Χειρότεροι κι ἀπὸ τοὺςἐννέα!
(Ομιλίατου †Μητροπολίτου Φλωρίνης Αυγουστίνου Καντιώτου)
«Οἱ δὲ ἐννέαποῦ;»(Λουκ. 17,17)
Θὰμιλήσω ἁπλᾶ, ἀγαπητοί μου. Δὲν ξέρω ἂνθὰ μ᾽ ἀκούσετε. Παλαιότερα, ἕνα λόγο ἔλεγεὁ κήρυκας καὶ ἑκατὸ ἔκαναν οἱ Χριστιανοί,τώρα χίλια κηρύγματα ἀκοῦνε κι οὔτε ἕνα δὲν κάνουν.
Γιατί ὁ λόγος δὲν καρποφορεῖ; Ἡ ἀπάντησι βρίσκεταιστὴν παραβολὴτοῦ σπορέως… Δὲν γνωρίζω λοιπὸν ἂν θὰ μ᾽ἀκούσετε. Ἀλλὰ κιἂν κανένας δὲν ἀκούσῃ,«ἐγὼ εἶπα καὶ ἐλάλησα, ἁμαρτίαν οὐκ ἔχω».Θὰ σᾶς ἐκφράσω ἕναπαράπονο. Ὄχι δικό μου –ποιός εἶμ᾽ ἐγὼ νὰ παραπονεθῶ γιὰ σᾶς;Εἶνε παράπονο τοῦΚυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ. Δὲν εἶδα τὸν Κύριο σὲ ὅραμα· ὁράματα βλέπουν οἱἅγιοι, κ᾽ ἐγὼ ἅγιος δὲν εἶμαι. Δὲν εἶδα τὸν Κύριο, ὥστε νὰ πῶ ὅτι μοῦ παρήγγειλε κάτι. Ἄκουσα ὅμως τὴφωνή του. –Μπᾶ; ἀκούγεται ἡ φωνὴ τοῦ Χριστοῦ;ὁ Χριστὸς εἶνετώρα στὰ οὐράνια, πῶς ἀκούγεται ἐδῶ κάτω ἡφωνή του;… Κι ὅμως ἀκούγεται.
Πρῶτα - πρῶτα μὲ τὴ συνείδησι, μέσαστὴν καρδιὰ τοῦ καθενός.Ἔπειτα στὴ φύσι, ἀπὸ ὁλόκληρη τὴν κτίσι· κ᾽ ἕναφύλλο τοῦ δέντρου,ποὺ σείει ὁ ἄνεμος, κάτι σοῦ λέει. Πρὸ παν-τὸς ὅμως ἡ φωνὴτοῦ Χριστοῦ, καθαρὴ καὶ διαυγής, ἀκούγεται μέσα στὸ ἱερὸ Εὐαγγέλιο.Μέσα λοιπὸνστὸ σημερινὸ εὐαγγέλιο ἀκούγεται τὸ παράπονο τοῦ Χριστοῦ. –Ναί, θὰ πῆτε· θά ᾽νελοιπὸν παράπονο γιὰ τοὺς ἀνθρώπους τῆς ἐποχῆς του, ὄχι γιὰ μᾶς σήμερα…
Κι ἂν σᾶς ἀποδείξω, ὅτι ἐμεῖς σήμερα εἴμαστε χειρότεροιἀπὸ ἐκείνους τότε, τί θὰ πῆτε; Ποιό εἶνε τέλος πάντων αὐτὸ τὸ παράπονο τοῦ Χριστοῦ, ποὺ διαβαίνει τοὺς αἰῶνες κα ὶφθάνει μέχρι ἐμᾶς;πότε ὁ Χριστὸς παραπονέθηκε; Ὁ Κύριός μαςσπανίως ἐξέφρασε παράπονο. Μία ἀπὸ τὶς λίγες φορὲς εἶνε κι αὐτὴ ποὺδιηγεῖται σήμερα τὸ εὐαγγέλιο. Τί λέει;
Ὁ Χριστός, ὁδοιπορώντας μαζὶ μὲ τοὺς μαθητάς του, ἔφτασε ἔξωἀπὸ μία πόλι. Ἐκεῖ, ψηλὰ ἀπὸ κάποια ῥάχη, ἄκουσεμιὰ φωνή, δυνατὴ σὰν σάλπιγγα, ποὺ προερχόταν ἀπὸ πολλὰστόματα. Ἡ φωνὴἔλεγε· «Ἐλέησέ μας» (Λουκ. 17,13) .Ποιοί φώναζανκαὶ τί ζητοῦσαν; Νὰ ἤθελαν ἆραγελεφτά; Ὄχι· τσουβάλια χρυσᾶ νομίσματα νὰ τοὺς ἔδινες, δὲν τοὺς ἔνοιαζε. Τίνὰ προσφέρουν τὰ χρήματα ὅταν κανεὶς πάσχῃἀπὸ ἀ-θεράπευτη ἀσθένεια; εἶνε ἄχρηστα.
