Θεολογικό υπόβαθρο των νέων αναλυτικών προγραμμάτων
τουΔρ Ιωάννη Κ. Αγγελοπούλου
***
Μια τεκμηριωμένη και εύστοχη κριτική στη θρησκειολογικήκατεύθυνση των νέων αναλυτικών προγραμμάτων του μαθήματος των Θρησκευτικών πουεφαρμόζονται εφέτος σε πιλοτικά σχολεία και από τη νέα σχολική χρονιά θαισχύουν για όλα τα σχολεία της χώρας.
Μια τεκμηριωμένη και εύστοχη κριτική στη θρησκειολογικήκατεύθυνση των νέων αναλυτικών προγραμμάτων του μαθήματος των Θρησκευτικών πουεφαρμόζονται εφέτος σε πιλοτικά σχολεία και από τη νέα σχολική χρονιά θαισχύουν για όλα τα σχολεία της χώρας.
***
α) Γενικὰ
Ἀναρτήθηκαν στὸ διαδίκτυο τὰ νέα ἀναλυτικὰπρογράμματα τοῦ μαθήματος τῶν θρησκευτικῶν γιὰ τὸ Δημοτικὸ καὶ τὸ Γυμνάσιο,μαζὶ καὶ μὲ ἄλλα μαθήματα, στὴν κατηγορία «ψηφιακὸ σχολεῖο» τοῦ ὙπουργείουΠαιδείας.
Τὸ ἀρχικὸ χρονοδιάγραμμα ἦταν νὰ δοθοῦν στὴνδημοσιότητα καὶ στὴν διαφημιζόμενη διαβούλευση πρὸ τῆς λήξεως τοῦ σχολικοῦἔτους 2010-2011, ὥστε νὰ βελτιωθοῦν πρὶν τὴν πιλοτικὴ ἐφαρμογή τους σὲ κάποιαΔημοτικὰ καὶ Γυμνάσια. Τελικῶς οἱ ἀρχικὲς προθεσμίες (ὡς συνήθως) παραβιάστηκανκαὶ καταλήξαμε νὰ γίνεται ἡ ἐπιμόρφωση τῶν ἐμπλεκομένων ἐκπαιδευτικῶν ἀρχὲςΝοεμβρίου γιὰ τὴν πιλοτικὴ ἐφαρμογὴ τοῦ τρέχοντος σχολικοῦ ἔτους!
Στὸ νέο Πρόγραμμα Σπουδῶν ὑπάρχει ἐκτεταμένηεἰσαγωγὴ γιὰ τὴν ἀναγκαιότητα τῆς ἀλλαγῆς τοῦ θεολογικοῦ προσανατολισμοῦ τοῦμαθήματος τῶν θρησκευτικῶν (20 σελίδες ἐπὶ συνόλου 103). Περαιτέρω θεωρητικὴἀνάλυση γίνεται καὶ στὸν Ὁδηγὸ τοῦ Ἐκπαιδευτικοῦ (σελίδες 73 ἐπὶ συνόλου 277).