέν γνωρίζετε ὅμως πατέρες, ὅτι ὁποιαδήποτε ἑρμηνεία δώσομε στόν ἐν λόγῳ Κανόνα, ἄν δέν συμφωνεῖ ἀπολύτως μέ τήν ἁγ. Γραφή, εἶναι παρερμηνεία καί δέν ἐντάσσεται στήν ὀρθόδοξο Παράδοσι, ἔστω καί ἄν τήν πρεσβεύουν ὄχι καταξιωμένοι μελετητές, ἀλλά ἀκόμη καί ἄγγελοι σύμφωνα μέ τήν διδασκαλία τοῦ ἀπ. Παύλου; (Γαλ. 1, 8-9). Συνεπῶς, προκειμένου νά στηρίξετε τίς θέσεις περί τῆς δυνητικῆς ἑρμηνείας τοῦ Κανόνος, θά ἔπρεπε κατ’ ἀρχάς νά ἀποδείξετε ὅτι ἐμεῖς παρερμηνεύομε τόν Κανόνα, προσκομίζοντας ἀνάλογα ἁγιογραφικά χωρία καί τίς ἑρμηνεῖες πού δίδουν εἰς αὐτά, ὄχι οἱ καταξιωμένοι μελετητές, ἀλλά οἱ Ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας.
Ἔπειτα, πῶς χαρακτηρίζετε τόν Οἰκουμενισμό ὡς παναίρεσι χωρίς συνοδική ἀπόφασι καί καταδίκη; Καί πῶς ὁ Μητροπολίτης Πειραιῶς κ. Σεραφείμ προχώρησε στόν ἀναθεματισμό τῆς αἱρέσεως καί τῶν αἱρετικῶν (ἀορίστως βεβαίως καί ὄχι ὀνομαστικῶς ὅπως ἔκαναν οἱ Ἅγιοι) χωρίς συνοδική ἀπόφασι καί καταδίκη; Δηλαδή ἀπό τή μιά ἀναθεματίζομε τήν αἵρεσι καί τούς αἱρετικούς καί ἀπό τήν ἄλλη συλλειτουργοῦμε μαζί τους καί τούς ἀναγνωρίζομε ὡς ποιμένες εἰς τύπον καί τόπον Χριστοῦ. Τό ἴδιο ἔπραξε (ὁ Μητροπολίτης Πειραιῶς) καί μέ τούς Προτεστάντες. Ἀπό τή μία τούς ἀναθεμάτισε καί ἀπό τήν ἄλλη ἀνήκει στό Π.Σ.Ε., τοῦ ὁποίου ὁ καταστατικός κανονισμός καί ἡ διδασκαλία του ἀναφέρουν ὅτι ὅλοι αὐτοί (ὅλες αὐτές οἱ αἱρετικές παραφυάδες) ἀποτελοῦν τήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ καί συμπληρώνουν μεταξύ των τήν ἀλήθεια, ὅτι εἶναι βαπτισμένοι καί μέτοχοι τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ.
Μήπως πατέρες, μέ τά ἔργα σας ἀποδεικνύετε ὅτι καί ἐσεῖς ἐνστερνίζεσθε τήν αἵρεσι τοῦ Οἰκουμενισμοῦ καί τό μόνο πού σᾶς κάνει νά διαφέρετε ἀπό τούς Οἰκουμενιστές εἶναι τό ὅτι, συγχρόνως καταδικάζετε αὐτό εἰς τό ὁποῖο ἀνήκετε, ἀκολουθεῖτε καί εἶστε ἐνσωματωμένοι ἀδιάρρηκτα μέ αὐτό; Ἀλλά τί νόημα ἔχει αὐτή ἡ θεωρητική καταδίκη, ἡ ὁποία στήν πράξι ἀναιρεῖται πλήρως; Καί γιατί δέν κατωνόμασε (ὁ Σεβασμιώτατος) αὐτούς πού ἀναθεμάτισε, ὅπως ἔκαναν οἱ Ἅγιοι καί συνοδικῶς καί ἰδιωτικῶς; Μήπως φοβήθηκε ὅτι τήν ἄλλη ἡμέρα θά ἔπαιρνε τήν ὁδό πρός τήν Μονή τῆς μετανοίας του καί ὡς ἐκ τούτου ὅλοι οἱ κόποι του θά ἐπήγαιναν χαμένοι; (Ἐννοῶ τούς κόπους πού ἔκανε γιά νά γίνη Ἐπίσκοπος).
