ΟΨΕΙΣ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΗΣ ΜΙΣΑΛΛΟΔΟΞΙΑΣ
Ἱστορικά παραδείγματα
1ον
Ἰωάννης Οὐΐκλιφ (1324; — 1384)
Ἡ θρησκευτική μισαλλοδοξία ἀποτελεῖ διαχρονικά μία ἀπό τις πλέον σκοτεινές καί ἀπαίσιες αἰτίες, πού τροφοδοτεῖ τό φανατισμό καί εἶναι αἰτία ἐγκλημάτων ἐναντίον τῶν ἀνθρώπων, τῆς ἐλευθερίας καί τοῦ πολιτισμοῦ. Ταυτοχρόνως εἶναι ἕνας ἀπό τούς κύριους λόγους ἄθλιας δυσφήμισης τῆς εὐαγγελικῆς διδασκαλίας και τοῦ χριστιανισμοῦ ἀπό ἀνθρώπους, πού θέλουν νά παρουσιάζονται ὡς χριστιανοί.
Γιά τό ποῦμπορεῖ νά ὁδηγήσει ἡ θρησκευτική μισαλλοδοξία καί το πόσο ἀποτρόπαιες πράξεις χρησιμοποιήθηκαν γιά τήν τιμωρία τῶν ἀντιφρονούντων καί μάλιστα ἀπό ἀνθρώπους, πού αὐτοπροσδιορίζονταν ὡς χριστιανοί, θεωροῦμε χρήσιμο νά ὑπενθυμίσουμε ὁρισμένα τέτοια ἱστορικά παραδείγματα ἀπό τό παρελθόν τῆς Εὐρώπης.
Ἡ ἱστορική μνήμη εἶναι πάντοτε ἀσφαλής μέθοδος, γιά νά μπολιάζει μέ ἰσχυρά ἀντισώματα τους ἀνθρώπους, γιά νά μή ἐπαναλαμβάνουν τά αἴτια καί τίς ἀφορμές, πού τρέφουν ὁποιαδήποτε μορφή μισαλλοδοξίας.
Ὁ Ἰωάννης Οὐΐκλιφ ὑπῆρξε Ἄγγλος θεολόγος καί ἐξέχουσα προσωπικότητα, πού συγκρούστηκε μέ τή Ρωμαιοκαθολική Ἐκκλησία καί θεωρεῖται ἕνας ἀπό τους πλέον ἐπιφανεῖς προδρόμους τῆς Μεταρρύθμισης, πού ἀκολούθησε ἀργότερα.
Ἡ ἰσχυρή προσωπικότητά του, ἡ βαθειά γνώση τῆς Ἁγίας Γραφῆς, τήν ὁποία μετέφρασε στήν ἀγγλική γλώσσα ἀπό τά λατινικά (Vulgata), ἡ ἔντονη αἴσθηση τῆς πολιτικῆς και θρησκευτικῆς ἐλευθερίας, πού διά λόγου καί γραφίδος ἐκπροσωποῦσε, σέ συνδυασμό μέ τίς ρωμαιοκαθολικές καταχρήσεις καί κακοδοξίες, πού ἀναπτύχθηκαν μετά τό Σχίσμα θά τόν ὁδηγήσουν να συγκρουστεῖ κατά τρόπο ἔντονο μέ τή Ρώμη.
Ἡ κριτική του σέ ρωμαιοκαθολικές κακοδοξίες, ὅπως τόν θησαυρό τῶν Ἁγίων, τά λυσίποινα καί το ἐμπόριό τους, στήν ἀνοχή δεισιδαιμονιῶν σέ σχέση μέ θέματα πίστεως ἀπό τόν κλῆρο, ἡ παρακμιακή πλευρά τῶν ἐπαιτικῶν μοναχικῶν ταγμάτων τῆς Δύσης στην ἐποχή του, τό αἴτημά του γιά ἀποστολική βιωτή τοῦ κλήρου, ὁ τονισμός τῆς ἀξίας τῆς μελέτης Ἁγίας Γραφῆς ἀπό τούς λαϊκούς ἐνάντια στήν ἱεροκρατική καθιδρυματική αἴσθηση αὐθεντίας τῆς Ρώμης, συνέβαλαν καίρια γιά ν᾽ ἀντιμετωπίσει τήν ὀργισμένη ἀντίδραση τῆς Ρώμης.
