1 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 1955
Του Ακαδημαϊκού Παναγιώτη Κ. Περσιάνη
Σ’ όλες τις χώρες του κόσμου ο εορτασμός των εθνικών επετείων έχει βασικά δυο στόχους: α) να απονεμηθεί τιμή στους πρωτεργάτες του αγώνα και σ’ αυτούς που θυσιάστηκαν για την προάσπιση της πατρίδας και β) να δοθεί η ευκαιρία στους πολίτες να αποσπάσουν για λίγο τη σκέψη τους από την καθημερινή τύρβη και μέριμνα και να στοχαστούν πάνω στο τιμώμενο γεγονός, να το δουν υπό το φως των νέων κάθε φορά δεδομένων, και να αντιληφθούν την ιστορία τους μέσα σε μια νέα ιστορική προοπτική εμβαθύνοντας έτσι στη μοίρα του έθνους τους και τη δική τους και αντλώντας τα αναγκαία διδάγματα.
Το μέγιστο δίδαγμα που μπορεί να αντληθεί από τον αγώνα του 1955-59 είναι η επιβεβαίωση της ιστορικής αλήθειας πως, όταν ο ελληνικός λαός στηρίχτηκε στις δικές του δυνάμεις, μπόρεσε να επιτύχει τους στόχους του, είτε αυτοί ήταν η απελευθέρωση σκλαβωμένων εδαφών είτε η οικοδόμηση ενός δυνατού κράτους σεβαστού στους φίλους και φοβερού στους εχθρούς του.
Συναφές με αυτό είναι το δίδαγμα πως το θαύμα έγινε μόνο στις περιπτώσεις που ο ελληνισμός ήρθη πάνω από φιλοδοξίες και κομματικά και ιδεολογικά πάθη και με ομοθυμία, ομοψυχία , αποφασιστικότητα και πίστη σ ‘ αυτό που έκανε έθεσε ως πρώτο στόχο τη σωτηρία και το μεγαλείο της πατρίδας.
Ο αγώνας του 1955-59 αποτελεί ακριβώς μια τέτοια περίπτωση. Και τα τρία βασικά χαρακτηριστικά επιβεβαιώνουν αυτή την αλήθεια.
Το πρώτο χαρακτηριστικό ήταν η σύσσωμη και ενεργός συμμετοχή όλου του ελληνικού κυπριακού λαού, ανδρών και γυναικών, γέρων και νέων, ακόμα και μαθητών του δημοτικού σχολείου. Γι’ αυτό, όπως πολύ σωστά λέει ο ποιητής, «τη λευτεριά ο καθένας μας τη χρωστάει σ’ όλους». Τη χρωστάμε στους δυο αρχηγούς του αγώνα, τον Αρχιεπίσκοπο Μακάριο και το Στρατηγό Γρίβα Διγενή, που ενέπνευσαν το λαό και οργάνωσαν πολιτικά και στρατιωτικά τον αγώνα, τη χρωστάμε στα σχολεία και την Εκκλησία που γαλούχησαν τη νεολαία με τα νάματα της ελληνικής παράδοσης και του ελληνικού πολιτισμού και ατσάλωσαν την ψυχή με τα εθνικά ιδανικά, τη χρωστάμε στις εκατοντάδες τους μαχητές της πρώτης γραμμής που θυσίασαν τη ζωή τους στο βωμό της πατρίδας στην πιο όμορφη ώρα της νιότης τους, τη χρωστάμε, τέλος, σ’ όλους εκείνους που ύψωσαν ασπίδα προστασίας γύρω από τους αγωνιστές: Σ’ αυτούς που μετέτρεψαν τα σπίτια και τα περιβόλια τους σε κρησφύγετα, σ’ αυτούς που κάλυψαν με πέπλο μυστικότητας κάθε κίνηση και δράση τους, στους συνδέσμους, στους μαντατοφόρους, στους μεταφορείς όπλων, στις γυναίκες που τους τροφοδοτούσαν, στις εκατοντάδες μαθητές και μαθήτριες που με τις δυναμικές κινητοποιήσεις τους στις πόλεις ανάγκαζαν το βρετανικό στρατό και την αστυνομία να μετακινούν προς τα εκεί μεγάλα τμήματά τους μακριά από τα σημεία στα οποία θα δρούσαν οι αντάρτες, και σ’ όλόκληρο τον κυπριακό ελληνισμό που αγκάλιασε τον αγώνα με εμπιστοσύνη και αγάπη και δέχτηκε αγόγγυστα να υποστεί υλικές ζημιές από κατεδαφίσεις σπιτιων και εκριζώσεις περιβολιών, και να ταλαιπωρηθεί και να υποφέρει από αποκλεισμούς, κατ’οίκον περιορισμούς, και εξευτελιστικές σωματικές έρευνες.
