ΑΡΜΕΝΙΚΗ ΓΕΝΟΚΤΟΝΙΑ ΑΦΙΕΡΩΜΕΝΗ ΣΤΟΥΣ ΕΛΛΗΝΕΣ ΤΟΥΡΚΟΛΑΓΝΟΥΣ
Στις 15 Μαρτίου 1921, λίγα χρόνια μετά την μεγάλη σφαγή -γενοκτονία των Αρμενίων, λίγο πριν από την μεσημέρι, ο Αρμένιος πατριώτης Soghomon Tehlirian, ύστερα από συστηματική παρακολούθηση δέκα ημερών, έκρινε πως έφτασε η κατάλληλη στιγμή να εκτελέσει το σχέδιο του. Στην οδό Χίντεμπουργκ, σε ένα προάστιο του Βερολίνου, κάνει ανύποπτος την συνηθισμένη του βόλτα ντυμένος ευρωπαϊκά και ακολουθούμενος σε απόσταση μερικών μέτρων, κατά τα μουσουλμανικά έθιμα, από την σύζυγο του, ο οργανωτής του φρικιαστικότερου εγκλήματος στην ιστορία της εξόντωσης των 1.500.000 Αρμενίων, ο άλλοτε υπουργός εσωτερικών της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, Talat Pascha.
Ο Τεχλιριάν ξεκίνησε από το απέναντι πεζοδρόμιο, διασταυρώνεται με τον Ταλαάτ, τον προσπερνάει και επιβραδύνει το βήμα του. Ξαφνικά γυρίζει πίσω και τον κοιτάζει κατάματα. Το βλέμμα του ήταν ο πόνος μιας ολόκληρης γενιάς. Ο Τεχλιριάν ήταν ήσυχος και η συνείδηση του ήταν ήρεμη. Ο Ταλαάτ έδειξε πως κατάλαβε κάτι, τα βλέφαρα του, όπως διηγήθηκε αργότερα ο εκτελεστής του, τρεμόπαιξαν. Θέλησε να λοξοδρομήσει για να αποφύγει τον άγνωστο διαβάτη, αλλά δεν πρόλαβε. Ο Τεχλιριάν έβγαλε το περίστροφο του και με μια αστραπιαία κίνηση το σήκωσε στο ύψος του κεφαλιού του γιγαντόσωμου Ταλαάτ. Μια σφαίρα ήτα αρκετή. Ο Ταλαάτ βρέθηκε ξαπλωμένος καταγής. Η γυναίκα του έπεσε λιπόθυμη ενώ ο κόσμος ξεπετάχτηκε στα μπαλκόνια και από τα παράθυρα φωνάζοντας, «πιάστε τον πιάστε τον». Ο Τεχλιριάν έτρεξε να εξαφανιστεί αλλά κάποιος που έρχονταν από την αντίθετη κατεύθυνση κατάφερε να τον συλλάβει. Στην δίκη που έγινε και η οποία συγκέντρωσε το παγκόσμιο ενδιαφέρων, ο Τεχλιριάν απολογούμενος απέρριψε την κατηγορία που του αποδίδονταν με την φράση : «Σκότωσα μα δεν είμαι δολοφόνος». Το δικαστήριο, μετά από μια δραματική δίκη, υιοθετώντας καθώς φαίνεται την άποψη του τον αθώωσε. Η απόφαση αυτή έγινε δεκτή με ανακούφιση από την διεθνή κοινή γνώμη και θεωρήθηκε σαν μια πρώτη δικαίωση του τότε κόσμου απέναντι στο ανοσιούργημα της αρμένικης γενοκτονίας του 1915-16.