Τί νὰ τὰκάνῃς τὰ χρυσᾶ νομίσματα; τὸ πολὺ- πολὺ μ᾽αὐτὰ νὰἀγοράσῃς μιὰ χρυσῆ λεκάνη νὰ φτύνῃς τὸ αἷμα σου. Ἀλλὰ τὸ αἷμα, εἴτε τὸφτύνει ὁ πλούσιος σὲ χρυσῆ λεκάνη εἴτε τὸ φτύνει ὁ φτωχὸς σ᾽ ἕνα μαντήλι, αἷμα εἶνε. Κ᾽ οἱ ἄνθρωποι αὐτοὶ ἦταν μὲν φτωχοί,ἀλλὰ περισσότερο ἀπ᾽ τὰ χρήματα εἶχαν ἀνάγκη κάτι ἄλλο. Ἦταν ἄρρωστοι· ἔπασχανἀπὸ ἀσθένεια ποὺ τότε –καὶ μέχρι πρότινος ἀκόμη–ἦταν ἀθεράπευτη καὶ θεωρεῖτο θεοκατάρατη· ἦταν λεπροί .
Ἔπασχαν ἀπὸ λέπρα .Δηλαδή, τὸ αἷμα τους δὲν κυκλοφοροῦσε ὁμαλὰ στὰ ἀγγεῖα τοῦ σώματος·σταματοῦσε, ἔπηζε, καὶ οἱ σάρκες τους σάπιζαν· γι᾽ αὐτὸ αἰσθάνονταν κνισμό, φαγούρα. Αὐτιὰ καὶ μύτες ἔπεφταν, τὸπρόσωπο παραμορφωνόταν· ὁ πιὸ ὄμορφος ἄντρας γινόταν ἕνας σάτυρος, ἡ πιὸὄμορφη κοπέλλα γινόνταν ἡ πιὸ ἄσχημη. Καὶ τὸ χειρότερο ἀπ᾿ ὅλα, ἔχαναν τὸνὕπνο, ἔμεναν ἄυπνοι. Ἐπειδὴ ἦταν ἀθεράπευτοι, τοὺς ἔδιωχναν ἀπὸ τὰ σπίτια καὶ τὶς πόλεις.Ὑποχρεώνονταν νὰ ζοῦν ἔξω, μέσα σὲ σπηλιές. Τοὺς κρεμοῦσαν κ᾽ ἕνα κουδούνι στὸ λαιμό, νὰ χτυπάῃ καὶ νὰ προειδοποιοῦνταιοἱ ἄνθρωποι νὰ φεύγουν μακριά τους.Δέκα τέτοιοι λεπροὶ λοιπὸν φώναξαν στὸ Χριστό. Κι ὁ Κύριος ἄκουσε τὴ φωνή τους καὶ ἀποφάσισε νὰ τοὺς θεραπεύσῃ· χωρὶς γιατρούς,κλινικὲς καὶ φάρμακα. Ὅπως ὅμως ὥριζε ὁ νόμος,τοὺς ἔστειλε στοὺς ἱερεῖς, νὰ πιστοποιήσουνἐκεῖνοι τὴ θεραπεία. Καὶ καθὼς αὐτοὶ βάδιζαν νὰ πᾶνε στοὺςἱερεῖς, ἐκεῖ καθ᾽ ὁδὸν ἔγινε τὸ θαῦμα· θεραπεύθηκαν τελείως . Ὅπως ἀφαιροῦμε ἀπὸ τὸ ψάρι τὰ λέπια, ἔτσιἔπεσαν ἀπ᾽ τὸ σῶμα τους τὰ λέπια τῆς ἀσθενείας καὶ τὸ δέρμα τους ἔγινεὁλοκάθαρο σὰν βελοῦδο.