Τὰ δύο εἰσαγωγικὰ κείμενα δὲν ἔχουν γραφεῖ ἀπὸ τὸν ἴδιο συγγραφέα, γι’ αὐτὸ καὶδὲν ἔχουν τὸ ἴδιο ὕφος καὶ τὴν ἴδια ποιότητα. Τὸ πρῶτο κείμενο (τὸ εὑρισκόμενοστὸ Πρόγραμμα Σπουδῶν) εἶναι περισσότερο ἐπικριτικὸ τῶν παλαιοτέρων ἈναλυτικῶνΠρογραμμάτων, ἐνῶ τὸ δεύτερο εἶναι μετριοπαθέστερο καὶ ἐπικεντρώνεται στὶςἱστορικὲς ἐξελίξεις τῶν θρησκειοπαιδαγωγικῶν ἀντιλήψεων τῶν τελευταίωνδεκαετιῶν τοῦ εἰκοστοῦ αἰῶνος. Βεβαίως καὶ αὐτὸ εἶναι ἐπιλεκτικό, ἀφοῦ ἀναφέρειὅτι: «στὴν παροῦσα ἑνότητα ἐπιχειρεῖται: α) Ἡ ἁδρομερὴς ἐπισκόπηση τῶνεὐρωπαϊκῶν ἐξελίξεων, κυρίως αὐτῶν ποὺ ἐπιχείρησαν τὴν ὑπέρβαση τῆς κλειστῆςὁμολογιακῆς θρησκ. ἐκπ/σης» (σ. 7), βεβαιώνοντας μὲ αὐτὴν τὴν φράση ὅτιὑπάρχουν κι ἄλλες προσεγγίσεις τὶς ὁποῖες ὁ Ὁδηγὸς τοῦ Ἐκπαιδευτικοῦ ἀποσιωπᾶ,γιατὶ τὶς θεωρεῖ ὅτι ἀκολουθοῦν «τὴν κλειστὴ ὁμολογιακὴ θρησκευτικὴἐκπαίδευση». Ὁ Ὁδηγὸς προκρίνει ὡς τὴν πλέον σύγχρονη (καὶ ἁρμόζουσα καὶ στὰἑλληνικὰ δεδομένα) θρησκειοπαιδαγωγικὴ προσέγγιση αὐτὴν τοῦ «θρησκευτικοῦγραμματισμοῦ» τοῦ Andrew Wright (σ. 14).
Ἡ γενικὴ ἐντύπωση, τὴν ὁποία ἀποκομίζει ὁἀναγνώστης εἶναι ὅτι πρόκειται γιὰ μιὰ ἀνατροπὴ τοῦ καθιερωμένου θρησκευτικοῦμαθήματος ὄχι μόνον στὴν μεθοδολογία προσφορᾶς τῆς διδακτέας ὕλης (θεματικοὶκύκλοι ἀνὰ τάξη καὶ ἀνὰ βαθμίδα ἐκπαιδεύσεως), ἀλλὰ καὶ στὴν θεολογικὴπροσέγγιση τῆς διδακτέας ὕλης. Ἀπὸ Curiculla γίνονται Προγράμματα Σπουδῶνδιαδικασίας. Ἐγκαταλείπεται σιωπηρῶς ἢ ὑπολανθανόντως ἡ ὀρθόδοξηθεολογικὴ προσέγγιση τῶν διαφόρων θεμάτων καὶ υἱοθετεῖται μία συγκρητιστικὴ ἢθρησκειολογικὴ προσέγγιση, ἡ ὁποία ὑποτίθεται ὅτι εἶναι ἀναγκαία γιὰ τὴν ἐποχήμας καὶ τοποθετοῦνται δίπλα – δίπλα οἱ μεγάλες θρησκευτικὲς παραδόσεις τῆςοἰκουμένης, σὲ ἡλικίες μάλιστα τόσο μικρὲς (Α’ Γυμνασίου) καὶ ἀνίκανες γιὰσυγκρίσεις καὶ κριτικὲς παρατηρήσεις. Ἡ καταβίβαση θρησκειολογικῆς ὕλης ἀπὸ τὴνΒ’ Λυκείου στὴν Α’ Γυμνασίου δὲν μπορεῖ νὰ θεμελιωθεῖ οὔτε μὲ παιδαγωγικά, ἀλλὰοὔτε καὶ μὲ θεολογικὰ ἐπιχειρήματα.
