Quantcast
Channel: ΑΚΤΙΝΕΣ
Viewing all articles
Browse latest Browse all 35855

Δημήτριος Βογιατζής, Κριτικές παρατηρήσεις για το πλαίσιο βασικών αρχών του νέου πιλοτικού προγράμματος σπουδών των Θρησκευτικών Δημοτικού - Γυμνασίου

$
0
0

ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΟΣΕΝΩΣΙΣ ΘΕΟΛΟΓΩΝ
Χαλκοκονδύλη 37. 10432 ΑΘΗΝΑ
Τηλ. 2105224180-FAX. 2105224420
Iστοχώρος: www.petheol.gr
e-mail: panenthe@otenet.gr
     &   : enosis@petheol.gr 
ΚΡΙΤΙΚΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΒΑΣΙΚΩΝ ΑΡΧΩΝ
ΤΟΥ ΝΕΟΥ ΠΙΛΟΤΙΚΟΥ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΟΣ ΣΠΟΥΔΩΝ ΤΩΝ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΩΝ
ΔΗΜΟΤΙΚΟΥ – ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ
ΔημήτριοςΒογιατζής
    Το νέο πιλοτικόπρόγραμμα σπουδών του Δημοτικού και του Γυμνασίου παρουσιάζει δύο καινοτομίες.Εισάγει ένα νέο πρότυπο για το μάθημα των Θρησκευτικών και προτείνει μια νέαμέθοδο διδασκαλίας. Η κριτική μας στο κείμενο αυτό θα εστιαστεί στο Πλαίσιοβασικών αρχών, στο οποίο και περιγράφεται ο χαρακτήρας του μαθήματος. Το νέο ΠΣφιλοδοξεί, όπως δηλώνουν οι συντάκτες του, να οργανώσει « ένα σχολικό ΜτΘ, στοοποίο να συμμετέχουν όλα τα παιδιά χωρίς καμιά διάκριση και ανεξάρτητα από τηθρησκευτική ή μη δέσμευσή τους» (ΠΔΓ,11) . Η επιδίωξη αυτή συνδέεται στοπλαίσιο αρχών με τον στόχο του θρησκευτικού γραμματισμού, ο οποίος «βασίζεταιστους κανόνες της παιδαγωγικής και επιστημονικής γνώσης και στοχεύει στηνκριτική ανάπτυξη της θρησκευτικής συνείδησης των μαθητών με τις γνώσεις, τιςαξίες και τις στάσεις ζωής που παρέχει για τις θρησκείες και από τις θρησκείες»(13). Ο στόχος αυτός θεμελιώνεται, κατά τους συντάκτες, σε κάποια κοινάκριτήρια (standards) για το ΜτΘ των ευρωπαϊκών χωρών. Τα κριτήρια πουπαρατίθενται (χωρίς παραπομπή) έχουν διατυπωθεί από τον Friedrich Schweitzerκαι είναι τα εξής: Το ΜτΘ: 

1. Μπορεί και πρέπει να διδάσκεταισύμφωνα με τους όρους και τα κριτήρια της γενικής εκπαίδευσης στα δημόσιασχολεία.
2. Χρειάζεται να περιλαμβάνει θεωρήσειςδιαχριστιανικής και διαθρησκειακής μάθησης, διαλόγου, συνεργασίας καισυλλογικότητας.
3. Η διδασκαλία του απαιτείεπαγγελματίες εκπαιδευτικούς, με ισχυρή θεωρητική και πρακτική εκπαίδευση πουέχουν διαμορφώσει κατανόηση του ρόλου τους και στοχαστικοκριτική στάση απέναντιστη θρησκεία.
    Στο πλαίσιο αυτόδηλώνεται στο ΠΣ ότι «η θρησκευτική εκπαίδευση καλείται να υπηρετήσει έναν «θρησκευτικόγραμματισμό», ο οποίος θα πρέπει να υπηρετεί κοινωνικά προτάγματα καθολικούχαρακτήρα, όπως είναι πρώτα και κύρια ο πολιτισμικός εγκλιματισμός του μαθητήστην ευρύτερη κοινωνική πραγματικότητα που ζει και όχι βέβαια ο ιδεολογικόςεγκιβωτισμός του σε μεριστικές και απολυτοποιημένες ερμηνείες και στάσεις ζωής»(16). Με τον τρόπο αυτό ισχυρίζονται οι συντάκτες ότι η χριστιανική μαρτυρίαστη σχολική εκπαίδευση θεμελιώνεται σε ένα άλλο υψηλότερο πνευματικό καιθεολογικό επίπεδο. Ενώ λοιπόν είναι γνωστή ποικιλία των προτύπων του μαθήματοςπου εφαρμόζονται στις ευρωπαϊκές χώρες, όπου κυριαρχεί το ομολογιακό μοντέλο,επιλέχθηκε ένα πρότυπο που έρχεται σε αντίθεση τόσο με την παράδοση τουμαθήματος στην Ελλάδα, όσο και με τους βασικούς σκοπούς του, όπως ορίζονται στον.1566. Το