Ἀλλά πατέρες, ἄς ἐπιμείνωμε λίγο στόν χαρακτηρισμό πού ἔχει δοθῆ στήν αἵρεσι τῆς ἐποχῆς μας καί ὄντως ἀποδίδει πλήρως τήν μορφή καί τόν σκοπό αὐτῆς τῆς αἱρέσεως. Χαρακτηρίσατε, πολύ ὀρθῶς κατά τήν γνώμη μου, τήν αἵρεσι τοῦ Οἰκουμενισμοῦ ὡς παναίρεσι, χωρίς φυσικά, ὅπως ἀναφέρατε, συνοδική καταδίκη τῆς αἱρέσεως. Ἡ συνοδική καταδίκη ἕνα καί μόνο νόημα θά εἶχε, ἄν δηλαδή ἡ αἵρεσις ἦτο ὑπολανθάνουσα καί δυσδιάκριτος καί, ὡς ἐκ τούτου, ἦτο δυνατόν νά σφάλλωμε, ἤ δηλαδή νά μήν τήν ἀντιληφθοῦμε λόγῳ τοῦ ὑπούλου τῆς φύσεώς της, ἤ νά μήν ὑπῆρχε κἄν καί ἐμεῖς κατά τό δή λεγόμενο νά βλέπαμε φαντάσματα καί νά παρερμηνεύαμε τίς πράξεις καί τά λόγια τῶν Οἰκουμενιστῶν Ἐπισκόπων. Ἐφ’ ὅσον ὅμως τήν διακρίναμε καί τήν χαρακτηρίσαμε, προσδιορίζοντας μέ ἀπόλυτον ἀκρίβεια τήν φύσι της καί τόν σκοπόν της, καί  ἐφ’ ὅσον περιέχονται στὴν διδασκαλία της αἱρέσεις παλαιές, πού ἤδη ἔχουν καταδικασθεῖ Συνοδικά ἀπό τήν Ἐκκλησία, τί χρειάζεται ἡ περαιτέρω ἀναγνώρισις καί καταδίκη της ἀπό τή Σύνοδο;
Ἄν δηλαδή πεισθοῦμε μέ ἀπόλυτο βεβαιότητα γιά τήν ὕπαρξι μιᾶς μολυσματικῆς ἀσθενείας, πρέπει νά περιμένωμε καί τήν ἀπόφασι τῶν ἁρμοδίων ἰατρῶν γιά τίς περαιτέρω ἐνέργειες, τήν στιγμή πού καί αὐτές μᾶς εἶναι γνωστές καί πλήρως καθορισμένες ἀπό τούς πνευματικούς ἰατρούς, τούς Ἁγίους δηλαδή τῆς Ἐκκλησίας καί, φυσικά, ἀπό τόν ὑπέρτατο ὁδηγό καί κανόνα πλεύσεως, δηλαδή τήν Ἁγ. Γραφή; Καί νομίζετε ὅτι μέχρι νά ἔλθη αὐτή ἡ ἀπόφασις, ἐσεῖς ἐνσωματωμένοι πλήρως μέ τούς ἀσθενεῖς, δέν μολύνεσθε, οὔτε συμμετέχετε στήν ἐπιδείνωσι καί ἐπικράτησι (μετάδοσι) τῆς ἀσθενείας;
Ὁ ἅγ. Θεόδωρος ὁ Στουδίτης ἐπί τοῦ θέματος τούτου ἀναφέρει τά ἑξῆς: «...εἰδυῖα ὅτι αἵρεσις, φεύγῃ τήν αἵρεσιν, ἤγουν τούς αἱρετικούς, τοῦ μήτε κοινωνεῖν αὐτοῖς μήτε ἀναφέρειν ἐν τῇ εὐαγεστάτῃ αὐτῆς μονῇ ἐπί τῆς θείας Λειτουργίας˙ ὅτι μέγισται ἀπειλαί κεῖνται παρά τῶν ἁγίων ἐκφωνηθεῖσαι τοῖς συγκαταβαίνουσιν αὐτοῖς μέχρι καί ἑστιάσεως. εἰ δέ λέγοι ἡ ὁσιότης σου, πῶς αὐτῇ πρό τῆς λεηλασίας τοῦτο οὐκ εἴπομεν, ἀλλ’ ὅτι καί ἡμεῖςἐμνημονεύομεν τῶν ἐν τῇ Βυζαντίδι, ἐκεῖνο γινωσκέτω, ὅτι οὕπω σύνοδος ἦν οὐδέ ἐκφωνηθέν ὑπῆρχε τό πονηρόν δόγμα καί ἀνάθεμα˙ καί πρό τούτων οὐκἦν ἀσφαλές ἀποστῆναι τῶν παρανομούντων τελείως ἤ τό φεύγειν μόνον τήν προφανῆ κοινωνίαν αὐτῶν, οἰκονομίᾳ δέ πρεπούσῃ, ἀναφέρειν ἕως καιροῦ.