Η ίδια τύχη περίμενε και άλλους πρωτεργάτες του αρμένικου πογκρόμ. Στις 6 Δεκεμβρίου 1921, ο Arsavir Sirakian Αρσαβίρ Σιρακιάν σκοτώνει στην Ρώμη τον Sayid Halim Σαϊντ Χαλίμ. Οι Misak Torlakian Μισάκ Τορλακιάν, Aram Perganian Αράμ Περγκανιάν, Stepan Tsagıkıan Στεπάν Τσαγικιάν και Bedros Derbogosıan Μπεντρός Ντερμπογοσιάν, όλοι τους μέλη όπως και οι δύο προηγούμενοι της πατριωτικής οργάνωσης, «Ντασνάκ», ανακαλύπτουν και σκοτώνουν τους Bahaeddin Sakır Μπαχαεντίν Σακίρ, Kemal Pascha Κεμάλ Πασά, Ember Pascha Εμβέρ Πασά. Μερικές δεκαετίες αργότερα, την δεκαετία του εβδομήντα, όταν το αρμενικό έθνος ξανάνθιζε στην σύγχρονη του μορφή, η οργάνωση ASALA ΑΣΑΛΑ έμελε να ξεσηκώσει όλο τον κόσμο με τις αλλεπάλληλες δολοφονίες Τούρκων διπλωματών εκδικουμένη στο μέτρο της ηθικής δικαιοσύνης τις αμέτρητες σφαγές των άρχων του εικοστού αιώνα. Το πρόβλημα όμως της απόδοσης της δικαιοσύνης πολλές δεκαετίες μετά τις γενοκτονίες ακόμα δεν έχει λυθεί. Η σύγχρονη Τουρκία του ισλαμιστή Ταΐπ Ερντογάν συνεχίζει να αρνείται πεισματικά να αναγνωρίσει τις γενοκτονίες που διέπραξε αποδίδοντας την ηθική δικαίωση στα αμέτρητα θύματα τους, προκαλώντας μέχρι σήμερα την οργή στους επιζήσαντες απογόνους αυτών των σφαγών.
« “Δεν είχε ακόμα χαράξει”, έλεγε ο πατέρας μου, “όταν όλο το χωριό ξεκίνησε με θρήνους συνοδεία μερικών ζαπτιέδων, (Τούρκων χωροφυλάκων), παίρνοντας τον δρόμο της εξορίας, με πολύ λίγα από τα υπάρχοντά τους, αφού τα πάντα έπρεπε να τα εγκαταλείψουν, γυναίκες, παιδιά και γέροι. Οι άνδρες είχαν συλληφθεί τις προηγούμενες μέρες και είχαν οδηγηθεί μακριά από το χωριό, στη γειτονική Kαισάρεια. Ύστερα από πορεία μερικών ωρών φτάσαμε στην Kαισάρεια και εκεί που πλησιάζαμε στην πλατεία της πόλης, από την κεφαλή της πορείας άρχισε ένας σπαρακτικός θρήνος που σε λίγο έφτασε και σε μας και μας κάλυψε. Αντικρίσαμε ένα φοβερό θέαμα. H πλατεία είχε μετατραπεί σε ένα δάσος με αγχόνες με τα άψυχα σώματα των αγαπημένων μας να κρέμονται. O θρήνος ξέσκιζε τον ουρανό, γυναίκες σφιχταγκάλιαζαν τα μικρά τους και περνούσαν μπροστά από τις κρεμάλες χωρίς να τους επιτρέπεται να σταματήσουν έστω και λίγο. Άλλες έπεφταν λιπόθυμες, κλαίγοντας σπαρακτικά τραβώντας τα μαλλιά τους. Οι ζαπτιέδες τις χτυπούσαν βάναυσα υποχρεώνοντάς τις να προχωρήσουν. Αδιάφορο για τον θρήνο των γυναικών, ένα χαμίνι, τουρκόπαιδο, ξυπόλυτο, τριγυρνούσε μέσα στις αγχόνες, καγχάζοντας και τραβώντας από τα πόδια τα σώματα των κρεμασμένων, τα έφτυνε, τα κουνούσε πέρα δώθε, και φώναζε χλευαστικά “Που είναι η Αρμενία σας;”. Το πρωινό αεράκι φυσούσε κάνοντας τα άψυχα αθώα σώματα να αιωρούνται μέσα σε μια μακάβρια μελωδία που δημιουργούσαν οι τριγμοί από τα σχοινιά και τις αγχόνες».
Από «Η αρμενική γενοκτονία» του Kαραμπέτ Kαλφαγιάν, (Αρμένιος ιστορικός συγγραφέας)
Οι γενοκτονίες των χριστιανών της Ανατολής, Ελλήνων, Αρμένιων και Ασσύριων, ζητούν την ηθική και ιστορική τους δικαίωση και όχι την άθλια παραγραφή της ιστορίας με «συνωστισμούς» και άλλες ανεκδιήγητες ιστορικές αθλιότητες, στον βωμό μιας υποτιθέμενης υποκριτής προσέγγισης που όμως εξομοιώνει με σκανδαλώδη τρόπο τους θύτες με τα αμέτρητα θύματα τους.
Δημοσιογράφος-Συγγραφέας-Τουρκολόγος