μοντέλο αυτό θα μπορούσε να χαρακτηριστεί θρησκειολο_γικό -πλουραλι_στικό. Ο κύριος στόχος του μαθήματος σ' αυτό δεν είναι η διδασκαλίατης Ορθόδοξης Χριστιανικής παράδοσης με συνεκτικό και ολοκληρωμένο τρόπο καιστη συνέχεια η διδασκαλία στοιχείων από τις άλλες χριστιανικές παραδόσεις και,από τις άλλες μεγάλες θρησκευτικές παραδόσεις και φιλοσοφικές θεωρήσεις, αλλά οθρησκευτικός γραμματισμός που υπηρετεί το κοινωνικό πρόταγμα του πολιτισμικούεγκλιματισμού των μαθητών και απευθύνεται «όχι μόνο στους Έλληνες ή στουςΟρθοδόξους μαθητές αλλά σε όλους, ανεξαρτήτως εθνικής καταγωγής ή θρησκευτικήςκαι ομολογιακής ταυτότητας» (16). Ο εγκλιματισμός αυτός πραγματοποιείται σετρείς κύκλους θεμάτων. Ο πρώτος έχει επίκεντρο «τη θρησκευτική παράδοση τουτόπου, την παράδοση της Ορθόδοξης Χριστιανικής Εκκλησίας, όπως αυτή σαρκώθηκεστη ζωή και αποτυπώθηκε στα μνημεία του πολιτισμού του». Η διδασκαλία τηςπαράδοσης αυτής προτείνεται ως μια χρήσιμη γνώση για κάθε μαθητή ανεξάρτητα απότη θρησκευτική του ιδιοπροσωπία. Ο δεύτερος κύκλος αναφέρεται στις άλλεςμεγάλες χριστιανικές παραδόσεις και ο τρίτος στα μεγάλα θρησκεύματα (ΠΔΓ,16).Όλες αυτές οι παραδόσεις τίθενται η μια δίπλα στην άλλη και το διευρυμένο αυτόμάθημα «εξετάζει με ερευνητικό, κριτικό και διαλεκτικό τρόπο τη συνεισφορά κάθεθρησκευτικής παράδοσης στην ιστορία και τον πολιτισμό, αποβλέποντας στονθρησκευτικό γραμματισμό, αλλά και στην ευαισθητοποίηση και στον αναστοχασμό τωνμαθητών απέναντι στον δικό τους θρησκευτικό προβληματισμό» (16-17). Υπό τιςπροϋποθέσεις αυτές οι σκοποί του μαθήματος είναι προφανώς ουδέτερες, άχρωμεςκαι γενικόλογες και κάποτε μεγαλόστομες διακηρύξεις. Βεβαίως από τους σκοπούςαυτούς απουσιάζουν οι αναφορές για τη γνωριμία των μαθητών με το πρόσωπο και τοέργο του Ι.Χριστού, την Αγ.Γραφή, τη διδασκαλία της Εκκλησίας και την ιστορίατης, τη λατρευτική ζωή της, την πατερική Θεολογία και σκέψη, και εν ολίγοις μεοτιδήποτε θυμίζει το Ορθόδοξο Θεολογικό μάθημα. Στους γενικούς σκοπούς τουμαθήματος γίνεται μια και μοναδική αναφορά στον Χριστιανισμό, όχι μόνο ωςπολιτιστικής παράδοσης της Ευρώπης, «αλλά και ως ζωντανής πηγής έμπνευσης,πίστης, ηθικής και νοηματοδότησης: για τον κόσμο και τον άνθρωπο, τη ζωή καιτην ιστορία» (18).
Κατά τα άλλα σκοπός του μαθήματος είναιη ανάλυση του ρόλου του θρησκευτικού φαινομένου «στο σύνολό του και στις επίμέρους εκφάνσεις του (θρησκείες του κόσμου)» (18), η απόκτηση επάρκειας καιικανοτήτων εγγραμμάτου υποκειμένου από τους μαθητές, η προαγωγή τουδιαΘρησκειακού διαλόγου και η συνεισφορά στο αυτοπροσδιορισμό των μαθητών «μέσααπό την αναζήτηση του νοήματος και την υπαρξιακή αναμέτρηση με τηνπολυπλοκότητα του μυστηρίου της ζωής» (19).
    Στην εξειδίκευση τωνσκοπών αυτών αναφέρονται σχετικά «η ανάδειξη των οικουμενικών αξιών τόσο του Χριστιανισμούόσο και των άλλων θρησκειών του κόσμου, η κριτική κατανόηση των δογματικών,λατρευτικών, υπαρξιακών και πολιτισμικών εκφράσεων της Ορθόδοξης Εκκλησίας, τωνάλλων μεγάλων χριστιανικών ομολογιών, καθώς και άλλων θρησκευμάτων και ηπροσέγγιση της θρησκευτικής πίστης γενικότερα και του Χριστιανισμού ιδιαίτεραμε πολλαπλά κριτήρια (πολιτισμικά, ηθικά, κοινωνικά, ιστορικά, προσωπικά,θεολογικά)» (19).
