Η αγία μάρτυς Τατιανή (12 Ιανουαρίου)
ΤουΠρωτοπρεσβυτέρου Γεωργίου Δορμπαράκη
«Η αγία Τατιανή ήταν από την πρεσβυτέραΡώμη επί της βασιλείας του Αλεξάνδρου (3ος μ.Χ. αι.), από πατέρα πουυπήρξε ύπατος Ρώμης τρεις φορές, ενώ κατά την τάξη της Εκκλησίας είχε το αξίωματης Διακόνισσας. Επειδή ομολογούσε την πίστη της στον Χριστό, οδηγήθηκε ενώπιοντου βασιλιά, κι όταν εισήλθε μαζί του στον ναό των ειδώλων, τράνταξε με τηνπροσευχή της τα είδωλα που υπήρχαν εκεί και τα έριξε στη γη. Γι’ αυτότον λόγο και την κτύπησαν στο πρόσωπο και ξύρισαν την κεφαλή της. Μετά δε τηνέριξαν στη φωτιά και στα θηρία, από τα οποία εξήλθε αβλαβής, οπότε τέλος δόθηκεη εντολή και της έκοψαν την κεφαλή».
Οι ύμνοι της Εκκλησίας μας, προκειμένουνα τονίσουν την αγιότητα και το δοξασμένο εν μαρτυρίω τέλος της αγίας Τατιανής,μας προβάλλουν με εποπτικό τρόπο ό,τι συνέβη κατά την ώρα της αποτομής τηςτιμίας κεφαλής της: ήταν η ώρα του θριάμβου της, και όπως συμβαίνει σεπαρόμοιες περιπτώσεις, άγγελοι όταν ανέβαινε στον ουρανό την υποδέχτηκαν μεχειροκροτήματα, ενώ ο παντοκράτωρ Χριστός με την παντοδύναμη δεξιά Τουστεφάνωνε τη μάρτυρα, που άθλησε με τον νόμιμο τρόπο.
«Μετά πολλάς ταςβασάνους, τη του ξίφους σε δίκη, δεινός καθυποβάλλει δικαστής∙ ης τη ανόδωεκρότησαν αι ουράνιαι τάξεις∙ Χριστός δε παναλκεί σε δεξιά, εστεφάνωσε,Μάρτυς, νομίμως εναθλήσασαν» (Μετά από τα πολλά βασανιστήρια που υπέστης,σε υποβάλλει ο φοβερός δικαστής στην καταδίκη του διά ξίφους θανάτου. Την άνοδόσου στους ουρανούς τη χειροκρότησαν οι ουράνιες αγγελικές τάξεις, ενώ ο Χριστόςμε την παντοδύναμη δεξιά Του σου φόρεσε στεφάνι, μάρτυς, γιατί αθλήθηκεςνόμιμα). Έκτοτε η αγία, κατά τον άγιο υμνογράφο που την βλέπει με τα μάτια τηςπίστεως, «είναι μαζί με τους φωτεινούς μάρτυρες, πολύ πιο κοντά στον Θεό απόό,τι πριν, και βλέπει όσα βλέπουν και οι άγγελοι. Βρίσκεται ως παρθένος στοννυμφώνα του νυμφίου της Χριστού, παρακαλώντας και αυτή για εμάς που τηνεγκωμιάζουμε, να βρούμε τη σωτηρία μας» («Συναγελάζη Μαρτύρων φανοτάταιςαγέλαις, τρανότερον εγγίζουσα Θεώ, βλέπεις α βλέπουσιν άγγελοι∙ ωςπαρθένος νυμφώνι αυλίζη του Νυμφίου σου, Σεμνή, δυσωπούσα σωθήναι τους πόθω σεγεραίροντας»).
Τι ήταν εκείνο που έκανε την αγία ναφθάσει σ’ αυτό το μεγάλο ύψος δόξας και τιμής; Μα τίποτε άλλο από εκείνο πουδιαπιστώνουμε σε όλους τους αγίους και τους μάρτυρες της πίστεως: ο σφοδρόςέρωτάς της προς τον Κύριο, η πυρωμένη από αγάπη καρδιά της προς Αυτόν, που τηνέκανε να υπερβεί οποιοδήποτε φόβο των βασάνων και να θεωρήσει ως μηδέν όλα ταυπάρχοντα στη γη. «Ούτε το ξίφος ούτε η φωτιά ούτε τα κτυπήματα, ούτε οιθλίψεις, η πείνα, το κάθε είδος τιμωρίας, χαλάρωσαν τον έρωτά σου προς τονΚύριο. Με πυρωμένη μάλιστα καρδιά αναζητούσες Αυτόν, κάνοντας πέρα ως τίποτεόλα τα ορώμενα» («Ξίφος ουδέ πυρ ουκ αικισμοί, θλίψεις ου λιμός ου παντοίαςείδος κολάσεως, σου τον προς τον Κύριον ήμβλυνεν έρωτα∙διαπύρω καρδία γαρ Αυτόνεκζητούσα, πάντα τα ορώμενα υφ’ εν διέπτυσας, μάρτυς»). Κι αποκτά ακόμημεγαλύτερη αξία το μαρτύριό της και φανερώνεται ακόμη εντονότερα η αγάπη τηςπρος τον Χριστό, όταν σκεφτεί κανείς ότι η αγία ήταν μία πριγκιποπούλα, κόρηυπάτου της Ρώμης, δηλαδή ανθρώπου με τη μεγαλύτερη μετά τον αυτοκράτορα εξουσίαστην αυτοκρατορία, με πλούτη και τιμές και δόξες πολλές. Κι όμως, σαν τοναπόστολο Παύλο, «ηγήσατο πάντα σκύβαλα είναι, ίνα Χριστόν κερδήση», όλα ταθεώρησε σαν σκουπίδια, για να έχει τον Χριστό. Κι είναι φυσικό ο άγιοςυμνογράφος να επισημαίνει και τη διάσταση αυτή: «Δεν υπολόγισες καθόλου,μάρτυς, τον φθαρτό πλούτο, διότι αναζητούσες με προθυμία τον άφθαρτο και αιώνιοπλούτο στους ουρανούς» («Πλούτου φθαρτού, μάρτυς, τελείως ηλόγησας, εν ουρανοίςτον άφθαρτον και διαμένοντα εκζητούσα προθύμως»).