ἐπεί δέ ἐξῆλθεν εἰς προῦπτον ἡ αἱρετική ἀσέβεια διά συνόδου εἰς τοὐμφανές, δεῖ ἄρτι καί τήν σήν εὐλάβειαν σύν πᾶσιν ὀρθοδόξοις παρρησιάζεσθαι διά τοῦμή κοινωνεῖν τοῖς κακοδόξοις μηδέ ἀναφέρειν τινά τῶν ἐν τῇ μοιχοσυνόδῳεὑρεθέντων ἤ ὁμοφρονούντων αὐτῇ. καί γέ δίκαιον, ὅσιε πάτερ, κατά πάντα σε ὄντα φερωνύμως θεόφιλον, φιλεῖν καί ἐν τούτῳ τόν θεόν˙ ἐχθρούς γάρ θεοῦ ὁ Χρυσόστομος οὐ μόνον τούς αἱρετικούς, ἀλλά καί τούς τοῖς τοιούτοις κοινωνοῦντας μεγάλῃ καί πολλῇ τῇ φωνῇ ἀπεφήνατο» (Ἐπιστολή 39, Θεοφίλῳ ἡγουμένῳ, Φατοῦρος σελ. 113, στιχ. 51· Ρ.G. 99, 1045D).
 Ἐσεῖς τώρα ἐκ τοῦ ἀντιθέτου, γνωρίζετε τήν αἵρεσι, τήν χαρακτηρίζετε ἐπακριβῶς, συγγράφετε καί βιβλία δι’ αὐτήν, ἐκφωνεῖτε ἀναθέματα, καί ὅταν φθάνετε εἰς τό διά ταῦτα, συμπεριφέρεσθε πρός τούς αἱρετικούς ὡσάν νά ἦταν οἱ καλύτεροι  Ὀρθόδοξοι, δηλαδή τούς ἀναγνωρίζετε ὡς Ὀρθοδόξους, τούς ἐγκωμιάζετε εὐκαίρως ἀκαίρως, συλλειτουργεῖτε μέ αὐτούς, δοθείσης εὐκαιρίας, δέχεσθε νά σᾶς ἐκπροσωπήσουν στίς συνάξεις μέ τούς ὑπολοίπους συναδέλφους των αἱρετικούς, νά ὑπογράφουν καί ἐξ ὀνόματός σας συμφωνίες μαζί των κλπ. Καί ὅλα αὐτά τά πράττετε, ἀναμένοντας δῆθεν νά καταδικασθοῦν  ἀπό τήν Σύνοδο. Ἐννοεῖτε προφανῶς, ἄν σᾶς ἑρμηνεύω σωστά, τήν Σύνοδο πού θά συγκαλέσουν οἱ ἴδιοι καί θά ἀποτελεῖται ἀπό τούς ἰδίους καί ὄχι κάποια ἄλλη πού θά ἔλθη ἀπό τόν οὐρανό, σάν οὐράνια δρόσος καί θεόσταλτο μάννα. Ὅλα αὐτά ἀντιλαμβάνεσθε ὅτι δέν συνάδουν καί, κυρίως, δέν ἐναρμονίζονται τά λόγια μέ τά ἔργα σας, καί ὅλα αὐτά μέ τήν ἁγ. Γραφή.
Ἔπειτα, ὅπως ἀναφέρετε, γιατί μέχρι σήμερα δέν καταδικάστηκε ἀπό κάποια Σύνοδο ἡ αἵρεσις αὐτή; Ἡ ἡλικία τῆς αἱρέσεως αὐτῆς εἶναι περίπου ἑκατό χρόνων, καί διαρκῶς, κατά κοινή ὁμολογία, ἐπεκτείνεται καί ἑδραιώνεται, κατώρθωσε δέ νά ἀλλοιώση τό φρόνημα ὄχι μόνο τοῦ λαοῦ, ἀλλά καί αὐτῶν ἀκόμη τῶν ποιμένων. Οἱ Ἐπίσκοποι δέ, οἱ πρῶτοι ὑπεύθυνοι καί φύλακες τῆς πίστεως, ἐνῶ συνάγονται κατά τακτά διαστήματα σέ Συνόδους σέ ὅλες τίς τοπικές Ἐκκλησίες, ἀλλάμυστηριωδῶς θά λέγαμε, δέν καταδικάζουν τήν αἵρεσι, μολονότι θά ἔπρεπε νά εἶναι τό πρῶτο μέλημά των καί ἡ πρώτη αἰτία τῆς ὑπάρξεώς των καί τῆς ὑπάρξεως τοῦ συνοδικοῦ θεσμοῦ.
