Το γλωσσικό… μνημόνιο
«Φωνάζω ελληνικά κι ούτε που μ’ αποκρίνεται κανείς» (Οδ. Ελύτης)
Στα πρώτα χρόνια της Επανάστασης του 1821, στην Εθνοσυνέλευση της Τροιζήνας συνέβη το εξής περιστατικό.
Οι πληρεξούσιοι, όπως έλεγαν τότε τους βουλευτές του νεοσύστατου ελληνικού κράτους, συνεδρίαζαν στα χωράφια και τα περιβόλια, όπως οι αρχαίοι πρόγονοί μας. Όλοι τους κάθονταν σταυροπόδι, κάτω στο χώμα, και μόνον ο Κολοκοτρώνης ήταν σκαρφαλωμένος στη διχάλα μιας λεμονιάς. Κάποτε, λοιπόν, ήθελαν να ψηφίσουν ένα νομοσχέδιο και μερικοί πληρεξούσιοι πρότειναν να κοπεί στο κείμενο του νομοσχεδίου η φράση «εν αυτή». Ο Πρόεδρος της Συνελεύσεως προσπαθούσε να τους πείσει πως δεν ήταν σωστό να περικοπούν οι δύο αυτές λέξεις, η φράση «εν αυτή», γιατί θα αλλοιωνόταν όλο το νόημα του σχετικού άρθρου. Κάποια στιγμή δύο πληρεξούσιοι σηκώθηκαν οργισμένοι από τις «θέσεις» τους και άρχισαν να φωνάζουν προς το προεδρείο:
Να κοπεί το «εν αυτή». Ναι, να κοπεί.
Το «εν αυτή» να κοπεί οπωσδήποτε, ο άλλος.
Όχι, δεν κόβετε το «εν αυτή» και η συνεδρίαση εξελισσόταν σε σύρραξη.
Ο Γέρος του Μοριά λαγοκοιμόταν, αφήνοντας τους λογιότατους να ερίζουν, με την ακατανόητη, γι’ αυτόν, στεγνή και τυποποιημένη γλώσσα τους. Ακούγοντας όμως τα λόγια και την φασαρία, πήδηξε μ’ ένα σάλτο κάτω από την λεμονιά και πηγαίνοντας κατ’ ευθείαν προς το προεδρείο, έξαλλος άρχισε να ρωτά:
- Τίνος το αυτί θα κόψετε, ωρέ πατριώτες;
- Τόσο μεγάλο έγκλημα έκανε ο άνθρωπος. Ντροπή μας Έλληνες. Εμείς αγωνιστήκαμε τόσα χρόνια για να διώξουμε τον τύραννο και τώρα θ’ αρχίσουμε να κόβουμε τα αυτιά του κοσμάκι;
Μέσα σ’ ένα πανδαιμόνιο από γέλια, χρειάστηκε να επέμβει ο Πρόεδρος, για να εξηγήσει στον Κολοκοτρώνη ότι παρεξήγησε τα πράγματα. Στο τέλος, βέβαια, κατάλαβε και ο Κολοκοτρώνης την γκάφα του και τους είπε χαμογελώντας:
Ε! Καλά δα, δεν είναι και τίποτα σπουδαίο, ωρέ γραμματιζούμενοι. Πώς θέλετε να καταλάβω, εγώ ο σκράπας, τις ελληνικούρες σας. Λέξεις κόψτε όσες θέλετε, αυτιά μια φορά να μην πειράξετε, γιατί θα ‘χουμε άσχημα ξεμπερδέματα. Είπα κι εγώ παλάβωσαν οι καλαμαράδες... Τι κόρακα μαθές.
Το θυμήθηκα το ωραίο περιστατικό από την ζωή του ήρωα για δύο λόγους. Πρώτον, γιατί πάντοτε με συγκινεί ο λόγος των αγωνιστών του Εικοσιένα και φροντίζω τέτοια ευθαλή και μυρίπνοα άνθη της ιστορίας μας να τα μοιράζομαι με τους μαθητές μου και, δεύτερον, γιατί και σήμερα συνεχίζεται η τακτική των τότε πληρεξούσιων από τους τωρινούς... πληρεξουσιαστές (αν μου επιτρέπεται ο νεολογισμός). Χρησιμοποιούν λέξεις ή φράσεις καινοφανείς αντικαθιστώντας παλιές και γνωστές, δυσάρεστες και αποτρόπαιες.