Τί ἔπρεπε τώρα νὰ κάνουν; Νὰ ἐκφράσουν εὐγνωμοσύνη · νὰ πᾶνε κάποιο δῶρο στὸ ναό,νὰ κόψουνλίγα ἀγριολούλουδα νὰ τὰ προσφέρουν στὸ Χριστό, νὰ τοῦ ποῦν ἕναεὐχαριστῶ. Τίποτε ἀπ᾽ αὐτά! Γύρισαν τὰ νῶτα στὸν Ἰησοῦ, πῆγε ὁ καθένας στὴ γυναῖκα καὶ στὰπαιδιά του, ξέχασαν ἐντελῶς τὸνεὐεργέτη τους. Μόνο ἕνας —κι αὐτὸς ξένος, «ἀλλογενής» (Λουκ. 17,18) —, ἔδειξε εὐγνωμοσύνη· ἦρθε κ᾽ ἔπεσε στὰ πόδιατοῦ Χριστοῦ, τὸν εὐχαριστοῦσεκαὶδόξαζε τὸ Θεὸ «μετὰ φωνῆς μεγάλης»(Λουκ. 17,15).
Ἀπὸ τοὺς δέκα, ἀδελφοί μου, ποὺ ἀναφέ-ρει τὸ εὐαγγέλιο,ἐννέα εἶνε ἀχάριστοι καὶ ἕνας εὐγνώμων.Μικρὸ τὸ ποσοστὸ τῆς εὐγνω-μοσύνηςἐμπρὸς στὴν ἀχαριστία· ἕνα πρὸςδέκα, δηλαδὴ 10%. Ἐγὼ ὅμως σ᾽ ἐμᾶςβλέπωσήμερα μιὰ ἀναλογία ἀκόμη μικρότερη. Ἀπὸὅλους ὅσους ἔχουν βαπτιστῆ στὸὄνομα τοῦ Χριστοῦ, πόσοι τὸν θυμοῦνται καὶ ἔρχονται νὰτοῦ ποῦν ἕνα εὐχαριστῶτὴν Κυριακή; Ἀπὸ μία ἔρευνα ποὺ κάναμε βρέθηκεποσοστὸ μόλις 2% .
Ἂν ὅλοι ἐκκλησιάζονταν, θά ᾿πρεπε να ᾿χουμε τετραπλάσιες ἐκκλησίες. Τώρα ἀρκοῦναὐτὲς ποὺ ἔχουμε · μόνο σὲ μεγάλες ἑορτὲς παρατηρεῖται στενότης. Τὸ ὑπόλοιποἔτος οἱ πολλοὶ δὲν αἰσθάνονται τὴν ἀνάγκη Κυριακὴπρωὶ νὰ λειτουργηθοῦν μία ὥρα–γιατὶ μία ὥρα μὲ τὸ ρολόι εἶνε ἀπὸ τὸ «Εὐλογημένη ἡ βασιλεία…» μέχρι τὸ «Δι᾿ εὐχῶν…» . Δευτέρα, Τρίτη, Τετάρτη,Πέμπτη, Παρασκευή, Σάββατο, Κυριακή,168 ὧρες μᾶς δίνει ὁ Θεὸς κάθε ᾽βδομάδα. Ἀπὸ τὶς 168, ποὺ σοῦ δίνει, ἔλα 1 ὥρανὰ πῇς ἕνα εὐχαριστῶ στὸν Πλάστη καὶΔημιουργὸ ποὺ σ᾽ ἀφήνει καὶ ζῇς. Κάθε χτύπος τῆς καρδιᾶς καὶ κάθε ἀναπνοὴ εἶνε μιὰ εὐεργεσία του.