Ἄν στά ἀνωτέρω συνεκτιμηθεῖ καί τό γεγονός τῆς ἰσχυρῆς θεολογικῆς ἀμφισβήτησης τῆς θέσης ὅτι ὁ πάπας εἶναι διάδοχος τοῦ Ἀποστόλου Πέτρου καί κληρονόμος τῆς ὑποτιθέμενης ἐξουσίας του και κεφαλή τῆς Ἐκκλησίας, μαζί μέ την ἀμφισβήτηση γιά τή νομιμοποίηση καί τό θεμιτό τῆς πληρωμῆς φόρου ὑποτέλειας τῶν πολιτικῶν ἀρχόντων στόν ἑκάστοτε πάπα, γίνεται ἀντιληπτό τό εὖρος τῆς λυσσαλέας καί ποικιλόμορφης ἀντίδρασης τῆς Ρώμης ἐναντίον του.
Ὁ ἐκκλησιαστικός ἱστορικός Ἀρχιμ. Βασ. Στεφανίδης ἐπισημαίνει πολύ χαρακτηρηστικά: «Οἱ πάπαι ἐφρόντιζον πρό πάντων περί τῶν δυναστικῶν αὐτῶν συμφερόντων». Ὁ Ἰωάννης Οὐΐκλιφ, λέγει ὁ ἴδιος ἱστορικός, καί δέν εἶναι ὁ μόνος, ὅτι: «ἔσειεν ἐκ θεμελίων τον παπισμόν, τήν ἱεραρχίαν, τό ἱεροτελεστικόν καί κανονικόν δίκαιον».
Ἄν καί οἱ θέσεις του ἔτυχαν θερμῆς καί εὐρύτατης ἀποδοχῆς ἀπό τίς πρῶτες τιμωρητικές ἀντιδράσεις ἐναντίον του ὑπῆρξε ἡ ἀπομάκρυνσή του ἀπό τό Πανεπιστήμιο τῆς Ὀξφόρδης, πού δίδασκε, ἡ καταδική του τόσο στην Ἀγγλία, στή σύνοδο τοῦ Λονδίνου τό 1382 ὅσο ἀπό τόν πάπα Γρηγόριο ΙΑ΄.
Πέθανε τό 1384, ἀφοῦ προηγουμένως ἔζησε μία ζωή συνεχῶν πιέσεων, διώξεων καί διαβολῶν, ὥστε νά πιστεύει ὅτι θά ἐπισφραγίσει με τό αἷμα τουτίς ἀπόψεις του.
Ἡ μισαλλοδοξία ὅμως τῆς Ρώμης γιὰτὸπρόσωπό του θά συνεχιστεῖ καί ἀργότερα μέ τήν καταδίωξη τῶν ὀπαδῶν του, τό καύσιμο τῶν ἔργων του καί θά ἐπικυρωθεῖ καί μέτήν καταδίκη του, ὡς αἱρετικοῦ, 31 χρόνια μετά τό θάνατό του ἀπό τή Σύνοδο τῆς Κωνσταντίας, πού θεωρεῖται ὡς ἡ 16η Οἰκουμενική γιά τούς Ρωμαιοκαθολικούς, στή συνεδρίασήτης 4–5–1415.
Ἀποκορύφωμα τῆς θρησκευτικῆς μισαλλοδοξίας καί τοῦ φανατισμοῦ ἐναντίον του, ἀποτελεῖ τό ἀποτρόπαιο γεγονός ὅτι με ἀφορμή τήν καταδίκη του ἀπό τη σύνοδο τῆς Κωνσταντίας, τόσα χρόνια μετά τό θάνατό του ἄνοιξαν τόν τάφο του, ξέθαψαν τά ὀστᾶ του, τά ἔκαψαν δημόσια και πέταξαν τήν τέφρα στό παραπλήσιο ποτάμι!
Μία ἀκόμη πράξη θρησκευτικῆς μισαλλοδοξίας, πού στιγματίζει αἰώνια τούς ἐμπνευστές καί τους ἐκτελεστές τέτοιων εἰδεχθῶν και ἀνήκουστων ἐνεργειῶν.
Ορθόδοξος Τύπος,29/03/2013