    Ιδιαίτερο ενδιαφέρονπαρουσιάζει η παράγραφος για την προσέγγιση της θρησκευτικής γνώσης στο Νέο Σχολείο.Εκεί οι συντάκτες υποστηρίζουν ότι αυτό που ενδιαφέρει τον μαθητή «είναι ναμπορεί να απαντά σε ερωτήσεις, να γνωρίζει κανόνες και νόμους που διέπουν τοσυγκεκριμένο γνωστικό αντικείμενο. Στην περίπτωση αυτή ο μαθητής στέκεται «έξω»από το αντικείμενο και, ιδιαίτερα ως προς το ΜτΘ, ενδιαφέρεται να μάθει διάφοραδεδομένα γύρω από τη γλώσσα, τους συμβολικούς κώδικες, τους κανόνες και τιςεφαρμογές τους σε κάθε θρησκεία» (20). Αυτή η συναισθηματική αποστασιοποίηση,ονομάζεται εμπειρική προσέγγιση. Υπάρχει ακόμα και η ερμηνευτική προσέγγισηκατά την οποία ο μαθητής, προφανώς αφού πρώτα σταθεί έξω από το αντικείμενο,στη συνέχεια «κατανοεί και επιχειρεί συνδέσεις ανάμεσα στα πράγματα και στανοήματα μ' ένα λόγο εισέρχεται «εντός» του γνωστικού αντικειμένου.Συγκεκριμένα, ως προς το ΜτΘ ο μαθητής ενδιαφέρεται να γνωρίσει τι σημαίνει καιπώς συνδέεται και επηρεάζει μια συγκεκριμένη θεολογική θεώρηση ή θρησκεία τηνπροσωπική και κοινωνική οργάνωση του βίου των πιστών της, των τελευταίων μετους πιστούς άλλων θρησκειών ή με τους θρησκευτικά αδιάφορους συνανθρώπουςτους». Ως τρίτη μέθοδος προσέγγισης ορίζεται η χειραφέτηση του μαθητή μέσω του«κριτικού ή αναστοχαστικού» τρόπου, με τον οποίο βιώνει την απελευθερωτικήδύναμη της επιστήμης και σχηματίζει μια «πραγματικά ακριβοδίκαιη εικόνα» τηςθεολογικής γνώσης». (21). Τελικά το ΠΣ αυτό, κατά τους συντάκτες του, «στοχεύειστο να οικοδομήσει λογικά την θρησκευτική αγωγή των παιδιών και των εφήβων μέσααπό την κατανόηση, την ερμηνεία και την κριτική, και δι' αυτού να συμβάλει στηνπροσωπική και ελεύθερη λογική συγκρότησή τους, η οποία είναι απαραίτητηπροϋπόθεση για την εν γένει προσωπική, κοινωνική και συναισθηματική ανάπτυξητους» (21).
  Συνοψίζοντας παρατηρούμε ότιέχει αφαιρεθεί από τους σκοπούς του μαθήματος η ολοκληρωμένη διδασκαλία τηςΟρθόδοξης παράδοσης και αυτή διδάσκεται κυρίως ως μια ιδιαίτερη τοπικήπολιτισμική και θρησκευτική παράδοση μεταξύ των άλλων μεγάλων θρησκευτικώνπαραδόσεων. Θα πρέπει στο σημείο αυτό, πριν προχωρήσουμε στην κριτική, να παρατηρήσουμεότι η εφαρμογή της θεωρίας του Πλαισίου αρχών στην πράξη του προγράμματος δενείναι συνεπής σε όλα τα μαθήματα, ιδίως στο Δημοτικό.
    Είναι φανερό, απόόσα ήδη ειπώθηκαν, ότι με το ΠΣ αυτό επιχειρείται η αλλαγή του χαρακτήρα τουμαθήματος, χωρίς αυτό να δηλώνεται ευθέως. Το ΠΣ ακολουθεί το θρησκειολογικόμοντέλο που εφαρμόζεται σε λίγες Ευρωπαϊκές χώρες, στην Μ. Βρετανία, τηνΣουηδία και εν μέρει στην Δανία, και ειδικότερα την Βρετανική εκδοχή. Στοπρότυπο αυτό, όπως το περιγράφει ο εισηγητής του στην Ελλάδα Γ.Σωτηρέλλης, «ηοργάνωση της θρησκευτικής εκπαίδευσης γίνεται κατά τρόπο ώστε να παρέχεταιστους μαθητές, χωρίς να αποκλείεται η δυνατότητα εξαίρεσης, μια σφαιρική,αντικειμε_νική, ουδέτερη και απροκατάληπτη ενημέρωση για το θρησκευτικό φαινόμενοκαι τις διάφορες εκφάνσεις του. Η εκπαίδευση αυτή εστιάζεται, στο κύριο μέροςτης διδασκαλίας, στην ιστορική διαμόρφωση και στις αρχές του Χριστιανισμού μειδιαίτερη έμφαση στην Ορθοδοξία (ή τον Καθολικισμό για κάποιες περιοχές)» .Όμως, το μοντέλο του νέου ΠΣ δεν αρκείται στην ουδέτερη και σφαιρική ενημέρωση,της κλασικής θρησκειολογίας αλλά προσθέτει δύο ακόμα διαστάσεις πουδικαιολογούν τον χαρακτηρισμό πλουραλιστικό:
α. Προχωρεί, σε ένα είδος πολιτικής, ηθικής και κοινωνικής αγωγής με βάση«κοινωνικά προτάγματα καθολικού χαρακτήρα». Τα προτάγματα αυτά φαίνεται ναείναι ο πολιτισμικός εγκλιματισμός των αλλοδαπών μαθητών, η καλλιέργειαοικουμενικής συνείδησης, η προσαρμογή στην πολυπολιτισμική κοινωνία, ηκαταπολέμηση των διακρίσεων, ο σεβασμός των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, η ανάπτυξητης οικολογικής συνείδησης και η προβολή (νέο)φιλελεύθερων αξιών, όπως οιατομικές δεξιότητες. Η ηθικοπλαστική αυτή πλευρά του προγράμματος περιγράφεταιστις προσδοκώμενες επάρκειες σε όλους τους κύκλους του προγράμματος. Σ' αυτέςπεριλαμβάνονται πέρα από τη γνώση και κατανόηση του κόσμου της θρησκείας καιτης πολιτισμικής εμβέλειας του θρησκευτικού φαινομένου, η προσωπική ανάπτυξηκαι καλλιέργεια αξιών και στάσεων, η ανάπτυξη ηθικής συνείδησης και ηκαλλιέργεια δημοκρατικής συνείδησης και πρακτικής.