Το δεύτερο χαρακτηριστικό ήταν η ομοψυχία και το πνεύμα αδελφοσύνης που έδενε μεταξύ τους τους αγωνιστές. Πολλοί αναρωτιούνται σήμερα τι ήταν εκείνο που έκανε τους μαχητές, ακόμα και δεκαοκτάχρονα παιδιά, να μην ενδίδουν, να προτιμούν να πεθάνουν από τα βασανιστήρια παρά να προδώσουν τους συντρόφους τους. Ο λόγος ήταν βέβαια το υψηλό τους φρόνημα και η αγωνιστικότητά τους, αλλά περισσότερο η αίσθηση πως οι συναγωνιστές τους ήταν αδελφοί τους, «αδελφοποιτοί» τους, όπως θα έλεγε ο Σολωμός, και πως κατάδοσή τους θα ισοδυναμούσε ουσιαστικά με πράξη αδελφοκτονίας.
Τέλος, το τρίτο χαρακτηριστικό ήταν η αίσθηση του χρέους όχι μόνο προς τη μικρή πατρίδα Κύπρο αλλά και προς ολόκληρο το γένος των Ελλήνων. Ο Αυξεντίου, ο Μάτσης, ο Μάρκος Δράκος, ο Λένας ,αυτοί που αψήφησαν την αγχόνη και όλοι οι άλλοι συναισθάνονταν βαθιά μέσα τους το χρέος απέναντι στις παλιές και τις νέες γενιές, απέναντι στην ιστορία του ελληνικού γένους. Είχαν ισχυρή επίγνωση πως δεν ήταν ούτε οι πρώτοι και δεν θάπρεπε να είναι ούτε οι τελευταίοι σ’ αυτόν τον τόπο, ήξεραν βαθιά μέσα τους πως «χρωστάμε σ’ όσους ήλθαν, πέρασαν, θαρθούνε, θα περάσουν» και πως «κριτές θα μας δικάσουν οι αγέννητοι, οι νεκροί».
Σήμερα, πενηνταοκτώ χρόνια από τότε, η εθνική μνήμη κρατά ακόμα ζωντανά τα μικρά και τα μεγάλα θαύματα του αγώνα, τις ένδοξες στιγμές υψηλού φρονήματος, λεβεντιάς και ψυχικής ανάτασης. Σήμερα, πενηνταοκτώ χρόνια από τότε, η ψυχή μας εξακολουθεί να νιώθει συγκλονισμένη από το εκτυφλωτικό φως που ξεχύθηκε από τη σπηλιά του Μαχαιρά και από το ηθικό μεγαλείο του κρησφυγέτου στο Δίκωμο. Δεν μπορούμε να ξεχάσουμε το περήφανο πέταγμα του σταυραετού του Μαχαιρά πάνω από την Κύπρο αλλά και πάνω από το παγκόσμιο στερέωμα, όπως μαρτυρούν οι μπαλάντες που γράφτηκαν από ξένους που συγκινήθηκαν από το μεγαλείο της θυσίας του.
Η πικρή αλήθεια βέβαια είναι πως, παρ’ όλα αυτά, τα πράγματα άλλαξαν πολύ από τότε. Από τη μια, η αλλαγή τρόπου ζωής, ο κυνισμός, ο υλισμός και ο έντονος ατομικισμός που καλλιεργήθηκαν διεθνώς τα τελευταία πενήντα χρόνια και, από την άλλη, η οικονομική δυσπραγία που έπληξε το νησί μας δεν άφησαν ανεπηρέαστη τη νεολαία μας. Τα φαινόμενα της φυγοστρατίας και της πώλησης όπλων της Εθνικής Φρουράς καθώς και η υποβάθμιση του εθνικού θέματος, όπως έδειξαν επανειλημμένα οι δημοσκοπήσεις, σε δεύτερο θέμα, μετά την οικονομία, δείχνουν πως μειώνονται επικίνδυνα το πνεύμα εθνικής αντίστασης, η εθνική περηφάνια και ο άδολος πατριωτισμός που χαρακτήριζαν τη νεολαία μας τα δοξασμένα εκείνα χρόνια.
Χωρίς όμως αυτό τον πατριωτισμό η μικρή μας πατρίδα δεν έχει πολλές ελπίδες να επιβιώσει, ιδιαίτερα σήμερα μέσα στην οικονομική περιπέτεια στην οποία σπρώχτηκε και τις αφόρητες πολιτικές πιέσεις που θα ακολουθήσουν. Οι θανάσιμοι εχθροί και οι άσπονδοι φίλοι είναι τόσο πολλοί και οι συγκυρίες τόσο δύσκολες και επικίνδυνες, που μόνο με ισχυρό πατριωτισμό και υψηλό φρόνημα μπορούν να αντιμετωπιστούν. Γι’ αυτό χρειάζεται να αναληφθεί άμεσα με λόγια αλλά προπαντός με έργα αποφασιστική προσπάθεια από όλους, γονείς ,σχολεία ,κόμματα και ιδιαίτερα από την ίδια την πολιτεία προς αυτή την κατεύθυνση. Η πολιτεία πρέπει να γίνει ξανά παιδαγωγούσα πολιτεία. Πρέπει να εμπνεύσει στο λαό εμπιστοσύνη και πίστη στο μέλλον με έμπρακτη εμμονή στις αξίες της ισονομίας, της ισοπολιτείας και της κοινωνικής δικαιοσύνης και με αναγνώριση της προσφοράς όλων ανεξαίρετα των πολιτών.