Ἔλα λοιπὸν νὰ εὐχαριστήσῃς γιὰ τὴν ὑγεία,γιὰ τὴ γυναῖ κα καὶ τὰ παιδιὰ ποὺ σοῦ ᾿δωσε,γιὰτὴν ἐλεύθερη πατρίδα, γιὰ ὅλα τὰ ἀγαθὰποὺ ἀπολαμβάνεις, ὑλικὰ καὶπνευματικά.Μόνο ἂν τύχῃ μνημόσυνο κάποιου συγγενοῦς ὑπάρχει ἐκκλησίασμα. Ἀλλὰκάθε Κυριακὴ –ἂν πιστεύουμε–γίνεται ΤΟ ΜΝΗΜΟΣΥΝΟ ·ὄχι ἑνὸς συγγενοῦς μας (τοῦ πατέρα, τῆς μάναςκ.λπ.), ἀλλὰ τοῦ Βασιλέως μας, τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ! « Μεμνημένοι τοίνυν» ,λέμε, «…τοῦ σταυροῦ,τοῦ τάφου, τῆς τριημέρου ἀναστάσεως,τῆς εἰς οὐρανοὺς ἀναβάσε ως, τῆς ἐκ δεξιῶν καθέδρας, τῆς δευτέραςκαὶ ἐν δόξου πάλιν παρουσίας (τοῦ Χριστοῦ)» (θ. Λειτ. πρὸτοῦ καθαγ.) .Μὴν παρεξηγηθῶ, δὲν εἶμαι ἐναντίον τῶν μνημοσύνων· δὲνεἴμαστε προτεστάντες καὶ χιλιασταὶ νὰ καταργήσουμε τὰ μνημόσυνα. Θέλω νὰ πῶ τοῦτο· ὅπως τρέχεις στὸ μνημόσυνοσυγγενοῦς, τρέξε πιὸ πολὺ στὸ μνημόσυνο τοῦ Κυρίου, ποὺ σὲ ἀγάπησε καὶ σοῦ τὸ ἔδειξε δίνονταςγιὰ σένα τὸ τίμιο αἷμα του.
Ὥστε λοιπὸν ἐμεῖς εἴμαστε χειρότεροι ἀπὸ τοὺς δέκα λεπρούς. Γιατὶ ἐκεῖ μέσ᾿ στοὺς δέκαβρέθηκε ἕνας· ἐνῷ σ᾽ ἐμᾶς μέσ᾿ στοὺς ἑκατὸβρίσκονται μόλις δύο νὰ ᾽ρθοῦν νὰποῦν εὐχαριστῶ στὸ Θεό. Συνεπῶς, τὸ παράπονοτοῦ Χριστοῦ ἰσχύει περισσότερο σ᾽ ἐμᾶς·«Οὐχὶ οἱ δέ κα ἐκαθαρίσθησαν; οἱδὲ ἐν νέα ποῦ;» (Λουκ. 17,17)
.Σὲ μία ἀπὸ τὶς μεγαλύτερες βάσεις τῆς ἀεροπορίας μας,ὅπου ὑπηρετοῦν 600 παιδιά, ὁδιοικητὴς τὴν Κυριακὴ ἄφησε τοὺς σμηνῖτεςἐλεύθερουςὅσοι θέλουν νὰ πηγαίνουν στὴν ἐκκλησία. Κιἀπὸ τοὺς 600 δὲν πῆγαν οὔτε 20!Περιμένουμεἔπειτα προκοπὴ καὶ εὐλογία;