β. Υιοθετεί την πρακτική της «μάθησης από τη θρησκεία», ενώ ορίζει λανθασμέναως μάθηση «μέσα από τη θρησκεία», όχι τη μάθηση μιας συγκεκριμένης θρησκείας,στην προκειμένη περίπτωση του Χριστιανισμού, αλλά γενικά τη μάθηση μέσα από τημελέτη των διαφόρων θρησκειών. Μάθηση από τη θρησκεία είναι η πρακτική κατά τηνοποία ο μαθητής ασχολείται με τις απαντήσεις των μεγάλων θρησκειών σε μεγάλαηθικά και υπαρξιακά προβλήματα και καλείται στη συνέχεια να διαμορφώσει τιςδικές του αντιλήψεις και στάσεις ζωής.
    Είναι φανερό ότι στημεν πρώτη προσέγγιση οι θρησκείες χρησιμοποιούνται ως υποστηρίγματα τηςπολιτικής και ηθικής αγωγής, στη δε δεύτερη ως πηγές απαντήσεων σε υπαρξιακάερωτήματα των μαθητών, τις οποίες οι ίδιοι καλούνται να επεξεργαστούναναζητώντας ένα βαθύτερο νόημα. Συγχρόνως το ΠΣ απαιτεί την καθαρά γνωστική καιλογική και συνεπώς αντικειμενική και ουδέτερη μελέτη του θρησκευτικούφαινομένου και των εκφάνσεών του. Για παράδειγμα στην Α' Γυμνασίου και στοσημείο Δ' των προσδοκώμενων επαρκειών (η προσωπική ανάπτυξη και καλλιέργειααξιών και στάσεων) οι μαθητές θα πρέπει να μάθουν να «ανακαλύπτουν στηχριστιανική παράδοση, την Αγία Γραφή και τα ιερά κείμενα των θρησκειώναπαντήσεις γύρω από το νόημα της ζωής και των σχέσεων του ανθρώπου (με τον Θεό,τον συνάνθρωπο και τη φύση), να διαμορφώνουν προσωπικές θέσεις απέναντι στα υπόεξέταση ζητήματα και να προσδιορίζουν, ελέγχουν και αξιολογούν προσωπικάστερεότυπα και προκαταλήψεις τους που σχετίζονται με θρησκευτικές πεποιθήσεις,να αναπτύσσουν κριτική στάση απέναντι στη δική τους θρησκευτική ιδιοπροσωπία,να καλλιεργούν μια στάση σεβασμού και διαλόγου με τον Χριστιανισμό και τιςάλλες θρησκείες, να αναπτύσσουν προσωπικά ενδιαφέροντα γύρω από τα θρησκευτικάζητήματα, να καλλιεργούν διερευνητική σκέψη και στοχαστικοκριτικές ικανότητες,να εκφράζουν αισθητική ευαισθησία και καλλιεργούν τη φαντασία και τηνεπινοητικότητά τους» (73) Όλες αυτές οι επάρκειες απαιτούνται από παιδιά 13ετών, τα οποία δεν θα έχουν διδαχθεί προηγουμένως συστηματικά ούτε τονΧριστιανισμό, πόσο μάλλον τις άλλες θρησκείες. Παρ' όλα αυτά τα παιδιά αυτά θαπρέπει να διαμορφώσουν προσωπικές θέσεις και να ανακαλύψουν απαντήσεις για τονόημα της ζωής στα ιερά κείμενα των θρησκειών.
    Επίσης, η προβολήτων κοινωνικών προταγμάτων μέσα από το μανδύα της θρησκευτικής διδασκαλίαςοδηγεί σε πολλές περιπτώσεις το μάθημα σε μια ιδιότυπη ηθικολογία.