Καθ’ όλη τη διάρκεια της πρόσφατης προεκλογικής εκστρατείας τονίστηκε πολλές φορές από όλους τους υποψήφιους πως κανενός οι ώμοι δεν είναι τόσο δυνατοί ώστε να μπορούν να σηκώσουν από μόνοι τους το βάρος της σωτηρίας της πατρίδας και πως κανένας δεν περισσεύει. Αυτή η απλή αλλά μεγάλη αλήθεια πρέπει να γίνει συνειδητή από όλους ανεξαιρέτως, πρέπει να γίνει κοινό ιδανικό, ώστε να καλλιεργηθεί ξανά ανάμεσα στο λαό η ομοψυχία, η αλληλεγγύη αλλά και ο πατριωτισμός και η βαθιά έγνοια για το κοινό καλό. Χρειάζεται να σταθούμε όλοι μαζί όρθιοι και μονιασμένοι για να αντιμετωπίσουμε με πείσμα και επιμονή αλλά και με πολλή φρόνηση την καταιγίδα που έρχεται. Πρέπει να αποδείξουμε πως είμαστε πολύ σκληροί για να πεθάνουμε. Η μεγαλύτερη εκδίκησή μας εναντίον των εχθρών και των άσπονδων φίλων μας είναι να σταθούμε σύντομα στα πόδια μας, όπως το 1974, και να μη χρειαζόμαστε την οικονομική βοήθεια κανενός. Αυτό θα βοηθήσει να αποθαρρύνουμε αυξημένες πιέσεις στο εθνικό μας θέμα και να τις αποκρούσουμε με μεγαλύτερη επιτυχία εάν και όταν εκδηλωθούν.
Οι εξαγγελθείσες προθέσεις του νέου Προέδρου για ουσιαστική ενίσχυση του ρόλου του Εθνικού Συμβουλίου και στενή συνεργασία με τη Βουλή και όλα τα πολιτικά κόμματα δημιουργούν μεγάλες ελπίδες για επικράτηση μεγαλύτερης πολιτικής σύνεσης, υπευθυνότητας, ομόνοιας και πνεύματος ειλικρινούς συνεργασίας. Μεγάλες ελπίδες δημιουργούν επίσης η ωριμότητα και η υπευθυνότητα που δείχνει ο λαός μας αυτές τις μέρες καθώς και η βαθιά συνειδητοποίηση της μεγάλης ανάγκης για κοινωνική αλληλεγγύη, όπως αποδεικνύει η θέσπιση από τη Βουλή στις 22 Μαρτίου του Ταμείου Αλληλεγγύης . Η ενέργεια αυτή μπορεί, αν το θελήσουμε, να αποτελέσει την αρχή αναβίωσης στην εποχή μας του ελληνικού ευεργετισμού, μιας εθνικής κίνησης που βοήθησε σε μεγάλο βαθμό την επιβίωση και την ανάπτυξη τόσο της προεπαναστατικής όσο και της μετεπαναστατικής Ελλάδας το 18ο και 19ο αιώνα.
Η ευχή όλων μας αυτή την κρίσιμη ώρα είναι πως θα συνειδητοποιήσουμε όλοι μας, ηγεσία και λαός, το ηθικό νόημα του αγώνα του 1955-1959 και θα νιώσουμε τους αγωνιστές να ακουμπούν στον ώμο μας και να μας εμπνέουν και να μας στηρίζουν στη μεγάλη δοκιμασία που έχουμε μπροστά μας.
================================================
Βιογραφικό σημείωμα του Ακαδημαϊκού Παναγιώτη Περσιάνη
Ο Παναγιώτης Κ. Περσιάνης γεννήθηκε το 1932 στη Λύση της Αμμοχώστου. Σπούδασε κλασική φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, παιδαγωγικά στο Παιδαγωγικό Ινστιτούτο του Πανεπιστημίου του Λονδίνου και Εκπαιδευτικό Προγραμματισμό στο Πανεπιστήμιο του Lancaster (Αγγλία). Διετέλεσε καθηγητής και διευθυντής σχολείων μέσης εκπαίδευσης, επιθεωρητής φιλολογικών μαθημάτων, διευθυντής του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου Κύπρου και αναπληρωτής καθηγητής του Τμήματος Επιστημών της Αγωγής του Πανεπιστημίου Κύπρου. Το συγγραφικό του έργο άπτεται ενός ευρύτατου πλαισίου θεμάτων, όπως εκπαιδευτικών, κοινωνικών και γενικότερων γνωσιολογικών θεμάτων.