Η υμνογραφία της αγίας δεν παύειβεβαίως να μας θυμίζει το αυτονόητο: ότι αν μπόρεσε η αγία να υπερβεί τηγοητεία του πλούτου, της δόξας, της σάρκας, και να φτάσει μάλιστα και στομαρτύριο, ήταν διότι πέραν της δικής της καλής προαίρεσης είχεσυνεργούσα και την παντοδύναμη χάρη του Θεού. Και λέμε ότι τούτο είναιαυτονόητο, διότι όλοι γνωρίζουμε ότι η σωτηρία του ανθρώπου είναι αποτέλεσμαπάντοτε δύο παραγόντων: πρωτίστως του ίδιου του Θεού, που ενισχύει τον άνθρωπο,και του ανθρώπου βεβαίως, που καλη τη προαιρέσει ανταποκρίνεται στην κλήση καιτην ενίσχυση αυτή του Θεού. «Κατάσβεσες τη δυσωδία του σαρκικού φρονήματος καιτη φλόγα της αμαρτίας, Αγνή, με τη δροσιά του Θείου Πνεύματος που συνεργούσεμαζί σου» («το δυσώδες της σαρκός και της αμαρτίας την φλόγα, Αγνή, κατέσβεσας,δρόσω Θείου Πνεύματος, του συνεργούντός σοι»)∙ «Προς τις τιμωρίες, προς ταβάσανα και τις διάφορες μάστιγες, μάρτυς, προχώρησες απτόητη, γιατί είχεςσυνεργούσα τη χάρη του Σωτήρα Χριστού, που σε δυνάμωνε» («Προς αικισμούς, προςαλγηδόνας και μάστιγας πολυειδείς απτόητος, μάρτυς, εχώρησας∙ συνεργούσανγαρ είχες την χάριν του Σωτήρος, ενδυναμούσάν σε»).
Η αγία λοιπόν και πριν φτάσει στομαρτύριο, που ήταν η απογείωση της ψυχικής δύναμης και ομορφιάς της, ήταν ήδηκαταστολισμένη με όλες τις αρετές («καλλωπισθείσα αρεταίς, ωραιώθης καλλοναίςτου μαρτυρίου», δηλαδή: αφού καλλωπίστηκες με τις αρετές, έγινες ακόμη πιοωραία με τις καλλονές του μαρτυρίου), τόσο που «η ψυχή της έμοιαζε με ένα ωραίοκατάστημα, λόγω της ομορφιάς της ευσέβειάς της» («ωραίον της ψυχήςκατάστημα, ευμορφία της ευσεβείας, Τατιανή, φέρουσα»). Δεν είναι τυχαίο λοιπόνπου η Εκκλησία μας την είχε χαριτώσει με το αξίωμα της Διακόνισσας, του πρώτουβαθμού της ιερωσύνης δηλαδή, που υπήρχε τότε στην Εκκλησία, με έργο τη βοήθειατου επισκόπου και των ιερέων στη φιλανθρωπία και τη διακονία των διαφόρωναναγκών των ανθρώπων, ακόμη δε και στο κήρυγμα. Ο ζήλος της μάλιστα για τηδιακονία της και για το μαρτύριό της παρομοιάζεται με την πρώτη μάρτυρα γυναίκακαι ισαπόστολο αγία Θέκλα. «Θέκλαν ως πριν την πρώταθλον, ης τον ζήλον εκτήσω,αοίδιμε», δηλαδή: όπως πριν η Θέκλα, έτσι κι εσύ, αοίδιμε, απέκτησες τον ζήλοαυτής).
Η αγία Τατιανή μας παραδειγματίζειμε την αγάπη της προς τον Χριστό και το μαρτυρικό της φρόνημα. Και μας δείχνειμεταξύ των άλλων και τον δρόμο της υπέρβασης της όποιας στον κόσμο ανομίας. Ηανομία και το πλήθος των κακών στον κόσμο υπερβαίνεται, όταν ο άνθρωπος μένεισταθερός στην πίστη του Χριστού, έχοντας ετοιμότητα να δώσει και τη ζωή του γιατην πίστη αυτού. «Τους χείμαρρους της ανομίας τους αποξήρανες, μακαρία, με ταρείθρα των αιμάτων σου» («Χειμάρρους απεξήρανας ανομίας, τοις ρείθροις τωναιμάτων σου, μακαρία»). Διότι «όπου επλεόνασεν αμαρτία, υπερεπερίσσευσεν ηχάρις».