    Χαρακτηριστική τουπνεύματος αυτού είναι η διαπραγμάτευση της ΘΕ 2 της Ε' Δημοτικού. Εδώ σε 4δίωρα αναλύεται το θέμα των ορίων και των κανόνων με προσδοκώμενα αποτελέσματαοι μαθητές να μάθουν «να αποδεικνύουν με παραδείγματα και αντιπαραδείγματα ότιοι επιλογές των πράξεων έχουν συνέπειες, να περιγράφουν με επιχειρήματα τουςκανόνες που οι ίδιοι θέτουν στις σχέσεις τους και να συναισθάνονται και ναεξηγούν την ασφάλεια που παρέχουν οι κανόνες στη ζωή τους» (49). Στόχος τουμαθήματος είναι: «Να κατανοήσουν κριτικά οι μαθητές τη διαμόρφωση και την αξίατων εντολών στη ζωή, προσωπική και κοινωνική, καθώς και τα αμφιλεγόμενα ζητήματαπου προκύπτουν» (ΟΣ,39) . Το στόχο αυτό υπηρετούν βιβλικές αφηγήσεις καιαναφορές στους κανόνες στο Ισλάμ και τον Ιουδαϊσμό. Οι διδασκαλίες τωνθρησκειών, αποσπασματικά συγκεντρωμένες, δεν αναλύονται στο πλαίσιο της κάθεθρησκείας αλλά χρησιμοποιούνται ως όχημα για να μεταγγιστούν στους μαθητές«κοσμικές» ηθικές και κοινωνικές αξίες. Ο ηθικοπλαστικός χαρακτήρας τουμαθήματος δεν συνδέεται με τη χριστιανική πίστη και την εσωτερική μεταμόρφωσητου ανθρώπου. Το θεολογικό νόημα της θεοπτίας του Μωυσή και της εντολής τηςαγάπης απουσιάζουν και στη θέση τους τα παιδιά μαθαίνουν τη «χρησιμότητα» τηςσυνεργασίας. Επίσης οι μαθητές, αφού επεξεργαστούν τον κανονισμό του σχολείουασχολούνται με τον Δεκάλογο της Π.Δ και στη συνέχεια με τα ανθρώπιναΔικαιώματα, που αποκαλούνται «κανόνες συμβίωσης», μαθαίνουν ότι η συνύπαρξηχρειάζεται κανόνες, σχεδιάζουν ένα χάρτη με δρόμους που έχουν ονόματα «αξιώνκαι λαθών». Τέλος οι μαθητές συναισθάνονται και εξηγούν την «ασφάλεια» πουπαρέχουν οι κανόνες στη ζωή. Φυσικά το μάθημα θα ήταν πιο αποδοτικό αν είχανχρησιμοποιηθεί και αποσπάσματα από τα Ανάλεκτα του Κομφουκίου. Η νεοηθικιστικήαυτή διδασκαλία διαφέρει από την παλαιά στο ότι η πολιτική και ηθικήδιαπαιδαγώγηση δεν πραγματοποιείται μόνο μέσω του Χριστιανισμού αλλά στην πορείαεμπλέκονται και οι άλλες θρησκείες και χρησιμοποιούνται ως εργαλεία για τονσκοπό αυτό.
    Το νέο πνεύμα τουμαθήματος καταργεί στην ουσία την προτεραιότητα της διδασκαλίας της θείαςΑποκαλύψεως και του σχεδίου της θείας Οικονομίας, του τωρινού μαθήματος, καιστη θέση της αναγορεύει σε κεντρική έννοια το θρησκευτικό φαινόμενο σε όλες τουτις μορφές. Η διδασκαλία αυτή στοχεύει, όπως ειπώθηκε, στο να βοηθήσει ταπαιδιά, μέσα από την παρουσίαση διδασκαλιών των μεγάλων θρησκειών για διάφοραθέματα, να διαμορφώσουν τις δικές τους προσωπικές αντιλήψεις και στάσεις. Οιαπόψεις αυτές δεν βρίσκονται μόνο έξω από το σημερινό πλαίσιο του Ορθοδόξουμαθήματος αλλά είναι και επιστημονικά λανθασμένες επειδή, υπό το φως τωνπορισμάτων της σύγχρονης θρησκειολογικής και εθνογραφικής έρευνας αλλά και τωνμοντέρνων φιλοσοφικών αντιλήψεων, γίνεται σήμερα ευρύτατα αποδεκτή η θέση ότικάθε θρησκεία συνιστά ένα ιδιαίτερο σύστημα διδασκαλιών, λατρευτικών πράξεων,αφηγήσεων, ηθικών εντολών, συνηθειών, πολιτισμικών εκφράσεων, με άλλα λόγιασυγκροτεί μια ξεχωριστή μορφή ζωής. Ένταξη σε μια θρησκεία σημαίνει υιοθέτησηενός συγκεκριμένου τρόπου ζωής και σκέψης, δηλαδή την «αφομοίωση» του ανθρώπουστη θρησκεία αυτή. Σημαίνει αλλαγή νοοτροπίας και συνηθειών, απόκτηση καιεμβάθυνση ιδιαίτερων πνευματικών εμπειριών αλλά και την ένταξη σε μιακοινότητα, όπου όλα αυτά βρίσκουν την υλοποίηση και την έκφρασή τους. Με τιςπροϋποθέσεις αυτές η γνώση μιας θρησκείας προϋποθέτει την ένταξη και τηδέσμευση σ΄αυτήν και την εξοικείωση, γνωστική και βιωματική, με τη μορφή ζωήςπου αυτή εκφράζει και προτείνει. Είναι φανερό ότι η «κριτική κατανόηση»θρησκευτικών αξιών ή εκφράσεων δεν είναι εφικτή αν δεν προηγηθεί αυτή ακριβώς ηδέσμευση. Η πραγματικότητα αυτή είναι εμφανής στα θρησκειολογικά μαθήματα πλουραλιστικούτύπου (μάθηση από τη θρησκεία), τα οποία αναγκαστικά περιορίζονται σε μιαεπιδερμική ανάλυση ιδεών, πρακτικών και ηθικών αντιλήψεων των διαφόρωνθρησκειών, αποκομμένων από το πλαίσιο αναφοράς τους, και στη συνέχεια προχωρούνστη συναγωγή συμπερασμάτων για κοινές ιδέες, αξίες, πρακτικές, που υποτίθεταιότι μπορούν να απαντήσουν στους προβληματισμούς των μαθητών.