Ὅταν λοιπόν μία Σύνοδος συνέρχεται γιά νά ρυθμίση τά οἰκονομικά της, τίς σχέσεις της μέ τό κράτος, νά χειροτονήση νέους Ἐπισκόπους στίς θέσεις τῶν ἀπελθόντων καί νά ἀσχοληθῆ μέ χίλιες ἄλλες  λεπτομέρειες, χωρίς νά ἀσχοληθῆ κἄν μέ αὐτό τό θέμα τῆς πίστεως, τό ὁποῖο λυμαίνεται καθημερινῶς τό ὀρθόδοξο ποίμνιο, νομίζω ὅτι αὐτή ἡ Σύνοδος ὄχι μόνον δέν εἶναι ὀρθόδοξος, ἀλλά ἀπεναντίας εἶναι βαλτή, δηλαδή τοποθετημένη δι’ αὐτόν ἀκριβῶς τόν λόγο, νά συνεργῆ δηλαδή ὅσο ἐξαρτᾶται ἀπό τήν πλευρά της εἰς τήν ἐπικράτησι τῆς αἱρέσεως.
Ὁ Μ. Ἀθανάσιος ἐπί τοῦ θέματος τούτου μᾶς διδάσκει τά ἑξῆς: «Οὐ γάρ οἷόν τε συνόδῳ συναριθμηθῆναι τούς περί πίστιν ἀσεβοῦντας οὐδέ πρέπει προκρίνεσθαι πράγματος ἐξέτασιν τῆς περί πίστεως ἐξετάσεως. Χρή γάρ πρῶτον πᾶσαν περί τῆς πίστεως διαφωνίαν ἐκκόπτεσθαι καί τότε τήν περί τῶν πραγμάτων ἔρευναν ποιεῖσθαι. Καί γάρ ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός οὐ πρότερον ἐθεράπευε τούς πάσχοντας, πρίν ἄν δείξωσι καί εἴπωσιν ὁποίαν πίστιν εἶχον εἰς αὐτόν. Ταῦτα παρά τῶν πατέρων ἐμάθομεν, ταῦτα ἀπάγγειλον τῷ βασιλεῖ, ταῦτα γάρ καί αὐτῷ συμφέρει καί τήν Ἐκκλησίαν οἰκοδομεῖ» (ΕΠΕ 9, 284).
Σήμερα δυστυχῶς συμβαίνει τό ἐντελῶς ἀντίθετο ἀπό αὐτό πού διδάσκει ὁ ἅγιος. Δηλαδή οἱ Ἐπίσκοποι νά συγκαλοῦνται καί νά συγκάθηνται στίς Συνόδους καί βεβαίως, νά μήν ἀσχολοῦνται κἄν μέ τά θέματα τῆς πίστεως. Ἄν αὐτή ἡ Σύνοδος, πατέρες, εἶναι Ὀρθόδοξος, τότε δέν θά μᾶς φανῆ παράξενο νά περιμένετε ἄλλα ἑκατό χρόνια, ἀναμένοντας τή συνοδική καταδίκη τῆς αἱρέσεως καί βεβαίως ὄχι ἐσεῖς, ἀλλά οἱ πνευματικοί μας ἀπόγονοι.