Ἔτσι, τὸ μάθημα τῶν θρησκευτικῶν καθίσταταιἕνα οὐδέτερο, ἄχρωμο καὶ ἄγευστο μάθημα, τὸ ὁποῖο χάριν τῆς οὐδετερότητοςθυσιάζει τὶς ἰδιαιτερότητες τῶν διαφόρων θρησκευτικῶν μορφωμάτων καὶ χάριν τοῦπλουραλισμοῦ συρρικνώνει ἀφάνταστα (καὶ ἀνερυθρίαστα) τὸν πλοῦτο τῆς ὀρθοδόξουΠαραδόσεως, τὴν ὁποία σήμερα σπουδάζουν ἑτερόθρησκοι καὶ ἑτερόδοξοι σὲ χῶρεςτοῦ ἐξωτερικοῦ.
Τὸ κυριώτερο, ὅμως, μειονέκτημα τῶν νέωνἀναλυτικῶν προγραμμάτων εἶναι ἡ θεολογική του ὑποδομή. Γιὰ τὴνὑποστήριξη τοῦ «θρησκευτικοῦ γραμματισμοῦ» τῶν μαθητῶν θυσιάζεται ὁ πλοῦτος τῆςΠαραδόσεως τῶν Ἁγίων καὶ τῶν Πατέρων τῆς Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας. Μᾶςἐνθυμίζει τὴν ρήση τοῦ Τ. Ἔλιοτ ὅτι ἀνταλλάξαμε τὴν σοφία μὲ τὴν γνώσηκαὶ τὴν γνώση μὲ τὴν πληροφορία. Τὰ νέα ἀναλυτικὰ προγράμματαθυσιάζουν τὴν καθολικότητα τῆς ἀληθείας (ποὺ κατὰ τὴν αὐτοσυνειδησία τῆςὈρθοδόξου Ἐκκλησίας αὐτὴ κατέχει) μὲ τὴν κατακερματισμένη στὰ διάφοραθρησκεύματα μερικὴ γνώση καὶ σπερματικὴ ἀλήθεια: «Ἴχνη ἀπὸ τὴν ἀναζήτησητοῦ ὑπερβατικοῦ» (βλ. ὁμότιτλο βιβλίο Ἀναστασίου Γιαννουλάτου). Ὑποστηρίζεταιστὸν Ὁδηγὸ ὅτι: «Στὸ τέλος τῆς πρώτης δεκαετίας τοῦ 21ου αἰῶνα τὸ μάθημαβρίσκεται μπροστὰ σὲ μιὰ νέα πρόκληση: νὰ ἰσχυροποιήσει τὰ ἐκπαιδευτικά τουθεμέλια, νὰ ὑπερβεῖ τὴ μονοφωνία καὶ τὴν ὅποια ὁμολογιακὴ φυσιογνωμία του,συμπεριλαμβάνοντας ὅλους τοὺς μαθητὲς τοῦ ἑλληνικοῦ σχολείου ἀνεξάρτητα ἀπὸ τὴθρησκευτικὴ ἢ μὴ δέσμευσή τους. Οἱ διδάσκοντες ἐκπαιδευτικοὶ τὸ μάθημα τῶνΘρησκευτικῶν, δάσκαλοι στὴν πρωτοβάθμια καὶ θεολόγοι στὴ δευτεροβάθμια, ἔχουντὴν ἑτοιμότητα νὰ ἀναγνωρίσουν πὼς αὐτὸ τὸ αἴτημα κατὰ κανένα τρόπο δὲνἀντιφάσκει πρὸς τὴ χριστιανικὴ ἄποψη γιὰ τὴν πίστη καὶ τὴν ἐκπαίδευση. Ἄλλωστεκαὶ στὴ σύγχρονη ὀρθόδοξη θεολογία ἀναγνωρίζεται μιὰ στροφὴ καὶ μιὰ ἐπέκτασητῆς κεντρικῆς της ἑστίασης ἀπὸ τὴν Ἐκκλησιολογία στὴ θεολογία τοῦ προσώπου καὶγενικότερα στὴ χριστιανικὴ Ἀνθρωπολογία (K. Ware). Οἱ λόγοι αὐτῆς τῆς θεολογικῆς‘στροφῆς’ σχετίζονται ἰδιαίτερα μὲ τοὺς μεγάλους στόχους τῆς θρησκ. ἐκπ/σης»(σ. 27-28).