    Τα προβλήματα αυτάπαρουσιάζονται και στην προσπάθεια του νέου ΠΣ να εφαρμόσει το πρότυπο αυτό.Στην εφαρμογή είναι έκδηλη η αμηχανία των συντακτών και η αδυναμία της μεθόδουαυτής, όπως φαίνεται από τα παρακάτω παραδείγματα: Στη Β' Γυμν. (ΘΕ 4) οιμαθητές πρέπει να μάθουν να επισημαίνουν και αξιολογούν τη θετική στάσηαπέναντι στον «άλλο» και σε άλλες θρησκείες. Οι θρησκείες αυτές δεν κατονομάζονταικαι στις δραστηριότητες του μαθήματος υπάρχουν μόνο αναφορές στο Ολοκαύτωμα,στους Εβραίους ειρηνιστές και την ορχήστρα Εβραίων &Παλαιστινίων. Έτσι ηεικόνα του άλλου περιορίζεται σε αυτή του Χριστιανισμού, όπου παρουσιάζεταιορθά το όλο θέμα με κατάλληλες δραστηριότητες. Στη ΘΕ 5 ο μαθητής καλείται νααναλύσει το ρόλο των θρησκειών στη διαφύλαξη της ειρήνης και να ασχοληθεί με τηδιάσπαση και την αντιπαλότητα σε άλλες θρησκείες. Στα περιεχόμενα όμως υπάρχεισυγκεκριμένη αναφορά μόνο στην αρχή της αχίμζα του Τζαϊνισμού, ενώ δεν υπάρχουνκαι συγκεκριμένες αναφορές στις δραστηριότητες. Αντίθετα στην ίδια ενότηταγεγονότα με διαφορετικές διαστάσεις και αίτια, το Σχίσμα, οι Σταυροφορίες και ηΜεταρρύθμιση, εξετάζονται υπό τον τίτλο Χριστιανοί διώκουν Χριστιανούς και οιμαθητές καλούνται, σε 2 δίωρα να αξιολογήσουν τις συνέπειες και να αναλύσουντις διαστάσεις τους. Σε δύο δίωρα επίσης (Γ. Γυμν., ΘΕ 5) πρέπει τα παιδιά ναμάθουν να «διαπιστώνουν και να αξιολογούν τη θεώρηση του κακού και σε άλλες θρησκείες».Τα περιεχόμενα του μαθήματος είναι οι βασικές κοσμολογικές και ανθρωπολογικέςδιδασκαλίες του Ισλάμ, του Ινδουϊσμού και του Βουδισμού ενώ στις δραστηριότητεςυπάρχει μόνο μια έρευνα με θέμα: «Πώς νοείται η σωτηρία του ανθρώπινου προσώπουστον Χριστιανισμό και στις απωανατολικές παραδόσεις του Ινδουϊσμού και τουΒουδισμού». Στην ΘΕ 2 της Γ' Γυμν. ο μαθητής θα ασχοληθεί στη διάρκεια 1 ώραςμε το θέμα Αξίες θρησκειών του κόσμου (Ιου¬δαϊ¬σμός, Ισλάμ, Ινδουϊσμός,Βουδισμός, Κομφουκιανισμός), χωρίς καμιά περαιτέρω διευκρίνιση ή δραστηριότητα.Τέλος στην ΘΕ 3 της Στ΄Δημοτ. οι μαθητές «πληροφορούνται για αγίους ανθρώπουςάλλων θρησκειών». Σε αυτούς περιλαμβάνονται ο Βούδας, ο Μωάμεθ, ο Βισνού, οΔαλαϊ Λάμα, ο Κομφούκιος και ο Μ.Γκάντι. Προηγουμένως, Ο Μωάμεθ, ο Κομφούκιοςκαι ο Βούδας στην ΘΕ 1 αποκαλούνται μεγάλοι δάσκαλοι των θρησκειών.
    Τα παραδείγματα αυτάαρκούν για να επιβεβαιώσουν ότι πέρα από αδυναμίες που οφείλονται σεπροχειρότητα, η διδασκαλία των θρησκειών γίνεται αποσπασματικά και κατά περίπτωσημε σκοπό να αναδειχθούν κάποια κοινά σημεία και ο μαθητής χωρίς να προλάβει νασχηματίσει, έστω και ελλιπώς, κάποια εικόνα καλείται να κρίνει να συγκρίνει, νααξιολογήσει και να ανακαλύψει «την πνευματική και υπαρξιακή αλήθεια πουκομίζουν οι θρησκείες με το αντίκρισμά τους στο κοινωνικό γίγνεσθαι»(98). Ηστρεβλή και παραμορφωτική αυτή εικόνα για τις άλλες θρησκείες συνδυάζεται μετην ελλιπή γνώση της Ορθόδοξης παράδοσης, κυρίως στο Γυμνάσιο. Η αδυναμία αυτήτου ΠΣ οφείλεται και στην προσπάθεια να υποστηρίξει κάποια επιστημονική έννοιατου θρησκευτικού φαινομένου που δεν υπάρχει στην πραγματικότητα. Δεν υπάρχειδηλαδή κάποια κοινή ουσία στις θρησκείες, αλλά πολλοί και διαφορετικοίθρησκευτικοί κόσμοι, εν πολλοίς ασύμμετροι μεταξύ τους. Ιδιαίτερα δε η χριστιανικήδιδασκαλία, η οποία τονίζει την πληρότητα και τη μοναδικότητα του σωτηριώδουςέργου του Ι.Χριστού, δεν μπορεί να τοποθετηθεί στην ίδια μοίρα με τις άλλεςθρησκευτικές δοξασίες, οι οποίες, αν και περιέχουν θετικά στοιχεία, λόγω τουσπερματικού λόγου, δεν παύουν να αποτελούν εκφράσεις της αγωνίας του ανθρώπουτου αιώνος τούτου.