Ένα από τα πιο ουσιαστικά καθήκοντα των εξουσιών, ιδίως στην σημερινή, μνημονιακή συγκυρία, συνίσταται στο να βαπτίζουν, με λαοφιλές λέξεις ή ουδέτερες ή να επινοούν νέες, τα πράγματα που οι λαοί απεχθάνονται με τα παλιά τους ονόματα. Η δύναμη των λέξεων είναι τόσο μεγάλη, που αρκούν όροι καλά επιλεγμένοι, για να τους κάνουν να δεχτούν τα πιο μισητά και καταστροφικά πράγματα.
Παράδειγμα. Εφευρέθηκε μια τρισάθλια λέξη, η «κινητικότητα», για να καλύψει και να καρυκεύσει την απεχθή λέξη απόλυση. Σε τέτοιες λέξεις είχε διαπρέψει το ΠΑΣΟΚ, επί Ανδρέα κυρίως. Χρησιμοποιούσε, λόγω ιδεοπενίας, λέξεις με λαμπυρίζον περιτύλιγμα-ανανέωση, ανασυγκρότηση, αλλαγή, μεταρρύθμιση-στις οποίες, εάν έξυνες το κέλυφος και τις ξεφλούδιζες, εισέπνεες τις αναθυμιάσεις που έκρυβαν. (Ο γενέθλιος βέβαια χώρος αυτού του γλωσσικού πονηρεύματος, είναι το ΚΚΕ, που διαμορφώθηκε από τα μέσα περίπου της δεκαετίας του ’30. Η γνωστή «ξύλινη γλώσσα»). Να απαριθμήσω και άλλες τέτοιες λέξεις-πτώματα τυμπανιαίας αποφοράς. Μνημόνιο αντί για προδοσία και εκποίηση της πατρίδας, διαρθρωτικές αλλαγές, ευελιξία, οριζόντιες ή κάθετες περικοπές, το τρένο της ανάπτυξης, διεύρυνση της φορολογικής βάσης, ισότιμη συμμετοχή στα βάρη, σχέδιο «Καλλικράτης», «ΝΕΟ ΣΧΟΛΕΙΟ», αξιολόγηση και λοιπά και λοιπά. Και, όπως προείπα, αν αφαιρέσεις το φανταχτό βερνίκι, κρύβονται δράματα, ανθρώπινες τραγωδίες, δυστυχία, φρίκη και αγραμματοσύνη. Στο σχολείο ακολουθείται άλλη τακτική, προαγωγός της περιρρέουσας αγλωσσίας. Πέραν του ότι απουσιάζουν λέξεις εδραίες και υψηλές-ελευθερία, δικαιοσύνη, αξιοπρέπεια, εντιμότητα, ηρωισμός-κυριαρχεί περίπου αυτό που ο Σεφέρης αποκαλούσε «αριστερή καθαρεύουσα». («Δοκιμές»). Μακροπερίοδες, δυσνόητες και δυσανάπνευστες φράσεις, άγονοι και επαναληπτικοί πλατυασμοί, στερεότυπη μεγαλορρημοσύνη, ασκήσεις γλωσσικές που υπερβαίνουν το λεξιλόγιο και την ηλικία των παιδιών, γεγονός, που αιτιολογεί την ύπαρξη βοηθημάτων από την Α’ κιόλας Δημοτικού.
Παραπέμπω σε δύο κείμενα δυσνόητης και ανόητης γραφής, τα οποία περιέχονται σε βιβλία Γλώσσας, Δημοτικού και Γυμνασίου. Το πρώτο είναι από το βιβλίο Γλώσσας, τετράδιο εργασιών, Β’ Δημοτικού, β’ τεύχος, σελ. 10.
«Ο σκύλος που δεν ήξερε να γαβγίζει
Μία φορά κι έναν καιρό ήτανε ένας σκύλος που δεν ήξερε να γαβγίζει. Δε γάβγιζε, δε νιαούριζε, δε μουγκάνιζε, δε χλιμίντριζε, δεν ήξερε να κάνει καμιά φωνή ζώου. Ήτανε ένα μοναδικό σκυλί, που ποιός ξέρει πώς κατέφτασε από έναν τόπο όπου δεν υπήρχανε σκυλιά. Το ίδιο δεν καταλάβαινε πως του έλειπε τίποτα. Οι άλλοι του ανοίξανε τα μάτια. Του λέγανε:
-Μα εσύ δε γαβγίζεις;
-Δεν ξέρω, είμαι ξένος.