Σὲ ἀντίθεση μὲ αὐτὰ τὰ προκαλοῦντα σύγχυσηλόγια, ἡ παραδοσιακὴ ὀρθόδοξη θεολογία διδάσκει μὲ σαφήνεια ὅτι ἡ ἀλήθεια εἶναιμοναδικὴ καὶ εὑρίσκεται ἀποκεκαλυμένη καὶ ταμιευμένη πλήρως στὴν Ἐκκλησία. Παραθέτουμε ἐδῶ τὴν μαρτυρία τοῦ ἁγίουἸωάννου τοῦ Χρυσοστόμου γιὰ τὴν ἀλήθεια καὶ τὴν θεώρηση αὐτῆς ὑπὸ τῶναἱρετικῶν: «Καθάπερ ὁ ἥλιος ἀμυδρὸς φαίνεται τοῖς ἀσθενοῦσι τὰς ὄψεις, οὕτω δὴκαὶ ὁ Θεὸς ἀσθενὴς καὶ ταπεινὸς ἐν ταῖς διανοίαις ἐκείνων. Ἀλλ’ ὥσπερ ὁ ἥλιοςοὕτω νομίζεται, οὐκ ἔστι δὲ ἀμυδρός, ἀλλὰ τῆς ἀσθενείας ἐκείνων τὸ πάθος οὕτωκαὶ ὁ Θεός, κἂν τοῦτο ὑποπτεύηται, οὐκ ἔστιν ἀσθενής, ἀλλὰ τῆς ἐκείνων ἀνοίαςτὸ σύμπτωμα» (PG 55, 90).
Ἡ θεωρητικὴ θεμελίωση τῆς ἀλλαγῆς τοῦπνεύματος τοῦ μαθήματος «ποὺ ἀποδέχεται τὸν δημιουργικὸ διάλογο μὲ τὴνεωτερικότητα, τὸν πλουραλισμό, τὴν πολυπολιτισμικότητα καὶ τὴν ἑτερότητα» (σ.16 Προγράμματος Σπουδῶν) εἶναι μονομερής: ὑπάρχουν κι ἄλλες ἀπόψειςστὸν θεολογικὸ κόσμο. Μπορεῖ νὰ γίνεται κάλλιστα ὁ διάλογος μὲ τὸνἄλλο, στηριγμένος στὴν δική μας Ὀρθόδοξη Παράδοση. Ὑπενθυμίζουμε, ἐπὶτοῦ προκειμένου, τὴν μεθοδολογία ποὺ ἀκολούθησε ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶςστὸν διάλογό του μὲ μουσουλμάνους, αἰχμάλωτος αὐτῶν. Συνομίλησε μαζί τους μὲθεολογικὰ ἐπιχειρήματα (κι ὄχι μὲ θρησκειολογικά) καὶ δὲν ἐφείσθη νὰ τονίσειτὴν θεμελιώδη διαφορὰ γιὰ τὴν θεότητα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ ποὺ ἀρνοῦνται οἱΜουσουλμᾶνοι (βλ. Διάλογος πρὸς Χιόνας, Συγγράμματα, τόμ. Δ’, σσ. 148-165).
Οἱ ἰθύνοντες τῶν νέων ἀναλυτικῶν προγραμμάτωνθεωροῦσαν καὶ διακήρυσσαν γιὰ χρόνια ὅτι ἕνα μεταλλαγμένο θεολογικὸ σὲθρησκειολογικὸ (ἢ πολιτιστικό) μάθημα θὰ γινόταν ἀποδεκτὸ ἀπὸ τὴν ἑλληνικὴκοινωνία καὶ κατ’ ἀνάγκην θὰ ἦταν ὑποχρεωτικὸ γιὰ ὅλους τοὺς μαθητές. Ἡσημερινὴ πολιτικὴ ἡγεσία τοῦ Ὑπουργείου Παιδείας τοὺς διέψευσε. Τὸ μάθημα καὶμεταλλάσσεται καὶ καθίσταται προαιρετικὸ στὴν Γ’ Λυκείου, σύμφωνα μὲ τὸ σχέδιοτοῦ νέου Λυκείου.