    Συνοψίζοντας τις παρατηρήσεις μας για το Πλαίσιο αρχώνεπισημαίνουμε τα εξής:
1. Στο νέο ΠΣ μεταβάλλεται ο χαρακτήρας του ΜτΘ από Ορθόδοξος θεολογικός σεθρησκειολογικό-πλουραλιστικό. Η μεταβολή αυτή γίνεται χωρίς εμφανή λόγο, αφούτο πρότυπο που υιοθετείται αποτελεί μικρή μειοψηφία στον ευρωπαϊκό χώρο καιέρχεται σε αντίθεση με την παράδοση και τις θεσμοθετημένες προδιαγραφές τουμαθήματος στην Ελλάδα. Το μοντέλο που προτείνεται εφαρμόζεται στην Μ. Βρετανία(Αγγλία και Ουαλία) όπου οι κυριότερες θρησκείες και Εκκλησίες, κατά σειράεπιρροής, είναι η Αγγλικανική, η Ρωμαιοκαθολική, η Πρεσβυτεριανή, ο Ισλαμισμός,ο Ινδουισμός, ο Σικχισμός και ο Ιουδαϊσμός . Η θρησκευτική αυτή κατάστασηαποτυπώνεται και στο πρόγραμμα του μαθήματος που είναι υποχρεωτικό μεδυνατότητα εξαίρεσης μετά από αίτηση των γονέων. Έτσι, οι θρησκείες πουδιδάσκονται συστηματικά είναι ο Χριστιανισμός σε γενική μορφή, ο Ισλαμισμός, οΙουδαϊσμός, ο Ινδουισμός, ο Βουδισμός και ο Σικχισμός, δηλαδή αυτές με τονμεγαλύτερο αριθμό πιστών στην χώρα. Τόσο το μάθημα όσο και οι λατρευτικέςεκδηλώσεις πρέπει να έχουν κυρίως χριστιανικό χαρακτήρα. Η παρουσίαση τωνδιδασκαλιών του Χριστιανισμού γίνεται με ουδέτερο τρόπο, ενώ γίνονται καισυγκρίσεις των διαφορετικών διδασκαλιών των διαφόρων δογμάτων και τονίζονται τακοινά σημεία τόσο των χριστιανικών ομολογιών όσο και των άλλων θρησκειών πουυπάρχουν στη Μ. Βρετανία. Tα «Τοπικά συμβουλευτικά συμβούλια για τη θρησκευτικήεκπαίδευση», που αποτελούνται από εκπροσώπους των τοπικών εκκλησιών καιθρησκευτικών κοινοτήτων, καθηγητές και γονείς, έχουν την αρμοδιότητα νακαταρτίζουν το πρόγραμμα διδασκαλίας του μαθήματος και της συλλογικής λατρείαςμε βάση τις γενικές οδηγίες και λαμβάνοντας υπ
’ όψιν τις τοπικές ιδιαιτερότητες. Σταιδιωτικά ομολογιακά σχολεία διδάσκονται ομολογιακά Θρησκευτικά .
2. Το βρετανικό μοντέλο δενπεριορίζεται στη «μάθηση για τις θρησκείες» αλλά επιδιώκει τη «μάθηση από τιςθρησκείες», δηλαδή τοποθετεί όλες τις μεγάλες θρησκείες στην ίδια μοίρα, τιςθεωρεί ισότιμες και ισόκυρες πηγές θρησκευτικού, φιλοσοφικού, ηθικού καιυπαρξιακού προβληματισμού και εφαρμόζει μια παιδαγωγική μέθοδο ηθικής καικοινωνικής αγωγής, χωρίς αναφορά σε κάποια συγκεκριμένη θρησκευτική δέσμευσηκαι πίστη. Κατά τη γνώμη του γράφοντος το πρότυπο αυτό βρίσκεται σε αντίθεση μετα σύγχρονα επιστημονικά δεδομένα, γιατί αγνοεί τη πολύμορφη πραγματικότητα καιτις ιδιαιτερότητες της κάθε θρησκείας.