-Άκου απάντηση! Δεν το ξέρεις πως τα σκυλιά γαβγίζουν;
Ο σκύλος δεν ήξερε τι να απαντήσει. Δεν ήξερε όμως να γαβγίζει κι ούτε ήξερε πώς να μάθει».
(Τζιάνι Ροντάρι, «Παραμύθια για να σπάτε κέφι», εκδ. Κέδρος);
Το δεύτερο, από τα «Κείμενο Νεοελληνικής Λογοτεχνίας», Γ’ Γυμνασίου, σελ. 71. Αναφέρεται στους Φαναριώτες και τους Ρομαντικούς.
«Οι ρομαντικοί προβάλλουν το εγώ ως υπέρτατο εκφραστή αυτού του κόσμου. Κύριο χαρακτηριστικό τους η διχασμένη τους συνείδηση ανάμεσα στην οξεία κοινωνική κριτική και τη μελαγχολική αποξένωση, ανάμεσα στη σύμπραξη με τα επαναστατικά κινήματα της εποχής και στην ανία, που οδηγεί στην εξιδανίκευση του πρόωρου θανάτου.
Στοιχεία και θέματα από το κλίμα του ευρωπαϊκού ρομαντισμού απαντούν συχνά στο έργο των ποιητών της πρώτης αθηναϊκής (ή φαναριώτικης) σχολής, τα χρονικά όρια της οποία ορίζονται από την ίδρυση του ελληνικού κράτους ως τα 1880. Ωστόσο, και παρά τις σποραδικές εμφανίσεις βυρωνικών εξάρσεων, ο αθηναϊκός ρομαντισμός χαρακτηρίζεται εξαρχής από την επιδίωξη μορφικής επιμέλειας και θεματικής ευπρέπειας τόσο, ώστε από πολλές απόψεις να μοιάζει συγγενέστερος προς την ποιητική του νεοκλασικισμού ή, όπως έχει υποστηριχτεί, να αποτελεί μία ιδιάζουσα «τοπική» εκδοχή ρομαντικού νεοκλασικισμού».
Ερώτηση: βγαίνει νόημα από τα δύο κείμενα; Μπορεί ένα 7χρονο παιδί να «αποκρυπτογραφήσει» τον κωφό και άλαλο σκύλο (υπάρχουν σκυλιά που δεν γαβγίζουν; αγνοώ), ή ένας 15χρονος τις θολοκουλτουριάρικες τιποτολογίες του δεύτερου κειμένου;
Ανακεφαλαιώνοντας: από την μια αλλοίωση εννοιών, ασαφείς νεολογισμοί και απόκρυψη λέξεων, οι οποίες είναι «σημαίες» αγώνων του λαού-ελευθερία, εθνική αξιοπρέπεια και ανεξαρτησία-και από την άλλη σύγχυση και «γλωσσική αποκολοκύνθωσις» (Καργάκος). Πού καταλήγουμε;
Ας θυμηθούμε-στην τραγική υπερβολή της αλλά και στην δύναμη της προφητείας της-την περιγραφή της μελλοντικής γλώσσας, της «Νέας Ομιλίας» του Όργουελ (μετάφρ. Ν.Μπάρτη, Κάκτος 1978, σ. 305-6):
«Στον αυτοματισμό και στην αχρήστευση της σκέψεως βοηθούσε και το γεγονός ότι υπήρχε πολύ μικρή εκλογή στις λέξεις. Το λεξιλόγιο της Νέας Ομιλίας, σε σύγκριση με το δικό μας, ήταν πολύ μικρό, και αναζητούσαν διαρκώς καινούργιους τρόπους να το λιγοστέψουν πιο πολύ. Η Νέα Ομιλία διέφερε πραγματικά από όλες τις άλλες γλώσσες σε τούτο: κάθε χρόνο γινόταν πιο φτωχή αντί να εμπλουτίζεται. Κάθε αφαίρεση που της έκαναν, ήταν κέρδος, γιατί όσο λιγότερη ευχέρεια έχει κανείς να διαλέξει ανάμεσα σε λέξεις, τόσο μικρότερος είναι ο πειρασμός να σκεφθεί.
Έλπιζαν να δημιουργήσουν τελικά μία ομιλία που θα έβγαινε από το λαρύγγι χωρίς καμμιά συμμετοχή του εγκεφάλου».
"Όπου γλώσσα πατρίς" λέει ο Ελύτης, πράγμα επικίνδυνο για τις μνημονιακές ανθρωποκάμπιες…