Γνωρίζετε ἀσφαλῶς πατέρες, ὡς ἐντρυφεῖς εἰς τούς ἱερούς Κανόνες, ὅτι τήν ὀρθόδοξο Σύνοδο δέν χαρακτηρίζει οὔτε τό πλῆθος τῶν Ἐπισκόπων, οὔτε ἡ κανονικότης καί νομιμότης της, ἀλλά οἱ ἀποφάσεις τίς ὁποῖες λαμβάνει. Ἔτσι ἔχομε ὀλιγάριθμες τοπικές Συνόδους, οἱ ὁποῖες ἀσχολήθηκαν μέ θέματα πίστεως καί ἐξέδωσαν ὀρθόδοξες ἀποφάσεις καί κανόνες καί ἔλαβαν, ὡς ἐκ τούτου, οἰκουμενικό κῦρος, διότι ἐπικυρώθηκαν ἀπό Οἰκουμενικές καί βεβαίως ἀπό τή συνείδησι τοῦ λαοῦ, ὅπως π.χ. ἡ ἐν Ἀγκύρᾳ Σύνοδος τό 314, ἀποτελουμένη ἀπό δέκα ὀκτώ Ἐπισκόπους· ἡ ἐν Νεοκαισαρείᾳ τό 315, ἀποτελουμένη ἀπό  εἴκοσι τρεῖς Ἐπισκόπους· ἡ ἐν Γάγγρᾳ τό 340 ἀποτελουμένη ἀπό δέκα τρεῖς Ἐπισκόπους· ἡ ἐν τῇ Ἁγίᾳ Σοφίᾳ τοπική Σύνοδος ἀποτελουμένη ἀπό εἴκοσι Ἐπισκόπους κλπ.
Καταλαβαίνετε τώρα, ἄν οἱ ὀγδόντα πέντε Ἐπίσκοποι τῆς τοπικῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ἦσαν Ὀρθόδοξοι καί ὄχι Οἰκουμενιστές, καί ἠσχολοῦντο μέ τήν αἵρεσι τῆς ἐποχῆς μας καί ἐλάμβαναν μία καταδικαστική ἀπόφασι τῆς αἱρέσεως,θά ἦταν ἀσφαλῶς συνέχεια αὐτῶν τῶν ἁγίων τοπικῶν Συνόδων, ἔστω καί ἄν δέν ἀναγνωρίζετο ἀπό κάποια Οἰκουμενική. Τώρα ἀσφαλῶς μέ τήν στάσι της ὁμοιάζει καί ἀκολουθεῖ τά ἴχνη τῶν ληστρικῶν Συνόδων, διότι ὑποθάλπει τήν αἵρεσι καί γίνεται αἰτία τῆς διαιωνίσεώς της.
Στή συνέχεια τῆς  εἰσαγωγῆς σας ἀναφέρετε τά ἑξῆς: «Θεωρήσαμε χρέος μας, στίς γραμμές πού ἀκολουθοῦν παρακάτω, νά καταθέσουμε στό ὀρθόδοξο πλήρωμα τήν ἰδική μας συμβολή στό ἐν λόγῳ πρόβλημα, ὥστε νά ἀποτελέσει ἀφορμή γιά περαιτέρω ἔρευνα καί μελέτη του. Ὅσα ἀκολουθοῦν παρακάτω δέν διεκδικοῦν κάποιο ἀλάθητο, οὔτε ἔχουν τήν ἀξίωση ὑποχρεωτικῆς παραδοχῆς των».
Ἐδῶ πατέρες, ἄθελά σας ὁμολογεῖτε ὅτι, ὅσα ἰσχυρίζεσθε μέχρι τώρα καί ὅσα ἀκολουθοῦν στή συνέχεια, εἶναι τελείως ἀστήρικτα καί ἀνυπεράσπιστα ἀπό τήν ἁγ. Γραφή καί τήν διδασκαλία τῶν Ἁγίων. Διότι, γιά ποιό λόγο ἡ μελέτη σας «νά ἀποτελέση ἀφορμή γιά περαιτέρω ἔρευνα καί μελέτη», ἄν ἐστηρίζετο ὄντως εἰς τήν ἁγ. Γραφή καί τήν διδασκαλία τῶν Ἁγίων; Ἡ διδασκαλία τῆς ἁγ. Γραφῆς καί τῶν Ἁγίων μας ἀσφαλῶς δέν ἀποτελοῦν ἀφορμή γιά περαιτέρω ἔρευνα καί μελέτη, ἀλλά γιά ἔρευνα στό κατά πόσο ἐμεῖς ἀπομακρυνθήκαμε ἀπό αὐτά καί στόν τρόπο τῆς ἐπιστροφῆς μας στήν Ὀρθόδοξο Παράδοσι. Δηλαδή ἄν γιά κάποιο θέμα, καί μάλιστα πίστεως, ὑπάρχη σαφής διδασκαλία τῆς  ἁγ. Γραφῆς καί ἐπί πλέον σαφής διδασκαλία τῶν Ἁγίων καί ἐμεῖς δέν ὁδηγούμεθα ἀπό αὐτά, οὔτε κἄν τά  λαμβάνομε ὑπ’ ὄψιν μας, τότε ἀσφαλῶς χρειάζεται ἔρευνα καί μελέτη (τύπου ἴσως Π.Σ.Ε.) γιά νά ὁδηγηθοῦμε προφανῶς μέσα ἀπό τά συμπλέγματα τοῦ ὀρθολογισμοῦ καί τῶν ἀνθρωπίνων ἀδυναμιῶν μας.