3. Η εισαγωγή αυτού του τύπου τηςθρησκευτικής παιδείας στην Ελλάδα είναι αντίθετη, όχι μόνο με τις συνταγματικέςκαι νομικές πρόνοιες για τον χαρακτήρα του μαθήματος, αλλά και με τηθρησκευτική και κοινωνική πραγματικότητα της χώρας μας. Ο κύριος σκοπός τηςελληνικής θρησκευτικής παιδείας είναι σήμερα, και πρέπει να συνεχίσει να είναι,η γνωριμία και η βιωματική προσέγγιση των μαθητών/τριών με την Ορθόδοξηχριστιανική διδασκαλία και πρόταση ζωής και η παρουσίαση στους νέους μας τηςσυμβολής της Εκκλησίας στην ιστορία, τον πολιτισμό, τη διαμόρφωση της ταυτότηταςκαι της ατομικής και κοινωνικής ζωής των Ελλήνων. Κι αυτό γιατί η ΟρθόδοξηΧριστιανική παράδοση είναι η ζωντανή πίστη της πλειοψηφίας των Ελλήνων και όχιαπλά η πολιτισμική τους παράδοση. Συνεπώς η διδασκαλία των Θρησκευτικών στοσχολείο, στους μαθητές που είναι Ορθόδοξοι και σε όσους άλλους το επιθυμούν,είναι αναπόσπαστο στοιχείο της ελληνικής παιδείας και αγωγής, ως βασικόςσυντελεστής της διαμόρφωσης της ταυτότητας και της ιδιοπρωσωπίας τους. Δενμπορεί όμως η διδασκαλία αυτή να περιορίζεται στη συνεισφορά της Χριστιανισμούκαι της Ορθοδοξίας στον πολιτισμό και την ιστορία. Ο Χριστιανισμός δενταυτίζεται με κάποιο συγκεκριμένο πολιτισμό, αλλά αντίθετα ενώνει καιαγκαλιάζει όλους τους ανθρώπους, ανεξάρτητα από φυλή, γλώσσα και κοινωνικήθέση. Η πίστη εξαγιάζει βεβαίως τα έργα των ανθρώπων, αλλά είναι ζωντανή τόσοστην Αγία Σοφία όσο και στις καλύβες των ερημιτών και στα σπίτια των απλώνανθρώπων όπου γης. Επομένως, το κύριο περιεχόμενο του μαθήματος είναι ηχριστιανική διδασκαλία και πρόταση ζωής και όχι επιρροή της στον πολιτισμό. Όσογια τον πολιτισμικό εγκλιματισμό των αλλοδαπών μαθητών, μπορεί κάλλιστα ναεπιτευχθεί μέσα από όλα τα μαθήματα και δεν μπορεί να είναι ο κύριος στόχος τωνΘρησκευτικών.
4. Το ελληνικό μοντέλο του Ορθοδόξουμαθήματος, δηλαδή της διδασκαλίας «μέσα από τη θρησκεία», εφαρμόζεται στιςπερισσότερες χώρες της Ευρώπης. Σε μερικές από αυτές, όπως στο Βέλγιο και τηΦιλανδία, διδάσκεται και το Ορθόδοξο χριστιανικό μάθημα. Είναι δε σήμερα κοινάαποδεκτό ότι ο θρησκευτικός αυτοπροσδιορισμός του μαθητή μέσα από την κριτικήκατανόηση προϋποθέτει πρώτα και κύρια την κατά το δυνατόν πληρέστερηδιδασκαλία, γνωστική και βιωματική, της δικής του πίστης, ώστε η κρίση του ναείναι αποτέλεσμα σαφούς γνώσης. Αλλιώς, σε περιβάλλον σύγχυσης και σχετικισμού,το αποτέλεσμα είναι η αποστροφή για το μάθημα.
5. Η ολοκληρωμένη γνωστικά καιβιωματικά διδασκαλία των άλλων μεγάλων θρησκειών δεν είναι δυνατή για τουςλόγους που αναπτύξαμε. Γι' αυτό η διδασκαλία τους θα πρέπει να περιορίζεται σεγνώσεις και πληροφορίες {θρησκευτικός γραμματισμός-μάθηση για τη θρησκεία) μεκύριο στόχο τη γνωριμία, την αλληλοκατανόηση και την ειρηνική συνύπαρξη με τουςπιστούς των άλλων θρησκειών και σε ένα δεύτερο επίπεδο την ενθάρρυνση τηςσυνεργασίας σε κοινές δραστηριότητες για τη βελτίωση της ζωής των ανθρώπων. Ηεπαφή με τις αγωνίες, τους προβληματισμούς και γενικά με τη ζωή των άλλωνθρησκευτικών εκφράσεων πρέπει να γίνεται με τρόπο αξιόπιστο, με σεβασμό στηνιδιοπροσωπία των πιστών τους. Η διδασκαλία αυτή δεν πρέπει να επεκτείνεται σεάτοπες συγκρίσεις και αναζητήσεις κοινών εμπειριών και αξιών, πέρα από αυτέςπου οι ίδιοι οι πιστοί των θρησκειών μπορούν να αναδείξουν μέσα από το διάλογομεταξύ τους, χωρίς να προσβάλλεται η ιδιαιτερότητα της κάθε θρησκείας.
ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Οι παραπομπές είναι στους αριθμούς των σελίδων του «Προγράμματος Σπουδών σταΘρησκευτικά Δημοτικού και Γυμνασίου» που είναι αναρτημένο στην ηλ.διευθ.:http://digitalschool. minedu.gov.gr/info/newps/Θρησκευτικά.
2.. F.Schweitzer, Comparative Research in ReligiousEducation: International Interdenominational Interreligious in R Larsson/CGustavsson, Towards a European Perspective on Religious Education, Skellefte :Frfattarna, 2004, 196.                                                                                                           3. Γ. Σωτηρέλλη, Θρησκεία καιΕκπαίδευση, Κομοτηνή 1998, 402.
4. Ο αριθμός παραπέμπει στον «Οδηγό Εκπαιδευτικού στα Θρησκευτικά Δημοτικού καιΓυμνασίου», στην ηλ. διευθ.:http://digitalschool.minedu.gov.gr/info/newps/Θρησκευτικά/Οδηγός.
6. Βλ. Δ.Βογιατζή,
“Θρησκευτικών απολογία”.Πληροφορίες και σκέψεις για τη θέση του μαθήματος στην Ελλάδα και στην Ευρώπη,Κοινωνία 4 (2002), 341-362. 1 (2003), 41-59. 

Viewing all articles
Browse latest Browse all 35855

Trending Articles



<script src="https://jsc.adskeeper.com/r/s/rssing.com.1596347.js" async> </script>