β) Ἰδιαίτερες ἐπισημάνσεις
Ἀποσιωπᾶται ἡ ἄποψη πολλῶν ἐκπαιδευτικῶνθεολόγων γιὰ διατήρηση τοῦ θεολογικοῦ (ὀρθοδόξου) χαρακτῆρος τοῦ μαθήματος. Σημειώνεται στὸν Ὁδηγό: «Τότε (τέληδεκαετίας 1990) ἀρχίζουν νὰ διαμορφώνονται διάφορες ἐναλλακτικὲς προτάσεις γιὰτὴ σχολικὴ θρησκ. ἐκπ/ση (‘γνωστικό’, ‘πολιτιστικό’, ‘βιβλικό’ ΜτΘ). Πρόκειταιγιὰ μιὰ σημαίνουσα μετακίνηση τοῦ θεολογικοῦ ἐκπαιδευτικοῦ κόσμου, ὁ ὁποῖος,χωρὶς νὰ ἐκποιεῖ τὴ θεολογική του αὐτοσυνειδησία, φαίνεται νὰ ἐμπεδώνει πλέοντὴν ἀνάγκη ἑνὸς στέρεου ἐκπαιδευτικοῦ προσανατολισμοῦ τοῦ ΜτΘ, προκειμένου τὸμάθημα ὄχι μόνο νὰ διασφαλίσει τὴ θέση του στὸ ἑλληνικὸ σχολεῖο, ἀλλὰ καὶ νὰἐνισχύσει τὸν μορφωτικό του χαρακτῆρα» (σ. 25). Στὴν βιβλιογραφία,ὅμως, ποὺ παραπέμπουν (σ. 30-31) ὑπάρχουν στὰ συλλογικὰ ἔργα καὶ ἄρθρα, τὰὁποῖα ὑπεραμύνονται τοῦ (ὀρθοδόξου) θεολογικοῦ χαρακτῆρος τοῦ μαθήματος.
Στὸ Πρόγραμμα Σπουδῶν ἀναφέρεται ὅτι τὰἀναλυτικὰ προγράμματα «τῶν ἐτῶν 1913, 1914 καὶ 1931 γίνονται πιὸ ἀκαδημαϊκὰ σὲμιὰ προσπάθεια νὰ ξεπεραστεῖ ὁ πιετισμὸς καὶ ὁ ἠθικισμὸς τῶν προηγούμενωνχρόνων, ἐνῶ παράλληλα εἰσάγεται γιὰ πρώτη φορὰ καὶ ἡ διδασκαλία ἄλλων μεγάλωνθρησκευμάτων τοῦ κόσμου» (σ. 7). Καὶ διερωτᾶται κάποιος: πότε πρόλαβενὰ ἑδραιωθεῖ στὴν ἑλληνικὴ ἐκπαίδευση ὁ πιετισμός, ἀφοῦ ἡ ναυαρχίδατοῦ ἑλληνικοῦ πιετισμοῦ (κατὰ Χρῆστο Γιανναρᾶ) Ἀδελφότης «Ζωὴ» ἱδρύθηκε τὸ 1907καὶ τὸ περιοδικό της τὸ 1911! Σὲ δύο-τρία χρόνια κατόρθωσε νὰ διαποτίσει μὲ τὸπνεῦμα της ὁλόκληρη τὴν ἐκπαίδευση;