Ἐδῶ θά πρέπει νά τονίσωμε ὅτι, ὅσο ἐμεῖς δέν ἔχομε ὁδηγό τήν ἁγ. Γραφή καί τή διδασκαλία τῶν  Ἁγίων, ποτέ δέν πρόκειται νά ὁδηγηθοῦμε εἰς τό νά τοποθετηθοῦμε ὀρθοδόξως ἐπί οἱουδήποτε θέματος. Ἁπλῶς θά εἴμεθα στήν θεωρία ἀντιοικουμενιστές καί στήν πρᾶξι πιστοί ἀκόλουθοι τοῦ σάπιου αὐτοῦ καί αἱρετικού κατεστημένου.
Στό τέλος τῆς εἰσαγωγῆς σας γράφετε τά ἑξῆς: «Δέν ἔχουν, ἐπίσης, χαρακτῆρα  πολεμικῆς ἀντιπαραθέσεως, ἀλλά ἀδελφικῶν ἐπισημάνσεων καί παρατηρήσεων, πού γίνονται χωρίς προκατάληψη καί πάθος ἐναντίον προσώπων, διότι μοναδικό σκοπό ἔχουν νά μᾶς ὁδηγήσουν νά ἀποφύγουμε ἀκραῖες καί ἐπικίνδυνες ἐνέργειες, οἱ ὁποῖες εἶναι δυνατόν νά καταλήξουν σέ σχίσματα καί διαιρέσεις, πού ἀποτελοῦν τό ὀδυνηρότερο πλῆγμα μέσα στό Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας».
Ἐδῶ πατέρες, ἄν σᾶς ἑρμηνεύω σωστά, «ἀκραῖες καί ἐπιζήμιες ἐνέργειες» θεωρεῖται τήν ἀποτείχισι.  Δηλαδή τήν στάσι τῶν Ὀρθοδόξων, ἡ ὁποία εἶναι πλήρως κατοχυρωμένη ἁγιογραφικῶς καί πατερικῶς, τήν θεωρεῖτε ἀκραία καί ἐπιζήμια ἐνέργεια, ἐνῶ τήν συνοδοιπορία μέ τήν αἵρεσι μέχρις ἀποφάσεως τῆς Συνόδου (δηλαδή τῶν ἰδίων τῶν αἱρετικῶν), τήν θεωρεῖτε, προφανῶς, ὀρθόδοξο πορεία ἐν καιρῷ αἱρέσεως καί βεβαίως ἀποφυγή σχισμάτων καί διαιρέσεων.
Ἡ ἀπόσχισις ὅμως ἀπό τούς αἱρετικούς Ἐπισκόπους εἶναι παγία θέσις τῆς ἁγ. Γραφῆς καί ὅλων τῶν Ἁγίων, χωρίς πουθενά νά ἀναφέρουν ἤ ἔστω νά ὑπαινιχθοῦν ἀπόφασι Συνόδου. Καί ἐσεῖς αὐτό τό θεωρεῖτε ὡς «τό ὀδυνηρότερο πλῆγμα μέσα στό σῶμα τῆς Ἐκκλησίας». Δέν θέλω εἰς τό σημεῖο αὐτό νά ἐπεκταθῶ, οὔτε νά σᾶς κάνω τόν δάσκαλο γιά τό τί θεωροῦν οἱ Ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας σχίσμα καί διαίρεσι, ὅμως θεωρῶ ὅτι τό ὀδυνηρότερο πλῆγμα μέσα στό σῶμα τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἡ –ἐν καιρῷ αἱρέσεως– ἀπομάκρυνσις ἀπό τήν ἁγ. Γραφή καί τήν διδασκαλία τῶν Ἁγίων, ὅσων ἀγωνίζονται κατά τῆς αἱρέσεως, καί ἡ δημιουργία νέων θεωριῶν οἱ ὁποῖες βοηθοῦν καί ἑδραιώνουν τήν αἵρεσι.

Viewing all articles
Browse latest Browse all 35913

Trending Articles



<script src="https://jsc.adskeeper.com/r/s/rssing.com.1596347.js" async> </script>