Ἐὰν στὴ βάσι αὐτὴ ἐρχόταν ὁἀνώτατος ἄρχων, δὲν θ᾽ ἀπουσίαζε οὔτε ἕνας·θὰ ἦταν ὅλοι ἐκεῖ γυαλισμένοι-τακτοποιημένοι καὶ θὰ στέκονταν κλαρῖνο. Δὲν καταφρονοῦμε ἀρχὲς καὶ ἐξουσίες· ἀλλὰ στὴ θείαλειτουργία γίνεται ὑποδοχὴ τοῦ Βασιλέως τῶν ὅλων · «Ὡς τὸν βασιλέα τῶν ὅλωνὑποδεξόμενοι…»(χερουβ.), λέμε.Τὰ πιστεύουμε αὐτὰ ἢ δὲν τὰπιστεύουμε;Ἐμεῖς εἴμαστε χειρότεροι ἀπὸ τοὺς ἐννέαλεπρούς. Γιατί; Ὄχι μόνο διότι τὸ ποσοστό μας εἶνε λιγώτερο, ἀλλὰκαὶ γιὰ τὸν ἑξῆς ἐπὶπλέον λόγο. Αὐτοὶοἱ ἐννιὰ φάνηκαν ἁπλῶς ἀχάριστοι,ξέχασαν τὸ Χριστό. Δὲν τόλμησανὅμως καὶ νὰ τὸν προσβάλουν· ὄχι δά. Ἐνῷ ἐμεῖς, ὄχι μόνο δὲν πατοῦμε στὴν ἐκκλησιά,ἀλλὰκαὶ τὴν ὥρα ποὺ χτυποῦν καμπάνες καὶλειτουργοῦν οἱ ναοί, τὴν ὥρα ἐκείνη κάποιοι«χριστιανοὶ» ἀνοίγουν τὰστόματά τους καὶβλαστημοῦν . Γι᾽ αὐτὸτὸ παράπονο τοῦ Χρι-στοῦ εἶνε μεγάλο· «Λαός μου, τί ἐποίησά σοι; …Ἀντὶ τοῦ ἀγαπᾶν με σταυρῷ με προσηλώσατε»(ὄρθρ. Μ. Πέμπτ., ἀντίφ. ιβ΄).Εἴμαστε λοιπὸν ἢ δὲν εἴμα-στε χειρότεροι ἀπὸ τοὺς ἐννέα αὐτούς;
Δὲν ἔχει ὅμως ἀνάγκη ὁ Χριστὸς ἀπὸμᾶς τὰ σκουλήκια . Κι ἂν ἀκόμα ἐμεῖς βλαστημᾶμε,ἔχειἐκεῖ νος πλῆθος ἀγγέλων στὸν οὐρανὸ καὶ ἀνθρώπων στὴ γῆ, παντοῦ στὸν κόσμο, ποὺτὸν προσκυνοῦν καὶ τὸν λατρεύουν. Ἂν ἐμεῖς δὲντὸν λατρεύσουμε, καὶ οἱ νεκροὶ καὶ οἱ τάφοι καὶτὰ βουνὰ καὶοἱ θάλασσες θὰ φωνάξουν ὅτι εἴ μαστεἀχάριστοι. Καὶ οἱ πέτρες ποὺ πατοῦμε θὰ φωνάζουν ὅτι «Εἷς ἅγιος, εἷςΚύριος, Ἰησοῦς Χριστός …» (Φιλ. 2,11 καὶ θ. Λειτ.)· ὅν, παῖδες Ἑλλήνων, ὑμνεῖτε καὶ ὑπερυψοῦτεεἰς πάντας τοὺς αἰῶνας· ἀμήν.
Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποίαἔγινε σὲ ἱ. ναὸ τῶν Ἀθηνῶν τὴν 16-1-1966 μὲ ἄλλο τίτλο