Στὴν σελ. 13 ἀναφέρεται: «Ἡ διδασκαλία του(ΜτΘ) ἀπαιτεῖ ἐπαγγελματίες ἐκπαιδευτικούς, μὲ ἰσχυρὴ θεωρητικὴ καὶ πρακτικὴἐκπαίδευση ποὺ ἔχουν διαμορφώσει κατανόηση τοῦ ρόλου τους καὶ στοχαστικοκριτικὴστάση ἀπέναντι στὴ θρησκεία». Δὲν ἀναφέρεται πουθενὰ ὅτι τὸ θρησκεύειν(καὶ τὸ θεολογεῖν) εἶναι πρωτίστως πάθημα κι ὄχι μάθημα. Ἡ«στοχαστικοκριτικὴ στάση» τί σημαίνει; Ὅτι ἀμφισβητεῖται καὶ ἡ θρησκεία τὴνὁποία θεωρητικῶς πιστεύουν καὶ διδάσκουν; Καὶ πῶς θὰ πεισθεῖ ὁ μαθητής, ὅτανδὲν εἶναι πεπεισμένος ὁ δάσκαλος;
Στὴν σελ. 9 ἀναγράφεται: «Πάνω στὰ νέα ΑΠγράφτηκαν στὸ διάστημα 1985-1989 μιὰ σειρὰ νέων ἐγχειριδίων. Πρόκειται γιὰἐγχειρίδια ποὺ ‘μπολιάστηκαν’ ἀπὸ τὴ γόνιμη θεολογία τοῦ ’60 καὶ διέπονται ἀπὸσύγχρονες ψυχοπαιδαγωγικὲς ἀρχές». Ἀφοῦ ἔχουν γόνιμη θεολογία καὶσύγχρονες ψυχοπαιδαγωγικὲς ἀρχές, γιατὶ δὲν τὰ ἀκολουθοῦν τὰ σημερινὰΠρογράμματα Σπουδῶν; Γιατὶ ἐκθειάζεται ἕνα καθαρὰ κατηχητικὸ (κατὰ τοὺς ἰδίους)καὶ ἀκολουθοῦν τοὺς ἀκαδημαϊκοὺς κλάδους Ἀναλυτικὸ Πρόγραμμα καὶ δὲνυἱοθετεῖται, ἔστω καὶ μερικῶς ἀπὸ τὰ νέα Προγράμματα Σπουδῶν; Μήπως γιὰ νὰδοθοῦν γιὰ ἄλλη μιὰ φορὰ εὔσημα στὸν τότε συντάκτη τους καὶ ὑπερασπιστὴ τοῦὀρθοδόξου θεολογικοῦ μαθήματος σὲ μιὰ ἐποχὴ κολοσιαίων ἀλλαγῶν καὶμετασχηματισμοῦ τῆς ἑλληνικῆς κοινωνίας;
Στὴν σελ. 23 ἀναφέρονται οἱ θεμελιώδεις ἄξονεςτοῦ νέου Προγράμματος Σπουδῶν, πάνω στοὺς ὁποίους οἰκοδομοῦνται ὅλα τὰ ἐπὶμέρους μαθήματα ἀνὰ τάξη: «Θεός, κόσμος, ἄνθρωπος, ἠθική, κοινωνία, πολιτισμός,σύγχρονη ζωή». Ἀπουσιάζουν, ὅμως, ἀπὸ τοὺς «θεμελιώδεις ἄξονες»θέματα ὅπως Ἰησοῦς Χριστός, Ἐκκλησία καὶ σωτηρία. Μποροῦμε, ὅμως, νὰ ὁμιλοῦμεγιὰ ὀρθόδοξο θεολογικὸ μάθημα (γιὰ ὀρθόδοξη θεολογία) ἄνευ αὐτῶν τῶν τριῶν, ποὺτὴν διακρίνουν ἀπὸ τὴν θρησκειολογία καὶ τὴν φαινομενολογία τῆς θρησκείας;